Ήμουν στο λιμάνι της Πάρου. Το πλοίο έφτασε και ο συνωστισμός μεγάλος. Μπαίναμε αφήναμε τις βαλίτσες κάτω και με τις κυλιόμενες σκάλες ανεβαίναμε στο πλοίο. Μπροστά μου ήταν μια νεαρή κοπέλα με μακριά μαύρα μαλλιά, σχεδόν μέχρι τη μέση . Η ομορφιά της μου τράβηξε την προσοχή από νωρίς. Δεν έπαιρνα τα μάτια μου από πάνω της ακόμα στο Λιμάνι. Είχε κατέβει από το αυτοκίνητο, που ήταν με τη μητέρα της. Μια όμορφη μεσήλικη και κομψή κυρία. Από τα χαρακτηριστικά κατάλαβα ότι ήταν μάνα και κόρη. Η κοπέλα μπροστά μου φορούσε ένα τζιν παντελόνι και μία κολλητή μακό μπλούζα. Είχε ένα υπέροχο νεανικό σώμα. Τα στήθη της πεταχτά και ένα κώλο που κόλαζε άγιο. Τη χάζευα, και ξαφνικά, βλέπω την υφασμάτινη τσάντα που κρατούσε να πιάνονται τα κρόσσια της στην κυλιόμενη σκάλα. Το χέρι της τυλίχτηκε στο λουρί της τσάντας και πήγαινε να σπάσει όπως οι σκάλες συνέχιζαν να λειτουργούν. Δεν έχασα καιρό. Πήγα δίπλα της και τράβηξα με δύναμη την τσάντα. Το κομμάτι που ήταν μπλοκαρισμένο κόπηκε κι έτσι της ελευθέρωσα το χέρι. Οι σκάλες σταμάτησαν μετά από τις φωνές των άλλων επιβατών. Κράτησα την κοπέλα από το χέρι και τη βοήθησα να ανέβει τη σκάλα. Πήγαμε στο σαλόνι. Καθίσαμε.
- Είσαι καλά, τη ρώτησα;
- Καλά σε ευχαριστώ, μου απάντησε, ενώ ήταν ακόμα αναστατωμένη από το συμβάν.
Πήγα στο κυλικείο το πλοίου και της πήρα ένα μπουκάλι νερό.
- Σ’ ευχαριστώ πολύ μου λέει. Αν δεν ήσουν εσύ…
- Σιγά δεν έκανα τίποτα. Απλά τέλειωσε. Πιες λίγο νερό να συνέλθεις. Σε λίγο θα είσαι καλά. Α, ξέχασα να συστηθούμε. Δημήτρης.
- Δάφνη. Οι θέσεις στο τραπέζι του σαλονιού του πλοίου ήταν δύο.
Σε λίγο είδα να έρχεται η μητέρα της. Με κοίταξε λίγο παράξενα στην αρχή. Κάθισε στη διπλανή θέση.
- Μητέρα να σου γνωρίσω το Δημήτρη. Είναι αυτός που μ’ έσωσε… κι άρχισε να της αφηγείται την ιστορία στις σκάλες.
Η μητέρα της με ευχαρίστησε κι αυτή. Ήταν μια πολύ φινετσάτη κι ευγενική κυρία.
- Με συγχωρείτε, πάω να βρω κάπου να καθίσω.
- Και γιατί δεν κάθεσαι εδώ μαζί μας; είπε η Δάφνη.
- Κάτσε Δημήτρη παιδί μου, λέει η μητέρα της.
Κοίταξα γύρω. Υπήρχε μια πλαστική καρέκλα πιο πέρα. Την πήρα και κάθισα μαζί τους.
- Και πώς μόνος για διακοπές;… με ρώτησε η Δάφνη.
- Δεν ήμουν μόνος. Ήμουν με δύο φίλους μου. Αλλά ξαφνικά αρρώστησε η μάνα μου και έπρεπε να επιστρέψω. Βλέπετε είναι μόνη της.
- Καλά κι ο πατέρας σου; Με ρώτησε η κυρία Μαρία, η μητέρα της.
- Δεν υπάρχει πατέρας, της είπα. Εγκατέλειψε τη μάνα μου όταν ήμουν μικρός. Αφήστε τα! Είναι πονεμένη ιστορία. Μόνη της με μεγάλωσε. Οπότε δε μπορώ να την αφήσω.
- Μπράβο παιδί μου, καλά κάνεις και δεν αφήνεις τη μητέρα σου μόνη της, είπε η κυρία Μαρία.
Στη συζήτηση έμαθα ότι η Δάφνη τελείωσε τη Δευτέρα Λυκείου και έμπαινε στον αγώνα για τις πανελλήνιες. Ο πατέρας της, που ήταν μέτοχος σε μια επιχείρηση, έφυγε γρηγορότερα από τις διακοπές λόγω υποχρεώσεων.
Σε όλο το ταξίδι θαύμαζα την ομορφιά της Δάφνης. Είχε δύο υπέροχα γαλάζια μάτια, ένα όμορφο αγγελικό πρόσωπο και ένα καλοσχηματισμένο σώμα. Όταν γελούσε ήταν ένα μελαχρινός άγγελος. Προφανώς η κυρία Μαρία το πρόσεξε. Η ίδια η Δάφνη πολλές φορές με κοιτούσε κατάματα και με αφόπλιζε με το όμορφο βλέμμα της. Φυσικά έδειχνε κι αυτή ένα ενδιαφέρον για μένα. Δε μπορούσε να το κρύψει, όσο κι αν ήθελε εξαιτίας της μητέρα της. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα σε μια στιγμή που η μητέρα της πήγε στο κυλικείο να πάρει καφέ. Το φλερτ και από του δυο μας ήταν φανερό. Κι η μητέρα της το κατάλαβε. Τα πράγματα όμως έμειναν εκεί.
Το πλοίο κάποια στιγμή έφτασε στον Πειραιά. Χαιρετηθήκαμε. Πήρα ένα ταξί και πήγα κατευθείαν στον Ευαγγελισμό. Πήγα στη μάνα μου. Είχε υποστεί ένα έμφραγμα. Σε λίγες μέρες βγήκε. Όλο τον υπόλοιπο καιρό τον πέρασα δίπλα της.
Βγήκαν και τα αποτελέσματα των πανελληνίων εξετάσεων. Έκανα την κυρία Αγγελική να ψηλώσει από υπερηφάνεια. Πέρασα στην Αθήνα στη σχολή που ήθελα. Μου άρεσε η τεχνολογία. Κι έτσι επέλεξα αυτή τη σχολή.
