Ένα βράδυ σε ένα chatroom η κουβέντα ξεκίνησε με κάποιον Γιάννη. Ήμουν αποφασισμένος, ο άντρας που θα βρεθώ να είναι δεκτικός στο να του γλείψω τα πόδια και μετά να συνεχίσω την κουβέντα. Δε θυμάμαι ποιος έστειλε πρώτος. Εγώ από τα πρώτα κιόλας μηνύματα του εξηγήθηκα. Του είπα ότι είμαι 19 ετών του περιέγραψα το σώμα μου του είπα ότι έχω παρθένο κωλαράκι κι ότι για πρώτη φορά δε θα ήθελα να με γαμήσει. Τέλος του είπα ότι θα ήθελα να του γλείψω τα πόδια τις πατούσες τα δάχτυλα και να με πατήσει στα μούτρα. Έκπληκτος διάβασα στο μήνυμα ότι δεν έχει θέμα, αν θέλω μπορώ να τον γλείψω παντού και πολύ περισσότερο στα πόδια, που τον φτιάχνει γιατί του το έχουν ξανακάνει. Μου εξήγησε κι αυτός ότι είναι 40αρης, bisexual, στρατιωτικός, αρρενωπός, με γυμνασμένο σώμα, ωραία πούτσα κι αφού δε θέλω να με γαμήσει, με ρώτησε αν θα ήθελα τουλάχιστον να μου γλείψει τη τρύπα και να μου βάλει δάχτυλο. Σκέφτηκα ότι αφενός έβαζα και μόνος και ένα και δύο δάχτυλα και δεύτερον μικρό το τίμημα για να ικανοποιήσω το βρώμικο φετίχ μου. Η συμφωνία έκλεισε.
Την άλλη μέρα γύρω στις 12 το μεσημέρι θα ήμουν σπίτι του αφού μου εξηγήθηκε ότι μπορεί για καμιά ωρίτσα. Το επόμενο πρωί ήμουν ενθουσιασμένος. Πρώτη φορά θα ένιωθα την υφή τη γεύση τη μυρωδιά αντρικών ποδιών. Έκανα το μπάνιο μου και όλα τα παρεπόμενα. Το σπίτι του ήταν κάπου 10 λεπτά μακριά με τα πόδια προς πιο κεντρικό σημείο σε ένα πεζόδρομο. Χτύπησα το θυροτηλέφωνο και ανέβηκα τις σκάλες όλο αγωνία. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Έσπρωξα διστακτικά και μια αρρενωπή βαριά φωνή ακούστηκε από μέσα «Μπες και κλείσε!». Μπήκα κλείνοντας τη πόρτα πίσω μου. Γυρνώντας το κεφάλι έμεινα άφωνος. Μπροστά μου στεκόταν ένας άντρας που κάνει μουνάκια και σούφρες να υγραίνονται. Γύρω στο 1.85, μελαχρινός, με άψογο καλογυμνασμένο σώμα, με τριχωτό στέρνο, κοιλιά και πόδια, μεγάλες πλάτες και πρόσωπο με τόσο αρρενωπά χαρακτηριστικά που μένεις και το κοιτάς.
Είχε μια πετσέτα τυλιγμένη στη μέση και φόραγε κλασικές μαύρες παντόφλες γιατί ήταν μούσκεμα από τα μαλλιά μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών. «Πέρασε μέσα!» μου λέει και πιάνοντας με από τον ώμο με οδήγησε στη κρεβατοκάμαρά του. Μόνο το πελώριο υπέρδιπλο κρεβάτι και τα κατεβασμένα στόρια που άφηναν το φως του ήλιου να μπαίνει από τις τρύπες θυμάμαι. Έκατσε όρθιος στην πόρτα με τα χέρια στη μέση και μου είπε «Άκης είπαμε; Έλα γδύσου γιατί δεν έχουμε πολύ χρόνο!», Υπάκουσα και χωρίς να βγάλω άχνα σε ένα λεπτό ήμουν γυμνός ανάσκελα στο κρεβάτι. Έβγαλε τη πετσέτα τη και τις παντόφλες με μια κίνηση και υγρός ακόμη ανέβηκε στα κάτασπρα σεντόνια κι έκατσε στα γόνατα μπροστά μου. Μου άρπαξε το κεφάλι το έφερε μπροστά στη πεσμένη πούτσα του και άρχισε να μου λέει «Ρούφα πούστη! Ρούφα γαμιόλη!». Του την έπαιρνα δυνατά μέσα μετά τα αρχίδια. Είχε σηκωθεί για τα καλά. Ήταν μεγάλη, με καλό πάχος, υπέροχο πουτσοκέφαλο και ομοιόμορφη παντού.
