Το e-mail μου είναι το:
Εγώ, της έριχνα οκτώ χρονάκια. Αλλά είχα καλύτερη τρέλα απ’ την δικιά της, κι έτσι κολλήσαμε με το καλημέρα. Κολλήσαμε τόσο που δεν ξεκολλήσαμε! Παντρευτήκαμε μετά από ένα μόλις χρόνο.
Είχαμε πολλή δουλειά και οι δύο κι έτσι βρισκόμασταν κάθε βράδυ, αργά στο σπίτι, πολύ κουρασμένοι για οτιδήποτε. Παρόλα αυτά, το ταίριασμα στον έρωτα, ήταν σχεδόν άψογο, αλλά κάτι του έλειπε για να γίνει τέλειο.
Κάποια στιγμή, τρέχοντας δίπλα - δίπλα στους διαδρόμους του γυμναστηρίου, που δεν το σταματάγαμε, η Έλλη άρχισε κουβέντα με την διπλανή κοπελίτσα. Την λέγανε Μάρθα, ήταν είκοσι χρονών, από επαρχία. Δούλευε πωλήτρια σε κάποιο κοντινό σούπερ μάρκετ, κι όταν ξέκλεβε κάποιο χρόνο, ερχόταν εδώ. Κοκκινομάλλα, με αρκετά μεγάλο στήθος, που ανεβοκατέβαινε προκλητικά, όπως έτρεχε!
Ανταλλάξανε τηλέφωνα, συζήτησαν να βρίσκονται τις ίδιες ώρες για γυμναστική, και φύγαμε. Με το που φτάσαμε σπίτι και πριν προλάβω να κάνω ένα μπανάκι, με βούτηξε, με πέταξε στο καναπέ, μου έβγαλε τα ρούχα, έμεινε κι αυτή ολόγυμνη και σκαρφάλωσε από πάνω μου.
Άρχισε να με φυλάει και να με γλείφει, μ’ έναν αλλιώτικο και πολύ περίεργο τρόπο, επιμένοντας ιδιαίτερα στις ρώγες μου! Η ανάσα της ήταν πολύ βαριά και τα χέρια της κυριολεκτικά ψαχούλευαν το σώμα μου παντού, ενώ, όποτε προσπαθούσα να κινηθώ, με εγκλώβιζε με τα πόδια της τυλιγμένα γύρω μου, και δεν μ’ άφηνε να κάνω το οτιδήποτε.
Σαν κάτι να κατάλαβα, ανταποκρίθηκα στα χάδια της, μ’ έναν τελείως τρυφερό, αργό, καθαρά γυναικείο τρόπο.
- «Θα θελα να ‘χαμε ανάμεσά μας τώρα την Μάρθα…», τόλμησα να πω.
- «Και τι να της κάναμε;», ρώτησε, σφίγγοντάς με ακόμη περισσότερο.
- «Θα ήσουν ξαπλωμένη ανάσκελα, μ αυτήν από πάνω σου, με τα βυζάκια της μέσα στο στόμα σου, ενώ εγώ θα την έγλειφα απ’ το λαιμουδάκι της, μέχρι και μέσα στο κωλαράκι της!», είπα με τη γλώσσα μου χωμένη μες στο αφτί της.
Έχυσε με σπασμούς! Τρανταζόταν και χτυπιόταν, λες κι είχε καταπιεί σεισμό!
Την επομένη, (ήταν Τετάρτη), τηλεφώνησε πρωί πρωί, πριν ακόμα ανοίξουν τα μαγαζιά, και πριν ξεκινήσει για το γραφείο της, στη Μάρθα, για να κανονίσουν να πάμε όλοι, για καφέ το απόγευμα. Η Έλλη φόρεσε ένα εφαρμοστό κοντό φορεματάκι, χωρίς να βάλει σουτιέν από μέσα, πράγμα που δεν το συνήθιζε.
Η Μάρθα, έφερε και τον Πάνο, ένα καστανό αγόρι γύρω στα 23, πολύ ευχάριστο, πολύ γεροδεμένο και ίσως και λιγάκι λαϊκό, που κάθισε ακριβώς απέναντι από τη θέα που προσέφερε το ανύπαρκτο φόρεμα της Έλλης.