Ήρθε ο Οκτώβρης. Εγώ δούλευα σε μια ταβέρνα στη γειτονιά σερβιτόρος τα βράδια για να τα βγάλω πέρα. Χειμώνας. Κι η κυρά Αγγελική, η μάνα μου αρρώστησε ξανά… κι αυτή τη φορά δεν τα κατάφερε, έφυγε πριν τα Χριστούγεννα. Έμεινα εντελώς μόνος. Πού και πού έρχονταν φίλοι μου συμφοιτητές στο σπίτι μου, να μου κάνουν παρέα τον πρώτο καιρό. Ύστερα, όταν συνήλθα λίγο, ξανάρχισα τη δουλειά το βράδυ. Το πρωί στη σχολή, το βράδυ δουλειά. Ενδιάμεσα έκλεβα χρόνο και πήγαινα σε μια σχολή πολεμικών τεχνών και γυμναζόμουνα. Ο δάσκαλος ήταν παλιός γνωστός μου μια και πήγαινα στη σχολή του από μικρός. Σε πολλά πράγματα με συμβούλευε σαν πατέρας μου. Όταν έμαθα ότι πέρασα στη σχολή που ήθελα ήταν ο δεύτερος μετά τη μάνα μου που το έμαθε. Θυμάμαι ότι τον είδα να χαίρεται σαν να είμαι δικό του παιδί. Είχα υποσχεθεί στο εαυτό μου να τελειώσω όσο πιο γρήγορα γίνεται τη σχολή. Από μικρός έμαθα να είμαι σκληρός και να μην πτοούμαι στις δυσκολίες.
Ένα βράδυ του Γενάρη καθόμουν στο σπίτι και διάβαζα. Δεν πήγα για δουλειά γιατί δεν αισθανόμουν καλά. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Ανδριάνα. Μια συμφοιτήτρια που πηγαίναμε μαζί στο ίδιο τμήμα. Ήθελε βοήθεια σε μια εργασία. Τότε της είπα να έρθει. Ήρθε. Καθίσαμε μαζί μέχρι αργά. Είχε πάει τρεις το πρωί. Η Αντριάνα κοίταξε το ρολόι.
- Ωχ βρε συ πέρασε η ώρα. Να φύγω να πάω σπίτι.
Σηκώθηκε και κοίταξε την τσάντα της.
- Βρε συ έχεις να μου δανείσεις λίγα χρήματα να πάρω ταξί;
- Έχω βρε Ανδριάνα και βέβαια έχω· αλλά έξω γίνεται ο κακός χαμός. Πού θα πας τέτοια ώρα; Γιατί δεν κάθεσαι εδώ. Να Θα σου στρώσω στο άλλο δωμάτιο. Έχει χώρο όσο θέλεις. Κανέναν δεν θα ενοχλήσεις κι ούτε θα σε ενοχλήσει κανείς.
Με τα πολλά την έπεισα. Η Ανδριάνα ήταν μια καστανομάλλα αρκετά ωραία κοπέλα με ένα γλυκό και παθιάρικο πρόσωπο. Το καλογυμνασμένο σώμα της την έκανε μια γυναίκα, που δύσκολα περνούσε απαρατήρητη από τα βλέμματα των ανδρών. Καταγόταν από μια επαρχιακή πόλη. Καθίσαμε στο σαλόνι.
- Θα πιεις ένα ουίσκι;… της λέω.
- Και δε βάζεις;… μου λέει. Αφού δε θα φύγω που δε θα φύγω, το πολύ να ξεραθώ στον καναπέ.
Πίναμε το ποτό σιγά-σιγά και αρχίσαμε την κουβέντα περί σχέσεων. Όλη τη ώρα δεν έπαψε να με κοιτάζει περίεργα. Το ένιωθα. Ήμουν όμως πολύ διακριτικός. Δεν ήθελα ποτέ να φαίνομαι λιγούρης.
Την άλλη μέρα το πρωί σηκωθήκαμε. Καθίσαμε στη κουζίνα να πιούμε καφέ. Εγώ είχα πεταχτεί μέχρι το φούρνο και πήρα λίγα κρουασάν. Κατά τις δέκα το πρωί σηκώθηκε να φύγει. Τη στιγμή που έφευγε.
- Γεια σου Δημήτρη μου… μου λέει σε ευχαριστώ για όλα.
- Τι με ευχαριστείς; Εγώ σε ευχαριστώ για την ωραία παρέα που μου χάρισες.
Και καθώς ήταν ένα βήμα από την πόρτα, σε μια κίνηση που δεν περίμενα, με φιλάει ξαφνικά στο στόμα. Έμεινα, την κοίταξα στα μάτια. Την άρπαξα και τη φίλησα ξανά. Το φιλί αυτή τη φορά ήταν παθιασμένο με μεγαλύτερη διάρκεια. Έσπρωξα και έκλεισα την πόρτα. Το ένα φιλί έφερε το άλλο. Για ένα πεντάλεπτο φιλιόμαστε όρθιοι στην πόρτα. Με μια κίνηση την άρπαξα στα χέρια και την πήγα στο σαλόνι. Εκεί συνεχίσαμε να φιλιόμαστε.
- Βλάκα, λέει σε κάποια στιγμή. Έπρεπε να κάνω την πρώτη κίνηση εγώ;
- Μου αρέσεις τη λέω… και φιληθήκαμε ξανά.
- Εγώ είμαι εδώ και καιρό τσιμπημένη μαζί σου.
Έτσι άρχισε η σχέση μας με την Ανδριάνα. Εκείνη τη μέρα έπρεπε να πάω για δουλειά. Η Ανδριάνα έμεινε σπίτι.
Όταν επέστρεψα αργά το βράδυ. Με περίμενε. Είχε πεταχτεί στο σπίτι της και πήρε μερικά πράγματα. Ήταν ντυμένη ελαφριά με μια ριχτή μακό μπλούζα. Μόλις τσιμπήσαμε κάτι που έφερα, καθίσαμε στο σαλόνι. Αρχίσαμε τα χάδια και τα φιλιά. Σε λίγο βρεθήκαμε γυμνοί. Ξαπλωμένοι στον καναπέ σχεδόν ένας πάνω στον άλλο τριβόμαστε και φιλιόμαστε.
