Προηγούμενο μέρος: Η οικογένεια που δεν είχα (6o μέρος)
Ο ήλιος φαινόταν τεράστιος. Ακόμα δεν μπορούσες να τον κοιτάξεις "στα ίσια". Είχα αρχίσει να φτιάχνω κεφάλι και να χαλαρώνω. Ξαφνικά ακούω σκουτεράκι. Σπαστικό σκουτεράκι. Ταράζει όλη την ηρεμία που υπήρχε. Γνώριμος ήχος. Ημουν σίγουρος ότι είναι κάποιος γνωστός. Περίμενα να σκάσει μύτη ο Γιάννης από λεπτό σε λεπτό. Ήθελα να του κάνω πλάκα και να του πω "καλά ρε μαλάκα το μυρίζεις το γαμημένο και με βρήκες";
Άκουγα χράκα-χρούκα. Ανέβαινε τα βραχάκια. Εκεί έχει ένα μικρό εκκλησάκι. Ολόλευκο πίσω από κάτι βράχους. Και ένα μικρό χώρο. Ίσα-ίσα που χωράνε 4 άτομα να κάτσουν. Παντού βράχια γύρω. Από κάτω θάλασσα και βραχάκια. Δεν πατάει ψυχή ποτέ εκεί. Η καλύτερη καβάτζα. Ξαφνικά ακούω:
- Λουκά; Λουκά; Εδώ…;
- Ναι εδώ πίσω.
- Τι κάνεις εδώ;
- Αράζω.
Έκρυψα το τσιγάρο. Ήταν η Ρίτα.
- Μυρίζει μην το κρύβεις.
- Χα, χα, χα, καλά... είπα να προσπαθήσω.
Ήρθε κι έκατσε δίπλα μου.
- Καπνίζει και ο Γιάννης;
- Ναι μαζί καπνίζουμε.
- Από πότε;
- Από το λύκειο. Αλλά το κάνουμε μια στο τόσο. Για να χαλαρώνουμε.
- Κατάλαβα... και εμένα μου έδινε ο μπαμπάς όταν ήμουν πιτσιρίκα. Για να με ρίξει.
Γέλασε. Χαμογέλασα κι εγώ. Σκεφτόμουν να το ξανά ανάψω ή θα είναι μεγάλη μαλακία; Ο ήλιος κόντευε να "ακουμπήσει" το νερό. Δε γαμιέται λέω... το ανάβω πάλι. Κάνω δύο τζούρες.
- Θέλεις;
- Δεν ξέρω...
- Καλά.
- Λουκά πρέπει να σου ξεκαθαρίσω ότι...
- Σταμάτα. Είπες ότι είχες να πεις. Εγώ σας αγαπώ πολύ. Και εσένα και το μπαμπά και τον Γιάννη και τη Ζωή.
- Και εμείς σε αγαπάμε. Απλά...
- Άσε με να τελειώσω. Πάντα σε χάζευα και ποτέ δεν μου είχε περάσει από το μυαλό κάτι ερωτικό. Όμως ξέρω ότι προχθές που ήθελες να με φοβερίσεις δεν ήθελες μόνο αυτό. Άλλο σου βγήκε. Θες το παραδέχεσαι καλώς. Δεν θες; Πάλι καλώς.
- Άκουσε με. Ήθελα να σε πονέσω. Διάβασα το γράμμα και κατάλαβα ότι είχες κάνει κάτι στη Ζωή. Δε μπορούσα να το πιστέψω. Ήθελα να το πω στην αρχή. Μετά πήρα πρωτοβουλία να το διαχειριστώ μόνη μου. Ήθελα να δω αντιδράσεις αν ήμουν γυμνή μπροστά σου. Εμείς το κάναμε αυτό παλιά. Μετά τα παιδιά δεν ήθελαν. Ήθελα όμως να δω αν θα είσαι άνετος η όχι. Για να σε πιάσω μέσα στο νερό. Να σου τον ξεριζώσω.
- Ναι αλλά όταν μου τον έπιασες γούρλωσες τα μάτια.
- Ναι γιατί δεν περίμενα να είναι τόσο όρθιο.
