Μένω σε μια περιοχή του κέντρου της Αθήνας μέτριας φήμης και πολύ πυκνοκατοικημένη. Ευτυχώς μένω στον όγδοο όροφο μιας πολυκατοικίας και η θέα μου είναι απίστευτη αν και με εμποδίζει η ακριβώς...
- «Βγες! Θα στο παρκάρω εγώ».
- «Τι λέτε κύριε; Δεν σας δίνω το αυτοκίνητο μου. Θα περιμένετε να παρκάρω».
- «Δεν είσαι καλά κοπέλα μου που θα περιμένω κι άλλο. Κατέβα να το παρκάρω να τελειώνουμε».
Τον κοίταξα κατάματα. Είχε απίστευτα σκούρα πράσινα μάτια και λεπτά χείλη, πολύ ψυχρά χαρακτηριστικά, αλλά πολύ ωραίος. Και πολύ εκνευρισμένος επίσης.
- «Κύριε θα φωνάξω την αστυνομία αν συνεχίσετε να με παρενοχλείτε!» του είπα όλο θάρρος και πείσμα.
- «Κούκλα μου ατύχησες. Αστυνομικός είμαι γι’ αυτό κατέβα τώρα μη σε μαζέψω για παρακώλυση της κυκλοφορίας».
Έμεινα κάγκελο. Αναγκαστικά κατέβηκα, με θυμό βέβαια, καθώς δεν έτρεφα μεγάλη εκτίμηση στους μπάτσους. Παιδί κουμουνιστών κι εγώ ήμουνα κάπως ατίθαση στις αρχές αλλά τώρα δεν είχα διάθεση να πάω στο τμήμα κτλ.
Κατέβηκα και ο εκνευρισμένος μπάτσος μου το πάρκαρε με δυο κινήσεις. Κατέβηκε, μου κοπάνησε την πόρτα και μπήκε στο αυτοκίνητο του ξεκινώντας και σπινιάροντας για να μπει στη πολυκατοικία, την απέναντι μου. «Όχι ρε γαμώτο, είναι γείτονας ο κωλόμπατσος!», σκέφτηκα.
Ανέβηκα στο σπίτι κι έκανα ένα μπάνιο να χαλαρώσω. Θα ερχόταν και οι φίλοι μου για ποτά και συμμάζεψα λίγο. Σκεφτόμουν διαρκώς το έντονο βλέμμα του μπάτσου και ανατρίχιαζα. Βγήκα στο μπαλκόνι να ρωτήσω τα φυτά μου και βλέπω απέναντι στον όγδοο τον μαλάκα να κάθεται στο μπαλκόνι. Δεν πίστευα στα μάτια μου! Όχι μόνο είμαστε γείτονες αλλά και ακριβώς απέναντι.
Ήταν ημίγυμνος και φαινόταν το σώμα του γυμνασμένο και ήταν αρκετά ψηλός. Αντίθετα με μένα που είμαι 1.68 και γύρω στα 70 κιλά. Παραπανίσια κιλά, αλλά σωστά κατανεμημένα, στο στήθος δηλαδή και στο κωλαράκι μου. Έχω μεγάλο στήθος με δυο υπέροχες μεγάλες ρώγες και ένα κωλαράκι πεταχτούλικο αφράτο, λευκή επιδερμίδα και πολύ απαλή. Έχω μακριά μαλλιά καστανά, σαρκώδη χείλια και καστανά όμορφα μάτια. Έχω πολύ όμορφο πρόσωπο. Φορούσα ένα φορεματάκι κοντό και ήθελα να παίξω λίγο με τον μπατσούλη απέναντι καθώς είμαι και παιχνιδιάρα.
Άρχισα λοιπόν να καθαρίζω δήθεν το μπαλκόνι σκύβοντας διαρκώς να μαζέψω τα φύλλα και τουρλώνοντας το κωλαράκι μου να βλέπει. Καθώς έσκυβα θα φαινόταν το στρινγκάκι που στριμωχνόταν ανάμεσα στα ζουμερά μου κωλομέρια και όπως έσκυβα μπροστά θα έβλεπε το στήθος μου να κουνιέται καθώς καθάριζα. Είχε μείνει και κοιτούσε καρφωμένος. Μετά σηκώθηκα και μπήκα μέσα αφήνοντας τον σύξυλο. Η ώρα πλησίαζε και οι φίλοι μου με πήραν τηλέφωνο αν θέλω κάτι και τους είπα να μου φέρουν ένα ψεύτικο όπλο. Θα συνέχιζα για πολύ την καζούρα στον κωλόμπατσο που με έκανε ρόμπα.