Άρχισα να της φιλάω τα όμορφα βυζιά της με πάθος. Δεν άργησα να τη γυμνώσω τελείως. Γυμνώθηκα κι εγώ. Τη βάζω ανάσκελα στον καναπέ και σκύβω ανάμεσα στα πόδια της. το μουνί της ξυρισμένο. Τα υπέροχα μεγάλα μουνόχειλα χάρμα οφθαλμών ήταν αδύνατο να αντισταθώ να τα φιλήσω, να τα γλείψω. Έβαλα τη γλώσσα μου μέσα στο γεμάτο υγρά μουνί της. Άρχισα να παίζω. Σε λίγο ήμουν ξαπλωμένος ανάσκελα και η Ανδριάνα σκυμμένη πάνω μου, μού έπαιρνε την πιο απίθανη πίπα που μου είχαν πάρει ποτέ. Έγλειφε και έπαιζε τον πούτσο μου με το χέρι της σαν επαγγελματίας. Συνέχισε βάζοντάς τον σχεδόν ολόκληρο μέσα στο στόμα. Σηκώθηκε και έκατσε πάνω μου. Άρχισε να παίρνει το παιχνίδι στα χέρια της.
- Θα τελειώσω, της λέω.
- Μέσα μου, μη φοβάσαι, παίρνω προφύλαξη.
Έχυσα μέσα της δυνατά έχυσε κι αυτή. Τα κορμιά μας ριγούσαν σε ένα θεϊκό οργασμό. Χαλαρώσαμε. Μιλάγαμε και πείραζε ο ένας τον άλλον.
Μετά από μισή ώρα άρχισε να μου σηκώνεται ξανά. Δεν πέρασε απαρατήρητο από την Ανδριάνα. Άρχισε να παίζει με τον πούτσο μου. Σε λίγο ήταν πέτρα ξανά. Την έβαλα να ξαπλώσει ανάσκελα. Της σήκωσα τα πόδια και άρχισα να τη γαμάω δυνατά. Ένιωθα τα υγρά της να πλημμυρίζουν τον πούτσο μου. Τη γύρισα στα τέσσερα. Κράτησε περίπου ένα πεντάλεπτο. Ύστερα σηκώθηκα όρθιος μπροστά της. Κάθισε στον καναπέ και μου τον πήρε στο στόμα παίζοντάς τον. Δεν άργησα να χύσω μέσα στο στόμα της. η Ανδριάνα τα έφτυνε και συνέχιζε να μου τον παίζει μέσα στο στόμα της όσο έχυνα.
Καθίσαμε στο σαλόνι για λίγο. Αργότερα ντυθήκαμε και βγήκαμε βόλτα στο κέντρο. Πήγαμε φάγαμε και ύστερα πήγαμε από τη σχολή. Επιστρέψαμε στο σπίτι. Πήγα στο μπάνιο να πλυθώ. Σε λίγο άνοιξε την πόρτα η Ανδριάνα.
- Μπορώ να μπω;… μου λέει.
Της έγνεψα. Τότε μπήκε. Φορούσε μόνο ένα μπουρνούζι. Το κρέμασε στην κρεμάστρα του μπάνιου και μπήκε μαζί μου στη μπανιέρα. Σαπουνιστήκαμε κι αρχίσαμε τις αγκαλιές και τα φιλιά. Η αίσθηση του γυμνού σαπουνισμένου κορμιού της πίσω μου σε κάποια στιγμή με απογείωσε. Ακουμπούσε πάνω στην πλάτη μου με τα βυζιά της και τριβόταν πάνω μου. Αφέθηκα στην ηδονή που μου χάριζε. Έβαλε τα χέρια της και άρχισε να πιάνει τον πούτσο μου και να τον παίζει απαλά. Εγώ είχα βάλει το χέρι μου και της χάιδευα τον κώλο. Γυρίσαμε κατάματα. Άρχισε να κάνει το ίδιο. Μάλαζε τον πούτσο μου και εγώ άρχισα με τα δάχτυλα να τρίβω τα μουνόχειλά της. Έτριβα με το δάχτυλο την κλειτορίδα της.
Άνοιξα το νερό και τα πολλά σαπούνια έφυγαν. Γονάτισε και άρχισε να μου τον παίρνει αργά μέσα στο στόμα της. Δεν βιαζόταν. Τον έβγαλε και άρχισε να ρουφάει και να γλείφει τα αρχίδια μου. Τη γύρισα με την πλάτη στον τοίχο. Τούρλωσε τον κώλο της να διευκολύνει την διείσδυση. Τον έβαλα απαλά, αργά μέσα στο μουνί της. Άρχισα να τη γαμάω αργά. Είχαμε συντονιστεί στις αργές αυτές κινήσεις. Κάθε που έσπρωχνα τον έχωνα ολόκληρο στο καυλωμένο μουνί της. Αναστενάζαμε κι οι δυο από την καύλα. Τον έβγαλα και άρχισα να της φιλάω την πλάτη. Έσκυψα. Άρχισα να περνάω την γλώσσα μου στο μουνί της και στον κώλο της. Κατέβηκα και τη γαμούσα με τη γλώσσα μου, ενώ έτριβα την κλειτορίδα με το χέρι μου. Την ένιωσα να σφίγγει τα πόδια της. Έχυσε… τα υγρά της πολλά. Μου άρεσε η μυρωδιά του μουνιού της. Η γεύση των υγρών της. Ανέβηκα προς τα πάνω και άρχισα να της γλείφω την κωλοτρυπίδα της. Η Ανδριάνα απογειώθηκε από την καύλα. Την έγλειφα και πότε-πότε της έχωνα το ένα δάχτυλο μέσα της και τη γαμούσα. Παραδόθηκε εντελώς στην καύλα και την ηδονή. Ύστερα άρχισα να γλείφω πάλι την τρύπα της και να χώνω όσο μπορούσα τη γλώσσα μου μέσα. Ο κώλος της φρεσκοπλυμένος, καθαρός, τέλειος. Τον έφτυσα και τον σάλιωσα. Σηκώθηκα. Κατάλαβε τι ήθελα. Τον κεντράρισα στη σούφρα της και άρχισα να τον σπρώχνω. Μπήκε το πουτσοκέφαλο. Με μια κίνηση με έσπρωξε λίγο προς τα πίσω. Μου είπε ότι πονάει. Την άφησα να οδηγήσει η ίδια τα πράγματα. Μπήκε λίγο ακόμα μέσα. Άρχισα τις παλινδρομικές κινήσεις. Σε λίγο έφτασα στην κορύφωση. Άρχισα να χύνω στον κώλο της. Με χάιδευε στη μέση. Έχυσα και έμεινα λίγο μέσα της. Έτσι μείναμε για λίγο. Δε θέλαμε να τελειώσει όλο αυτό. Ήταν υπέροχη αίσθηση. Βγήκαμε από τη μπανιέρα. Σκουπιστήκαμε και τραβήξαμε για το δωμάτιο.