Πάλι κόμπιασε και γούρλωσε τα μάτια. Και σίγουρα δεν περίμενε αυτό που της είπα στην συνέχεια.
- Όταν μου τον έπιασες έχυσα μέσα σε 5 δευτερόλεπτα.
- Εμ… Ε;… τι;… εγώ δεν…
- Έχυσα γιατί μου τον έπαιξες. Με πόνεσες αλλά τον κούνησες και με κοιτούσες με θόλο βλέμμα.
Με κοιτούσε. Την κοιτούσα κι εγώ. Μέσα μου είπα η τώρα η πότε. Ήξερα ότι τρωγόταν μέσα της. Φαινόταν. Τη βουτάω και αρχίζω να τη φιλάω. Δεν ήθελε και με έσπρωξε. Δε μιλούσε όμως. Πάλι εγώ και αυτή συνέχισε να με σπρώχνει. Την άφησα. Έμεινε να κοιτάει το ηλιοβασίλεμα. Δε μιλήσαμε. Την κοιτάω με κοιτάει. Αρχίζουμε φιλιόμαστε παθιασμένα. Χάιδεψα τα μεγάλα της βυζιά. Έβγαζε μικρούς ήχους. Κάθε φορά που άλλαζα κάτι στις κινήσεις μου η τη χούφτωνα κάπου αλλού, πεταγόταν. Αλλά δε σταματούσε.
Την άφησα. Με κοίταξε. Ήταν όμορφη γυναίκα... τρέλα όμορφη. Φορούσε ένα άσπρο ραντάκι, από μέσα ένα άσπρο σουτιέν. Από κάτω μια γαλάζια βερμούδα και αθλητικά. Τα πόδια της ήταν μεγάλα και λεπτά. Γυμνασμένα.
- Σε θέλω.
- Θα μας δουν.
- Που άφησες το σκούτερ;
- Το έβαλα πίσω από το μαύρο βράχο, δε φαίνεται. Αλλά φαινόμαστε εμείς.
Την πιάνω από το χέρι. Τη βάζω μέσα στο εκκλησάκι.
- Λουκά κάνουμε λάθος… είναι λάθος.
- Εντάξει... Ας κάνουμε.
- Και η Ζωή;
- Η Ζωή ακόμα είναι μικρή.
Της βγάζω τη μπλούζα. Δεν είχε καθόλου φως μέσα. Μόνο 2 λαμπάδες μικρές που τις άναψα εγώ όταν είχα πάει. Φαινόταν τα βυζιά της. Αρχίζω να τα γλείφω μαζί με το σουτιέν. Της άρεσε πολύ. Της κατεβάζω τη βερμούδα και εκεί πάγωσε.
- Δεν θέλω να τους το κάνουμε αυτό. Πάμε να φύγουμε.
- Για εμάς το κάνουμε. Έχω να γαμήσω μουνί εδώ και πόσους μήνες. Και εσύ έχεις να γαμηθείς πολύ καιρό. Είμαι σίγουρος.
- Γαμιέμαι μια φορά το μήνα αλλά δε μου φτάνει πλέον.
- Οπότε τώρα θα γαμηθούμε μαζί.
Στο τσακ την κράτησα μέσα, πήγε να φύγει. Βέβαια δεν έβγαζε άχνα. Ούτε εγώ. Την ξαπλώνω κάτω σε ένα χαλάκι. Σαν φλοκάτη ήταν, αλλά πιο σκληρό. Της ρουφάω το μουνάκι πάνω από το βρακί της. Το δάγκωνα και έπαιζα με το χέρι μου.
- Αχ Λουκά. Έχουν χρόνια να με γλείψουν.
- Εγώ θα σε γλείψω.
- αχ…
Της παραμερίζω το βρακί και χώνω μέσα τη γλώσσα μου.
- Αχ Λουκά... αχ... Θέλω να χύσω ενώ με γλείφεις. Σε παρακαλώ...
- Μ... ωραίο και νόστιμο.
Της έγλειφα το μουνί. Ήταν τέλεια ξυρισμένο και μύριζε πολύ όμορφα. Είχε έρθει για να σκιστούμε. Φαινόταν. Δεν της είπα τίποτα. Την έγλειφα ξανά και ξανά. Τόσο που πόνεσαν τα σαγόνια μου. Δεν έχυνε με τίποτα. Προσπαθούσα να καταλάβω αν έφταιγα εγώ. Ήταν γεμάτη με υγρά. Έσταζε ολόκληρη και δεν έχυνε...
