Η ιστορία:
Είμαι σε χειμερινές διακοπές στο σπίτι μιας θείας μου σε ένα χωριό του Πηλίου. Όπως συνηθίζεται (και είναι από τα όμορφα του τόπου μας) υπήρχε και το τοπικό πανηγύρι. Και βέβαια δεν ήταν δυνατόν να λείψουμε από αυτό. Ντυθήκαμε με τα επίσημα, όπως επιβάλλεται, και ανηφορίσαμε προς κάποιο από τα δύο καφενεία-ταβέρνες όπου γινόταν όλο το γλέντι.
Για πρώτη φορά παρατήρησα τη θηλυκότητά της. Ένα καλοβαλμένο κορμί δίχως τίποτε το περιττό και όμορφα στητά στήθη. Μάλλον ζήλεψα να πω την αλήθεια γιατί με την καθιστική ζωή που κάνω, δεν πρόκειται να έχω αυτή τη χάρη σε τέτοια ηλικία (είμαι 35).
Άρχισε να μου μιλάει για τον καθένα που ερχόταν. Πρόσεξα πως σε κάποια συγκεκριμένη στάθηκε περισσότερο. Μου μιλούσε συνέχεια γι’ αυτήν και το βλέμμα της ήταν καρφωμένο πάνω της. Μέσα στο θόρυβο που υπήρχε, για να μου πει περισσότερα για την εν λόγω κυρία, κόλλησε το στόμα της στο αφτί μου.
- «Την έπιασε με γυναίκα ο άντρας της».
- «Ε! Και τόσο κακό ήταν;», της απαντώ χωρίς να πάρω υπόψη μου το χώρο που βρισκόμουν.
- «Εσύ το βλέπεις σωστό;», με ρωτάει συνεχίζοντας.
- «Είναι δύσκολο να το συζητήσουμε τώρα…», ήταν η απάντηση.
Και σταματήσαμε εκεί προσπαθώντας να συμμετέχουμε πλέον στα δρώμενα. Αργά, και αποκαμωμένες πλέον, γυρίσαμε στο σπίτι. Φόρεσα μια νυχτικιά, κάτι που δεν συνηθίζω στο σπίτι μου, και ξάπλωσα περισσότερο να ηρεμήσω παρά να κοιμηθώ. Σε λίγο χτύπησε η πόρτα. Ένα σιγανό χτύπημα. Σηκώθηκα και άνοιξα. Δεν με εξέπληξε που ήταν η θεία.
- «Κοιμόσουν;», με ρωτάει.
- «Μπα, όχι…», της απαντώ και παραμερίζω να περάσει.
- «Ξέρεις...», άρχισε να λέει κομπιάζοντας.
- «Τι πράγμα;»
- «Με παραξένεψε όπως μου απάντησες…», συνέχισε.
- «Για ποιο πράγμα μιλάς;», τη ρωτάω.
- «Να.. για την Ελένη σου λέω. Όταν σου είπα τι έκανε εσύ δεν πειράχτηκες. Σα να ήταν κάτι καλό».
Τα λόγια έβγαιναν από βαθιά μέσα της. Πρώτη φορά ίσως άκουγε και κάτι διαφορετικό. Προσπάθησα να της δώσω να καταλάβει ότι όλοι και όλες έχουν δικαίωμα να κάνουν τις επιλογές τους, με ποιον ή με ποια θα κάνουν έρωτα, αν είναι άντρας ή γυναίκα. Την είδα να προβληματίζεται.
- «Τι σκέφτεσαι;», ρώτησα.
- «Δεν μπορώ να σε ρωτήσω…», μου απαντάει.
Και σαν να ήμουν στο μυαλό της τη ρωτάω:
- «Αν έχω κάνει έρωτα με γυναίκα;»
Κοκκίνισε κι έμεινε αμίλητη.
- «Ναι!», συνέχισα εγώ και με απίστευτο θράσος έβαλα τα χέρια μου στα πόδια της.
Τραβήχτηκε λίγο. Της ζήτησα συγγνώμη γιατί της προκάλεσα ταραχή. Μαλάκωσε, ηρέμησε. Ένιωσα πως ήθελε να έχει μια τέτοια εμπειρία. Πλησίασα περισσότερο κοντά της και άρχισα να χαϊδεύω τα πόδια της.
- «Μα τι κάνεις; Ο θείος σου είναι δίπλα».
