Ένας άγγελος ήταν. Ένας άγγελος πάντα μέσα στη σκέψη μου όσο είχα τα μάτια μου ανοιχτά. Το μυαλό μου σ’ αυτήν. Καρφωμένη η μορφή της. Τα λόγια της στο μυαλουδάκι μου μέσα βαθιά. Την ποθούσα όσο τίποτε άλλο. Την ήθελα σαν τρελή. Μου τρέλαινε τη φαντασία, μου έφτιαχνε τρελά όνειρα.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό, είχε θρονιάσει και στην καρδούλα μου. Είχε κάτσει μέσα της αναπαυτικά, οκλαδόν και μου χαμογελούσε. Τόσο γλυκά, τόσο πονηρά. Μμμμ... σαν να μου έλεγε: «Έλα μωράκι μου, έλα να με πάρεις.. Εδώ είμαι και σε περιμένω. Σε θέλω πολύ!». Με τρέλαινε, έχανα το μυαλό μου κάθε φορά που την σκεφτόμουν. Την ήθελα σαν τρελή, την ήθελα όσο τίποτα στον κόσμο. Την ήθελα γλυκά και πρόστυχα μαζί. Ήθελα να την δω να λιώνει για μένα.
Ένα πρωί έχασα τον έλεγχο. Δεν τα κατάφερα. Ξέραμε και οι δυο πως υπήρχαν λόγοι που δεν έπρεπε επ’ ουδενί να είμαστε μαζί. Μια μέρα όμως σταμάτησα πλέον να ελέγχω τον εαυτό μου. «Μέχρι εδώ είμαι, τελείωσα!» σκέφτηκα. Θα την βρω. Θα την βρω να την δω να την αγγίξω, να την αγκαλιάσω και να την νιώσω, έστω μια φορά.
Αποφασισμένη πλέον, δεν με ενδιέφεραν οι συνέπειες. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου, ντύθηκα, πήρα το αυτοκίνητο και έφυγα. Μετά από λίγο έφτασα, σταμάτησα και κατέβηκα. Στάθηκα για λίγο έξω από την πόρτα. Ύστερα προχώρησα λιγουλάκι και έκατσα στο πεζουλάκι δίπλα. Εκεί θα καθόμουν όση ώρα κι αν χρειαζόταν. Εκεί ακίνητη μέχρι να βγει. Μέχρι να την δω. Μέχρι να τρελαθώ τελείως.
Η ώρα περνούσε. Άρχισε να βγαίνει κόσμος. Απλά περίμενα. Περίμενα να δω το μωράκι μου να βγαίνει. Και να την..! Είναι απίστευτη. Τόσο όμορφη, τόσο γλυκιά. Σαν άγγελος. Μούδιασαν τα πόδια μου μόλις την είδα. Έμεινα εκεί αποσβολωμένη να την κοιτώ. Είχα τρελαθεί. Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Ήθελα να σηκωθώ και να τρέξω να την αγκαλιάσω. Να την αγκαλιάσω και να της δώσω το πιο τρελό γλωσσόφιλο του κόσμου. Να ρουφήξω το γλωσσάκι και τα χείλη της μέχρι να την χορτάσω.
Σκεφτόμουν πόσες φορές την είχα φανταστεί. Πόσες φορές την σκεφτόμουν και άγγιζα το κορμί μου για αυτήν. Ήταν σκέτη καύλα. Δεν με πρόσεξε. Πέρασε από μπροστά μου και συνέχισε να περπατά. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα απλά την κοιτούσα. Μέχρι που ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι πάει φεύγει, την χάνω. Ίσα-ίσα που έβγαινε η φωνή μου.
Τελικά τόλμησα και την φώναξα. Αυτή γύρισε. Γύρισε και προς στιγμήν με κοιτούσε απορημένη. Δε με γνώρισε αμέσως. Μετά είδα μια αναστάτωση στη ματιά και στις κινήσεις της. Δεν είπε κουβέντα, ήρθε κοντά μου και έκατσε δίπλα μου. Με κοίταζε στα μάτια, μου χαμογέλασε και μου είπε:
- «Τελικά ήρθες...»
Δεν χόρταινα να την κοιτώ.
- «Ναι! Ήρθα μωράκι μου…», της είπα.
Με έπιασε από το χέρι και σηκωθήκαμε.
- «Πάμε…» μου λέει.
Εγώ ακολούθησα. Δεν ήξερα που πηγαίναμε, δεν με ενδιέφερε, αρκεί να ήμουν μαζί της.
Τελικά πήγαμε σπίτι της, χωρίς να πούμε κουβέντα στο δρόμο. Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού, με τράβηξε μέσα και κλείδωσε πίσω μας. Δεν άντεξα άλλο, την ήθελα σαν τρελή. Την πιάνω από τη μέση και την κολλάω στο τοίχο. Ζυγώνω τα χείλη μου στο λαιμό της, βγάζω τη γλωσσίτσα μου έξω και την γλύφω γλυκά. Της ψιθυρίζω:
- «Σε θέλω πολύ μωρό μου... σε θέλω τρελά! Θέλω να γαμήσω το μουνάκι σου, θέλω να το κάνω να χύνει σαν τρελό πάνω στη γλώσσα και τα χείλη μου».
