Μια τέτοια μέρα λοιπόν που έλειπε ο πατέρας μου θα πηγαίναμε με την μητέρα μου για μπάνιο. Είχε μεσημεριάσει και δυο μάστορες που είχαμε στο σπίτι μάζευαν τα εργαλεία τους και τον εξοπλισμό τους για να φύγουν. Εγώ ήμουν έξω στην αυλή, μπήκα στο σπίτι και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιό μου για να ετοιμαστώ. Απέναντι και γωνιακά ήταν το δωμάτιο των γονιών μου. Από τη γωνία που στεκόμουν είδα φευγαλέα τη μητέρα μου να είναι ήδη με το μαγιώ της. Το ακριβές ήταν ότι η μητέρα μου φόραγε μόνο το κάτω μέρος του μαγιώ και ήταν με το στήθος της γυμνό. Φυσικά το θέαμα ήταν υπέροχο αλλά να είναι έτσι τη στιγμή που μέσα στο σπίτι είχαμε ξένους άντρες ήταν από τα ανήκουστα! Κι ακόμα περισσότερο, δεν έκανε καμιά προσπάθεια να είναι πιο διακριτική, αντίθετα έκανε βόλτες γυμνόστηθη όπως ήταν από δωμάτιο σε δωμάτιο σαν να ήθελε να την δουν όλοι. (Ίσως τελικά αυτό να ήθελε). Είναι μελαχρινή με σγουρά μαλλιά και έχει σφιχτό κορμί και το στήθος της είναι μεγάλο και στητό με μεγάλες σκουρόχρωμες ρώγες. Οι γοφοί της καλοσχηματισμένοι και οι μηροί της σαρκώδεις. Έτσι όπως περπατούσε σε αυτή την κατάσταση, γυμνόστηθη και μόνο με το σλιπ του μαγιώ από κάτω, τα στήθη της πήγαιναν ηδονικά πέρα δώθε ενώ όταν επέστρεψε στο δωμάτιό της πρόλαβα να δω ότι το μαγιώ της είχε μαζευτεί από πίσω αφήνοντας ακάλυπτο μεγάλο μέρος του κώλου της. Τα είχα χάσει με το θάρρος της.
Τότε έγινε αυτό που φοβόμουν! Ένας από τους μάστορες διέσχισε το διάδρομο και πέρασε μπροστά από το δωμάτιό της. Η μητέρα μου είχε γυρισμένη την πλάτη της. Όταν την είδε ο τύπος κοντοστάθηκε να απολαύσει το θέαμα που του πρόσφερε απλόχερα. Στάθηκε λίγο πιο πίσω για να μην φαίνεται και συνέχισε να κοιτάζει. Το μαγιώ της εξακολουθούσε να ήταν χωμένο στον μεστό και στητό κώλο της. (Ο τύπος έκανε γερό μπανιστήρι!). Όταν γύρισε προς το μέρος του με το στήθος της εκτεθειμένο εκείνος γούρλωσε τα μάτια του. Η αντίδραση της μητέρας μου ήταν απλή. Συνέχισε ό,τι έκανε αμέριμνη παριστάνοντας ότι δεν τον είχε αντιληφθεί ενώ ήμουν σίγουρος ότι τον είχε δει. Αυτό κράτησε για δευτερόλεπτα. Ύστερα αυτός απομακρύνθηκε και βγήκε έξω στην αυλή. Η συνέχεια δόθηκε έξω όταν ο μπανιστηριτζής μάστορας διηγήθηκε στον άλλον τι είχε δει. Ο διάλογος που ακολούθησε έγινε κάτω από το παράθυρο του δωματίου μου και δεν σας το κρύβω ότι με ερέθισε με έναν περίεργο τρόπο.
- Μαλάκα τι μουνάρα είναι αυτή;
- Τι λες ρε; Τι εννοείς; Δε καταλαβαίνω!
- Μαλάκα η γυναίκα! Έχει κάτι βυζιά!