Ρούφαγα ασταμάτητα. «Πάρε μωρή πουτάνα τις αρχιδάρες μου μέσα!». Είχε υπέροχα μεγάλα αρχίδια που σε κάνουν να σκέφτεσαι πόσα χύσια μπορεί να έχουν εκεί μέσα. Μου έριξε μια σφαλιάρα στο μάγουλο. «Και τα δύο είπα μωρή ξεφτιλισμένη!». Σάστισα για ένα δευτερόλεπτο κι αμέσως υπάκουσα. Είχα και τα δύο αρχίδια μέσα στο στόμα ενώ εκείνος με χτυπούσε με τη ψωλή του στα μούτρα. «Σ’ αρέσει το βρίσιμο πούστρα ε;». Του έκανα νεύμα με τα αρχίδια στο στόμα μου πως ναι. Με άρπαξε κι με έβαλε να του γλείψω τις ρώγες. Έκανα σαν τρελός. Έγλειφα δάγκωνα έφτυνα και τα έγλειφα. «Έτσι πουστράκι μου. Κάνε ό,τι θες αλλά άμα μου κάνεις σημάδι θα έρθω και θα σε γαμήσω μέσα στο σπίτι σου!». Σήκωσε τη μία μασχάλη και κατευθείαν άρχισα να του τη γλείφω. Παρότι είχε κάνει μπάνιο κι εκείνος κι εγώ είχαμε ιδρώσει. Είχα τρελαθεί! Ήταν σαν να ήταν μέσα στο μυαλό μου. Με ξανακατέβασε στη ψωλή του. Τη ρούφαγα με μανία. Κι ενώ από τη καύλα το μυαλό μου είχε ξεχάσει τελείως τα πόδια του το ένα μου χέρι πήγε ενστικτωδώς στην γάμπα του που ήταν σφιχτή και τριχωτή κι άρχισα να τη χαϊδεύω.
Σα να είχε ξεχάσει το φετίχ μου και να το θυμήθηκε ξαφνικά όπως ήταν στα γόνατα έφερε το ένα πόδι μπροστά μου άρπαξε το κεφάλι και το έβαλε μπροστά στα δάχτυλα των ποδιών. «Πάρε ποδαρίλα βρωμόπουστα!» μου είπε. Άρχισα να τα γλείφω όλα μαζί, ένα-ένα μετά. Πήγαινα τη γλώσσα από κάτω στη πατούσα αλλά πατούσε στο κρεβάτι και ήταν αδύνατον. Με έριξε ανάσκελα σηκώθηκε όρθιος στηρίχτηκε στον τοίχο πίσω από το προσκέφαλο του κρεβατιού και άρχισε να με πατάει στα μούτρα μία με το ένα μία με το άλλο. Τα πόδια του ήταν κάπου 44 – 45 νούμερο σαν τα δικά μου. Απαλές πατούσες και φτέρνες με ωραία μακριά καλοσχηματισμένα δάχτυλα και περιποιημένα νύχια. Μύριζαν αντρίλα, ιδρώτα, αφρόλουτρο και πλαστική αντρική παντόφλα. Δε μπορούσα να το πιστέψω. Από την καύλα μου ερχόταν να βάλω τα κλάματα. Μου πέρναγε την πατούσα από τη γλώσσα σιγά-σιγά μετά με πάταγε να μυρίσω τη ποδαρίλα του και στο τέλος με διέταζε για το ποιο δάχτυλο ήθελε να του γλείψω.
