Υπόθεση: Είχε ξεσηκώσει όλη τη γειτονιά. Κάποιος έπρεπε να του βάλει μυαλό και όχι μόνο...
Γεια σας, είμαι ο Π. 23 χρόνων και αστυφύλακας σε ένα τμήμα στην Αθήνα. Ένα βραδύ Πέμπτης είχα υπηρεσία, βαριόμουν και είχα τρομερές καύλες ώσπου γύρω στις 2:00 κτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν μια γιαγιά κι έκανε παράπονα για έναν γείτονά της που είχε δυνατά τη μουσική. Έπρεπε να πάω για να του κάνω συστάσεις. Σε κάνα μισάωρο φτάνω στο διαμέρισμα με τη μηχανή μου, χτυπάω κουδούνι αλλά τίποτα, ξανά χτυπάω, δεν ανοίγει (εν τω μεταξύ, άκουγα μουσική από μέσα). Άρχιζα να τα παίρνω. Μετά από 4-5 χτυπήματα, το χαμήλωσε κι άνοιξε ένας 30-35άρης γύρω στο 1.80 ιδρωμένος, ελαφρά αξύριστος με κανονικό σώμα, φορούσε φανελάκι και μια φόρμα (χωρίς εσώρουχο πιστέψτε με φαινόταν). Ήμουν μες στα νεύρα (και τις καύλες) και άρχιζα να του φωνάζω που δεν άκουγε τόση ώρα και γιατί είχε δυνατά τη μουσική. Αυτός ντράπηκε και είχε κατεβάσει το κεφάλι, ζήτησε συγγνώμη αλλά παρατήρησα ότι είχε καυλώσει (εκεί φάνηκε ότι δε φορά εσώρουχο).
- Δεν ακούς τόση ώρα που κτυπάω;
- Όχι συγγνώμη ήμουν μέσα στην κουζίνα κι έβαζα ποτό.
- Έχεις ξεσηκώσει όλη τη γειτονιά.
- Και πάλι συγγνώμη δε το ήθελα.
- Οι συγγνώμες δε κάνουν τίποτα. Λοιπόν, για να μη σε πάω μέσα αυτόφωρο βάλε μου ένα ποτήρι νερό να ηρεμήσω λίγο.
- Ότι θέλεις, αμέσως.
Απομακρύνθηκε κι εγώ επωφελήθηκα και μπήκα μέσα στο σαλόνι. Είχε φωτορυθμικά κι άκουγε ηλεκτρονική μουσική. Ήρθε με το νερό φανερά φοβισμένος.
- Βλέπω μονός μένεις, δεν έχεις καμιά γκόμενα;
- Όχι μόνος είμαι. Κάνω λίγο κέφι αλλά μου το χάλασες.
- Σου άρεσε λίγο που φώναζα (κοίταξα προς τα κάτω όσο ήταν όρθιος) ε;
- Χμ... λίγο.
- Τι είπες ρε; Πουστράκος είσαι; Λοιπόν, άκου τι θα κάνουμε.
- Τι; Ότι μου πεις.
- Για να μη σε καταγγείλω για διατάραξη κοινής ησυχίας θα κανείς ότι σου λέω.
- Μάλιστα.
- Σκύψε και γλύψε μου τις αρβύλες. Να τις γυαλίσεις.
Στην αρχή δίστασε, αλλά με λίγη φωνή παραπάνω υπάκουσε. Έχωνε στο στόμα του όλο το μπροστινό μέρος της αρβύλας αχόρταγα. Κάπου-κάπου την έτριβε στη φόρμα του. Με έκανε τούρμπο.
- Φτάνει. Γδύσου. Βγάλ’ τα όλα.
- Τι θα κάνεις;
- Δε θα ρωτάς. Θα υπακούς και θα εκτελείς.
Γδύθηκε και είδα την ψωλή του κάγκελο.
- Γύρνα να δω τον κώλο σου.
Υπάκουγε σαν πουτάνα. Ένιωθα απόλυτος γαμιάς. Ότι ήθελα του έκανα. Είχε σίγουρα πιει και το εκμεταλλεύτηκα όσο μπορούσα.
- Κωλάρα μου, θα σε γεμίσω σπέρμα απόψε.
Είχε ξετρελαθεί. Με κοιτούσε στα μάτια σα σκυλί.
- Τι κοιτάς; Ξεκίνα δουλειά.
Τον πέταξα έξω και τον έτριψα στη μούρη του. Πολύ γρήγορα τον στρίμωξε στο στοματάκι και τον τσιμπούκωνε σαν επαγγελματίας πουτάνα.
- Μαλάκα τέτοια πίπα ούτε οι γκόμενες δεν κάνουν.