Εγώ συνέχισα αμίλητη βλέποντας ότι δέχεται το χάδι μου. Χαϊδεύοντας την, ανέβασα το χέρι μου και ανοίγοντας τα πόδια της, έφτασα μέχρι το βρακί της. Βρεγμένο. Η ανάσα της γινόταν όλο και πιο γρήγορη και κοφτή. Την χάιδευα πάνω από την κιλότα της κι ένιωθα το μουνί της να φουσκώνει από την καύλα και να μουσκεύει.
Την έγειρα στο κρεβάτι. Ήταν αδύναμη να αντιδράσει πια. Ξάπλωσε και της έβγαλα τη κιλότα. Άνοιξα τα πόδια της και έχωσα μέσα τους το κεφάλι μου. Άρχισα να γλείφω και να ρουφάω την κλειτορίδα της, να δαγκώνω απαλά τα πρησμένα της μουνόχειλα, να χώνω τη γλώσσα μου μέσα σε μια υγρή τρύπα, που όλο έσταζε. Με έπιασε από τα μαλλιά και κρατούσε το κεφάλι μου εκεί μέσα. Την ένιωθα να μην μπορεί να κρατηθεί και να τελειώνει στη γλώσσα μου.
Χαλάρωσε λίγο. Ανασηκώθηκα λίγο και τη φίλησα για να γευτεί κάτι από τα ζουμιά της. Το χέρι μου ήταν ανάμεσα στα πόδια της συνεχίζοντας να την χαϊδεύω. Ένιωσα να σπαρταράει ξανά και το χέρι μου να μουσκεύει κι άλλο. Έγειρε εντελώς αποκαμωμένη στο κρεβάτι. Όλο αυτό με είχε ερεθίσει. Δεν είχα άλλο τρόπο εκτός από την «αυτοεξυπηρέτηση». Έβγαλα το βρακάκι μου και ανοίγοντας όσο μπορούσα τα πόδια μου άρχισα να γαμιέμαι μέχρι να χύσω. Ξάπλωσα δίπλα της και αποκοιμήθηκα.
Όταν ξύπνησα είχε βέβαια φύγει. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα στην κουζίνα να φτιάξω κάτι για πρωινό και ξέροντας ότι είναι μόνη, ήθελα να δω τις αντιδράσεις της. Πλησιάζοντας άκουσα θόρυβο. Όχι από τους γνωστούς μιας κουζίνας αλλά ένα μικρό βογκητό. «Λες να εξελίχτηκε ο θείος;», σκέφτηκα και πλησίασα να δω τι συμβαίνει. Κρυφοκοίταξα από την πόρτα. Το θέαμα με εξέπληξε. Ήταν καθισμένη σε μια καρέκλα και μαλακιζόταν. Δεν άντεξα και μπήκα. Τρομαγμένη πετάχτηκε όρθια. Της έκανα νόημα να μη μιλήσει και την έβαλα ξανά στην καρέκλα.
- «Συνέχισε…», της ψιθύρισα και πήρα μια καρέκλα και κάθισα απέναντί της.
- «Δε μπορώ μπροστά σου…», μου λέει.
- «Κάν’ το τότε μαζί μου!», της απάντησα και ανοίγοντας τα πόδια μου άφησα να φανεί το μουνάκι μου.
Άρχισα να χαϊδεύομαι και την είδα να παίρνει θάρρος και να συνεχίζει. Τελειώσαμε εκεί και οι δυο μας κι ετοιμαστήκαμε για ένα ακόμη τυπικό πρωινό σε κάποιο ορεινό χωριό. Συνέχισε τη μέρα της σαν να μην είχε συμβεί τίποτε απολύτως όσο ήμασταν έξω ή υπήρχαν άλλοι στο σπίτι.
Μάλλον άρεσε στη θεία το γλειψιματάκι και μόλις έβρισκε ευκαιρία όλο και με κάτι προκαλούσε ένα νέο επεισόδιο. Στερημένη από τις χαρές του έρωτα αφού το γευόταν όταν ήθελε και μπορούσε και ο θείος, και πνιγμένη από το περιβάλλον, είχε βρει μια ευκαιρία αναπάντεχη να βγάλει όσα είχε μέσα στα εσώψυχά της.
Οι μέρες πέρασαν και επέστρεψα στο σπίτι και στη δουλειά μου. Κάποιες φορές μου τηλεφωνεί χωρίς να λέει τίποτε το ουσιαστικό αλλά είμαι βέβαιη ότι περιμένει την επόμενη επίσκεψή μου…
(Copyright protected OW ref: 10355)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.