Η ιστορία:
Αφήνοντας την Άννα να κάτσει στο πάτωμα, έπιασε εμένα από τα μαλλιά και σέρνοντας με σχεδόν, με τοποθέτησε γονατιστό πάνω στην πολυθρόνα βάζοντας με να ακουμπάω με τα χέρια μου στην πλάτη. Μόλις με έβαλε όπως ήθελε, η Άννα άρχισε να τον παρακαλάει να μην μου το κάνει αυτό, ότι δεν του φταίω σε τίποτε, ότι είμαι γιος της αδερφής της και πως θα την αντικρύσει μετά και διάφορα άλλα τέτοια. Εκείνος, την άφησε να μιλάει και πιάνοντάς με από το σαγόνι από το ένα χέρι, έπιασε τον πούτσο του με το άλλο και άρχισε να μου τον τρίβει στα χείλια, πολύ αργά. Μόλις σταμάτησε η Άννα να μιλάει, της είπε βραχνά, χωρίς να σταματήσει στιγμή να τρίβει την πούτσα του στα χείλια μου:
- «Αυτό, να το σκεφτόσουνα πριν τον βάλεις να σου γλείφει το μουνί! Άλλωστε, από ότι είδα στην ρεσεψιόν, ο μικρός είναι κρυφό ταλέντο στις πίπες. Το ξέρεις ότι όσο μιλούσαμε εσύ, εγώ και ο άντρας σου, ο μικρός ήτανε πίσω από τον πάγκο και μου ρούφαγε την πούτσα; Μου την στράγγιξε, την ώρα που σας μιλούσα. Σταγόνα δεν άφησε! Και τώρα, θα δούμε αν θέλει κι άλλο…»
Και μ’ αυτό, μου έβαλε το κεφάλι στο στόμα κρατώντας την με το χέρι του. Μου άφησε και το σαγόνι, για να της φύγει κάθε αμφιβολία ότι με ζορίζει.
- «Κοίτα τον. Και μετά μου λες εσύ να τον αφήσω! Κοίτα τον πως καύλωσε με την πούτσα μου στο στόμα. Τρελαίνεται για πούτσα το ανιψάκι σου, σαν την θεία του! Και σήμερα θα το κάνω να τρελαίνεται να έχει μία στο κωλαράκι του! Κι εσύ, λέγε ότι θες! Πήγαινε πίσω του, όρθια και παίξε του την λίγο».
Χωρίς κουβέντα, έκανε αυτό που της είπε. Μου τον έπαιζε αργά με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο μου χάιδευε τα αρχίδια κάνοντας με να βογκήξω. Αυτό συνεχίστηκε για κανένα πεντάλεπτο. Προσπαθούσα, μέσα στην καύλα μου, τεντώνοντας τον λαιμό να πάρω κι άλλο στο στόμα μου, αλλά δεν με άφηνε. Τραβιόταν τόσο, ώστε να έχω συνεχώς μόνο το κεφάλι στο στόμα μου. Άρχισα κι εγώ να ρουφάω και να το γλείφω γύρω - γύρω μέσα στο στόμα μου, κάνοντας τον να βαριανασαίνει καυλωμένα.
- «Πω πω! Τρελή καύλα είναι ο μικρός κυρία Άννα μου! Καύλωσε μου τον κι άλλο. Γλείψε του το κωλαράκι του, άνοιξέ το καλά. Δεν θέλεις να πονέσει το ανιψάκι σου, έτσι δεν είναι;»
Περίμενα να φέρει αντίρρηση η Άννα, για να τον καυλώσει κι άλλο. Αυτό που έγινε όμως δεν το περίμενα. Σφίγγοντας το καυλί μου με το ένα χέρι, μου χαστούκισε τον κώλο με δύναμη, λέγοντας:
- «Εγώ θα το πονέσω το κωλόπαιδο, που γλείφει πούτσες και φέρνει την θεία του σε τέτοια θέση! Τι θα πω στην μάνα σου βρε; Ότι σε πήρα μαζί μου διακοπές κι εσύ έπαιρνες πίπες στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου;»
Τα έλεγε θυμωμένα, χαστουκίζοντας τον κώλο μου με κάθε πρόταση. Κόντεψα να την πιστέψω κι εγώ. Χωρίς να σταματήσει να μου τον παίζει, ένιωσα ένα δάχτυλό της να παίζει με την τρύπα μου, να την χαϊδεύει, να χώνεται μέσα αργά παίζοντας. Εκείνος γέλασε και βάζοντας την μισή πούτσα στο στόμα μου συνέχισε:
- «Ωχ, μικρέ η θεία θύμωσε!»
- «Αν θύμωσα λέει; Εξαιτίας αυτής της πουτανίτσας είμαστε εδώ τώρα! Επειδή με καύλωσε τόσο πολύ και δεν μπορούσε να περιμένει να με γλείψει μέσα στο δωμάτιο, μας είδες και είμαστε εδώ τώρα και γαμιέμαι σαν την σκύλα! Άσε που μετά, δεν θα μπορώ να κοιτάξω την ξαδέρφη μου στα μάτια. Μόνο και μόνο γι’ αυτό του αξίζει να του ανοίξουν το κωλαράκι! Και πρώτη - πρώτη εγώ!»
