μου είπε μετά που έχυσε, με έφτυσε στο πρόσωπο και έφυγε αφήνοντάς με εκεί, με ξεσκισμένο τον κώλο και το σπέρμα του στο πρόσωπο μου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που μου τόνιζαν ότι με θέλουν μόνο γιατί ήμουν καλός στο να με γαμούν. Γιατί κάνω τις καλύτερες πίπες, γιατί έχω ένα κώλο κόλαση, πλασμένος για ξέσκισμα, γιατί είμαι όμορφος και έχω ένα κορμάκι για να το γλεντούν οι γαμιάδες. Για τίποτα άλλο. Πως τολμώ λοιπόν να ζητώ οτιδήποτε παραπάνω. Λίγη τρυφερότητα, λίγη ανθρωπιά, λίγη αγάπη…
Τον αγάπησα το Στέλιο αλλά αυτός ήταν ξεκάθαρος σε μένα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που με αντιμετώπισαν έτσι. Από την πρώτη φορά που με γάμησαν με την βία μέχρι σήμερα, θεωρούν ότι είναι υποχρέωσή μου να τους κάθομαι χωρίς απαιτήσεις. Κι αυτό έγινε τόσες φορές στη ζωή μου που άρχισα κι εγώ ο ίδιος να πιστεύω ότι έτσι πρέπει να είναι. Αποφάσισα λοιπόν πριν με συντρίψει η κατάθλιψη να απομονωθώ για λίγο. Η οικογένειά μου είχε ένα μικρό εξοχικό στο βουνό, μέσα στο δάσος, λίγο έξω από ένα μικρό χωριό. Δεν είχα πάει ξανά μόνος μου αλλά ένοιωθα την ανάγκη να απομονωθώ και να χωνέψω όσα μου είπε ο Στέλιος.
Το σπιτάκι ήταν μακριά από οποιονδήποτε στοιχείο πολιτισμού. Σκαρφαλωμένο μόνο του σε μια πλαγιά του βουνού, κανείς δεν μπορούσε να το βρει αν δεν είχε σαφείς πληροφορίες πώς να έρθει εκεί. Τα ψώνια για τα απαραίτητα τα έκανα στο χωριό. Σπάνια κατέβαινα στο χωριό που είχε καμιά δεκαριά χιλιόμετρα απόσταση από εκεί που ήμουν. Μόνο όταν χρειαζόμουν κάτι. Οι χωριανοί βέβαια ξέρανε για το σπίτι στο βουνό και τους ενοίκους του. Πολλά καλοκαίρια ερχόμασταν εδώ για διακοπές με τον πατριό μου, τον αδελφό μου και τον γιο του πατριού μου. Τώρα όμως μόνος μου, όλη μέρα διάβαζα και έκανα μακρινούς περιπάτους στο δάσος.
Εκείνο το πρωί, ο καιρός ήταν πολύ καλός κι εγώ αποφάσισα να πάω μια βόλτα πριν καν προγευματίσω. Φορούσα ένα πολύ τολμηρό σορτσάκι που άφηνε τα κωλομέρια μου έξω και ένα τοπάκι που άφηνε ακάλυπτη την μέση μου αλλά σκέφτηκα ότι δε θα με δει κανείς μέσα στο δάσος οπότε δε θα άλλαζα ρούχα. Υπό άλλες συνθήκες, ποτέ δε θα έβγαινα έτσι έξω. Πήρα το βιβλίο μου, τράβηξα την πόρτα να κλείσει και άρχισα να περπατώ στο υπέροχο δάσος. Η ησυχία ήταν βάλσαμο στην ψυχή μου. Ο ήλιος χάιδευε το δέρμα μου και τα κελαηδήματα των πουλιών με συντρόφευαν στον δρόμο μου. Περπατούσα αμέριμνος βυθισμένος στις σκέψεις μου όταν ξαφνικά παρουσιάστηκε μπροστά μου ένας νεαρός με στρατιωτική στολή κρατώντας ένα κυνηγητικό. Ήταν ψηλός και φαινόταν γυμνασμένος με ακούρευτα μαλλιά και γένια.
- Όπα! Τι έχουμε εδώ;… είπε κι’ αυτός έκπληκτος γιατί πιθανός να μην περίμενε να συναντήσει κάποιον.
- Γεια… είπα και γύρισα να φύγω.
- Τι έγινε φίλε; Χάθηκες; Θες μήπως βοήθεια;
- Όχι ευχαριστώ. Μια βόλτα έκανα είπα και γύρισα και πάλι να φύγω.