- Σιγά, κρατήσου! Και που τα είδες εσύ;
- Μαλάκα σου λέω ότι κυκλοφορεί γυμνή μέσα. Το βρακί της έχει μπει στη κωλάρα της. Μιλάμε για πολύ τσόντα είναι. Οι ρώγες της είναι κάγκελο!
- Ηρέμησε! Μη μιλάς δυνατά!
- Σου λέω ότι αυτή είναι έτοιμη για πλάκωμα! Με έχει καυλώσει η πουτάνα.
- Σ… Ώστε έτσι η μαντάμ ε; Λες να γουστάρει;
- Της αρέσει της βυζαρούς σου λέω. Αυτή θέλει πολύ ξέσκισμα. Είναι ευκαιρία σου λέω!
- Αν το θέλει θα φάει καλά. Έχει να γίνει χαμός. Θα καλοπεράσουμε!
Μετά δεν μπορούσα να τους ακούσω άλλο γιατί ψιθύριζαν. Σίγουρα θα έλεγαν κι άλλα πρόστυχα για την μάνα μου. Τους είχε δώσει και το δικαίωμα βέβαια. Πάντως τις επόμενες μέρες η συμπεριφορά της άλλαξε. Εκεί που ήταν πιο μαζεμένη και συγκρατημένη έγινε πιο διαχυτική και χαλαρή απέναντί τους. Τους μίλαγε πιο συχνά, ρωτούσε για την εργασία τους και άλλα περί ανέμων και υδάτων ενώ αυτοί απαντούσαν και αστειεύονταν και γέλαγαν όλοι μαζί. Ο ένας πάντως, αυτός που την είχε δει γυμνή, είχε μονίμως καρφωμένο το βλέμμα του στο στήθος της. Το αποκορύφωμα πάντως ήταν όταν τους εμφανίστηκε με το μαγιώ της (ήμουν κι εγώ μπροστά) λίγο πριν πάμε για μπάνιο προσφέροντας τους τη θέα του κορμιού της. Φορούσε ένα άσπρο μπικίνι, (δυο νούμερα μικρότερο θαρρώ, προφανώς ηθελημένα) όπου ξεχείλιζαν από μέσα τα στήθη της και οι ρώγες της διακρίνονταν μέσα από το μαγιώ, ενώ πρόσφερε βορά στα μάτια τους και τα μπούτια της και τον κώλο της καθώς το μαγιώ της ελάχιστα έκρυβε. (Φανταστείτε τι θα είπαν μετά μεταξύ τους!). Από εκείνη τη στιγμή, ήξερα πως ήταν θέμα χρόνου να συμβεί.
Είχα δημιουργήσει μια εντελώς διαφορετική εικόνα της μητέρας μου στο νου μου. Αποτελούσε για μένα σύμβολο αγνότητας, πειθαρχίας, αξιοπρέπειας και σεβασμού. Γενικά οικογενειακής σταθερότητας. Δεν είχα δει ποτέ την μητέρα μου τόσο εκτεθειμένη με τη συμπεριφορά της, ούτε είχα αντιληφθεί ποτέ να δείχνει ενδιαφέρον για άλλους άντρες εκτός από τον πατέρα μου. Μου ήταν λοιπόν αδύνατον να χωνέψω ότι ήταν αυτή η ίδια η μητέρα μου που προκαλούσε αυτούς τους ξαναμμένους πίθηκους. Από την άλλη μου είχε γεννηθεί η νοσηρή επιθυμία να δω μέχρι που μπορούσε να φτάσει. Από τότε έψαχνα την ευκαιρία. Και τη βρήκα!