Με αυτό, έβαλε και δεύτερο δάχτυλο στην τρύπα μου. Άρχισε να τα ανοιγοκλείνει μεταξύ τους, κάνοντας την τρύπα μου να ανοιγοκλείνει κι εμένα να βογκήξω πάλι, μπουκωμένος πούτσα. Τον ένιωσα να σκληραίνει κι άλλο. Τον έφτιαχνε αυτός ο “οικογενειακός” καυγάς μας! Το κόλπο της Άννας έπιανε.
- «Δικαιολόγησέ το όπως θέλεις κυρία Άννα μου. Εγώ θα τον κάνω πάντως τον μικρό να σκέφτεται πούτσα στο κωλαράκι του και να καυλώνει. Έτσι, όπως τώρα. Αλλά έχεις και τα δίκια σου, και πρέπει να ικανοποιηθείς κι εσύ τελικά. Άσε το κωλαράκι του, αρκετά το άνοιξες. Η υπόλοιπη δουλειά είναι δική μου. Πήγαινε κάτσε στον καναπέ και άνοιξε τα πόδια σου καλά. Ο μικρός θέλει να σου ζητήσει συγνώμη».
Χαμογελώντας σαν γάτα, πήγε συνάμενη - κουνάμενη στον καναπέ και κάθισε με τα πόδια ορθάνοιχτα, διπλωμένα έτσι που το μουνί της ήταν έτοιμο για γλείψιμο. Πιάνοντάς με από τον σβέρκο εκείνος, με έβαλε στα τέσσερα μπροστά της και μου κόλλησε το στόμα στο μουνί της που έσταζε από καύλα.
- «Γλείφε την θεία, μικρέ. Αν δεν φωνάζει σε πέντε λεπτά, χάθηκες!»
Άρχισα να γλείφω, αργά με πάθος. Με τρέλαινε αυτή η γυναίκα! Τέτοια όρεξη για σεξ, δεν είχα ξαναδεί σε άνθρωπο! Εκεί που είχα χαθεί στην αίσθηση του δέρματος της, της μυρωδιάς και των βογκητών της ένιωσα τα χέρια του να με στήνουν στη θέση που ήθελε. Με έβαλε να λυγίσω κι άλλο τα γόνατα, να ανοίξω τα πόδια και να λυγίσω την μέση μου, σπρώχνοντάς την προς το πάτωμα. Αφού ικανοποιήθηκε από τη στάση μου, έβαλε το ένα πόδι του μπροστά από το δικό μου, γονατίζοντας πίσω μου. Όταν ένιωσα το καυλί του να ακουμπάει την τρύπα μου, ήταν υγρό. Είχε βάλει τζελ. Η αίσθηση με έσπρωξε πάλι σ’ εκείνο το πηγάδι ηδονής, σ’ εκείνη την υπέροχη αίσθηση που με πλημύριζε κάθε φορά που ένιωθα ένα σκληρό σαν πέτρα καυτό καυλί να ετοιμάζεται να ανοίξει την τρύπα μου. Βόγκηξα…
- «Τι είναι μικρέ μου; Τι έπαθες; Πόνεσες;»
Η φωνή της “θείας” μου. Τόσο γλυκιά και στοργική, σαν να το εννοούσε. Το τέρας πίσω μου, γλιστρούσε αργά μέσα μου καυτό, βασανιστικό. Τα χέρια του, κρατώντας σφιχτά τα κωλομέρια μου, τα άνοιγαν κάνοντας την είσοδο ακόμη πιο εύκολη. Βόγκηξα ξανά.
- «Όχι, θεία. Μ’ αρέσει… Πολύ!»
Τον ένιωσα να σταματάει, ακίνητος. Να σκληραίνει κι άλλο. Το ένα χέρι ακουμπισμένο στον κώλο και το άλλο στην καμπύλη που σχημάτιζε η μέση μου έτσι όπως με είχε βάλει να κάτσω.
- «Είδες που στο είπα κυρία Άννα; Φτιαγμένο για πήδημα, τρελό πουτανάκι το ανιψάκι σου! Πες στην θεία σου τι σου αρέσει πολύ, θέλω να σε θυμάται να το λες αυτό. Έτσι με την φωνή σου γεμάτη καύλα!»
- «Τρελαίνομαι έτσι που με γαμάει, θεία! Δεν περίμενα να είναι τόσο ωραία! Ααααααχχχχ!»