- Τι βιάζεσαι. Κάτσε να γνωρίσεις και το φίλο μου. Κυριάκο, ρε Κυριάκο έλα να δεις τι βρήκα. είπε και μέσα από τα κλαδιά εμφανίστηκε άλλο παλικάρι.
- Τι έγινε ρε; Τι φωνάζεις;
- Κοίτα να δεις. Εσύ ψάχνεις και η τύχη σου δουλεύει!
- Ποιος είναι αυτός ρε; Ψάχναμε για φασιανό και βρήκαμε μπεκάτσα;
- Μπεκάτσα και μάλιστα λυγιστή και πλουμιστή.
Ο δεύτερος άντρας ήταν εξίσου ψηλός και μεγαλόσωμος. Κι αυτός φορούσε ρούχα παραλλαγής και είχε ακούρευτα μαλλιά και μούσια. Μόνο που ήταν κοκκινοτρίχης. Και αυτός κρατούσε ένα κυνηγητικό όπλο.
- Καλύτερα να πηγαίνω εγώ ψέλλισα εγώ και γύρισα για να φύγω. Τότε αυτός που με είδε πρώτος, βρέθηκε μπροστά μου να μου μπλοκάρει το δρόμο.
- Που βιάζεσαι αγορίνα μου να πας; Σε περιμένει κανείς;… με ρώτησε.
- Όχι κανείς.
- Και που μένεις; Είσαι Λευκωσιάτης και μένεις στο σπίτι στο βουνό; Μόνος;
- Ναι μένω μόνος μου στο σπίτι στο βουνό. Πρέπει να πηγαίνω όμως. Έχετε γεια.
Τότε ξαφνικά αυτός σκύβει και με το ένα του μπράτσο αγκαλιάζει τα γυμνά μου μπούτια και με σηκώνει ρίχνοντάς με σαν τσουβάλι στον ώμο του. Και με αυτή τη στάση, όλο το αποκαλυπτικό σορτσάκι έγινε ακόμα πιο αποκαλυπτικό μπαίνοντας όλο στην σχισμή του κώλου μου αφήνοντας τα κωλομέρια ακάλυπτα.
- Καλά, ντύθηκες έτσι όπως ντύθηκες χωρίς να περιμένεις κάτι;
- Δεν περίμενα να συναντήσω εδώ στις ερημιές κανένα. Σε παρακαλώ κατέβασέ με κλαψούρισα ενώ τον κρατούσα από την μέση προσπαθώντας να ισορροπήσω μια και το κεφάλι μου ήταν ανάποδα.
- Να όμως που συνάντησες…
και λέγοντας αυτό μου έπιασε το κωλομέρι με την μεγάλη του παλάμη και με τα χοντρά του δάκτυλα, παραμέρισαν το σορτσάκι αφήνοντας εκτεθειμένη την τρυπούλα μου. Ντράπηκα πάρα πολύ γιατί δεν ήταν πρόθεσή μου να προκαλέσω με το ντύσιμό μου. Απλά βαριόμουν να αλλάξω και τώρα το πλήρωνα.
- Ντύνεσαι έτσι, με τον κώλο έξω και κυκλοφορείς μέσα στα δάση, εμείς τι θέλεις να σκεφτούμε όταν μάλιστα δε θυμόμαστε και από πότε έχουμε να γαμήσουμε;… ρώτησε ο Κυριάκος.
- Κάθε νύχτα κάτω στο χωριό γαμάμε την φούχτα μας και τώρα που σε βρήκαμε μας κάνεις νάζια;… συμπλήρωσε ο άλλος.
- Πραγματικά μια βόλτα ήθελα να κάνω. Δεν είχα καμιά πρόθεση… είπα κλαψουρίζοντας όταν με διέκοψε ο μελαχρινός.
- Δεν είσαι πούστης;
- Είμαι γκέι αυτό δε σημαίνει…
- Τι γκέι και μαλακίες; Πουστολευκωσιάτης είσαι και θες πούτσο. Βαρέθηκες να σε γαμάνε οι φλώροι οι Λευκωσιάτες και θες πούτσο από βαρβάτους άντρες επιβήτορες…
και λέγοντας μου τα αυτά, ένα δάκτυλό του άρχισε να εισχωρεί μες την τρυπούλα μου.
- Αυτή το μουνάκι δεν το λες και παρθένο. Έχει φάει χιλιόμετρα πούτσο. Εύκολα μπαίνει και δεύτερο δάχτυλο…
σχολίαζε ενώ έχωσε δύο χοντροδάκτυλα και άρχισε σιγά-σιγά και τα στριφογύριζε στο κωλαράκι μου.