Μέχρι που άκουσα
- Δε μπορώ να κρατηθώ άλλο... κι άλλο, κι άλλο...
Άρχισε να χύνει και να κουνιέται πάρα πολύ έντονα. Μου φάνηκε αστείο και άρχισα να γελάω. Έτρεμε ολόκληρη χωρίς να την ακουμπάω. Κρατούσε τα βυζιά της και φώναζε αχ και βαχ και την κοιτούσα σα χάνος. Έβαζε δάχτυλο μόνη της. Μέχρι που ηρέμησε. Σηκώνεται και με φυλάει. Έγλειφε τα δάχτυλα της. Μου πιάνει τον πούτσο και τον βγάζει έξω. Αρχίζει να τον παίζει γρήγορα. Τόσο που πονούσα. Άρχισα να μουδιάζω… δεν ξέρω αν μου άρεσε, ο πούτσος μου άρχισε να φουσκώνει. Τον έβαλε στο στόμα της. Μου τον ρουφούσε και η γλώσσα της έγλειφε τα αρχίδια μου. Τον κατάπινε ολόκληρο.
- Αυτό πρέπει να το μάθεις στην κόρη σου!
- Μ…
Τον βγάζει, με κοιτάει και μου λέει. "Αν ξανά αναφέρεις τη Ζωή έφυγα". Τον πιάνει πάλι και αρχίζει μια πίπα με τα δόντια. Περίεργη αίσθηση. Ήμουν έτοιμος να χύσω… ξαφνικά καύλωσα κι άλλο αλλά μου κόπηκε. Ανοίγει τα πόδια και μου κάνει νόημα. Την αρπάζω και της τον καρφώνω.
- Γάμησε με δυνατά γιατί έχεις ωραίο πούτσο. Θέλω να με πονέσεις...
είπε. Δεν ήξερα ποιος πραγματικά κάνει κουμάντο. Νόμιζα εγώ, αλλά μάλλον έκανα λάθος. Άρχισα να την καρφώνω. Πολύ δυνατά. Κάναμε φασαρία. Ακουγόταν τα χτυπήματα. Κουράστηκα αλλά μου έλεγε να μη σταματήσω όσο και να κουραστώ. Την κάρφωνα και κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο.
- Έχεις ωραίο πούτσο μικρέ. Πολύ χοντρός.
- Σου αρέσει;
- Ναι είναι όμορφος και δυνατός.
- Καύλωσε το μουνί σου πάλι ε;
- Ναι με καύλωσες. Πριν πονούσα αλλά τώρα είναι ανοιχτό.
- Αχ… θέλω να χύσω Ρίτα.
- Βγάλε τον και χύσε πάνω μου.
- θα τα πιείς όλα.
- Όχι δε θέλω… Χύσε πάνω μου.
Όταν μου το είπε τρελάθηκα. Την κρατάω από τους καρπούς και αρχίζω να την καρφώνω πολύ γρήγορα.
- Έλα βγαλ' τον αχ… βγαλ' τον... μ…
- Όχι δε θα βγει Και δε θα πάνε χαμένα.
- Βγαλ' τον μην χύσεις εκεί...
Μου ξέφυγε και τον έβγαλε. Τη βουτάω από τον λαιμό και της λέω:
- Θα σε χύσω μέσα θες δε θες καργιόλα…
- Οχι όχι μέσα. Δεν..
Τον έχωσα μέσα της άρχισα να της λέω πως θα τη χύσω.
- Όχι Λουκά μέσα. Όχι αυτό… σε παρακαλώ.
- Χύνω μέσα σου μαμά… σε χύνω.. μέσα στο μουνί σου.
- Α... χύνω κι εγώ... χύνω...
Έχυνα μέσα της και έτρεμε ενώ έχυνε και αυτή. Τη γέμιζα με τα καυτά μου χύσια και είχα σταματήσει να κουνιέμαι. Σιγά-σιγά ηρέμησε και αυτή. Μείναμε εκεί. Με κοιτούσε και μου έκανε νόημα να πιάσω το στήθος της. Τα χάιδευα απαλά και έδειχνε να το απολαμβάνει.