- Σου αρέσει αφέντη μου;
- Ναι πουτανάκι μου, είσαι σκέτη καύλα.
- Κι εσύ ψωλαρά μου.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει, τον έβγαλα έξω και με δυο μαλακίες του γέμισα το λαρύγγι σπέρμα. Έχυνα πολύ και πηχτό χύσι. Τα κατάπινε όλα. Πήγε να με φιλήσει, αλλά δε τον άφησα. Πήρα τηλέφωνο την Υπηρεσία και τους είπα ότι θα σχολάσω απευθείας, να με καλύψουν. Είχε πάει 5:15. Αράξαμε και μιλήσαμε λίγο. Συχνά τον έκοβα να κοιτά τη στολή μου. Γούσταρα απίστευτα. Όλοι οι μπάτσοι ξέρουμε ότι η στολή μας είναι καυλωτική.
- Ξέρεις κι εγώ ένστολος είμαι. Δε στο είπα στην αρχή γιατί κατάλαβα ότι θα έμενες μόνο στην παρατήρηση.
Μπλόκαρα, αλλά αυτό με καύλωσε πάλι.
- Σε ποιο σώμα ρε φίλε;
- Δε θα σου πω. Να πάω να τη φορέσω;
- Τράβα…
Σε λίγα λεπτά γύρισε και φορούσε τη στολή του.
- Έλα ρε φίλε τώρα. Και σας έχω άχτι εσάς απ’ το στρατό.
- Γιατί; Εμείς σας συμπαθούμε.
- Έχω φάει πολλές φυλακές από κάτι μαλάκες σαν και σένα.
- Ξεκόλλα, δεν το έκανα για να χαλαστείς.
- Σκασμός. Θα σου δείξω ποιοι είμαστε εμείς.
- Πώς; Ότι έκανες, έκανες. Θες κι άλλα;
- Τίποτα δε σου έκανα.
Τον άρχισα στις φάπες και στα μπινελίκια. Είχε τσαντιστεί αλλά γούσταρε.
- Θα σου γαμήσω την τρύπα κωλόπουστα. Να μας θυμάσαι εμάς τους μπάτσους.
- Σιγά-σιγά όμως γιατί είμαι λίγο στενός.
- Δε θέλω οδηγίες ρε… σήκω.
Του κατέβασα λίγο το παντελόνι και σηκώθηκα κι εγώ. Τον έστησα στα 4 και με το σάλιο μου τον έχωσα με τη μία μέσα. Έβγαλε κραυγή, αλλά του έδωσα δυο χαστούκια στα κωλομέρια και σταμάτησε.
- Έτσι μωρή καριόλα, με την πούτσα που θα φας δε θα θες να γαμηθείς ξανά για ένα μήνα.
- Αχ, αχ πονάω… βγες λίγο.
- Ξέχνα το, θα σου ανοίξω το κωλάντερο απόψε.
Τον έχωνα βαθιά και σπαρταρούσε στον πόνο. Τον έβγαζα και τον έχωνα ξανά με φόρα. Φαινόταν ότι δε γαμιόταν συχνά, αλλά γούσταρε το πουτανάκι.
- Ξέσκισέ με γαμιά μου. Δείξε μου ποιος κάνει κουμάντο.
Τον γάμησα σε διάφορες στάσεις. Τον πήγα και μέσα στην κρεβατοκάμαρα με το καβλί μου στον κώλο του. Η πούτσα μου είχε πάρει φωτιά κι αυτός άχνα. Μου άρεσε που δεν του άρεσε πια και τον κάρφωνα με μίσος. Είχα τρελαθεί. Γαμούσα αλύπητα. Τον σήκωσα και τον πήδαγα στα όρθια. Τον έριξα στο κρεβάτι και όσο του κατέστρεφα την τρύπα τόσο καύλωνα. Φτυσίδια, σφαλιάρες, βρισίδι.
- Ήρθε η ώρα να σου κάνω παιδάκια μωρή ξεσκισμένη αδερφάρα.
- Όχι άντρακλα μου, όχι μέσα.
- Παρ’ τα μωρή πουτάνα, πάρε τα παιδιά μου να με θυμάσαι.
Έριξα το σπέρμα μου στη σούφρα του όσο πιο βαθειά μπορούσα. Έμεινα εκεί να τον κοιτάω ανώμαλα. Είχα καταϊδρώσει. Σχεδόν έκλεγε απ’ τον πόνο. Τότε τού έριξα ένα απ’ τα καλύτερα φιλιά της ζωής μου. Σηκώθηκα, ντυθήκαμε, του είπα να μη βάλει ξανά δυνατά τη μουσική κι έφυγα.
(Copyright protected OW ref: 68531)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.