- Σου άρεσε;… τη ρώτησα.
- Ναι, πάρα πολύ, μου είπε. Το είχα κάνει και παλιότερα κάποιες φορές όταν ήμουν μαθήτρια. Αλλά πονούσα. Οι δύο πού είχα κάνει σχέση στη ζωή μου, όταν ήμουν ακόμα μαθήτρια ήταν άγαρμποι. Ήθελαν μόνο να ικανοποιήσουν την πάρτη τους και μόνο. Με σένα αυτό το σημερινό ήταν πρωτόγνωρο. Απογειώθηκα μωρό μου. Εσύ το έχεις ξανακάνει;
- Ναι, μια δυο φορές. Αν δεν ικανοποιώ τη σύντροφό μου, να ξέρεις ότι το σεξ για μένα δεν έχει νόημα.
Με φίλησε.
- Είσαι πολύ τρυφερός άνθρωπος!
- Κι εσύ είσαι μια γλύκα, της είπα.
Πέσαμε και ξαπλώσαμε αγκαλιά. Μας πήρε ο ύπνος. Εμένα πιο γρήγορα. Μέχρι που να με πάρει η Ανδριάνα με χάιδευε τρυφερά.
Ξυπνήσαμε το πρωί και πήγαμε στη σχολή. Ήταν η μέρα που η Ανδριάνα έπρεπε να παραδώσει την εργασία. Το μεσημέρι πήγαμε με μια παρέα συμφοιτητές για καφέ σε μια καφετέρια, στέκι. Η ώρα πέρασε. Χτύπησε το κινητό μου. Ήταν από την ταβέρνα που δούλευα. Το βράδυ είχε μεροκάματο. Φύγαμε και η Ανδριάνα πήγε στο σπίτι της να κάνει κάτι δουλειές.
Το βράδυ μετά από τη δουλειά εκείνη με περίμενε. Κάναμε έρωτα μέχρι το πρωί. Ξημέρωνε Κυριακή. Σηκώθηκα νωρίτερα. Πήγα ετοίμασα πρωινό και το έβαλα στο τραπέζι της κουζίνας. Ύστερα πήγα και την ξύπνησα με φιλιά. Σηκώθηκε. Φάγαμε το πρωινό και ύστερα βγήκαμε βόλτα στο κέντρο της Αθήνας.
Έφτασε η άνοιξη. Ετοιμαζόμαστε για εξετάσεις. Με την Ανδριάνα διαβάζαμε μαζί. Δώσαμε τα μαθήματα και σημειώσαμε επιτυχία. Ήμαστε από τους λίγους φοιτητές, οι οποίοι καθαρίσαμε όλα τα μαθήματα του έτους και με καλό βαθμό.
Ήρθε το καλοκαίρι. Εγώ συνέχιζα τη δουλειά στην ταβέρνα. Έπρεπε να τα βγάλω πέρα. Πόρους άλλους δεν είχα. Η Ανδριάνα έφυγε για το χωριό της. Όλο το καλοκαίρι ήταν δύσκολο για μένα. Αν και είχα κάποιους φίλους και έβγαινα πού και πού, μου έλειπε το κορίτσι μου.
Στα τέλη Ιουλίου ήρθε ξαφνικά με μια φίλη της από το μέρος της. Θα πήγαιναν για μια βδομάδα διακοπές σε ένα κυκλαδίτικο νησί κοντά στην Αθήνα. Εγώ είχα πήξει στη δουλειά. Έμειναν δύο μέρες στην Αθήνα και ύστερα έπρεπε να φύγουν για το νησί. Η Μαρία η φίλη της ήταν μια μελαχρινή κοπέλα με ωραίο σώμα και ωραία μάτια. Όσο η Μαρία ήταν στο άλλο δωμάτιο εμείς του δώσαμε και κατάλαβε. Στην αρχή ήμουν επιφυλακτικός και πρόσεχα τους τύπους. Ύστερα η Ανδριάνα μου είπε ότι η Μαρία δεν έχει πρόβλημα. Τα δύο βράδια που μείνανε εκεί εγώ με την Ανδριάνα ξεθεωθήκαμε στο γαμήσι. Δεν κοιμόμαστε, παρά μόνο κάναμε έρωτα. Η Μαρία μας πέταξε μια φορά μια σπόντα, μέσα στα αστεία που λέγαμε.
- Ρε συ Δημήτρη κούλαρε λίγο! Τι θα την κάνω στο νησί αν σέρνεται;
- Ε, τι θα κάνετε βρε Μαρία; Το πολύ-πολύ να κοιμάστε μέχρι το μεσημέρι.
- Αποκλείεται. Δεν πρόκειται να την αφήσω στην ησυχία της. Ας πρόσεχε!
Γελάσαμε όλοι. Ήρθε η μέρα. Τις πήγα στο λιμάνι με το αυτοκίνητο. Τις χαιρέτησα. Όταν μπήκαν στο πλοίο βγήκαν στο κατάστρωμα. Με χαιρετούσαν. Έφυγα να πάω στο αμάξι, γιατί εμπόδιζε· γύρισα να τις ρίξω μια τελευταία ματιά. Είχαν γυρίσει την πλάτη. Έφευγαν. Η Μαρία, είδα, ότι κρατούσε την Ανδριάνα από τη μέση. Σκέφτηκα ότι οι γυναίκες τα κάνουν αυτά. Δεν έδωσα σημασία, έφυγα.