Συνέβη ένα μεσημέρι που γύρισα από τη θάλασσα νωρίτερα έχοντας κάνει μια γρήγορη βουτιά και μη βρίσκοντας την παρέα μου για να κάτσω λίγο παραπάνω. Ζέστη αποπνικτική. Το βανάκι των μαστόρων ήταν ακόμη εκεί. Αναρωτήθηκα πως και δεν είχαν φύγει ακόμη. Μπήκα στο σπίτι ξυπόλητος και τότε άκουσα κάτι σαν ομιλίες. Πλησίασα και αντιλήφθηκα ότι προέρχονταν από το δωμάτιο των γονιών μου. Η πόρτα σχεδόν κλειστή. Μπορούσα να δω μέσα ωστόσο. Το δωμάτιο ήταν πλημμυρισμένο από το φώς του μεσημεριανού ήλιου. Είχα σοκαριστεί απ’ το θέαμα. Ήταν η μάνα μου με τους δυο μαστόρους! (Ώπα! Να τα μας! Σκέφτηκα. Δεν χάσανε καθόλου χρόνο). Ήταν μόνο με τα εσώρουχά της, ενώ αυτοί ήταν κανονικά με τα ρούχα τους. Φορούσε ένα μαύρο σουτιέν περισσότερο για να στηρίζει τα στήθη της παρά για να τα κρύβει. Οι ρώγες της φαίνονταν από μέσα, φανερά ερεθισμένες ενώ οι θηλές της είχαν ορθωθεί. Από κάτω φορούσε ένα μικροσκοπικό στρινγκ. Τους έπιασα τη στιγμή που ο ένας, ο πιο σωματώδης, ήταν από πίσω της. Της κατέβασε το σουτιέν κάτω από τα στήθη χωρίς να της το ξεκουμπώσει αποκαλύπτοντάς τα και της τα χούφτωσε με δύναμη. Τα έσφιξε δυνατά και με τα δάχτυλά του της τσίμπησε τις ρώγες της και η μάνα μου βόγκηξε.
- Ωραία! Ας αποκαλύψουμε αυτό το σωματάκι, της είπε.
- Ε! Σε παρακαλώ… πιο σιγά! Πιο ήρεμα...
τον παρακάλεσε η μάνα μου με ύφος ναζιάρικο και ηδονικό.
- Πω, πω! Τι βυζάρες είναι αυτές κορμάρα μου! Πώς να ηρεμήσω;…
είπε ξετρελαμένος. Εκείνη είχε γείρει προς τα πίσω ακουμπώντας στο στέρνο του. Ύστερα κοίταξε προς τα κάτω τον άλλον ο οποίος είχε γονατίσει μπροστά της και με μια κίνηση της κατέβασε το στρινγκ και της το έβγαλε. Το είχε πιάσει με τα δυο του χέρια από τα πλάγια φτάνοντας τα κορδονάκια λίγο πιο πάνω από τα γόνατά της ενώ το εσώρουχο τινάχτηκε προς τα κάτω σαν σφεντόνα αποκαλύπτοντας το εφηβαίο της. Το κύλησε ηδονικά πάνω στα μπούτια της! Η μάνα μου σήκωσε εναλλάξ τα πόδια της με χαριτωμένες κινήσεις για να τον βοηθήσει να της το πάρει από τους αστραγάλους. Αυτός το πήρε και το έβαλε στη κωλότσεπη του τζιν του. Το είδα καθαρά! (Σκέφτηκα θα πάρει και λάφυρο μαζί του ο Μογγόλος).
- Αυτό θα το κρατήσω εγώ… της είπε.
- Είναι το αγαπημένο μου! Μη μου το χάσεις…
του απάντησε με ναζιάρικο ύφος και χασκογελώντας η μητέρα μου.
- Θα σου το δώσω την επόμενη φορά! είπε εκείνος.
(Ωχ, θα υπάρξει κι επόμενη φορά; αναρωτήθηκα εγώ!). Είχε μείνει ολόγυμνη ανάμεσά τους. Αυτή η αντίθεση γυμνού-ντυμένου μεταξύ τους με ερέθισε. Όταν το πρόσωπο του πλησίασε το αιδοίο της τον άκουσα να λέει:
- Πω, πω… μάνα μου! Το έχεις περιποιηθεί βλέπω το μουνάκι σου. Το ξύρισες όλο!