Ήρθαν οι φίλοι μου, έφεραν και σαγκρία. Ήπιαμε, παίξαμε και επιτραπέζια και ο μπατσούλης απέναντι κοίταζε διαρκώς. Τότε άρχισα να διηγούμαι την ιστορία τη μεσημεριανή στους φίλους μου δυνατά και γελώντας, σίγουρη ότι με ακούει. Έβγαλα και το ψεύτικο όπλο και έκανα σε μια φίλη μου αναπαράσταση.
- «Κατέβα κάτω μωρή! Είμαι μπάτσος εγώ! Κατέβα κάτω να στο παρκάρω!»
Και όλοι χτυπιόντουσαν από τα γέλια. Ο μπάτσος νευρίασε. Σηκώθηκε και μπήκε μέσα... Οι φίλοι μου έφυγαν κατά τις δυο. Εγώ ελαφρώς μεθυσμένη, πήγα να κάνω ένα μπανάκι γιατί είχε απίστευτη ζέστη - αν και αρχές Οκτωβρίου. Φόρεσα το μποξεράκι μου κι ένα λευκό φανελάκι και έπεσα στο κρεβατάκι μου. Δεν ξέρω για πόση ώρα κοιμόμουν όταν χτύπησε η πόρτα η πάνω. Τρομαγμένη σηκώθηκα και άνοιξα όλα τα φώτα. Πήγα προς το σαλόνι.
- «Ποιος είναι;»
- «Αστυνομία κυρία μου! Ανοίξτε!»
- «Δεν πρόκειται να ανοίξω!» απάντησα καθώς δεν ήμουνα σίγουρη αν ήταν η αστυνομία.
- «Κοιτάξτε από το ματάκι την ταυτότητα μου κυρία μου!», είπε η φωνή απ’ έξω.
Κοίταξα και είδα μια ταυτότητα όντως αστυνομική. Άνοιξα δειλά την πόρτα μέχρι την αλυσιδίτσα και είδα μπροστά μου τον γείτονα τον μπάτσο.
- «Μα καλά, πας καλά; του είπα. Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;»
- «Έχω την εντολή να ψάξω κυρία μου το σπίτι σας».
- «Τι μου λες άνθρωπε μου τέτοια ώρα;»
Άνοιξα την πόρτα και μπήκε μέσα να του τα χώσω για τα καλά.
- «Έχεις ένταλμα;»
- «Έχω!» μου είπε. «Στο αυτοκίνητο».
Και με μια κίνηση μπήκε πιο μέσα στο σπίτι.
- «Να μου το φέρεις πρώτα και μετά να ψάξεις!» του φώναξα.
Επέστρεφε από την κουζίνα κρατώντας το ψεύτικο όπλο.
- «Τι είναι αυτό;» με ρώτησε σοβαρός και ψυχρός.
Εγώ έσκασα στα γέλια.
- «Πες μου τώρα ότι το θεωρείς και όπλο αληθινό;» του είπα.
Με πλησίασε, έβγαλε τις χειροπέδες και με γύρισε απότομα να μου τις φορέσει.
- «Μου κάνεις πλάκα έτσι;», του είπα τραβώντας τα χέρια μου.
Αυτός αμίλητος συνέχισε να μου κρατάει τα χέρια. Το στήθος μου είχε τεντωθεί καθώς προσπαθούσα να ξεφύγω. Οι ρώγες μου τρίβονταν πάνω στο μπλουζάκι και σκλήρυναν. Τελικά μου φόρεσε τις χειροπέδες.
- «Συλλαμβάνεσαι για οπλοκατοχή. Θα πάμε στο τμήμα να εξακριβωθούν τα στοιχεία σου κτλ. Αν θες φρόντισε να είσαι διακριτική να μη καταλάβουν οι γείτονες σου τίποτα».
Είχε δίκιο, δεν έπρεπε να δώσω στόχο. Θα πηγαίναμε στο τμήμα και θα του τράβαγα μια μήνυση που θα τον εξευτέλιζε. Φόρεσα τις σαγιονάρες μου και κατεβήκαμε με το ασανσέρ. Τα σώματα μας ήταν πολύ κοντά αλλά αυτός ήταν ανέκφραστος και ψυχρός. Μύριζε όμως υπέροχα και φορούσε από αυτές τις μπλε στολές με τα αλεξίσφαιρα και τις μπότες. Προς έκπληξη μου δεν είχε περιπολικό και με έβαλε στο δικό του αυτοκίνητο.