- Μη βγεις από μέσα μου. Έχω χρόνια να το νιώσω αυτό... μη βγεις.
- Νομίζω ότι δε θα μου πέσει ποτέ αν μείνω εδώ μέσα.
- Αχ τι μου λες... Τι μου τα λες αυτά;
Άρχισε να κουνιέται αργά. Πολύ αργά. Το καυλί μου ήταν πέτρα. Ίσα-ίσα που είχα ξεκαυλώσει λίγο, αλλά καύλωσα με το που μου μίλησε. Η πούτσα μου ήταν όλη μέσα της και κουνιόταν. Πρώτη φορά έχυσα μέσα σε μουνί. Και τι μουνί. Σκέτη καύλα. Ωραίο, υγρό και πολύ ζεστό.
- Πρώτη φορά χύνω μέσα σε γυναίκα.
- Αχ... Μ...
- Πρώτη φορά αφήνω το σπέρμα μου να μπει μέσα σε μουνάκι. Και ειδικά σε τόσο όμορφο σαν το δικό σου.
- Μην μου λες τέτοια... αχ…
Άρχισε να κουνιέται πιο γρήγορα. Καύλωνε πολύ. Εγώ ήμουν έτοιμος να την ξεσκίσω για τα καλά. Είχαμε αρχίσει να γαμιόμαστε, όχι πολύ έντονα.
- Λουκά με γαμάς πολύ ωραία. Νιώθω έτοιμη να χύσω πάλι. Τι πούτσος... τι καύλα;… αχ…
- Μου αρέσεις πολύ. Είσαι γυναικάρα.
Την είχα τρελάνει με αυτά που της έλεγα. Με την πούτσα που έφαγε άρχισε να μου λέει ότι θα χύσει. Με έπιασε από τον κώλο και άρχισε να με τραβάει μέσα της με δύναμη.
- Χύνω, χύνω, αχ…
- Χύσε μουνάρα μου. Χύσε στον πούτσο μου επάνω.
- Αχ χύνω...
Το σώμα της ίσα-ίσα που φάνηκε... οι λαμπάδες είχαν σβήσει. Με τράβαγε και έχυνε. Τι καύλα αυτό το γαμήσι... δεν ήθελα να σταματήσει. Με σπρώχνει και σηκώθηκε όρθια.
- Ρίτα στήσου. Θέλω να σε χύσω.
- Όχι. Πρέπει να φύγουμε.
- Τι έπαθες τώρα;
- Τίποτα πρέπει να φύγουμε.
- Άσε τις μαλακίες.
Την πιάνω από το χέρι και μου ρίχνει ένα χαστούκι. Την κοιτάω με απορία και με το που πήγα να μιλήσω αρχίζει να βάζει τα ρούχα. Την κοιτούσα με απορία. Σάλεψα. Μου έπεσε και ο πούτσος...
- Ρίτα; Τι έπαθες; Τι έγινε;
- Είναι όλα λάθος.
Νευρίασα τόσο με αυτή την απάντηση. Βγήκε έξω. Άρχισε να κατηφορίζει. Πήγα πίσω της.
- Ρίτα;...
- Σταμάτα να φωνάζεις. Τι θες; Τελείωσε.
- Πας καλά ρε; Έχεις μουρλαθεί;
- Φύγε Λουκά.
- Ρε γαμώ το μυαλό σου εσένα και της καργιόλας της κόρης σου. Πάτε καλά σε αυτή την οικογένεια;
Γυρίζει και μου ρίχνει ένα χαστούκι πάλι.
- Πρόσεχε πως μιλάς για τη ζωή!
- Πας καλά ρε; Πας καλά;
Την βουτάω και την σπρώχνω στην κατηφόρα. Της φώναξα πως είναι μια καργιόλα. Μια καργιόλα που γαμήθηκε και φεύγει. Της είπα πολλά καθώς κατέβαινε τα βραχάκια προς το σκουτεράκι. Δεν απάντησε ποτέ. Απλά κατέβαινε κάτω.
Copyright protected OW ref: 167482
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.