Στα μέσα της βδομάδας το αφεντικό μου έδωσε αναπάντεχα δύο μέρες ρεπό. Χωρίς δεύτερη σκέψη αποφάσισα να πάω να κάνω μια έκπληξη στην Ανδριάνα και τη Μαρία. Ξημέρωνε Τετάρτη. Πήρα το πλοίο της γραμμής και σε δύο ώρες ήμουν στο νησί. Δεν άργησα να βρω το σπίτι που νοίκιαζαν. Δωμάτιο στην ουσία. Ήταν η ώρα 12 το μεσημέρι. Σε λίγο τις είδα από μακριά να έρχονται. Φορούσαν κι δυο τα μαγιό τους. Σε κάποια στιγμή είδα τη Ανδριάνα να αγκαλιάζει τη Μαρία και να τη φιλάει στο στόμα με ένα ερωτικό φιλί. Τη χάιδεψε στο μάγουλο κι ύστερα την ξαναφίλησε. Κρύφτηκα σοκαρισμένος πίσω στη γωνία ενός σπιτιού. Μπήκαν στο δωμάτιο αγκαλιασμένες. Σε λίγο, μετά από δέκα λεπτά, προχώρησα κι εγώ. Ανέβηκα τη σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιο. Η πόρτα ήταν κλεισμένη αλλά όχι κλειδωμένη. Στάθηκα απ’ έξω. Άκουγα τους αναστεναγμούς. Δεν πίστευα ούτε στα μάτια μου ούτε στα αυτιά μου! «Δεν μπορούσε να συμβαίνει όλο αυτό σε μένα;» αναρωτήθηκα μέσα μου, μη θέλοντας να το πιστέψω. Άνοιξα σιγανά την πόρτα. Ούτε που με πήραν είδηση. Η Ανδριάνα ξαπλωμένη ανάσκελα και η Μαρία ανάμεσα στα πόδια της, της έκανε γλειφομούνι. Η Ανδριάνα βογκούσε. Νευρίασα, θύμωσα, ήθελα να μπω και να της κάνω σπάσιμο. Με κεράτωνε με γυναίκα. Δεν ήξερα, δεν φανταζόμουν καν ότι είχε λεσβιακές τάσεις. Τότε μου πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό μου η εικόνα στο πλοίο που η Μαρία την αγκάλιασε από τη μέση. Από την άλλη όμως το θέαμα ήταν αρκετά ερεθιστικό και για μένα. Η Μαρία είχε τουρλωμένο ένα όμορφο κώλο μπροστά μου. ένα τέλεια ξυρισμένο μουνί και μια ροδαλή κωλοτρυπίδα.
Σε κάποια στιγμή έκανα θόρυβο άθελά μου. Η Ανδριάνα πετάχτηκε το ίδιο και η Μαρία. Κοκάλωσαν κι οι δυο όταν με είδαν. Σηκώθηκαν και βρακώθηκαν άρον-άρον.
- Πώς βρέθηκες εσύ εδώ; με ρώτησε η Αδριάνα μέσα στον πανικό της.
- Βρήκα ανοιχτά και μπήκα αγάπη μου. Αν ενοχλώ, να φύγω.
Η Μαρία καθόταν στην άκρη του κρεβατιού φορώντας το κάτω μέρος του μαγιό της, με σηκωμένα τα γόνατα μπροστά στα στήθη της. Με κοίταζαν κι δυο σαν χαμένες για κάποια δευτερόλεπτα.
- Δεν θα μου πεις να περάσω;
- Πέρασε, είπε η Ανδριάνα με δισταγμό.
- Εγώ να φύγω καλύτερα, είπε η Μαρία.
- Όχι, όχι, Μαρία μου, δε χρειάζεται, της είπα. Θα φύγω εγώ. Να μη σας χαλάσω και το υπόλοιπο των διακοπών σας. Απλά, αν το ήξερα, δε θα ερχόμουν, αλλά πού να το φανταστώ;… είπα με αρκετή δόση ειρωνείας. Δεν θα φύγεις εσύ Μαρία, επανέλαβα, εγώ θα φύγω… είπα με κάποια δόση πικρίας που δε μπορούσα να κρύψω.
- Κοίτα Δημήτρη. Εγώ με την Ανδριάνα το κάνουμε αυτό από το λύκειο πότε-πότε. Το γουστάρει και το γουστάρω, για να ξεδίνουμε πολλές φορές. Μη φανταστείς ότι έχουμε και δεσμό.
- Θα έπρεπε όμως να το ξέρω τουλάχιστον, έτσι δεν είναι Ανδριάνα; Όχι πίσω από την πλάτη μου ρε γαμώ το. Πάει πολύ, τι λες εσύ Ανδριάνα;
Σηκώθηκα γύρισα την πλάτη μου και βγήκα από το δωμάτιο. Ένας κόμπος μού είχε ανέβη στο λαιμό. Κατέβηκα στην παραλία. Πήγα σε ένα καφέ μπαρ και παρήγγειλα ένα καφέ για να συνέλθω από το σοκ. Το επόμενο πλοίο για την επιστροφή ήταν αργά το απόγευμα. Πήρα τηλέφωνο στο πρακτορείο να μου κάνουν κράτηση. Είχα τόσο θυμό μέσα μου! Περνούσαμε τέλεια στην Αθήνα με την Ανδριάνα. Αλλά ρε πούστη μου να με κερατώσει; Και με λεσβία; Και το άλλο που με παραξένευε… καύλωσα μόλις τις είδα! Κι αυτή η εικόνα του κώλου της Μαρίας; Τι τέλειος κώλος! Ξυρισμένη εντελώς. Ήμουν σε σύγχυση. Δε μπορούσα όμως να το ανεχτώ αυτό που συνέβαινε με τον εαυτό μου. Από τη μια να θυμώνω και από την άλλη να γουστάρω. Κι εκεί που έκανα αυτές τις βασανιστικές σκέψεις, μια φωνή ήρθε να με βγάλει από τον κόσμο μου. Ήταν η Ανδριάνα με τη Μαρία. Δε ζήτησαν την άδεια. Κάθισαν στο τραπέζι μου. Παρήγγειλαν κι αυτές καφέ. Στην αρχή δεν μιλούσαν.
- Συγγνώμη, μου είπε η Ανδριάνα, σηκώθηκε και με φίλησε στο μάγουλο. Έπρεπε να σου είχα μιλήσει για την αδυναμία μου. Δεν το θέλω. Είναι μια κακή συνήθεια που έχουμε με τη Μαρία από μικρές. Μου αρέσεις και σ' αγαπώ. Αλλά μου αρέσει πότε-πότε και να πάω με γυναίκα. Το ίδιο και η Μαρία. Από μικρές το κάνουμε. Αλλά σε ποιον να το πεις; Η Μαρία χώρισε από το αγόρι της γιατί τόλμησε και του το είπε. Τη χτύπησε και την έβρισε.
- Και σιγά βρε Δημήτρη; Τι κάναμε; Σκέψου πώς θα ένιωθες να την έβρισκες να στη γαμάει κανένας άντρας; είπε η Μαρία.
- Τι διαφορά έχει; Της λέω. Η απιστία είναι απιστία. Έπρεπε πριν συμβεί να το ξεκαθαρίσει.