Κοιτούσα με γουρλωμένα μάτια τις αντιδράσεις της μητέρας μου. Έπεφτε πολύ χούφτωμα! Τα χέρια τους χάιδευαν κάθε σπιθαμή του κορμιού της. Την έβλεπα να χαμογελάει ηδονικά, να κουνάει τους γοφούς της, τα μπούτια της να τρέμουν, να γλείφει τα χείλια της και να βογκάει από ευχαρίστηση. Δε μπορούσα να φανταστώ ότι η μητέρα μου θα την έβρισκε τόσο πολύ από την περιποίηση δύο ξένων αντρών. Είχε αφεθεί εντελώς στα χέρια τους. Αυτή η αίσθηση παράδοσης και υποταγής από τη μεριά της με ερέθισε με ένα πρωτόγνωρο τρόπο. Προσπάθησα να πισωπατήσω και να φύγω αλλά δεν τα κατάφερα. Δε μπορούσα να γυρίσω το βλέμμα μου αλλού. Είχα κοκαλώσει! Ήθελα να δω τι θα συνέβαινε. Τότε έχωσε τη γλώσσα του στο αιδοίο της από κάτω και για λίγα λεπτά της το έγλειφε ώσπου η μάνα μου άρχισε να τρέμει και να βγάζει πνιχτά βογγητά.
- Ε! Τι έγινε; Ερεθίστηκες από τώρα; Έχυσες κιόλας…
της είπε. Ο άλλος που ήταν από πίσω της, ο σωματαράς, πήρε τις παλάμες του απ’ τα βυζιά της και χούφτωσε με δύναμη τα κωλομέρια της και τους μηρούς της. Η μάνα μου είχε γείρει το κεφάλι της προς τα πίσω στον ώμο του και είχε κλείσει τα μάτια και βαριανάσαινε. Είχε παραδοθεί στα χέρια τους. Ο άλλος που ήταν μπροστά της είχε περάσει το χέρι του κάτω από το αριστερό της μπούτι και είχε χώσει το πρόσωπό του ανάμεσα στα πόδια της συνεχίζοντας το θεάρεστο έργο του. Μου είχε στεγνώσει το στόμα. Ξαφνικά σηκώθηκε όρθιος και την έπιασε από τα σγουρά καστανά μαλλιά της. Της είπε:
- Σου αρέσει έ; Θέλω να με βλέπεις που σου το τρώω.
Άρχισα να ανασαίνω με δυσκολία στο άκουσμα αυτών των λέξεων. Ήταν απόλυτος. Προς στιγμή σκέφτηκα ότι θα φάει και ξύλο από τον γορίλα. Η μάνα μου υπάκουσε λέγοντας κάτι αδύναμα «ναι…». (Εκείνη τη στιγμή αναρωτήθηκα τι την περιμένει. Οι τύποι ήταν αλαφιασμένοι). Αφού τέλειωσε, σηκώθηκε ξανά κι έκανε νόημα στον σωματαρά λέγοντάς του:
- Ξεκίνα!
Τότε ο τύπος έβγαλε τη μπλούζα του και ύστερα το παντελόνι του ενώ από το βρακί του ξεπρόβαλε ένα θηριώδες πέος. Η μάνα μου ήταν πολύ ξαναμμένη.
- Και τώρα μωρό μου για να δούμε τι μπορείς να κάνεις…
της είπε με ύφος περιπαικτικό. O σωματαράς, την άρπαξε από τα μαλλιά και τη γύρισε προς το μέρος του. Έτσι όπως γύρισε η μάνα μου όλο της το σώμα ταλαντεύτηκε. Τα στήθη της κινήθηκαν ηδονικά πέρα-δώθε, οι γλουτοί της συσπάστηκαν και τα μπούτια της έτρεμαν. Ο άλλος δεν έχασε ευκαιρία και της έριξε ένα δυνατό κωλοσκάμπιλο που ακούστηκε σε όλο το χώρο. Αμέσως μετά της έριξε ακόμα μερικά ισχυρά κωλοσκάμπιλα τα οποία της κοκκίνισαν τον κώλο. (Ο ήχος τους πλημμύρισε το δωμάτιο!) Τα δέχτηκε αδιαμαρτύρητα.
- Είδες!… Της αρέσει το ξύλο! Του είπε.