«Έτσι ανωμαλάρα! Θα τα τσιμπουκώνεις σαν να είναι 10 μικρές πούτσες!». «Ναι ναι ναι…» του έλεγα και ξαφνικά μου βγήκε ένα «…ναι άντρακλά μου!». «Άνοιξε τέρμα το στόμα!» μου είπε και μου έχωσε το μισό πόδι μέσα με όλα τα δάχτυλα. Το έβγαλε, έφερε το στόμα του πάνω από το δικό μου κι όπως ήταν ανοιχτό έφτυσε μέσα και ξαναέβαλε το πόδι. Μετά βγάζοντας και πάλι το πόδι με διέταξε να κλείσω το στόμα και με έφτυσε με όσο σάλιο είχε στο πρόσωπο. Με το άλλο πόδι μου τα πασάλειψε στη μάπα. Κατέβηκε αργά και με τα δάχτυλα των ποδιών και μου τσίμπαγε τις ρώγες μου και μου έδινε σφαλιάρες με τις πατούσες πότε στο στέρνο πότε στα μούτρα. Ένιωθα ότι ήθελα να χύσω χωρίς καν να έχω ακουμπήσει τη πούτσα μου.
«Κάτσε στα τέσσερα!» μου είπε. Με την ασφάλεια των λόγων του ότι δε θα με γαμήσει έκατσα. Μου άνοιξε τα κωλομέρια κι άρχισε να μου γλείφει την σούφρα με τόση μαεστρία που νομίζω πως σε κάποια φάση η τρύπα είχε χαλαρώσει και η γλώσσα του είχε αρχίσει να μπαίνει μέσα μου. Άρχισα να βλέπω το ενδεχόμενο του να με γαμήσει με άλλο μάτι. Ξαφνικά πήρε τη γλώσσα του από κει σαν να ήξερε ότι πλέον με έχει κάνει σκλάβα του και μου έριξε μια σφαλιάρα στο ένα κωλομάγουλο. Τέντωσα πιο πολύ τον κώλο μου σήμα ότι ήθελα κι άλλο. Άρχισε να με χτυπάει και στα δύο. Οι κωλοσφαλιάρες γινόταν όλο και πιο δυνατές. Οι μεγάλες του παλάμες σε κάθε χτύπημα έπιαναν ολόκληρα τα κωλομέρια μου. Σταμάτησε, σηκώθηκε και όπως ήμουν στα τέσσερα πέρασε το ένα του πόδι από πάνω μου και έκατσε στη πλάτη μου με το κεφάλι προς τον κώλο μου. Ένιωσα τον κώλο του σφιχτό, γυμνασμένο. Έσκυψε μπροστά. Τα κωλομέρια του άνοιξαν και η τρύπα του καυτή όπως ήταν ήρθε σε άμεση επαφή με την πλάτη μου. Γύρισε το σώμα του ελαφρά και με το ένα του χέρι μου πίεσε το κεφάλι πάνω στο κρεβάτι. «Άνοιξε τον κώλο σου!» μου είπε και αφού πλέον στηριζόμουν στο πλάι του κεφαλιού μου, πήγα πίσω τα χέρια μου και άνοιξα τα κωλομέρια μου μέχρι που με πόνεσε η κωλοσχισμή.