- Σε παρακαλώ, άστε με να φύγω φώναζα εγώ.
- Τώρα που γνωριστήκαμε; Ούτε να το σκέφτεσαι. Σου το υπόσχομαι ότι θα περάσεις καλά. Θα καταλάβεις τι σημαίνει πραγματικά άντρας. Να τρως πούτσο από τα μέρη μας και να μη θες να σταματήσεις.
Ο ένας άνοιγε την τρυπούλα μου με τα δάκτυλά του κι ο άλλος μου έδιδε σκαμπίλια στα κωλομέρια και χαϊδέματα.
- Ωραίο κωλαράκι έχει. Άτριχο και απαλό. Στρογγυλό και σφικτό. Πάμε ρε μαλάκα να τελειώνουμε είπε ο Κυριάκος.
- Καλά μην φωνάζεις…
είπε και άρχισε να περπατά χωρίς να με κατεβάσει από τον ώμο του και κρατώντας με από τα κωλομέρια με τα δάκτυλά του στην τρυπούλα μου. Ο Κυριάκος ακολουθούσε από πίσω. Έβλεπα μόνο τις αρβύλες του αφού το κεφάλι μου ήταν ανάποδα. Δεν πήγαμε μακριά. Με κουβάλησε μέχρι τον κατασκηνωτικό χώρο που τέτοια μέρα ήταν έρημος. Δεν υπήρχε κανείς εκεί. Στο χώρο αυτό όταν ήμασταν παιδιά – εγώ κι’ ο αδελφός μου ο Φάνης – μας έφερνε η μητέρα μου για πικνίκ. Σπάνια όμως ερχόταν κάποιος εδώ άλλους μήνες εκτός από τον Αύγουστο. Με κατέβασε κάτω. Εγώ έτρεμα και δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια μου.
- Μη φοβάσαι. Δεν θα σου κάνουμε κακό. Απλά αφού είσαι πούστης, δε θα έχεις πρόβλημα να μας πάρεις κανένα τσιμπούκι…
μου είπε και έβγαλε μια απίστευτα μεγάλη πούτσα έξω από το παντελόνι παραλλαγής που φορούσε. Σκέφτηκα ότι αυτοί ήταν αποφασισμένοι να γαμήσουν, εγώ τους προκάλεσα με το ντύσιμό μου, οπότε ας μην αντισταθώ και να δεχτώ την μοίρα μου. Γονάτισα λοιπόν και μόλις την άγγιξαν τα χείλη μου, πριν καν νοιώσει τη γλώσσα μου παρά μόνο την ανάσα μου πάνω στο κεφαλάκι της πούτσας του, τρελάθηκε, έκλεισε τα μάτια, έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω και αναστέναξε γεμάτος ανακούφιση. Μη μπορώντας να περιμένει ούτε δευτερόλεπτο με άρπαξε από το σβέρκο και μου την έχωσε όλη στο στόμα μου πιέζοντας το κεφάλι μου χωρίς να έχει σκοπό να με αφήσει, να αναπνεύσω τουλάχιστον.
- Αχ ρε Λευκωσιατούϊ, ρούφα τον όλο. Θα στο καρφώσω στο λαιμό μέχρι στο στόμα σου να μπουν και τα αρχίδια μωρό μου…
φώναζε χωρίς πολλές φορές τα λεγόμενά του να έβγαζαν νόημα. Κράτησε όμως πολύ ώρα αυτή η πίεση και εγώ άρχισα να πνίγομαι. Άρχισα να βήχω και τότε χαλάρωσε το σφίξιμο και εγώ πήρα ανάσα αλλά ανάλαβα και το γλείψιμο. Ήξερα πολύ καλά πως θα κάνω το χωριατόπαιδο να τρέμει ολόκληρος από καύλα.
- Ρε Παναγιώτη; Είναι καλός ρε;…
ρώτησε ο Κυριάκος και επ’ ευκαιρία έμαθα και το όνομα αυτού που είχα στο στόμα την πούτσα του.
- Κουμπάρε, δε μπορείς να φανταστείς. Μεγαλεία. Ξέρει να γλείφει το πουστούδι εξαιρετικά. Τι κάθεσαι; Βγάλε τον έξω και έλα να στον γλείψει…
απάντησε ο Παναγιώτης. Ο Κυριάκος δεν περίμενε να του το πει δεύτερη φορά και πέταξε κι αυτός από το ξεκούμπωτο παντελόνι του μια ήδη καυλωμένη μεγάλη πούτσα. Στριμώχτηκε δίπλα στον Παναγιώτη και άρχισα να γλείφω πότε τον ένα, πότε τον άλλο. Πότε πιπιλούσα τα αρχίδια του ενός και πότε του άλλου. Έπαιρνα με την σειρά βαθιά στο λαρύγγι μου τον ένα και μετά τον άλλο. Ενίοτε και τους δύο μαζί κάποιες στιγμές.