Έκλεισε τα μάτια, έγειρε το κεφάλι της πίσω και είπε:
- «Φάε με μωρό μου! Δική σου είμαι…»
Συνέχισα να γλύφω τα χείλη της. Τα άνοιξα με τη γλωσσίτσα μου και την έσπρωξα όλη μέσα. Τη φιλούσα τρελά και παθιασμένα, δάγκωνα και πιπιλούσα τη γλωσσίτσα της. Σκέτη καύλα! Ένιωθα το κορμί της να καίει. Να καίει και να με καίει και μένα μαζί. Ένιωθα το μουνάκι μου υγρό. Με τρέλαινε αυτό το μωράκι. Με τρέλαινε τελείως και τώρα που το είχα στην αγκαλιά μου νόμιζα ότι δε θα άντεχα. Ένιωθα ότι θα έχυνα εκεί όρθια όπως στεκόμουν χωρίς καν να με αγγίξει...
Συνέχισα να φιλώ και να τρώω τα χείλη της, και συγχρόνως ξεκούμπωνα ένα-ένα τα κουμπάκια του λευκού πουκαμίσου που φορούσε. Άγγιξα την κοιλίτσα της...
Χριστέ μου! Είχε τόσο απαλό δέρμα... κι έκαιγε!! Μ’ έκαιγε. Τη χάιδευα τρυφερά και ανέβαινα σιγά-σιγά προς τα πάνω. Άγγιξα το στήθος της απαλά και γλυκά, πρώτα το ένα και μετά το άλλο περνώντας τα δαχτυλάκια μου πάνω από τις ρωγίτσες της. Μμμμ… Έλιωνα από πόθο. Ήταν ροζ, σκληρές και καυλωμένες. Έβγαλα το πουκάμισο της και το πέταξα στο πάτωμα. Με κοιτούσε, έγλυφε και δάγκωνε τα χείλη της.
- «Πάρτες μωράκι μου στα χείλη σου…» μου ψιθύρισε. «Καύλωσε με κι άλλο…»
Εκεί κολλημένη στον τοίχο όπως την είχα.
Έγειρα λίγο το κορμί μου μπροστά, και άρχισα να γλύφω επιδεικτικά τις ρωγίτσες της κοιτάζοντας την στα μάτια. Τι καύλα μουνάκι ήταν Χριστέ μου! Έγλυφα και ρουφούσα ασταμάτητα. Έβλεπα τις αντιδράσεις και τις συσπάσεις του προσώπου της σε κάθε άγγιγμα μου. Άρχισα να δαγκώνω τις ρώγες της. Γλυκά στην αρχή. Η ανάσα τις βάραινε. Άκουγα ένα γλυκό «μμμμμ….» να βγαίνει από τα χειλάκια της.
- «Έτσι μωρό μου, φάτες μου. Δάγκωσε τις... με καυλώνεις!»
Τη δάγκωσα πιο έντονα, πιο δυνατά.
- «Αααχχχχ! Κι άλλο αγάπη μου, κι άλλο. Το καύλωσες το μουνάκι μου...» μου είπε.
Όταν μου μιλούσε τρελαινόμουν ακόμη περισσότερο.
Την παίρνω από το χέρι και πηγαίνουμε στο σαλόνι. Γονατίζω μπροστά της και ξεκουμπώνω το παντελόνι της. Το κατεβάζω και το βγάζω τελείως. Κολλάω τη γλώσσα μου στο εσώρουχο της ακριβώς πάνω στο γλυκό της το μουνάκι. Το κιλοτάκι της ήταν μούσκεμα. Χμ... πίεζα την γλώσσα μου στην κλειτορίδα της και ρουφούσα όλο το μουνάκι της πάνω από το εσώρουχο. Μικρές κραυγούλες ηδονής έβγαιναν από τα χείλη της. Έβγαλα το κιλοτάκι της, της άνοιξα λιγουλάκι τα πόδια, και κατόπιν τα μουνοχειλάκια της με τα δάχτυλα μου. Έβγαλα τη γλώσσα μου έξω και έγλυφα. Έγλυφα απ’ άκρη σ’ άκρη κοιτώντας την στα μάτια. Έσταζε από καύλα.
Το μουνάκι της είχε πλημμυρίσει, έσταζε γλυκές καυλίτσες. Κι εγώ ρουφούσα σαν τρελή. Την ρουφούσα, την έτρωγα.
- «Φάτο μωρό μου, φάτο μου! Δικό σου είναι! Γάμησε με! Σκίσε με! Θέλω να με γαμήσεις να με σκίσεις. Λιώνω από καύλα. Πάρε με, σε θέλω... γάμα τη μουνάρα μου, δεν αντέχω άλλο. Έλα μωρό μου, έλα τώρα, τώρα!»
