Το e-mail μου είναι το:
Στο εξοχικό μας, στη Σαντορίνη, πάντα τις μέρες των εορτών και το καλοκαίρι, φιλοξενούσαμε πολλούς απ’ αυτούς. Το σπίτι έχει δύο ορόφους. Στο ισόγειο είναι το σαλόνι, η κουζίνα και δύο υπνοδωμάτια για τους φιλοξενούμενους, ενώ στον επάνω όροφο, που χωρίζεται στη μέση από ένα διάδρομο, υπάρχουν άλλα δύο.
Έτσι φέτος το Πάσχα, εκτός από την αδελφή της Μαρίας και την Κλειώ, ήρθε κι ένα ζευγάρι, ο Νότης (37 χρονών), η Λίζα (36) και η Καιτούλα, η κορούλα τους δεκαεννιά ετών, που ήταν μέχρι πέρσι συμμαθήτρια της Κλειούς.
Η αδελφή της Μαρίας πάντα θέλει να κοιμάται στο ισόγειο μαζί με την Κλειώ κι έτσι διάλεξε το ένα από τα δύο δωμάτια. Στο άλλο, άφησε τα πράγματά του το ζευγάρι, ενώ η Καιτούλα, πήρε το ένα απ’ τα δωμάτια του επάνω ορόφου, ακριβώς απέναντι απ’ το δικό μας.
Μετά το ξέσκισμα του αρνιού, ανήμερα Κυριακή του Πάσχα, όλοι εκτός από μένα και την Κλειώ, πήγανε σ’ ένα διπλανό σπίτι για γλυκό. Η Κλειώ ξάπλωσε, γιατί είχε πιει και το κρασάκι της, κι εγώ περιορίστηκα να της τραβήξω μερικές φωτογραφίες, χωρίς να δοκιμάσω τίποτε άλλο, γιατί δεν ήξερα ποιος απ’ όλους θα επέστρεφε στο σπίτι ξαφνικά.
Το βραδάκι ήταν όλοι κουρασμένοι από νωρίς και μετά από λίγη κουβεντούλα και χάζι στην τηλεόραση, πήγαμε στα δωμάτιά μας. Γδυθήκαμε με τη Μαρία και πέσαμε στο κρεβάτι. Η πόρτα μας ορθάνοιχτη, με την πόρτα της Καιτούλας μισάνοιχτη. Η Μαρία με σκούντησε.
- «Ωραίο κορμάκι έχει η μικρή!», μου είπε.
Γύρισα το βλέμμα μου και πρόλαβα να αντικρίσω την Καιτούλα να φοράει ένα ροζ διάφανο νυχτικό, πάνω από ένα ροζ κιλοτάκι. Κατευθείαν έπιασα το μουνί της Μαρίας και κολλώντας όλος επάνω της, άρχισα να της παίζω μαλακία.
- «Φαντάζεσαι να το ‘χαμε ανάμεσά μας και να του γλείφαμε τα βυζάκια;», της ψιθύρισα στ’ αφτί.
- «Μμμμμ…», έκανε ηδονικά.
- «Καλά θα ‘τανε, αλλά δεν αντέχω το ρεζιλίκι και τη φυλακή...», μου απάντησε, ανοίγοντας τελείως τα μπούτια της.
Άρχισα να της τον βάζω πισωκολλητά, ενώ απ’ την ανοιχτή πόρτα, φαινόντουσαν πια, μόνο δύο υπέροχα πόδια, απ’ το ανασηκωμένο νυχτικό της Καιτούλας, μιας και είχε ήδη ξαπλώσει.
Κάναμε έρωτα, όσο μπορούσαμε πιο ήσυχα, για να μη μας ακούσει. Είχε περάσει καμιά ώρα, όταν είπα στη Μαρία:
- «Θα τη φωτογραφήσω έτσι όπως κοιμάται, για να την έχουμε κοντά μας, όποτε θέλουμε…»
- «Είσαι τρελός;», μου απάντησε. «Κι αν ξυπνήσει και σε δει;»
- «Μη φοβάσαι... Θα είμαι έτοιμος να πηδήξω έξω απ’ το δωμάτιο...», της είπα.