- Γαμώ το κώλο του κουμπάρε. Είχες δίκιο. Ξέρει καλά πώς να γλείφει το πουστόπαιδο. Θα περάσουμε καλά αλλά κι’ αυτός φαίνεται να περνάει πολύ καλά. Σου αρέσει πουστράκο να μας γλείφεις τις ψωλές;
Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά μια και το στόμα μου ήταν γεμάτο από πούτσες.
- Αν δε γαμήσω τώρα θα χύσω…
είπε ο Παναγιώτης, με πήρε από τις μασχάλες και με σήκωσε αναγκάζοντάς με να ακουμπήσω τα χέρια μου σε ένα από τα ξύλινα τραπέζια του πικνίκ και να σκύψω τουρλώνοντας τον κώλο μου. Ο Κυριάκος γονάτισε πάνω στο τραπέζι και συνέχισε να με μπουκώνει με τον πούτσο του κι ο Παναγιώτης ήρθε από πίσω μου, άνοιξε το σορτσάκι και μου το έβγαλε. Έφερε το πρόσωπό του στο ίδιο ύψος με το κώλο μου, με τις παλάμες του χούφτωσε τα κωλομέρια μου, τα άνοιξε και έφτυσε την τρυπούλα μου.
- Θέλω να τη φάω αυτή την τρυπούλα…
είπε και με βύθισε το πρόσωπό του στα κωλομέρια μου. Η υγρή του γλώσσα προσπαθούσε να μπει μέσα στην τρύπα μου. Ωχ θεέ μου. Τον ήθελα πολύ. Φρόντισε να με υγράνει για τα καλά, σηκώθηκε και με μια σπρωξιά μπήκε όλος μέσα μου. Ούρλιαξα από τον πόνο.
- Εύκολα μπήκα όλος μέσα της καργιόλας. Καμιά αντίσταση…
είπε ο Παναγιώτης. Ο Κυριάκος με πήρε από τα μαλλιά και φρόντισε να με μπουκώσει με το δικό του πούτσο για να μην ακούγονται οι φωνές μου.
- Όσο και να φωνάξεις γαμημένο μουνί, κανείς δεν πρόκειται να σε ακούσει εδώ. Κι ακόμα κι’ αν κάποιος ακούσει, θα έρθει για να γαμήσει κι αυτός…
μου είπε ο Κυριάκος ενώ μου γαμούσε το στόμα.
- Ρε Κυριάκο δε φαντάζεσαι πόσο καλό είναι το μουνάκι του. Άνοιξε ολόκληρο για να καταπιεί την πούτσα μου.
- Γάμησε το καλά γιατί φαίνεται να του αρέσει…
είπε ο Κυριάκος και όντως μου άρεσε πολύ. Ο Παναγιώτης με γέμιζε με το τεράστιο καυλί του και τα αρχίδια του κρεμνιόντουσαν και χτυπούσαν ρυθμικά στα κωλομέρια μου.
- Γαμώ το ρε κουμπάρε. Ας τον κρατήσουμε εδώ για να τον γαμάμε κάθε μέρα. Πρωί και βράδυ. Τόσο πολύ με καυλώνει αυτό το κωλαράκι είπε ο Παναγιώτης ενώ εξακολουθούσε να με σφυροκοπά.
- Και το στοματάκι του δεν πάει πίσω. Νομίζω όμως ότι κι αυτόν δεν θα τον πείραζε να μείνει και να τον γαμάμε όλη μέρα…
και καθώς το έλεγε αυτό έβγαλε το κινητό του και άρχισε να με βγάζει βίντεο καθώς του ρουφούσα την πούτσα και με γαμούσε ο φίλος του.
- Τα μάτια σου πάνω. Στα μάτια να με κοιτάς. Και ρούφα. Ρούφα την όλη με διάταζε ο Κυριάκος και βιντεογραφούσε την όλη φάση.
- Δεν κρατιέμαι άλλο. Θα χύσω στην κωλάρα σου πουστούδι. Σου χύνω πουτανάκι. Πάρε τα όλα…
φώναζε και οι ρυθμοί του έγιναν πιο βίαιοι και στο τέλος έδιδε μεγάλες ωθήσεις μπροστά νοιώθοντας την άκρη του πούτσου του να χτυπά πάτο. Έμεινε ακόμα λίγο έτσι και βγήκε από μέσα μου.