Ο σωματαράς την έπιασε από τη μέση της με το ένα χέρι του κολλώντας την πάνω του και με το άλλο της έπιασε το αριστερό βυζί και στη συνέχεια της έβαλε τον αντίχειρα του στο στόμα της λέγοντας της:
- Πόσοι άντρες τον έχουν βάλει σ’ αυτό το στόμα;
Η μαμά δεν απάντησε ωστόσο χαμογέλασε αμήχανα. Κατόπιν την γονάτισε και έβγαλε το πέος του μπροστά της. Μόλις το είδε η μάνα μου της κόπηκε η ανάσα. Μάλλον δεν το περίμενε να είναι τόσο μεγάλο. Ο άλλος άρχισε να γδύνεται κι αυτός παρακολουθώντας το θέαμα. Η μάνα μου δεν ήξερε πώς να το πιάσει.
- Τι το κοιτάς! Δεν το έβγαλα για να το αερίσω…
της είπε και γέλασαν. Της το έβαλε σιγά-σιγά στο στόμα της. Εκείνη το έπαιρνε προσπαθώντας να κάνει όσο μπορούσε καλύτερη δουλειά απ’ ότι κατάλαβα. Του το έγλειφε κι εκείνος μούγκριζε από ευχαρίστηση, ενώ με το ένα της χέρι του μάλαζε και του χούφτωνε τους όρχεις. Ο τύπος βογκούσε και της τραβούσε τα μαλλιά δίνοντας το ρυθμό που ήθελε αυτός πότε πιο αργά και πότε πιο γρήγορα. Του πήρε πίπα για αρκετή ώρα όταν τραβήχτηκε απότομα. Αυτός είχε πια μεταμορφωθεί σε ένα πραγματικό θηρίο, ένα ζώο που κοίταζε το θήραμα που είχε μπροστά στα μάτια του. Είχε γίνει κατακόκκινος! Έμοιαζε με παλαιστή! Τόσο μεγάλη και απότομη ήταν η αλλαγή του, που είχα αρχίσει σχεδόν να φοβάμαι για τη μάνα μου. Έμοιαζε να βρίσκεται σε άλλο κόσμο, τόσο τρελαμένος από καύλα που δεν ήξερε τι έλεγε και τι έκανε. Της έλεγε πολλά πρόστυχα. Είχε έρθει η ώρα για σκληρό γαμήσι. Το ίδιο πρέπει να ένιωσε κι η μάνα μου. Τραύλισε φανερώνοντας την ταραχή της:
- Τι… τι… τι θα κάνετε;
Ακούστηκε λίγο αστεία. Εκείνοι γέλασαν. Αυτός σοβάρεψε απότομα και την έπιασε από τη μέση της με το ένα χέρι του κολλώντας την πάνω του έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στα βυζιά της. Της είπε:
- Τελικά είσαι μεγάλο πουτανάκι. Σήμερα θα φας ένα γαμήσι που θα το θυμάσαι σε όλη σου την ζωή.
Η μάνα μου άρχισε τα «αχ… όχι… μη…» αλλά πιο πολύ ήταν για να τους διεγείρει ακόμη πιο πολύ. Τότε εκείνος τη σήκωσε στον αέρα κρατώντας την απ’ τα μπούτια της και πέρασε τα χέρια του από κάτω της ανασηκώνοντάς τα όσο πιο ψηλά μπορούσε στον αέρα. Μετά πλησίασε το τεντωμένο πέος του και το ακούμπησε από κάτω ανάμεσα στα σκέλια της. Η μάνα μου άρχισε να κουνάει τους γοφούς της δεξιά αριστερά. Για δυο δευτερόλεπτα κρατήθηκαν ακίνητοι. Με μια απότομη κίνηση το πέος του γλίστρησε ολόκληρο μέσα της.