Πήρα τη φωτογραφική μηχανή, και ξυπόλητος, με σιγανά βήματα, μπήκα στο δωμάτιο της Καιτούλας. Κοιμόταν μπρούμυτα, του καλού καιρού. Η Μαρία δεν άντεξε και με ακολούθησε. Εγώ στήθηκα στα πόδια του κρεβατιού και η Μαρία πήγε από το πλάι.
- «Σήκωσέ της το νυχτικό, όσο γίνεται…», της είπα.
Της το σήκωσε μέχρι τη μέση, αποκαλύπτοντας δύο υπέροχα, γεμάτα μπουτάκια κι ένα πεταχτό κωλαράκι. Τράβηξα δυο - τρεις φωτογραφίες.
- «Κατέβασέ της το σλιπάκι!», της είπα.
Της το έπιασε από τα πλαϊνά και προσπάθησε να το τραβήξει προς τα κάτω. Η μικρή στριφογύρισε στο κρεβάτι και γύρισε ανάσκελα. Η Μαρία εξαφανίστηκε στο δωμάτιό μας τρομοκρατημένη. Τράβηξα μερικές ακόμα και άφησα τη μηχανή...
Η Μαρία, καυλωμένη, μόλις είδε ότι δεν έγινε τίποτα, επέστρεψε. Ολόγυμνη όπως ήταν, άνοιξε τα μπούτια της και κάθισε σιγά - σιγά, ανοίγοντας τα μουνόχειλα της, στο πέλμα της μικρής, βάζοντας τα δαχτυλάκια της Καιτούλας, προσεχτικά και αργά, μέσα στο μουσκεμένο μουνί της.
Αυτή τη φορά, η Καιτούλα, δεν κουνήθηκε. Η Μαρία, άρχισε να γαμιέται, με το μουνί της να ξεχειλώνει όλο και περισσότερο με το κάθε ανεβοκατέβασμα, δαγκώνοντας τα χείλια της, για να μη ξεφωνίσει απ’ την καύλα, μέχρι που το χώρεσε όλο μέσα κι έμεινε εκεί. Άρχισε να παίζει σαν τρελή με την κλειτορίδα της, χύνοντας συνέχεια πάνω στο πόδι της Καίτης.
Εγώ είχα ξαπλώσει στο κρεβάτι, ανάποδα απ’ την Καιτούλα, παίζοντας μαλακία σε απόσταση πέντε πόντων απ’ το μουτράκι της, έχοντας πάρει μέσα στο χέρι μου το άλλο της πέλμα. Το έφερα στο στόμα μου κι άρχισα να της γλείφω τα δαχτυλάκια. Το έχωσα όλο μέσα, σχεδόν το κατάπια. Ένιωσα ότι θα χύσω. Σηκώθηκα στα γόνατα, έφερα τα δάχτυλά της κάτω απ’ τον πούτσο μου και της τα έχυσα.
Η Μαρία έβγαλε το πόδι απ’ το μουνί της, το βαλε στο στόμα της, κι άρχισε να σκουπίζει με τη γλώσσα της μία το ένα πέλμα και μία το άλλο, απ’ τα δικά της και τα δικά μου χύσια. Το κορμί της τραντάχτηκε κι έχυσε και η ίδια.
Την σκεπάσαμε και επιστρέψαμε στο κρεβάτι. Που όρεξη για ύπνο... Γαμηθήκαμε άλλες τέσσερις φορές ως τα ξημερώματα, με τη σκέψη μας κολλημένη στην Καιτούλα, ευχόμενοι ν’ ακούει τα βογκητά μας.