- Κουμπάρε, η σειρά σου. Ο Κυριάκος με ανάγκασε να ξαπλώσω στον ξύλινο πάγκο ανάσκελα.
- Θα τον γαμήσω σα γκόμενα…
είπε και γονάτισε στο ξύλινο παγκάκι ώστε ο πούτσος του να είναι στην ίδια ευθεία με την τρυπούλα μου που τώρα πια ήταν φρεσκοξεσκισμένη. Μπήκε μέσα μου χωρίς προκαταρκτικά και όπως κι’ ο φίλος του και με γάμησε σα ζώο. Κι αυτός όταν έχυνε τον άκουσε το δάσος όλο. Και έχυσε ποτάμια σπέρμα αποδεικνύοντας ότι δε γαμούσαν συχνά. Καθόμασταν ο ένας δίπλα στον άλλο πάνω στο παγκάκι και ακουμπούσε η πλάτη μας στο τραπέζι.
- Πάω να κατουρήσω. Έρχομαι σε λίγο…
είπε ο Παναγιώτης και χάθηκε προς τα δέντρα. Ο Κυριάκος μόλις απομακρύνθηκε ο φίλος του, πέρασε το χέρι του στους ώμους μου και με τράβηξε κοντά του.
- Είσαι καλά; Δε θέλαμε να σε φοβήσουμε. Ούτε να σε πονέσουμε. Είμαστε καλά παιδιά. Και ο Παναγιώτης το ίδιο. Απλά ώρες-ώρες μας βαρά η μαλακία στο κεφάλι. Με τόση μαλακία κατάλαβες. Βλέπουμε λίγο κωλαράκι και καυλώνουμε.
- Είμαι καλά. Και δε σας παρεξηγώ. Έφταιγα. Στην αρχή φοβήθηκα λίγο αλλά μετά μου άρεσε.
- Το καταλάβαμε ότι σου άρεσε είπε γελώντας. Παραλίγο να μας βιάσεις εσύ αντί εμείς εσένα αστειεύτηκε. Πως σε λένε; Εμένα Κυριάκο.
- Ναι το ξέρω. Το άκουσα. Σε φώναξε ο φίλος σου. Εγώ είμαι ο Νίκος.
- Για πόσο καιρό θα μείνεις εδώ Νίκο;
- Ήρθα για καμιά βδομάδα.
- Δε θα σε πείραζε να σε βλέπαμε δεν είναι; Κι αν σ’ αρέσει είναι και κάποιοι φίλοι μας – συγχωριανοί δηλαδή – που θα θέλανε πολύ να σε γνωρίσουν.
- Τι έγινε κοπέλια είπε ο Παναγιώτης πλησιάζοντάς μας. Πέστε μου τώρα ότι πιάσατε και σχέση. Πόσο καιρό θα μείνεις ακόμα εδώ; Θα ερχόμαστε να σε γαμούμε. Έχουμε και κάτι φιλαράκια, θα τα λατρέψεις. Θα καταλάβεις τι σημαίνει να τρώγεις χωριάτικο βουνίσιο λουκάνικο είπε γελώντας.
- Είναι εντάξει Παναγιώτη. Τα συμφωνήσαμε με τον Νίκο.
- Νίκο σε λένε; Εμείς θα σε φωνάζουμε Νικολέτα, είπε και γέλασε με το αστείο του. Κι’ αν φύγεις πριν σου πούμε εμείς, τότε τα βίντεο που γαμιέσαι θα τα στείλουμε παντού απείλησε.
- Ρε συ Παναγιώτη. Αφού σου είπα. Είναι εντάξει το παιδί.
- Εντάξει κουμπάρε. Μη θυμώνεις. Νικολέτα θα μας κάνεις μια πίπα πριν φύγουμε και πήρε το χέρι μου και το ακούμπησε στη καυλωμένη πούτσα του. Άνοιξα το παντελόνι του, έβγαλα έξω την πούτσα του και άρχισα να του τη γλείφω δεξιοτεχνικά.
- Αχ ρε γαμώ το στοματάκι σου γαμώ. Γιατί δε μένεις μόνιμα εδώ πάνω και θα έχεις ότι θες από εμάς, είπε λιγωμένος.