- «Αυτό δεν είναι της αστυνομίας», του είπα.
- «Σου είπα ότι δεν ήθελα να δώσω στόχο στη γειτονιά».
- «Είσαι καραγκιόζης ρε! Με συλλαμβάνεις γιατί; Είσαι μαλάκας, αρχίδι κωλόμπατσε!»
Άκουγε όλες τις βρισιές αμίλητος και ανέκφραστος, όμως τον έβλεπα πως είχε φουντώσει από τα νεύρα του. Πήρε ένα δρόμο και βγήκε από την κίνηση. Ήταν πολύ σκοτεινά. Άρχισα να φοβάμαι.
- «Που πας από εδώ; Από εδώ πάμε προς Χαϊδάρι».
- «Ναι, το τμήμα μου είναι στον Ασπρόπυργο».
Οδηγούσε για ώρα και μετά βγήκε σε μια παράκαμψη. Άρχισαν να με πονούν τα χέρια μου.
- «Θα μου τις βγάλεις αυτές; Δεν κινδυνεύεις από εμένα, το ξέρεις αυτό».
- «Τηρώ το πρωτόκολλο».
- «Άντε γαμήσου μαλάκα!», του είπα θυμωμένη.
- «Σκάσε μωρή καριόλα!», μου απάτησε αφήνοντας με άναυδη.
Έστριψε απότομα σε μια στροφή και μπήκε σε ένα χωματόδρομο.
- «Που πας από εδώ;»
Δεν μου μιλούσε όμως. Έβγαλα το πόδι μου πάνω και άρχισα να τον κλωτσάω στο μπράτσο. Σταμάτησε απότομα σε ένα μικρό, σαν χωράφι ήταν. Κατέβηκε κάτω και με έβγαλε έξω με το ζόρι.
- «Τι κάνεις ρε γαμιόλη;», του ούρλιαζα.
- «Βούλωσε το! Ήθελες να μου κάνεις παιχνιδάκια στο μπαλκόνι σου να με καυλώσεις και μετά ήρθαν οι φίλοι σου και γελάγατε εις βάρος μου μωρή πουτάνα! Τώρα θα πάρεις ότι σου αξίζει».
Αν και τα λόγια του με φόβισαν, ένιωσα απίστευτα καυλωμένη.
- «Τι εννοείς;», τον ρώτησα.
Δεν μίλησε. Μου έλυσε τις χειροπέδες. Τον χαστούκισα πολύ δυνατά και τον έσπρωξα για να φύγω. Με άρπαξε από τα μαλλιά και με κόλλησε στην πόρτα. Ούρλιαζα να με αφήσει αλλά τίποτα. Κόλλησε από πίσω μου και ένιωθα τον πούτσο του απίστευτα σκληρό να τρίβεται πάνω στο κωλαράκι μου. Καύλωσα απίστευτα.
- «Σ’ αρέσει πουτανάκι;», μου είπε και με πίεσε πολύ δυνατά πάνω στο αυτοκίνητο που ήταν κρύο.
Οι ρώγες μου τριβόταν πάνω στο τζάμι και είχαν γίνει πολύ σκληρές. Έβαλε τα χέρι του και τις ένιωσε. Τις τσίμπησε δυνατά. Βόγκηξα από απόλαυση. Με φιλούσε στο λαιμό και ανατρίχιαζα ολόκληρη. Με γύρισε και άρχισε να με φιλάει. Δάγκωνε δυνατά τα χείλη μου και πονούσα, αλλά μου άρεσε πολύ. Ακόμα και η στολή του με ερέθιζε. Πέρασα κι εγώ όμως στην ενεργό δράση. Τον έγλυφα στο λαιμό αργά και τον δάγκωνα, του έγλυφα τα χείλη κι όταν πήγαινε να με φιλήσει τραβιόμουνα. Τον τρέλαινα, το έβλεπα. Ένιωθα τον πούτσο του να πιέζει το μουνάκι μου. Το εσώρουχο μου είχε γίνει μούσκεμα.