- Ωραία! Έχεις δίκιο. Αλλά πώς να σου το πει;… λέει η Μαρία. «Δημήτρη μου θέλω να είμαστε μαζί, σε αγαπώ αλλά γουστάρω πότε-πότε να πάω και με γυναίκες». Και συ ή και όποιος άλλος, πώς θα το έβλεπε; Θα την έβλεπε σαν πουτάνα. Δεν γινόταν! Δεν το καταλαβαίνεις; Ξέρεις πόσο υπέφερε; Μου το έλεγε όλο τον καιρό, βασανιζόταν. Σε αγαπάει. Μαζί εμείς το κάνουμε απλά για ευχαρίστηση, πεσ’ το μαλακία, παιχνίδι. Και γίνεται μόνο μεταξύ μας. Εξάλλου και σε μένα και στην ίδια μας αρέσουν οι άντρες· τι νομίζεις ότι είμαι κι εγώ καμιά καμένη λεσβία; Δεν θα ερχόταν μαζί σου αν ήταν καθαρά λεσβία. Θα έκανε δεσμό με μια άλλη κοπέλα και δε θα σου έδινε και σημασία. Συγγνώμη για το ύφος μου και για τον τόνο μου, αλλά η πραγματικότητα είναι αυτή.
- Ναι, Δημήτρη μου, είπε η Ανδριάνα. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Όπως ακριβώς τα είπε η Μαρία. Τώρα ξέρεις όλη την αλήθεια. Τι θα κάνεις τώρα;
- Έκλεισα εισιτήριο να επιστρέψω στην Αθήνα. Απόψε με το βραδινό πλοίο.
- Και με μάς; Ρώτησε η Ανδριάνα.
- Τι με μας; Εγώ ήρθα να σου κάνω έκπληξη. Ήρθα μέσα στην τρελή χαρά, αλλά η έκπληξη ήταν δική μου. Είμαι μπερδεμένος, δεν ξέρω. Δεν περίμενα τέτοια εξέλιξη. Αισθάνομαι σαν να με έχεις έξω από τη ζωή σου. Το ίδιο θα αισθανόμουνα, αν σε έβρισκα να είσαι με άλλον άντρα. Και σ’ αγαπάω ανάθεμά με!
- Και εγώ σε αγαπάω! Σ’ αγαπάω πολύ! Κι αν θέλεις μπορώ να επιστρέψω μαζί σου στην Αθήνα. Τώρα. Σήμερα. Απόψε. Είπε με βουρκωμένα μάτια, που μόνο δεν έβαλε τα κλάματα.
- Μείνε μαζί μας Δημήτρη. Για ένα βράδυ μόνο, είπε η Μαρία. Είναι άδικο να γυρίσεις έτσι πίσω. Δεν θα λύσει τίποτα. Εσένα θα σε ζώσουν οι σκέψεις, την Ανδριάνα οι τύψεις... και τι θα βγει; Πρέπει να ξεκαθαρίσει σήμερα το πράγμα. Η Ανδριάνα με κοιτούσε με ένα ύφος παράκλησης πιάνοντάς μου το χέρι τρυφερά.
Το σκέφτηκα λίγο. Πάλευα. Από τη μια ο πληγωμένος μου εγωισμός, από την άλλη ήμουν πολύ ερωτευμένος με την Ανδριάνα. Και το δεύτερο ήταν κυρίως που έσπρωχνε να μη φύγω.
- Καλά θα μείνω, είπα μετά από σκέψη. Αλλά πρέπει να βρω χώρο να κοιμηθώ. Είδα ένα δωμάτιο άδειο πιο κάτω από το δικό σας όταν ήρθα. Δεν θέλω να σας τη χαλάσω. Θα το υπομείνω, αλλά δε θα σας τη χαλάσω.
Κι οι δυο με κοιτούσαν αμήχανες.
- Ακούς τι λες αγάπη μου;… λέει η Ανδριάνα.
- Ναι! Αφού σ’ αγαπάω δεν μπορώ να στου τη σπάσω. Θα πάμε για μπάνιο και μετά το βράδυ για ποτό. Ύστερα εγώ στο δικό μου δωμάτιο και σεις όπως πριν εντάξει; Πρέπει να το δω με τον εαυτό μου πρώτα, να το σκεφτώ καλύτερα. Δεν μου αρέσει να χώνομαι ανάμεσα σε άλλους αδιάκριτα. Δεν είναι στο χαρακτήρα μου. Και τότε… θα δούμε, αν αντέχει όλο αυτό που έχουμε μεταξύ μας καλώς, αλλιώς τέρμα.
- Τι λες; πετάχτηκε η Μαρία θέλοντας να διορθώσει τα πράγματα. Θα βολευτούμε όλοι μαζί. Κάπως θα γίνει… είπε χαμογελώντας πονηρά. Σε είδα πριν όση ώρα μιλούσες με την Ανδριάνα στο δωμάτιο τη στιγμή που μας έπιασες στα πράσα, ότι σου είχε σηκωθεί. Τι φοβάσαι; Εξάλλου αν γουστάρετε να το κάνετε εγώ δεν θα είχα πρόβλημα και μπροστά μου. Ε, Ανδριάνα;… της λέει.
- Ναι, δεν υπάρχει πρόβλημα, είπε με ένα χαμένο ύφος. Όχι, δεν ακούω κουβέντα. Θα μείνεις μαζί μας αγάπη μου και με φίλησε στο στόμα με ένα πεταχτό φιλί, μην μπορώντας όμως να κρύψει την αμηχανία της.
- Και να σου πω Δημήτρη μου, το κρεβάτι είναι μεγάλο. Χωράει και τους τρεις μας… λέει η Μαρία κλείνοντάς μας το μάτι πονηρά.
- Σωστά, είπε η Ανδριάνα με ένα νάζι, παίρνοντας θάρρος από την παρέμβαση της Μαρίας.