Αυτό το τελευταίο, ήταν εξαιτίας της πολύ ελαφριάς, σχεδόν ανεπαίσθητης κίνησης που άρχισε μέσα - έξω στον κώλο μου. Δεν είχε μπει ούτε ο μισός μέσα μου και ήδη ήθελα κι άλλο! Με καύλωνε απίστευτα αυτή η διάθεσή του να με κάνει να παραδοθώ, να με κάνει να μου αρέσει το πήδημά του. Έχωσα το πρόσωπό μου ανάμεσα στα πόδια της Άννας και γλείφοντας αργά, αφέθηκα εντελώς στην καυτή αίσθηση που με πλημύριζε. Βογκούσα ασταμάτητα. Και να ήθελα πια, δεν μπορούσα να κρατηθώ. Άρχισα να κουνιέμαι ελαφρά κι εγώ, στον ρυθμό του. Με πολύ ελαφρές κινήσεις, με άνοιγε, χωνόταν λίγο - λίγο όλο και πιο βαθιά. Μετά από λίγα λεπτά, ήταν όλος μέσα μου, μέχρι τη ρίζα. Ένιωσα τα αρχίδια του να ακουμπάνε στον κώλο μου. Δεν είχε σταματήσει λεπτό αυτήν την ελαφριά κίνηση μέσα μου. Βογκούσα, μούγκριζα, κουνιόμουν στον δικό του ρυθμό γλείφοντας την Άννα με τον ίδιο ακριβώς ρυθμό που με άνοιγε εκείνος. Με έπιασε σφιχτά, σαν μέγγενη από την μέση, συνεχίζοντας στον ίδιο αργό ρυθμό.
- «Έτσι καυλίτσα μου! Αφήσου! Θα σου το κάνω να στάζει μέλι το κωλαράκι σου. Κάθε καλοκαίρι θα σας γαμάω και εσένα και τη θεία σου μαζί. Θα γίνετε και οι δυο σας πουτάνες μου! Έλα, κούνα μου το κωλαράκι σου! Δείξε μου πόσο γουστάρεις να γαμιέσαι!»
Έμεινε ακίνητος, χωμένος ολόκληρος μέσα μου. Άρχισα να κουνιέμαι, δοκιμάζοντας τι κινήσεις τον έκαναν να καυλώνει περισσότερο. Πρώτη φορά σ’ αυτές τις μέρες, ένιωθα έτσι όπως με έλεγε. Εντελώς πουτάνα, να θέλω να ευχαριστήσω αυτό το καυλί που με έκανε να νιώθω τόσο όμορφα. Στο τέλος, βρήκα τον ρυθμό και την κίνηση που του άρεσε. Μόλις το κατάλαβα, άρχισα συγχρόνως με την κίνηση να σφίγγω και να ξεσφίγγω τα κωλομέρια μου. Άρχισε να βογκάει και να λέει με μια βραχνή φωνή γεμάτη καύλα:
- «Ναι, μωρό μου! Ναι πουτανάκι! Έτσι, άρμεξε την καλά! Ρούφα την πούτσα στο κωλαράκι σου! Θα στο πλημμυρίσω σε λίγο! Έτσι, γαμήσου πάνω στο καυλί μου!»
Ένιωσα την Άννα να μετακινείται. Έσκυψε στο αφτί μου και μου ψιθύρισε:
- «Εγώ φεύγω. Χαμπάρι δεν θα με πάρει. Δες πως τον έχεις κάνει. Δίκιο έχει. Είσαι μεγάλο πουτανάκι!»
Γύρισα να τον δω. Μάτια κλειστά, το κεφάλι του ριγμένο πίσω με μια έκφραση απόλαυσης στο πρόσωπό του. Τα χέρια του στα κωλομέρια μου, να τα σφίγγουν, να τα χαϊδεύουν, να τα χτυπάνε ελαφρά. Η εικόνα με τρέλανε! Όλα μαζί, η έκφραση του, τα βογκητά του, ο τρόπος που με κρατούσε, η αίσθηση ότι εγώ τον είχα φέρει σε αυτό το σημείο. Δεν άντεξα. Ένιωσα, τον κώλο μου να σφίγγεται γύρω από αυτό το τεράστιο, καυτό καυλί. Το μόνο που πρόλαβα να πω, ξεψυχισμένα, σχεδόν ψιθυριστά ήταν:
- «Χριστέ μου, δεν το πιστεύω! Χύνω!»
- «Ναι! Έτσι! Χύσε καυλάκι μου! Χύσε με την πούτσα μου μέσα σου! Πάρ’ τα μου όλα, πουτανίτσα! Όλαααααα!»
Καρφώθηκε βαθιά μέσα μου και άρχισε να με χύνει. Με γέμισε. Οι φωνές μου πρέπει να ακούστηκαν μέχρι έξω. Σωριάστηκα στο πάτωμα, έπεσε από πάνω μου, χωμένος όλος ακόμα μέσα μου βογκώντας, βαριανασαίνοντας μην σταματώντας να κουνιέται μέσα μου. Ένιωθα σαν να με διαπερνάει ρεύμα. Δεν ξέρω αν λιποθύμησα, αν κοιμήθηκα. Όταν συνήλθα, είχε φύγει και είχα μείνει μόνος μου, μπρούμυτα στο κρεβάτι να νιώθω τον κώλο μου ορθάνοιχτο, άδειο, πλημμυρισμένο από τα χύσια του.
(Copyright protected OW ref: 50782)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.