- Παρ’ τον πουτάνα! Παρ’ τον… όλο δικό σου…
Της είπε ο αγριάνθρωπος. Την πήδαγε στα όρθια, στον αέρα. Έβλεπα τη μάνα μου να ανεβοκατεβαίνει πάνω στο πέος του τύπου και οι εκφράσεις του προσώπου της μαρτυρούσαν ανείπωτη διέγερση για να μη πω ευτυχία. Σχεδόν δεν την αναγνώριζα. Μπαινοέβγαινε αργά στην αρχή και όσο πήγαινε και αύξανε ταχύτητα. Ο τύπος δυνάμωσε κι άλλο το ρυθμό του μουγκρίζοντας και βογκώντας μέχρι που τη χτυπούσε με τέτοια ταχύτητα που έκανε τον κώλο της να ανεβοκατεβαίνει και τα μπούτια της να τρεμοπαίζουν.
Όταν κουράστηκε να την κρατάει στον αέρα την ξάπλωσε στο κρεβάτι και στηρίχθηκε με τα χέρια του στο στρώμα συνεχίζοντας να σπρώχνει, ενώ αυτή είχε τυλίξει τα χέρια της στο σβέρκο του. Μετά από λίγο βγήκε από μέσα της και την σήκωσε όρθια. Έτσι όπως στεκόταν η μητέρα μου όρθια με το ένα πόδι της ελαφρά λυγισμένο, έχοντας πάρει σχεδόν μια αναγεννησιακή στάση, τα μεγάλα βυζιά της ανεβοκατέβαιναν ανεπαίσθητα με κάθε βαθιά αναπνοή που έπαιρνε. Οι σκουρόχρωμες ρώγες της γυάλιζαν απ’ τον ιδρώτα της. Σίγουρα ένας ζωγράφος θα της έφτιαχνε ένα τέλειο πορτρέτο. (Για την ώρα την είχαν αναλάβει άλλοι «καλλιτέχνες» με τα «πινέλα» τους).
Ήρθε η ώρα του άλλου να της κάνει ανομολόγητες πράξεις. Την πλησίασε και της τσίμπησε τις θηλές κουνώντας έτσι τα βυζιά της πάνω-κάτω. Η μάνα μου άνοιξε το στόμα και πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να ήθελε να ουρλιάξει.
- Τί μαστάρια ειν’ αυτά μανάρα μου; Και οι ρώγες όρθιες είναι. Καλά σ’ έβλεπα μονίμως καυλωμένη. Θα τρως πολύ πούτσα από δω και πέρα μωρό μου…
της είπε. (Αναφερόταν και στο μέλλον προφανώς; Όχι μόνο στο παρόν;)
Την άρπαξε από τα μαλλιά, τη γύρισε προς το κρεβάτι και της βούτηξε τις βυζάρες από πίσω. Την έριξε πάνω στο κρεβάτι και την έστησε στα τέσσερα και κάθισε από πίσω της και της άνοιξε τα πόδια και είδα να βάζει το πέος του στο αιδοίο της. Παρακολουθούσα όλη αυτή την ώρα όσα γινόντουσαν κρυμμένος χωρίς να μπορώ να τα πιστέψω. Δεν καταλάβαινα πώς ήταν δυνατόν η μητέρα μου να έχει έρθει σ’ αυτό το σημείο, να της λένε τέτοια λόγια και να δείχνει τόση ευχαρίστηση απ’ το γαμήσι δύο άγνωστων. Δε μπορούσα να καταλάβω πως μια τέτοια γυναίκα λογική και συνετή είχε γίνει έρμαιο στις ορέξεις αυτών των δύο και η απόλαυση της τρυφερής της σάρκας είχε γίνει το τρόπαιό τους.
Στο δια ταύτα τώρα. Την έπιασε γερά και από τα δύο κωλομέρια και με μία δυνατή κίνηση μπήκε μέσα της. Οι όρχεις του πήγαιναν πέρα δώθε καθώς την ξέσκιζε στα δυο. Άκουγα καθαρά να κτυπάνε πάνω της. Οι άναρθρες κραυγές που έβγαζε η μάνα μου με ερέθισαν επικίνδυνα.