Σάλιωσε τις παλάμες του και τις σκούπισε πάνω στα κωλομέρια μου αρκετές φορές. Το χέρι του κατέβηκε με δύναμη ακριβώς πάνω στη σούφρα μου ξανά και ξανά. Από ένα σημείο και μετά ένιωθα και άκουγα το χτύπημα αλλά δεν τραβιόμουν. Το τελευταίο του χτύπημα ήταν αρκετά δυνατό αλλά το χέρι έμεινε εκεί πάνω στην καλότροπα μου. Χαϊδεύοντάς την πολύ απαλά άρχισε να γελάει λέγοντας «Ήξερα ότι το μουνί και το χταπόδι όσο το χτυπάς απλώνει. Δεν ήξερα ότι ισχύει για τις σούφρες!». Γύρισε το κεφάλι με κοίταξε και κατευθείαν κόλλησε στη μάπα μου και τα μισανοιγμένα χείλη μου την πατούσα του. «Σου αξίζει λίγο ποδαρίλα πούστρα μου. Ε; Τι λες;»… όπως μύριζα την ποδαρίλα του που μου έλειψε. Ούτε μισό λεπτό πέρασε και μου είπε «Αρκετά!». Το πήρε σηκώθηκε και πήγε έκαστε πίσω μου.
Πάλι χωρίς προειδοποίηση σάλιωσε το χοντρό του κωλοδάχτυλο και το έχωσε μέσα. Πήγα να τραβηχτώ. «Κάτσε δω!» μου είπε. Υπάκουσα. Το δάχτυλο πήγε βαθιά. Το κατάλαβα γιατί άρχισα να ξεροχύνω χωρίς καν να είμαι καλά-καλά καυλωμένος. Το έβγαλε και δύο δευτερόλεπτα μετά, έχωσε και το δείκτη μέσα. Η τρύπα μου συνεργαζόταν άψογα. Τα γύρναγε απαλά ήρεμα ενώ με έβριζε μου έφτυνε τον κώλο και πάνω στα σάλια έριχνε και καμιά σφαλιάρα δυνατή. Τα έβγαλε και πήγα να σηκωθώ. «Κάτσε είπα!» με πρόσταξε. Όπως ήμουν στα τέσσερα έκατσε πίσω μου πέρασε το ένα του πόδι από κάτω μου και μου το έφερε στο στόμα μπροστά. Πήγα να γλείψω τη πατούσα του όταν μου είπε «Μόνο το μεγάλο δάχτυλο και να το σαλιώσεις καλά». Το παπάριασα στο σάλιο. Το τσιμπούκωνα σαν να ήταν κανονική πούτσα. Μέχρι και τις τρίχες που είχε πάνω του τις γέμισα σάλιο και το τράβηξε πίσω. Έσκυψε στο πλάι πήρε τις παντόφλες και μου τις έβαλε μπροστά όπως βάζεις το μπολ του φαγητού σε ένα σκύλο. «Μύριζε! Γλείφε και πιες τα νερά που έχουν μέσα από τις ποδάρες μου!» μου είπε σχεδόν γελώντας.
Με μια κίνηση ένιωσα κάτι χοντρό να με ανοίγει λίγο παραπάνω. Πόνεσα αλλά δεν τραβήχτηκα. Ο πόνος ήταν για ένα δευτερόλεπτο. Έσκυψα το κεφάλι μου και κοίταξα ανάμεσα στα πόδια μου. Όπως ήταν καθισμένος πίσω μου έχωσε το δάχτυλο του ποδιού που με πρόσταξε να σαλιώσω στη σούφρα μου και τη γαμούσε. Στην αρχή αργά και μετά άγρια. «Σ’ αρέσει η ποδαρίλα ε; Σ’ αρέσουν οι πατούσες που μυρίζουν άντρα ε πούστη;» μου έλεγε. Εγώ αφού ρούφηξα το νερό από τις λακουβίτσες που είχαν παντόφλες απλώς τις μύριζα και μούγκριζα από ηδονή. Έβγαλε το δάχτυλο και σηκώθηκε όρθιος. Έσκυψε από πίσω μου και το στόμα του έφτασε στο αριστερό μου αυτί. «Να βάλουμε λίγο κεφαλάκι;» με ρώτησε. «Όχι όχι σε παρακαλώ!» του απάντησα. «Έλα λίγο κεφαλάκι δεν θα καταλάβεις τίποτα!» μου είπε. Ενώ το αρνιόμουν δεν κουνήθηκα. Μου άνοιξε τα κωλομέρια. Έχωσε άγαρμπα το πουτσοκέφαλο μέσα. Πόνεσα. Τραβήχτηκα. Το ξαναέκανε και πήγα να σηκωθώ. Οι ευγένειες είχαν τελειώσει.