Αφού ασχολήθηκα κάμποση ώρα μαζί του μου είπε να γλείψω και το φίλο του. Ο Κυριάκος ήδη τον είχε βγάλει έξω και τον έπαιζε καθώς εγώ έγλειφα τον Παναγιώτη. Γονάτισα μπροστά τους και αυτοί κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλο. Χώθηκα στα σκέλια του Κυριάκου ρουφώντας όλο το μεγάλο πούτσο του και βυθίζοντας την μύτη μου στις κόκκινες τρίχες του. Τους έγλειψα και τους δύο – μια τον έναν και μια τον άλλο μέχρι που δεν κρατιόντουσαν άλλο και χύσανε και πάλι ποτάμια σπέρμα στο στόμα μου. Δεν άφησα σταγόνα να πέσει κάτω. Τα κατάπια όλα και αυτό τους άρεσε πολύ.
Μου είπαν να με συνοδεύσουν ως το σπίτι μου και τους είπα όχι. Ήθελα να περπατήσω λίγο μόνος και να σκεφτώ αυτό που μόλις έζησα. Με αποχαιρέτησαν αφού μου είπαν ότι θα έρθουν αύριο σπίτι μου και φύγανε. Έκατσα για αρκετή ώρα σε εκείνο το σημείο. Ο Στέλιος ξεχάστηκε για λίγο. Τώρα σκεφτόμουν τα νέα φιλαράκια μου. Και ιδιαίτερα τον Κυριάκο.
Το βραδάκι, έκανα ένα ντουζάκι, φόρεσα μόνο ένα στρινγκάκι και ένα μακρύ φανελάκι από πάνω και χάζευα μια αδιάφορη σειρά στην τηλεόραση με ένα ποτήρι κρασί. Κατά τις εννέα κτύπησε το κουδούνι. Όταν άνοιξα, στο κατώφλι στεκόταν ο Κυριάκος. Φαινόταν διαφορετικός. Κατ’ αρχή ήταν φρεσκολουσμένος , τα κόκκινα μαλλιά του ήταν ακόμα βρεγμένα και χτενισμένα προς τα πίσω, τα ρούχα που φορούσε ήταν καθαρά και έδειχνε ποιο νεαρός από ότι το πρωί.
- Να περάσω;…
με ρώτησε. Ούτε γεια, ούτε καλησπέρα, ούτε τίποτα. Παραμέρισα και του έκανα τόπο να περάσει. Καθίσαμε ο ένας δίπλα στον άλλο στον καναπέ.
- Αν θες να φύγω να μου το πεις και θα φύγω.
- Γιατί ήρθες τότε;
- Ξέρω ότι δε φερθήκαμε και πολύ καλά μαζί με τον Παναγιώτη αλλά καταλαβαίνεις ότι εδώ δεν έχουμε ευκαιρία να γαμήσουμε. Έτσι όταν δούμε κωλαράκι ορμάμε.
- Αυτό ήρθες να μου πεις;
- Όχι μόνο αυτό. Ήθελα να σου πω πόσο μ’ αρέσεις και πως θέλω να κοιμηθούμε απόψε μαζί.
Τότε άρχισα να γίνομε επιθετικός.
- Οπότε βασικά έχεις καύλες και θέλεις να γαμήσεις απάντησα θυμωμένος.
- Δεν είναι έτσι. Απλά μ’ αρέσεις πολύ. Από την ώρα που σε αφήσαμε σε σκέφτομαι. Γι’ αυτό ήρθα. Ήθελα να σε δω και να τα πούμε με την ησυχία μας. Αν θες δεν κάνουμε τίποτα. Απλά κοιμόμαστε αγκαλίτσα.
Τόση ευαισθησία σε αυτούς του βουνίσιους αγροίκους χωριάτες, δεν το περίμενα. Με έπιασε εξαπίνης. Η αλήθεια κι εγώ τον συμπάθησα και ήταν και τέλειος γαμιάς, αλλά τέτοια εξομολόγηση δεν την περίμενα. Γιατί στο κάτω κάτω, αυτοί οι επαρχιώτες γαμούν και δέρνουν. Δεν κάθονται να συμπαθούν πούστηδες σαν εμένα. Έτσι όπως καθόμασταν, τον πλησίασα και κουλουριάστηκα στην αγκαλιά του. Το κεφάλι μου έγειρε και ξεκουράστηκε στο πλατύ του στέρνο. Με το ένα του χέρι, αγκάλιασε το κεφάλι μου και φίλησε την κορυφή του. Αυτό μου άρεσε. Ένοιωσα ασφάλεια και θαλπωρή. Ήθελα να μείνω έτσι για πάντα.