Απ’ ότι μας είπαν, είχαν δεσμό απ’ τον καιρό που η Μάρθα ήταν δεκαεπτά χρονών και είχαν έρθει στην Αθήνα απ’ το χωριό τους, παρέα. Αυτός δούλευε σε οικοδομές και σκεφτόντουσαν, όταν θα μαζευότανε κανένα φράγκο, να παντρευτούν.
- «Πως σου φαίνεται αυτός;», ψιθύρισα στο αφτί της Έλλης.
- «Μμμμ… Δε θα έλεγα όχι!», απάντησε, ανοιγοκλείνοντας μπρος στα λιγωμένα μάτια του Πάνου, τα πόδια της.
Κι εγώ εκείνη τη στιγμή ένιωσα πως είχαμε ανακαλύψει το τι έλειπε, για να γίνει η ερωτική μας ζωή τέλεια. Κλείσαμε ραντεβού για το Σάββατο βράδυ, να έρθουν τα «παιδιά», να φάμε σπίτι μας.
Η εβδομάδα κύλησε βασανιστικά, με τα κορίτσια να συναντιόνται κάθε απόγευμα στο γυμναστήριο, η σχέση τους να γίνεται στενότερη, και τα βράδια, να με βάζει κάτω η Έλλη και να κάνει ‘έρωτα’ στη Μάρθα!
Επιτέλους, η πολυπόθητη βραδιά έφτασε! Η κουβέντα πήγαινε από το ένα θέμα στο άλλο, ο Πάνος ζαχάρωνε την Έλλη, η Έλλη έκανε τα γλυκά μάτια στη Μάρθα, και το φαγητό κατέβαινε, μαζί με πολύ κρασί, που φρόντιζα να κερνάω τους πάντες.
Αράξαμε στο σαλόνι. Έφερα τη κουβέντα στις ερωτικές σχέσεις των ανθρώπων. Τους το γύρισα σε ουίσκι. Πρώτο ποτήρι…
- «Είστε πολύ όμορφοι και οι δυο σας!»
Δεύτερο ποτήρι…
- «Κι εσείς…»
Τρίτο ποτήρι…
- «Τα ωραία πράγματα, πρέπει να τα μοιράζεται κανείς…»
Στο τέταρτο, η Έλλη πήγε και κάθισε δίπλα στη Μάρθα, κόλλησε επάνω της τα βυζιά της, πέρασε το χέρι της πίσω απ’ το λαιμό της, κι άρχισε να χαϊδεύει τα μαλλιά του Πάνου. Του έκανα νόημα πως κάτι θέλω να με βοηθήσει να φέρουμε απ’ την κουζίνα. Ήρθε, αφήνοντας τη Μάρθα στα χέρια της Έλλης, που της έπιανε τα μπουτάκια.
- «Πως σου φαίνεται η γυναίκα μου; Σ’ αρέσει σα γυναίκα;», τον ρώτησα.
Μες στη ζαλάδα του, μισομεθυσμένος, μου απάντησε:
- «Υπέροχη!», με ένα ηλίθιο χαμόγελο ευτυχίας κολλημένο στο πρόσωπό του.
- «Και η δικιά σου. Είναι κουκλίτσα και αρέσει πολύ και στους δυο μας..», του είπα, συμπληρώνοντας: «Την έχεις φανταστεί ποτέ με τα χειλάκια μιας άλλης γυναίκας, κολλημένα στα βυζάκια της;»
Το εξόγκωμα στο παντελόνι του κόντεψε να με σπρώξει δυο μέτρα πίσω! Δεν τον άφησα να πάρει ανάσα.
- «Τι λες; Να τις βάλουμε να ‘παίξουν’ λιγάκι κι αν θέλεις, να μπούμε και εμείς στο παιχνίδι μετά;»
Και τότε μου σκάει τη βόμβα!
- «Από την Τετάρτη που σας γνωρίσαμε, η Μάρθα με ξεσκίζει κάθε βράδυ, λέγοντάς μου πως θέλει να το κάνει με την Έλλη κι εσύ να της τον βάζεις πισωκολλητά! Αλλά, παρότι σκεφτόμαστε εδώ και δύο χρόνια να κάνουμε κάτι τέτοιο, ποτέ δεν είχαμε το θάρρος, ούτε είχαμε συναντήσει τους κατάλληλους…»
Τον αγκάλιασα απ’ τους ώμους και επιστρέψαμε στο σαλόνι. Κανείς! Μπήκαμε στη κρεβατοκάμαρα. Τι θέαμα! Η Έλλη, είχε γδύσει ήδη τη Μάρθα, κι αυτή έκανε το ίδιο με τη σειρά της. Η σκηνή ήταν ερωτική, διεγερτική και τρυφερή συγχρόνως. Η Έλλη, τελείως γυμνή πια, ανέβηκε και κάθισε στο κρεβάτι, με ορθάνοιχτα τα μπούτια της. Έβαλε τη Μάρθα να γονατίσει μπροστά της, στο πάτωμα, της πήρε το χεράκι και το έχωσε στο μουνί της.