Του ξεκούμπωνα το πουκάμισο και τον φιλούσα αργά - αργά. Περνούσα τα νύχια μου αργά από τα πλευρά του και ανατρίχιαζε. Του ρουφούσα τις ρώγες και τις δάγκωνα. Κατέβαινα αργά με τη γλώσσα μου προς τον αφαλό του… Όμως ξαφνικά, με σήκωσε, με πήγε μπροστά στο αυτοκίνητο και με γονάτισε κάτω κρατώντας με από τα μαλλιά. Τα φώτα του αυτοκινήτου ήταν ανοιχτά και έφεγγαν πάνω στο σώμα μου και τα μαλλιά μου. Στηρίχτηκε στο καπό κι άρχισε να ξεκουμπώνει το παντελόνι του, αλλά εγώ είχα διαθέσεις για παιχνίδια. Του κράτησα τα χέρια και άρχισα να ξεκουμπώνω εγώ το παντελόνι του.
Τον άκουγα που βαριανάσαινε και καύλωνα περισσότερο. Τον έγλυφα προς τον πούτσο του αλλά όχι εκεί. Τον δάγκωνα ελαφρά γύρω - γύρω. Τον έβλεπα που ανυπομονούσε να τον πάρω στο στόμα μου αλλά εγώ αργούσα επίτηδες, τον βασάνιζα. Του δάγκωνα τον πούτσο πάνω από το μποξεράκι του και αναστέναζε. Του κατέβασα το μποξεράκι και το καυλί του πετάχτηκε στα χείλη μου μπροστά, ίσα που δεν τα ακούμπησε.
Πραγματικά κι εγώ εκείνη τη στιγμή ήθελα να τον χώσω όλο στο στόμα μου να τον ρουφήξω, αλλά συγκρατήθηκα και αρκέστηκα στο να τον γλύψω με την άκρη της γλώσσας μου στο κεφαλάκι του γύρω - γύρω και μετά κατά μήκος μέχρι τα αρχίδια του, τα οποία έγλυφα και ρουφούσα λαίμαργα. Έβαζα το καθένα ξεχωριστά στο στόμα μου ενώ μόνο με το δάχτυλο μου χάιδευα τον πούτσο του και το κεφαλάκι του.
Τον έβλεπα ότι έλιωνε και τότε τον έβαλα όλο στο στόμα μου. Μέχρι κάτω στο λαιμό όσο έφτανε! Τον ρουφούσα, έφτυνα πάνω του, και τον ξαναέγλυφα. Χτυπούσα τη γλώσσα μου στο κεφαλάκι, τον έτριβα στις ρώγες μου και στο λαιμό μου, και ξανά στο στόμα. Με έπιασε από τα μαλλιά και άρχισε να μου τον χώνει όσο μπορούσε. Μετά με σήκωσε και με έβαλε μπρούμυτα στο καπό που ήταν κρύο. Έκανα να σηκωθώ αλλά με βία με κράτησε κάτω.
- «Καριολάκι μου τι τσιμπούκι είναι αυτό που κάνεις! Τι χειλάρες είναι αυτές καύλα μου! Εδώ θα σε γαμάω μέχρι να στεγνώσεις…» μου ψιθύρισε.
Μου χάιδεψε τα μουνόχειλα μόνο με το δάχτυλο και μετά με γύρισε ανάσκελα. Με χάιδευε εξωτερικά με την παλάμη του και με φιλούσε παθιασμένα. Κατέβηκε στις ρώγες μου, τις δάγκωνε και τις ρουφούσε άγρια. Με πονούσαν αλλά καύλωνα αφάνταστα. Τον ήθελα μέσα μου αλλά αυτός κατέβηκε προς τα κάτω γλύφοντας με. Με έγλυψε πάνω από το ύφασμα και πίεσε τη γλώσσα του. Το ύφασμα τριβόταν στην κλειτορίδα και με έκανε να χύσω. Τον είδα που χαμογέλασε και μου κατέβασε το εσώρουχο, μου χάιδεψε με το δάχτυλο το μουνάκι και μετά συνάντησε την κλειτορίδα μου.
- «Είναι υγρό το μουνάκι σου πουτανάκι ε; Θέλει τον πούτσο μου; Τι ωραία μουνόχειλα είναι αυτά! Τι ζουμερό κόκκινο μουνάκι που έχεις καυλιάρα μου! Θα στο φάω το μουνάκι σου...»