Η Δευτέρα του Πάσχα πέρασε αργά και βασανιστικά, μέχρι να έρθει το βράδυ. Ξέραμε ότι αύριο θα φύγουμε και θέλαμε να επαναλάβουμε τα πάντα κι ακόμη περισσότερα...
Επιτέλους, γύρω στα μεσάνυχτα, όλοι ξεραθήκανε στον ύπνο.
Τρέξαμε με τη Μαρία στο δωμάτιο, ρίχνοντας μια ματιά στην Καιτούλα, που είχε ανέβει μια ώρα νωρίτερα... Κοιμόταν με μια υπέροχη έκφραση στο πρόσωπό της, κουρασμένη τόσο, που δεν είχε βγάλει ούτε τη γκρίζα φόρμα γυμναστικής που φόραγε όλη μέρα. Πότε πρόλαβε και γδύθηκε η Μαρία, δεν μπόρεσα να καταλάβω ποτέ μου. Γδύθηκα κι εγώ.
- «Πάμε... πάμε!», μου είπε με αγωνία. «Αυτή τη φορά, θα τραβήξω εγώ φωτογραφίες και θέλω να της τον βάλεις και λιγάκι...», μου είπε.
Μπήκαμε στο δωμάτιο. Ήταν πάλι μπρούμυτα. Η Μαρία άρχισε να τραβάει φωτογραφίες από παντού.
- «Βγάλ’ της τα. Βγάλ’ της τα...», μου ψιθύρισε με τρεμάμενη φωνή.
Πήγα απ’ το πλάι και της σήκωσα τη φόρμα. Φορούσε ένα γαλάζιο σουτιενάκι χωρίς κούμπωμα, και ήταν αδύνατο να το βγάλω χωρίς να την ξυπνήσω.
- «Κατέβασέ της τα!», με διέταξε η Μαρία.
Άρχισα να της κατεβάζω το παντελόνι της φόρμας, μαζί με το πράσινο βρακάκι που φορούσε. Κατέβαινε δύσκολα. Έφτασαν μέχρι τη μέση απ’ τα μπουτάκια της, αποκαλύπτοντας ένα μουνάκι, που πρέπει να το είχε ξυρίσει πριν από καμιά δεκαριά ημέρες, γιατί είχε βγάλει κάποιες, ελάχιστες τριχούλες.
Της άνοιξα το αριστερό κωλομέρι, δίνοντας στη Μαρία την ευκαιρία να φωτογραφίσει την κωλοτρυπίδα της. Άπλωσε το χέρι της και της την χάιδεψε.
- «Θέλω να της τον βάλεις εκεί...», μου είπε με αγωνία.
Πήγα στο δωμάτιο και άλειψα τον πούτσο μου με λιπαντικό. Το ίδιο και το δάχτυλό μου. Της ακούμπησα πρώτα το δάχτυλο και το έσπρωξα μέσα, τόσο αργά, που μου φάνηκε χρόνος. Της μπήκε μέχρι το σφιγκτήρα της, χωρίς η Καιτούλα να κουνηθεί. Την καβάλησα κι ακούμπησα τον πούτσο μου στην τρύπα της.
Απ’ το φόβο, μου είχε μισο-πέσει. Της τον έσπρωξα μέσα ένα - δυο πόντους κι έμεινα ακίνητος. Μετά από μισό λεπτό, άλλο λίγο... Ο πούτσος μου άρχισε να φουσκώνει και να την ανοίγει...
Δεν τον πίεσα πιο μέσα. Άρχισα να τον κουνάω μέσα - έξω με αργές, ηδονικές κινήσεις. Η Μαρία, είχε λιπάνει τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού και τα είχε χώσει ανάμεσα στο κρεβάτι και το σώμα της Καιτούλας, χαϊδεύοντάς της το μουνάκι. Με το αριστερό της, έτσι όπως ήταν καθισμένη στο πάτωμα, έπαιζε μαλακία στο δικό της, έχοντας χώσει μέσα του τέσσερα δάχτυλα...