- «Γδύσου!», διέταξα τον Πάνο καθώς πέταγα και τα δικά μου ρούχα στο πάτωμα.
- «Δεν σε πειράζει να στον γλείψει λίγο η γυναίκα μου, έ;», του είπα με απόλυτα φυσιολογικό ύφος.
Πήδηξε πάνω απ’ όλους, και πήρε κοντά του την Έλλη. Εγώ, βούτηξα το κεφαλάκι της Μάρθας και της τον έδωσα στο στόμα. Τις ξαπλώσαμε δίπλα - δίπλα. Τον έχωσα στο υπέροχο μουνάκι της. Κοίταγα με τρόπο τον Πάνο, μήπως τυχόν και παρεξηγηθεί, αλλά φαινόταν χαμένος κι ευτυχισμένος, έχοντας χώσει τα δάχτυλά του στο μουνί της Έλλης, μ’ έναν τρόπο άγριο και βιαστικό, σα να φοβόταν πως κάποιος θα τον σταμάταγε και θα του την έπαιρνε απ’ τα κοντά του. Την Έλλη, που βόγκηξε, όταν ο της τον έχωσε πισωκολλητά, κι έμεινε να γαμιέται σα σκύλα, γονατισμένη στα τέσσερα.
- «Θέλω να της το γλείψω!!!», ούρλιαξε κάποια στιγμή η Έλλη.
Ξάπλωσα με την πλάτη, κι έφερα την Μάρθα να κάτσει επάνω στον πούτσο μου. Στην αρχή, κινήθηκε να ξεφύγει, έτσι όπως ένιωσε να της τον ακουμπάω στην κωλοτρυπίδα της, για να αφήσω ελεύθερο όλο της το μουνάκι στο στόμα της Έλλης. Αλλά ο Πάνος της φώναξε:
- «Κάτσε. Θέλω να σε δω να γαμιέσαι απ’ τον κώλο!»
Κι έτσι άνοιξε τελείως τα μπούτια της, και κάθισε αργά - αργά, βυθίζοντας μέσα του τον σαλιωμένο μου πούτσο. Έβγαλε μια κραυγούλα, την ώρα που στο τέλος της τον έσπρωξα απότομα μέσα! Η Έλλη έσκυψε κι άρχισε να της ρουφάει το μουνάκι. Έγλειφε μία το μουνί της Μάρθας και μία μου τον έβγαζε από τον κώλο της, με τσιμπούκωνε και της τον ξανάχωνε! Ο Πάνος φώναξε:
- «Θα χύσω!»
Κι ένιωσα πως το ίδιο θα έκανα κι εγώ. Έβγαλα τη Μάρθα από πάνω μου, την κάθισα δίπλα στην Έλλη, και τον έπαιξα στα βυζάκια της. Την μούσκεψα, την ίδια περίπου στιγμή, που ο Πάνος γέμισε με χύσια το στόμα της γυναικούλας μου, που δεν άφηνε σταγόνα να πάει χαμένη!!!
Με γεμάτο στόμα απ’ τα χύσια του Πάνου, τράβηξε κοντά της τη Μάρθα και της τα πέρασε στο δικό της. Φιληθήκανε έτσι για ώρα. Όταν δεν είχανε πια τίποτε άλλο να πιουν, γείρανε στο πλάι, αγκαλιασμένες, με μια υπέροχη έκφραση στο πρόσωπό τους.
Τα πάντα επαναλήφτηκαν με μικροαλλαγές, πολλές φορές μέχρι το ξημέρωμα. Κοιμηθήκαμε όλοι μαζί αγκαλιά κατά τις έξι, για ένα τρίωρο. Υποσχεθήκαμε να ξαναβρεθούμε το συντομότερο δυνατόν και μας άφησαν στη ‘μοναξιά’ μας…
Όλα τα ωραία πράγματα όμως, έχουν κι ένα τέλος.
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.