Δεν πίστευα αυτό που άκουγα εκείνη τη στιγμή. Φύγαμε ύστερα και πήγαμε να φάμε κάτι. Είχε πάει μεσημέρι. Ύστερα κάναμε βόλτες στα σοκάκια του νησιού. Τα κορίτσια είχαν κλείσει το δωμάτιο μέχρι την Κυριακή όπου θα γύριζαν πίσω. Πήρα τηλέφωνο το αφεντικό στην ταβέρνα. Του ζήτησα να μείνω περισσότερο. Ο κυρ-Γιώργος στην αρχή δεν ήθελε. Γνωριζόμαστε αρκετά χρόνια. Δούλευα στο μαγαζί του από μικρό παιδί. Με ήξερε καλά. Τον παρακάλεσα. Του είπα ότι θέλω λίγο να ξεκουραστώ με όσα τράβηξα με τη μάνα μου. Τελικά τον έπεισα. Μόλις το άκουσαν τα κορίτσια με αγκάλιασαν κι οι δυο τόσο ενθουσιασμένες που δεν το περίμενα. Όσο μιλούσα με τον κύριο Γιώργο αυτές μιλούσαν κοιτώντας μια βιτρίνα. Ήμουν πιο πίσω και τις παρατηρούσα. Η Μαρία γύριζε πότε-πότε και μου έριχνε κλεφτές ματιές.
Το απόγευμα πήγαμε για λίγο στο δωμάτιο. Φόρεσα κι εγώ το μαγιό και πήγαμε για μπάνιο. Το μπάνιο ήταν παιγνίδια και με τις δυο. Η Μαρία προσπαθώντας να μου πάρει μια μπάλα από το χέρι δεν έχανε την ευκαιρία μα τρίβεται και να με ακουμπάει πάνω στο σώμα μου. Η ιδέα από την άλλη ότι το βράδυ θα είμαστε η τρεις μας μαζί στο κρεβάτι με εξίταρε. Φύγαμε από το μπάνιο. Πήγαμε και τσιμπήσαμε κάτι σε ένα μαγαζί στην παραλία. Ύστερα γυρίσαμε. Μπήκα πρώτος κι έκανα ντους. Φόρεσε μια βερμούδα και ξάπλωσα όπως ήμουν κουρασμένος στο κρεβάτι. Μπήκε η Μαρία. Βγήκε με μια πετσέτα τυλιγμένη στα όμορφα και στητά της βυζιά. Ίσα που έφτανε να έκρυβε τα κωλομάγουλά της. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Έβαλε τα δάχτυλα της μέσα στα μαλλιά να τα ξεμπλέξει σηκώνοντας τους αγκώνες της αυτό έκανε να ανασηκωθεί η πετσέτα και να φανεί το καλοσχηματισμένο κωλαράκι κάτω από την πετσέτα. Πίσω διέκρινα λίγο τα ξυρισμένα μουνόχειλά της. Ύστερα μπήκε η Ανδριάνα. Η Μαρία κάθισε μισοξαπλωμένη ανάσκελα δίπλα μου ακουμπώντας στους αγκώνες. Βγήκε η Ανδριάνα εντελώς γυμνή. Ήρθε στο κρεβάτι. Ξάπλωσε δίπλα από την έξω πλευρά. Ήμουν στη μέση. Ο πούτσος μου στο θέαμα αυτό δεν έμεινε αδιάφορος. Κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν.
- Δε θα ντυθείς;… τη ρώτησα.
- Γιατί πρέπει; Από ποιον να κρυφτώ από σένα ή τη Μαρία;… είπε και γέλασε.
Με μια κίνηση η Μαρία βγάζει την πετσέτα και την πετάει στο πάτωμα. Η Ανδριάνα σηκώθηκε στα γόνατα. Και με μια κίνηση μου έβγαλε τη βερμούδα. Έμεινα γυμνός με τον πούτσο κάγκελο από την καύλα. Έσκυψε τότε και άρχισε να με φιλάει στο στόμα. Με χάιδευε τις ρώγες μου. Ύστερα ένιωσα τα χέρια της Μαρία να παίζουν με τον πούτσο μου. Τον έβαλε στο στόμα και άρχισε να μου παίρνει πίπα. Η Ανδριάνα με καβάλησε και έφερε το μουνί της στο στόμα μου. Άρχισαν να το φιλάω. Είχε καυλώσει αφάνταστα. Σηκώθηκε και κάθισε στον πούτσο μου και άρχισε να κουνιέται. Η Μαρία με καβάλησε κι αυτή έχοντας μπροστά της την Ανδριάνα. Φιλούσα και έγλειφα το όμορφο και καθαρό μουνάκι της Μαρίας. Οι δυο τους φιλιόντουσαν στα βυζιά και στο στόμα. Ήταν τρέλα. Η στάση αυτή εναλλάχτηκε με την Μαρία στη θέση της Ανδριάνας και η Ανδριάνα στη θέση της Μαρίας. Σε λίγο ήρθε η κορύφωση.
- Θα χύσω δεν αντέχω άλλο… είπα.
Σηκώθηκαν κι δυο άρχισαν να μου το γλείφουν. Έχυσα στα πρόσωπά τους. Η μία έγλειφε τα χύσια από το πρόσωπο της άλλης. Συνέχισαν οι δυο τους. Ξάπλωσε η Ανδριάνα ανάσκελα και η Μαρία της άνοιξε τα πόδια και έφερε τα μουνιά τους σε επαφή και άρχισαν να τρίβονται. Έπαθα! μόνο στις τσόντες το είχα δει αυτό. Ήταν το καλύτερο θέαμα για μένα. Τις έβλεπα που έδιναν τον εαυτό τους σε αυτό που κάνανε. Και έχυναν και δυο ασταμάτητα. Έσκυψα πάνω από την Ανδριάνα, τη φίλησα στο στόμα και τη χάιδεψα στο πρόσωπο στοργικά. Κάπου μετά από το δικό μου τελείωμα χαλάρωσα. Μου έφυγε το στρες από το πρώτο σοκ. Απολάμβανα τις στιγμές μαζί τους. Σηκώθηκα και έπιασα και φίλησα τη Μαρία στο στόμα.
- Σε ευχαριστώ που την κάνεις χαρούμενη, της είπα.