Το βράδυ κοιμηθήκαμε μαζί. Μου έκανε έρωτα αλλά και σεξ και άγριο γαμήσι πολλές φορές. Άλλοτε τρυφερός και απαλός, με πολλά φιλιά, χάδια και να μου ψιθυρίζει το όνομά μου λέγοντάς μου πόσο του αρέσω, άλλες φορές παθιασμένος και έντονος λέγοντάς μου ότι μόνο εμένα θέλει και άλλοτε άγριος και κτητικός σαν γνήσιος επαρχιώτης επιβήτορας. Τα χαράματα σηκώθηκε με φίλησε και ντύθηκε.
- Που πας;
- Εμείς έτσι ξυπνάμε και πάμε στα χωράφια και τα ζωντανά. Εξάλλου δε θέλω να με βρει εδώ ο Παναγιώτης γιατί ξέρω ότι θα έρθει απ’ εδώ
- Α μάλιστα… είπα εγώ συνοφρυωμένος, δείχνοντας όλη την απογοήτευσή μου.
- Θα σε παρακαλέσω να μην το μάθει κανείς ότι κοιμήθηκα εδώ. Καταλαβαίνεις πόσο δύσκολο θα είναι για μένα αν μαθευτεί στο χωριό ότι κοιμάμαι εδώ. Εδώ είναι οι γονείς μου, τα αδέλφια μου, οι χωριανοί όλοι. Άλλο είναι να γαμά κάποιος και να φεύγει και άλλο να τον σπιτώνει ένα αγόρι.
- Καταλαβαίνω είπα αν και η αλήθεια είναι ότι απογοητεύτηκα οικτρά. Μην ανησυχείς. Κανείς δε θα μάθει τίποτα. Θα είναι το μυστικό μας.
Ο Κυριάκος έφυγε και το πρωί – πολύ πρωί – έφτασε ο Παναγιώτης.
- Καλημέρα Νικολέτα. Είπα να περάσω για ένα γρήγορο πριν πάω στη μάντρα. Ο Κυριάκος δε μπορούσε. Ήρθε όμως ο φίλος μου ο Σταύρος.
Ο Σταύρος ήταν κι αυτός ψηλός με καστανά μούσια και καστανόξανθα μαλλιά. Ωραίο κορμί γυμνασμένος από τη δουλειά. Ωραίο χαμόγελο και τρομερή αυτοπεποίθηση όπως άλλωστε όλοι οι επαρχιώτες άντρες μπροστά σε ένα πουστράκι.
- Ωραίο κομμάτι το Λευκωσιατούϊ. Θα του δώσουμε να καταλάβει τι πάει να πει πούτσος…
σχολίασε ενώ έκανε ένα γύρο από μένα και με χούφτωσε για να τσεκάρει το κωλαράκι μου.
- Παναγιώτη, επειδή με περιμένει ο Κωστής για να ποτίσουμε, σε πειράζει να γαμήσω πρώτος εγώ;
- Όχι ρε, είναι εντάξει. Περιμένω είπε ο Παναγιώτης ο οποίος έκατσε σε μια πολυθρόνα απέναντι για να βλέπει και έβγαλε το μεγάλο του πούτσο έξω. Και ο Σταύρος τον έβγαλε έξω και έκατσε στο καναπέ.
- Σου αρέσει ο πούτσος μου; Άρχισε να τον γλείφεις και φρόντισε να τον γλείψεις καλά γιατί όλο αυτό θα στο χώσω στο κώλο. Θα μάθεις πως είναι να τρώεις πούτσο από χωριατόπαιδο.
Γονάτισα ανάμεσα στα σκέλια του και άρχισα να του γλείφω τα αρχίδια και σιγά σιγά ανέβηκα μέχρι το πουτσοκέφαλό του. Ο Παναγιώτης έβλεπε το κωλαράκι μου να ασφυκτιά σε ένα πολύ στενό hot pants που άφηνε ακάλυπτα τα κωλομέρια μου ενώ η ραφή είχε μπει στην σχισμάδα μου αποκαλύπτοντας την τρυπούλα μου αφού δε φορούσα τίποτα από κάτω. Ήξερα ότι τον τρέλανα και αυτό ήθελα.