- Σου αρέσει ο πούτσος ε; Τι πουτανάκι είσαι εσύ;…
Η μαμά το απολάμβανε. Έτρεμε από την καύλα, κι αυτός την έσκιζε στα δύο με το πέος του και τα κωλομάγουλα της κυμάτιζαν ερεθιστικά σε κάθε γρήγορη ώθησή του ενώ της έριχνε και μπάτσες. Η μαμά έγερνε μπροστά όσο μπορούσε και το απολάμβανε. Γαμούσε τη μαμά μου κι αυτή φώναζε από την ηδονή, κουνούσε τον κώλο της και τον καύλωνε με τα λόγια της γυρνώντας για να τον βλέπει κιόλας.
- Με πονάς πολύ… αχ…
Το είπε τόσο διεγερτικά που εκείνος της είπε:
- Θέλω να σε πηδήξω από πίσω!
- Τι… αχ… αχ… όχι… όχι από εκεί!
- Μα τι λες τώρα! Θα σ’ αρέσει πολύ…θα δεις τι ωραία που είναι!
Εκείνος έβγαλε το πέος του και είδα μια μεγάλη γραμμή από υγρά να βγαίνει μαζί του. Άρχισε να το ακουμπάει ανάμεσα στα κωλομέρια της και να το τρίβει πάνω της και τον είδα να το σαλιώνει. Έσκυψε και άρχισε να τη φιλάει στο λαιμό και να της δαγκώνει το αυτί. Της άρεσε της μαμάς μου και αυτός άρχισε να προσπαθεί να της το βάλει από πίσω. Εκείνη αντέδρασε και αυτός την κράτησε δυνατά από τα πλαϊνά των γοφών και με μία απότομη κίνηση μπήκε μέσα της. Της κόπηκε η αναπνοή, πόνεσε. Σχεδόν έκλαιγε. Ήταν λυγμοί ανείπωτης καύλας.
- Έτσι μπράβο... παρ’ τον όλο… το αιθάνεσαι; Σε πονάει ε; Αλλά σ’ αρέσει πουτάνα! της έλεγε κι αυτή βογκούσε!
- Αχ… με πονάς… σε παρακαλώ… μην είσαι τόσο βίαιος… δεν το ‘χω ξανακάνει έτσι… αχ!
- Αυτό δε θέλεις σκύλα; Λέγε!
- Αχ… ναι…
- Είμαι μέσα σου… σ’ αρέσει;
Την κρατούσε σφιχτά από τα πλαϊνά των γοφών της και βύθιζε το πέος του μέσα της. Τη σφυροκοπούσε ανελέητα και δυνατά. Αυτός ο άντρας την άνοιγε στα δυο. Η μαμά μου έβγαζε ήχους πόνου αλλά και ηδονής.
- Μ… κοίτα! Της αρέσει της πουτάνας…
είπε ο άλλος που κοίταζε. Έβλεπα την μάνα μου σ’ αυτήν την κατάσταση και δε μπορούσα να το χωνέψω. Την ξεσκίζανε δυο άγνωστοι από παντού και το απολάμβανε. Δεν είχα προλάβει να συνέλθω με αυτά που έβλεπα, όταν εκείνος τραβήχτηκε απότομα από μέσα της κάνοντάς τη να ουρλιάξει από τον πόνο. Κατέβηκε από το κρεβάτι και άρχισε να παίζει με μανία το πέος του ενώ η μάνα μου ήταν ακόμα στημένη στα τέσσερα μπροστά του και προσπαθούσε να ηρεμήσει.
- Γύρνα! Θέλω να σου χύσω στις βυζάρες…
της είπε. Εκείνη υπάκουσε και γύρισε και κάθισε στο κρεβάτι έχοντας το πέος του μπροστά της. Λύγισε το κορμί της προς τα πίσω και στηρίχθηκε με τα χέρια της πίσω στο στρώμα του κρεβατιού. Και πριν προλάβει να σταθεί, το σπέρμα του άρχισε να εκτοξεύεται παντού πάνω της.