Σηκώθηκε και πάλι όρθιος έσκυψε πίσω μου και με τα μπράτσα του με τύλιξε και με ακινητοποίησε. Πήρε τη μια παντόφλα που είχε μείνει πάνω στο κρεβάτι και μου την έβαλε στη μάπα. Άρχισε να τρίβει τη καυλωμένη πούτσα του στη σούφρα μου και να βογκάει στο αυτί μου. Με έσπρωξε μπρούμυτα στα τέσσερα και πάλι με την παντόφλα στο στόμα. Μου σήκωσε τον κώλο ψηλά και χωρίς κουβέντα μπήκε μέσα μου. Πόνεσα αλλά αντί να τραβηχτώ μπροστά, κάρφωσα τον κώλο μου τέρμα πίσω πάνω του. Η πούτσα του είχε αγγίξει τον πάτο μου! Πρέπει νε μάτωσα λίγο και έτσουζε. Βγήκε και ξαναμπήκε. Με τις γροθιές είχα σφίξει το σεντόνι και βογκούσα από τον πόνο. Κράτησε γύρω στο ένα λεπτό. Πήγαινε αργά. «Έτσι αγοράκι μου πάρε μέσα τη ψωλή του μπαμπάκα σου!» ψιθύριζε. Όταν κατάλαβε τα χέρια μου να χαλαρώνουν άρχισε το γαμήσι. Είχε σηκωθεί με λυγισμένα γόνατα και με έπαιρνε όλο και πιο άγρια λέγοντάς μου «Σ’ αρέσει η πούτσα του μπαμπά;» και με άκουγε που χαμηλόφωνα του απαντούσα «Ναι μπαμπά, ναι…».
Σε κάποια φάση ακούμπησε το ένα γόνατο στο κρεβάτι και έφερε το άλλο του πόδι μπροστά στο πρόσωπό μου. Η πούτσα του έμπαινε πλάγια μέσα μου και τα αρχίδια του τα αισθανόμουν περισσότερο από πριν να χτυπάνε πλαγίως τη τρύπα μου που είχε γίνει πια κανονικό μουνί. «Γλείφε πουτάνας γιε! Έδωσες τη παρθενιά σου στον μπαμπά. Πάρε τη ποδαρίλα του ξεκωλιάρα!» και ενώ με έβριζε κι εγώ τσιμπούκωνα τα δάχτυλά του και έγλειφα και κατάπινα τον ιδρώτα από την πατούσα του και ανάμεσα στα δάχτυλα με χτύπησε με το πουτσοκέφαλο δυνατά πέντε έξι φορές μέσα τόσο, που νόμιζα ότι είχε φτάσει στομάχι! «Σε γκαστρώνω πουτάνα! Όλα μέσα μωρή καργιόλα! Σε κάνω γυναίκα πουσταρδέλι!» και άδειαζε τ’ αρχίδια του. Έχυσε και περίμενε έτσι μέσα μου μέχρι να του πέσει λίγο χωρίς να μιλάμε ή να κουνιόμαστε.