Άρχισε να με γλύφει πάνω – κάτω… Έβαζε τη γλώσσα του στη στενή μου τρυπούλα και με έγλυφε. Με γαμούσε με τη γλώσσα του κι εγώ έτριβα τις ρώγες μου δυνατά. Με δάγκωνε και με ρουφούσε. Ταυτόχρονα μου έβαλε κι ένα δάχτυλο στην αρχή, μετά και δεύτερο… Το τρίτο δεν πολύ-χωρούσε γιατί είμαι και πολύ στενή. Σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να μου τρίβει τον πούτσο του πάνω - κάτω στο μουνάκι μου, πάνω στην κλειτορίδα μου. Με τρέλαινε! Τον ήθελα μέσα μου. Έσπρωχνα τη λεκάνη μου για να μπει μέσα μου κι αυτός απλά μου το έτριβε.
- «Θα με παρακαλέσεις πουτάνα για να σε γαμήσω!» μου είπε.
- «Έλα, γάμησε με! Γάμα μου το μουνάκι!», του είπα.
- «Παρακάλα με!»
- «Σε παρακαλώ, γάμησε με!», του είπα.
Και πριν προλάβω να τελειώσω τη φράση μου, μου καρφώνει μία που μου έκοψε την ανάσα. Με πόνεσε αφάνταστα.
- «Ααααααααα!», φώναξα.
- «Τι έπαθες πουτανάκι Δεν σ’ άρεσε ε; Θες κι άλλο καριόλα ε;»
Και μου τραβούσε τα μαλλιά. Πονούσα αλλά μου άρεσε αφάνταστα. Ένιωθα ότι θα χύσω από παντού.
- «Σιγά - σιγά…», τόλμησα και του είπα.
- «Τι είπες; Σιγά - σιγά; Βεβαίως!», μου είπε κι άρχισε να με γαμάει ακόμα πιο άγρια.
- «Αχ! Ναι! Σκίσε με! Γάμησε με. Πονάω αλλά μ’ αρέσει. Μ’ αρέσει γαμιά μου. Γάμα το!»
- «Έλα καριόλα, έλα πάρτον πουτανάκι μου. Πάρτον στο μουνάκι. Θα στο σκίσω, θα στο ματώσω το μουνάκι! Θα στο αχρηστέψω τελείως! Σήμερα δε θα μπορείς να κουνηθείς!»
- «Ναι μωρό μου, τέτοια θέλει αυτό. Γαμήσια θέλει άγρια. Πόνεσε με, σκίσε με. Έλα, μη με λυπάσαι, σκίσε με!»
Μπαινόβγαινε με απίστευτη δύναμη και ρυθμό. Έτριβα παράλληλα και την κλειτορίδα μου.
- «Χύνω καυλιάρη μου, χύνω πάνω στον πούτσο σου! Χύνω, χύνω ενώ με γαμάς!»
«Χύσε καριόλα μου, έλα… τα υγράκια σου να μουσκέψουν τον πούτσο μου!»
Έχυσα έντονα και του έχωσα τα νύχια στην πλάτη δυνατά, αλλά δε καταλάβαινε τίποτα, με φίλαγε. Με γύρισε στα τέσσερα με τα χέρια πίσω, μου έβαλε τις χειροπέδες κι άρχισε πάλι να μου τον τρίβει. Μου τον έβαλε, απαλά αυτή τη φορά, και τον ένιωθα να γλιστράει μέσα μου και να ακουμπάει στη μήτρα. Άρχισε να με γαμάει πάλι αργά και ρυθμικά, μετά όμως μου δίνει ένα δυνατό χαστούκι στον κώλο και άρχισε ξανά να με γαμάει άγρια. Έχυσα μέσα στα τρία πρώτα λεπτά μου και συνέχισε. Ξαναέχυσα δυο φορές ενώ με σφυροκοπούσε ανελέητα. Ξαφνικά σταμάτησε… Μου το κάρφωσε μια δυνατή.
- «Χύνω καριόλα μου, χύνω πουτανάκι μου, χύνω μες στο μουνάκι σου. Πάρτα ξεκωλιάρα, πάρτα στο μουνάκι σου κι άφησε τα χύσια του να τρέξουν από μέσα μου!»
Με γονάτισε πάλι και μου έδωσε τον πούτσο του να τον γλύψω μέχρι τελευταία σταγόνα. Με σήκωσε πάνω, μου έδωσε ένα γλωσσόφιλο, με έπιασε από τα μαλλιά και με πέταξε μέσα στο αυτοκίνητο.
- «Η συνέχεια στο σπίτι μου…», είπε.
Τρόμαξα αλλά και χάρηκα. Τα πόδια μου έτρεμαν αλλά το μουνάκι μου άντεξε για πολύ γαμήσι ακόμα.
- «Όσο αντέχεις κωλόμπατσε!» του είπα και χαμογέλασα πονηρά.
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.