Τη γυρνάω και της ζητώ να κάτσει στον καναπέ στα τέσσερα να τα βλέπω όλα. Μου έκατσε στα τέσσερα, άνοιξε τα ποδαράκια της και στηριζόταν από την πλάτη του καναπέ με τα χέρια της. Κουνούσε το κωλαράκι της επιδεικτικά και ρουφούσε τις τρυπούλες της μπροστά στα μάτια μου. Με προκαλούσε. Έλιωνα από πόθο. Ήθελα να της σκίσω τη μουνάρα. Να της σκίσω το μουνί και να την κάνω να χύνει σαν τρελή για μένα...
Γονάτισα πίσω της και κάρφωσα τη γλώσσα μου στην τρυπούλα της. Την έχωσα όλη μέσα, την έσπρωχνα μέσα-έξω, σταματούσα για λίγο, την έγλυφα απ’ άκρη σ’ άκρη, ρουφούσα και δάγκωνα γλυκά τα μουνόχειλα της, και της ξανακάρφωνα τη γλώσσα μου στη μουνάρα. Βογκούσε από καύλα.
- «Αχ! Έτσι μωρό μου, γάμησε με! Γάμησε με τη γλώσσα σου το μικρό σου το καυλάκι. Είμαι το καυλάκι σου. Θέλω να με σκίσεις!» μου έλεγε.
Το μουνί μου είχε πλημμυρίσει. Θα ερχόταν μετά η σειρά μου, το ήξερα. Η καύλα μου για αυτήν ήταν ατελείωτη. Το μουνάκι της έσταζε, γυάλιζε αισθησιακά στο λιγοστό φως.
Της έδωσα δυο δαχτυλάκια μου να τα γλύψει. Μμμμμ... τα ρουφούσε και τα πιπιλούσε σαν τρελή αναστενάζοντας γλυκά. Μου τα μούσκεψε τελείως. Άρχισα να τρίβω το μουνάκι της απ’ άκρη σ’ άκρη πιέζοντας λίγο πιο επίμονα όταν τα δάχτυλα μου έφταναν στην κλειτορίδα της. Ακούμπησα δυο δάχτυλα μου στην τρυπούλα της και της είπα:
- «Τώρα είσαι δική μου μουνάκι μου! Θέλω να σε γαμήσω. Θέλω να γαμήσω το μουνάκι σου. Θέλω να σε σκίσω καυλάκι μου!»
Και τελειώνοντας την φράση μου τα έσπρωξα μέσα της βαθιά στο καυτό και υγρό της μουνάκι.
- «Αχχ! Ναιιιι! Γάμα με μωρό μου. Γάμα τη μουνάρα μου. Ξέσκισε με!!!» φώναζε. «Κι άλλο θέλω... κι άλλο, μη σταματάς…»
Της βάζω και τρίτο δαχτυλάκι μέσα της. Την άνοιξα τελείως. Της ξέσκιζα το μουνάκι όπως ακριβώς μου ζητούσε και συγχρόνως έγλυφα και γαμούσα με τη γλωσσίτσα μου, έτσι στα τέσσερα όπως την είχα, την άλλη της τρυπούλα. Τη στενή τρυπούλα στο κωλαράκι της. Μμμμ.... Έλιωνε από καύλα το μωρό μου. Έλιωνε από καύλα και πλημμύριζε γλυκά ζουμάκια τα δαχτυλάκια μου. Καύλα ήταν το μωρό μου, σκέτη καύλα!
- «Θέλω να μου χύσεις το γλωσσί και τα χειλάκια μου μουνάκι μου!» της είπα.
- «Αχ ναι! Θα σε χύσω καύλα μου! Θα πλημμυρίσω τα χείλη σου, γάμησε με!!!» μου απάντησε.
Κόλλησα τα χείλη μου στο μουνάκι της, ρουφούσα και έγλυφα σαν τρελή. Την έπινα γουλίτσα, γουλίτσα.
- «Αααααχχχχ! Χυνωωωω! Χύνω! Πιες με! Ρούφα το μουνάκι μου, ρούφα το μωρό μου. Δικό σου είναι. Ααχχ! Ναιιιιιι! Παρταααααα καύλα μου!!!»
Έτρεμε… σπαρταρούσε η καυλίτσα μου στο προσωπάκι μου. Μου πλημμύρισε με τη γλύκα της τα χείλη, τη γλωσσίτσα μου, το πιγούνι μου. Μμμμ... κι εγώ έγλυφα σαν τρελή. Την ρουφούσα και κατάπινα, μέχρι να τα πάρω όλα. Όλα όσα έδωσε για μένα. Γιατί ήταν δική μου μόνο. Κάθε τι πάνω της ήταν δικό μου πια...!
Σηκώθηκε, γονάτισε μπροστά μου, μ’ αγκάλιασε σφιχτά, και μου έδωσε ένα γλυκό και ζεστό φιλί στα χείλη που δε θα ξεχάσω ποτέ...
Σ’ αγαπώ πολύ μωρό μου...
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.