Το έβγαλε αργά και η τρύπα μου σαν να ήθελε να τα κρατήσει μέσα της έκλεισε όσο μπορούσε. Ήρθε με τα γόνατα μπροστά μου και μου τον έδωσε στο στόμα να γευτώ τη κωλίλα μου και να του πάρω τα τελευταία. Δεν άφησα τίποτα να πάει χαμένο. Έκατσε στον κώλο του και ακούμπησε πίσω με την πλάτη στο προσκέφαλο. «Δε φεύγεις αν δεν χύσεις.» μου δήλωσε. Έκατσα στα γόνατα μπροστά του και άρχισα να τον παίζω. Κοιτούσα με επιμονή τη ψωλή του που κρεμόταν στο πλάι το σώμα του ιδρωμένο και την ανάσα του γρήγορη και συνειδητοποιώντας ότι είχα κάνει αυτόν τον άντρα να τα δώσει όλα καύλωνα τρελά. Μετά από ένα λεπτό άρχισα μικρά βογκητά σημάδι ότι θα έχυνα. Έφερε τις πατούσες του μπροστά στη πούτσα μου κι άρχισε να μου τη παίζει με τις απαλές του πατουσάρες και με τα δάχτυλα των ποδιών του. Σταμάτησε απότομα. «Χύσε στα πόδια μου!» μου είπε. Τα περισσότερα έπεσαν στο πάνω μέρος των ποδιών λίγα στις πατούσες και ελάχιστα στο σεντόνι. «Όπως καταλαβαίνεις δεν μπορώ να σηκωθώ με τα χύσια σου στα πόδια μου. Καθάρισέ τα!» και αυτό έκανα.
Για αρκετή ώρα του έπλενα τα πόδια με τη γλώσσα. Κατάπινα τα χύσια και τα σάλια μου σαν να μην υπήρχε αύριο. Σήκωσε τη μία πατούσα «Εντάξει είναι. Ντύσου. Πέρασε η ώρα». Νομίζοντας ότι το λέει για να με ξεφορτωθεί. Ντύθηκα. Εκείνος έβαλε απλώς τις παντόφλες και τύλιξε τη πετσέτα γύρω του. Στη πόρτα μου χτύπησε τον κώλο και με ένα «Τα ξαναλέμε!» και έφυγα. Δεν είχα πόδια να πάω σπίτι. Κοίταξα το κινητό μου και η ώρα ήταν στ’ αλήθεια περασμένη. Έπαθα σοκ όταν κατάλαβα ότι ήμουν στο σπίτι του όχι κοντά μία ώρα αλλά σχεδόν ένα δίωρο. Έφτασα στο σπίτι και μπήκα κατευθείαν στο μπάνιο. Ένιωθα τον κώλο μου υγρό σαν μουνί. Κατεβάζοντας το εσώρουχο αντί να υπάρχουν χύσια μπροστά υπήρχαν πίσω. Έκατσα στη λεκάνη και τα χύσια του άρχισαν να τρέχουν. Όση ώρα καθόμουν τόση ώρα έτρεχαν σιγά-σιγά. Ήθελα να τα απολαύσω να τα αισθάνομαι. Έπειτα έκανα ένα μπάνιο ζεστό και έπεσα για ύπνο. Πραγματικά ένιωθα τόση εξάντληση.
Με το Γιάννη ανταλλάξαμε κάποια μηνύματα για να βρεθούμε, αλλά μια οι δικές μου υποχρεώσεις, μια δικές του δεν το επέτρεψαν. Δεν είχαμε και δικό μας χώρο και τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα. Τέλος πάντων! Τον είδα αρκετό καιρό μετά στην ίδια πόλη σε ένα σούπερ μάρκετ που βρισκόταν ανάμεσα στο δικό μου και το δικό του σπίτι. Ήταν Σάββατο απόγευμα και το μάρκετ ήταν γεμάτο. Κοιταχτήκαμε, του χαμογέλασα κι εκείνος μου έριξε ένα απλό γλυκό βλέμμα σημάδι ότι με είχε αναγνωρίσει. Σκέφτηκα ότι ίσως ήταν παντρεμένος ή ήταν κάποιος δικός του λίγο παραπέρα και δεν τον ενόχλησα. Με τον καιρό εγώ έφυγα και σπάνια πήγαινα ώσπου σταμάτησα τελείως. Δεν τον ξαναείδα. Εύχομαι να είναι καλά και να περνάει υπέροχα γιατί μαζί του θα περνάνε και οι άλλοι υπέροχα.
Copyright protected OW ref: 144153
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.