- Τι καύλα είναι ρε αυτό το παιδί; Μπορώ να κάτσω εδώ με τις ώρες για να με γλείφει. Σ’ αρέσει μανάρι μου να γλείφεις τον πούτσο μου;
- Του αρέσει. Δε φαίνεται όπως σε γλείφει; Θα σε φάει ζωντανό το πουστούδι. Με καύλωσε πολύ ο πούτανος. Θες να ετοιμάσω με τη γλώσσα μου το κωλαράκι του;
- Όχι ρε. Θα τον γαμήσω χωρίς σάλιο. Θέλω να τον κάνω να κλάψει από τον πόνο. Να καταλάβει τι θα πει να σε γαμά πούτσα χωριάτη. Γύρνα να δω τον κώλο σου. Έτσι όπως ήμουν στα τέσσερα γύρισα για να δει ο Σταύρος τον κώλο μου ενώ έβλεπα τον Παναγιώτη που καυλωμένος έπαιζε τον πούτσο του.
- Πω, πω τι κωλάρα είναι αυτή φίλε μου. Βγάλε το σορτσάκι και όπως είσαι έλα πίσω-πίσω και καρφώσου στον πούτσο μου…
είπε ο Σταύρος και απλά κάθισε στην άκρη του καναπέ στοχεύοντας με τον πούτσο του την τρύπα μου. Άνοιξα το σορτσάκι και το κατέβασα μέχρι τους αστράγαλους και πήγα πίσω-πίσω μέχρι που ένοιωσα την άκρη του πούτσου του να αγγίζει την τρυπούλα μου. Τότε αυτός με άρπαξε από την μέση και καρφώθηκε μέσα μου χωρίς καν να σηκώνεται από τον καναπέ και κάνοντας με να ουρλιάζω από τον πόνο.
- Σε παρακαλώ… σταμάτα… με πονάς. Βγες από μέσα μου. Σε παρακαλώ πολύ, πονώ…
τον ικέτευα αλλά αυτός δεν με άκουγε καν. Συνέχισε να μπαίνει και να βγαίνει με γρήγορο ρυθμό μέσα μου.
- Ρε Σταυρή, τον πονάς ρε είπε ο Παναγιώτης.
- Και τι θες να κάνω; Να σταματήσω; Εσύ όταν τον γάμησες δεν πόνεσε; Σταμάτησες; Πούστης είναι. Του αρέσει να του γαμάνε τον κώλο και να πονά…
είπε γαμώντας με ακόμα πιο γρήγορα. Ακόμα πιο σκληρά. Με άρπαξε από το σβέρκο και χωρίς να βγει από μέσα μου, με έσπρωξε να γονατίσω στα τέσσερα σφυροκοπώντας με άγρια μέχρι που άρχισε να ουρλιάζει ότι χύνει νοιώθοντας τα υγρά του να με πλημμυρίζουν. Έμεινε για λίγο μέσα μου μέχρι να ηρεμήσει και βγήκε τραβώντας το εσώρουχό του προς τα πάνω.
- Κουμπάρε, τώρα είναι όλος δικός σου…
είπε και ο Παναγιώτης, κάθισε στο πάτωμα μπροστά μου με ανοικτά τα πόδια και αρπάζοντάς με από τα μαλλιά με ανάγκασε να πάρω τον καυλωμένο πούτσο του όλο στο στόμα μου.
- Τέλειο γαμήσι. Θα έρθουμε κι απόψε όταν τελειώσουμε;
- Ναι εδώ θα βρισκόμαστε μετά την δουλειά και βλέπουμε…
απάντησε ο Παναγιώτης σπρώχνοντας το κεφάλι μου πάνω στο καυλί του. Όταν έφυγε ο Σταύρος, ο Παναγιώτης μου είπε ότι ήθελε να πάμε πάνω να με γαμήσει στο κρεβάτι. Και αυτό έκανε. Με γάμησε ξανά και ξανά πότε τρυφερά και αγαπησιάρικα και πότε σαν πούστης που του άξιζε να τον γαμάνε γιατί αυτό ήθελε. Όταν έφυγε έβαλα δύο δάκτυλα στο κωλαράκι μου και γλίστρησαν εύκολα μέσα αφενός γιατί μου κάνανε το κώλο σαν πηγάδι και αφετέρου γιατί τα υγρά τους στάζανε από μέσα μου βοηθώντας τα να μπαινοβγαίνουν μέσα μου χωρίς αντίσταση.
Από τότε και μέχρι να φύγω από εκεί, όλοι οι νεαροί άντρες στο χωριό έπαψαν να πηγαίνουν στο καφενείο του χωριού όταν τέλειωναν με τις δουλειές τους. Έρχονταν σπίτι μου για να πιούν τον καφέ τους, να μιλήσουν και να γελάσουν μεταξύ τους αλλά και να εκτονωθούν γαμώντας με.
Γι’ αυτό θα σας μιλήσω αργότερα…
Copyright protected OW ref: 185188
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.