- Παρ’ τα… παρ’ τα όλα πουτάνα…
φώναξε. Η μάνα μου τινάχτηκε ενστικτωδώς όταν το σπέρμα του ήρθε πάνω της. Φαινόταν σαν βροχή καθώς έπεφτε πάνω της, στο πρόσωπό της, στα βυζιά της, στα μαλλιά της. Ο τύπος έχυνε τόσο πολύ. Το σώμα της μάνας μου είχε ασπρίσει, έμοιαζε γλιστερό.
Ύστερα από αυτό δεν είχα οπτικό πεδίο γιατί η πόρτα έκλεισε εξαιτίας ενός ρεύματος αέρα. Ωστόσο συνέχισα να ακούω για αρκετή ώρα. Απ’ ό,τι κατάλαβα θα ξεκινούσε νέος γύρος σε λίγο. Κάποια στιγμή πήγα στην τουαλέτα για να πλυθώ (μήπως και συνερχόμουν.). Όταν γύρισα μετά από λίγο έξω από την πόρτα άκουγα καθαρά τον παφλασμό που έκαναν τα αρχίδια τους καθώς την πήδαγαν ξανά. Από τα αγκομαχητά τους και τα βογκητά της μάνας μου κατάλαβα ότι την έπαιρναν κι οι δυο ταυτόχρονα. Έπεφτε πολύ γαμήσι. Άκουσα τον παλαιστή (αυτός την πήδαγε ξανά!) να της λέει:
- Να σου ρίξω λίγο ξύλο να γουστάρεις;
- Να μου ρίξεις…
απάντησε η μαμά μου ναζιάρικα.
Είδες που στα ‘λεγα! Πούτσα και ξύλο θέλει η πουτάνα! είπε ο άλλος. Άρχισε τότε ένας καταιγισμός από κωλοσκάμπιλα που φοβήθηκα. Πρέπει να ακούγονταν μέχρι έξω. Η μάνα μου φώναζε ηδονικά σε κάθε σκαμπίλι. Της άρεσε! Μερικά ήταν δυνατά και της κοβόταν η ανάσα. Το πήδημα συνεχίστηκε για μισή ώρα ακόμα. Την παίρνανε άγρια. Πήγα στο δωμάτιό μου αθόρυβα και περίμενα πότε θα τέλειωναν επιτέλους. Οι τύποι γαμούσανε και δέρνανε στη κυριολεξία. Είχαν βρει πρόσφορο έδαφος και το εκμεταλλεύτηκαν. Όταν ήρθε η ώρα, τους άκουσα που έφυγαν. Μετά από λίγο πλησίασα να δω από την ανοιχτή πια πόρτα. Μου ήρθε μια έντονη ζέστη αλλά και ξινίλα. Η μάνα μου ήταν ανάσκελα στο κρεβάτι και τεντωνόταν με τα χέρια ψηλά. Το σφιχτό και γεμάτο καμπύλες κορμί της, που γυάλιζε από τον ιδρώτα και το ξεραμένο σπέρμα, ταλαντεύτηκε ολόκληρο. Τα μπούτια της έτρεμαν από την ένταση.
Φαινόταν σαν υπνωτισμένη. Την είχαν ξεθεώσει. Γύρισε μπρούμυτα και αποκοιμήθηκε. Τα κωλομέρια της ήταν κατακόκκινα από τα σκαμπίλια. Έφαγε πολύ ξύλο. Της είχαν επιβληθεί πλήρως. Αλλά μάλλον ήταν αυτό που ήθελε. Δε γνωρίζω αν βρέθηκαν αλλού, αλλά οι τύποι δεν εμφανίστηκαν στο σπίτι ξανά. Είναι πιθανό βέβαια να την πήδηξαν ξανά. (Μια έντονη φαντασίωση που είχα ήταν ότι την παίρνανε μαζί με άλλους γνωστούς τους.) Από τότε δεν άλλαξε πάντως κάτι στη ζωή μας, ούτε κι εγώ δεν είπα ποτέ σε κανέναν τι είδα. Τώρα, κάποια χρόνια αργότερα, ένιωσα την ανάγκη να το αποκαλύψω.
Copyright protected OW ref: 130884
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.