Δεν το πίστευα αυτό πού είπα, ούτε και οι ίδιες που με κοίταξαν έκπληκτες. Πλέον ένιωσα ότι το έχω ξεπεράσει. Ξαπλώσαμε ξεθεωμένοι οι τρεις στο κρεβάτι. Ο ένας χάιδευε τον άλλον. Απολαμβάναμε τις αυτές τις υπέροχες στιγμές. Η Ανδριάνα είχε κοντά μου το πρόσωπό της και πότε-πότε τη φιλούσα τρυφερά. Σηκώθηκε να πάει να πάρει δυο μπουκάλια με κρύο νερό που είχαμε στο ψυγείο. Η Μαρία είχε το χέρι της πάνω από το μηρό μου. Με χάιδευε απαλά. Σιγά το χέρι της έφτασε τον πούτσο μου που άρχισε να σηκώνεται ξανά. Σηκώθηκα και της άνοιξα τα πόδια. Άρχισα να γλείφω την ροδαλή κλειτορίδα της. αναστέναζε. Πέρασα τη γλώσσα μου στα εξωτερικά μουνόχειλα και άρχισα να της τα γλείφω. Η γεύση από τα χύσια τους ήταν έντονη. Μου άρεσε όμως. Με καύλωνε περισσότερο. Η Μαρία αναστέναζε από καύλα. Σηκώθηκα όρθιος και γονάτισε μπροστά μου. Άρχισε να μου παίρνει μια βαθιά και υπέροχη πίπα. Γύρισα σε μια στιγμή. Η Ανδριάνα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και μαλακιζόταν απολαμβάνοντας το θέαμα. Γύρισα τη Μαρία στα τέσσερα και της τον έχωσα μέσα ολόκληρο. Άρχισα να τη γαμάω δυνατά κρατώντας την από τη μέση. Έσπρωχνα με δύναμη. Ένιωσα τα υγρά της να τρέχουν.
Την ξάπλωσα στο πλάι και της σήκωσα το ένα πόδι στον ώμο μου σχεδόν. Έσπρωχνα με δύναμη. Η γλύκα ήταν τέλεια. Τότε έκανα νόημα στην Ανδριάνα να στηθεί στα τέσσερα. Βγήκα από τη Μαρία και άρχισα να γαμάω την Ανδριάνα. Για ένα πεντάλεπτο την έσπρωχνα με δύναμη. Η Μαρία είχε μπει κάτω από την Ανδριάνα και της φίλαγε τα βυζιά που λικνίζονταν από τα δικά μου σπρωξίματα. Βγήκα, με κοίταξαν περίεργα. Άνοιξα το σακίδιό μου και έβγαλα ένα λιπαντικό. Το είχα πάρει για έκπληξη για την Ανδριάνα. Τώρα η έκπληξη ήμουν σίγουρος ότι θα αφορούσε και τις δύο. Τις έβαλα να καθίσουν στα τέσσερα δίπλα-δίπλα. Άρχισα να τις φυλάω πότε τα μουνιά και πότε της τρυπούλες τους. Έριξα τζελ και στις δύο και άρχισα να χώνω τα δάχτυλά μου στις κωλοτρυπίδες τους. Οι ίδιες αντάλλασσαν γλωσσόφιλα. Όταν ένιωσα ότι η Ανδριάνα χαλάρωσε αρκετά πλησίασα και με αργές κινήσεις έσωσα τον πούτσο μου μέσα της. Άρχισα τις κινήσεις μέσα έξω. Στην αρχή ίσως να πόναγε λίγο. Σε λίγο χαλάρωσε κι άλλο. Τον έχωνα ολόκληρο μέσα της. Ύστερα πήγα πίσω από τη Μαρία. Τον έχωσα σιγά-σιγά. Δεν ήθελα να την πονέσω. Σε λίγο τη γαμούσα γρήγορα όπως και την Ανδριάνα. Προσαρμόστηκε και άρχισε να το απολαμβάνει.
Βγήκα από την Μαρία και περίλαβα την Ανδριάνα. Οι εναλλαγές κράτησαν περίπου ένα τέταρτο. Κι οι δυο τους έχυναν και το φώναζαν. Κι οι δυο μαλάκιζαν τα μουνιά τους καθώς τους έσκιζα τον κώλο τους. Κάποια στιγμή ένιωσα να έρχομαι στην κορύφωση. Οι κώλοι τους ακουμπούσαν δίπλα-δίπλα. Τα πρώτα τινάγματα του οργασμού μου έπεσαν μέσα στον κώλο της Ανδριάνας. Έβγαλα τον πούτσο μου από τον κώλο της Ανδριάνας και τον έχωσα γρήγορα στον κώλο της Μαρία χύνοντας το υπόλοιπο χύσι. Στράγγισα μέσα στη Μαρία. Δεν ήθελα να έχει καμιά παράπονο. Ήθελα να δώσω και στις δυο το ίδιο. Ξάπλωσα ανάσκελα και οι δυο τους έπεσαν δίπλα μου. Αγκαλιαστήκαμε κι τρεις και δίναμε γλωσσόφιλα ο ένας στον άλλο.
- Είδες τελικά ότι ήταν καλή ιδέα να μείνεις εδώ; Είπε η Μαρία.
- Η καλύτερη! απάντησα εγώ.
Άρχισαν τα γέλια και τα χαχανητά της ευχαρίστησης. Άρχισαν τα πειράγματα. Εγώ ήμουν ευγενικός πάντα και τρυφερός και με τις δύο. Μπορεί η Ανδριάνα να ήταν το κορίτσι μου αλλά δεν ήθελα να πληγώσω τη Μαρία που στο κάτω-κάτω μου χάρισε όμορφες στιγμές.
Οι μέρες μας στο νησί πέρασαν απρόσμενα τέλεια. Μπάνιο στη θάλασσα, ξάπλες στον ήλιο και πολύ γαμήσι. Ήρθε η ώρα, φύγαμε για την Αθήνα. Όταν φτάσαμε ήμαστε κουρασμένοι.
Την άλλη μέρα εγώ πήγα στη δουλειά. Τα κορίτσια θα έμεναν άλλες τρεις μέρες στην Αθήνα. Μόλις γύριζα από τη δουλειά δε χάναμε ευκαιρία να κάνουμε σεξ κι τρεις μας. Οι ίδιες το κάνανε δυο φορές οι δυο τους όσο εγώ δούλευα. Δε με πείραξε από τη στιγμή που το ήξερα.
Έφυγαν για την επαρχιακή πόλη στην οποία ζούσαν. Μιλούσαμε κάθε βράδυ στο τηλέφωνο με τη Ανδριάνα. Έμαθα ότι η Μαρία ερωτεύτηκε ένα παλληκάρι και μάλιστα σφόδρα. Χάρηκα από τη μια γιατί όπως μου είπε έτσι σταμάτησαν τελείως τις τρέλες που έκαναν οι δυο τους. Η Μαρία είχε αφοσιωθεί στο δικό της το Μάνο, όπως τον είπε. Αλλά δεν την ένοιαζε καθόλου την Ανδριάνα. Ανυπομονούσε να βρεθεί στην αγκαλιά μου. Το ίδιο κι εγώ, δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσει στην Αθήνα.
Συνεχίζεται…
Copyright protected OW ref: 167609
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.