Η Καιτούλα άρχισε να κουνιέται και να βογκάει, βγάζοντας έναν ήχο, κάτι ανάμεσα σε ευχαρίστηση γι’ αυτό που ένιωθε και δυσαρέσκεια που κάποιος την ξυπνούσε απ’ το βαθύ της ύπνο. Ήταν πολύ αργά να σταματήσουμε πια...
Άνοιξε τα μάτια της διάπλατα και μας κοίταξε με απορία, μαζί με φόβο και ξάφνιασμα. Της έκλεισα το στόμα με το χέρι μου.
- «Μη φωνάξεις... Εμείς είμαστε!», της είπα, αντικαθιστώντας σιγά - σιγά το χέρι μου με το στόμα μου, γλείφοντας της το πρόσωπο.
- «Τι μου κάνετε;», ρώτησε πανικόβλητη.
- «Μη φοβάσαι μωρό μου... Σε χαϊδεύουμε και σε γλείφουμε!», της απάντησα χώνοντας συγχρόνως όλη μου τη γλώσσα μέσα στ’ αφτί της...
Κοίταξε μία εμένα και μία τη Μαρία και βγάζοντας έναν αναστεναγμό, σαν να ‘χε ησυχάσει, μαζί με ηδονή, είπε αυτό που κανείς μας δε περίμενε...
- «Σας άκουγα όλο το βράδυ χτες που κάνατε έρωτα και είχα πάθει...»
Η Μαρία πήγε να τραβήξει το χέρι της, αλλά η Καιτούλα της το άρπαξε!
- «Μη σταματάς... μη σταματάς... τρίβε με... τρίβε με!», της φώναξε.
Η Μαρία δε περίμενε δεύτερη κουβέντα... Της έχωσε δύο δάχτυλα βαθιά μέσα στο μουνί. Δεν κρατιόμουν άλλο... Ήδη της τον ψευτόβαζα για πάνω από δέκα λεπτά, κι ο πούτσος μου κόντευε να σπάσει. Τον έσπρωξα απότομα μέσα... Έβγαλε ένα «Όχιιιιιιιι!!!», πνίγοντάς το μες το μαξιλάρι κι άρχισε να με βοηθάει, πιέζοντας με όση δύναμη είχε, τον κώλο της προς τα πίσω.
Δεν άντεξα... Στις πέντε κινήσεις, πετάχτηκα έξω και με τη Μαρία να της κρατάει το κεφαλάκι, της τον έχωσα στο στόμα, κι άρχισα να τη χύνω. Ότι ξέφευγε, το έγλειφε απ’ τα μάγουλά της η Μαρία. Η Μαρία, που πήρε θέση ανάμεσα στα μπουτάκια της, κι άρχισε να τη γλείφει με μανία. Την έκανε να χύσει με σπασμούς.
Στήσαμε όλοι αφτί, μήπως και ακούσουμε τίποτα από κάτω. Δεν ακουγόταν το παραμικρό...
Η επόμενη μέρα ήταν της αναχώρησης...
- «Μου άρεσε φοβερά μπαμπά εδώ!», είπε η Καιτούλα. «Θέλω οπωσδήποτε να ξανάρθουμε...»
- «Αν δεν έχουν χρόνο οι γονείς σου την άλλη εβδομάδα που θα έρθουμε, είσαι ευπρόσδεκτη να έρθεις μαζί μας, αν σ’ αφήνουν οι γονείς σου...», είπα εγώ.
- «Ε... Δεν είναι και μωρό να μας παίρνει την άδεια. Έτσι κι αλλιώς, με εσάς θα ‘ρθει, ανθρώπους της εμπιστοσύνης μας...», είπαν μ’ ένα στόμα, μια φωνή, οι γονείς της…
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.