Όταν έφτασε η μέρα και ετοίμαζε τα πράγματα της παρατήρησα ότι έπαιρνε μαζί της ότι πιο σέξι είχε σε ρούχα και εσώρουχα. Όταν έφυγε μου είπε και το κορυφαίο, αυτό που απογείωσε και τη δική μου καύλα.
- Μωράκι μου να ξέρεις ότι το κινητό θα το έχω κλειστό, θα μιλήσουμε όταν γυρίσουμε, θέλω να είσαι με την αγωνία που δε θα ξέρεις τι κάνω και που βρίσκομαι και κυρίως με ποιον βρίσκομαι. Όταν γυρίσω θα στα πω όλα αναλυτικά.
Μου έδωσε ένα φιλί στο στόμα παθιασμένο και έφυγε. Εγώ είχα μείνει παγωτό. Είχα ήδη καυλώσει τρελά και μόνο στην ιδέα ότι για λίγες μέρες δε θα ξέρω τι κάνει, με ποιον ή ποιους είναι, αν πηδιέται ή όχι. Η πούτσα μου κόντευε να σπάσει από την καύλα.
Η συνέχεια που θα διαβάσετε είναι όπως μου τα διηγήθηκε η Μαρία όταν γύρισε.
Από τη πρώτη κιόλας μέρα που έφτασε εντόπισε τον πρώτο της γαμιά. Ήταν ο Κυρ Βαγγέλης, ένας γείτονας εκεί στο χωριό που τη ζαχαρώνει πολύ καιρό, μιας και έχει διακρίνει πόσο πουτανάκι έχει γίνει. Ο Κυρ Βαγγέλης είναι γύρω στα 60 χοντρός και αγριάνθρωπος. Όποτε βλέπει την Μαρία καρφώνει το βλέμμα του πάνω της και από αμηχανία τρίβει το μουστάκι που έχει στο πρόσωπο. Σχεδόν καθημερινά τον ακούμε που τσακώνεται με τη γυναίκα του και τη βρίζει πολύ άσχημα. Αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι που καυλώνει πολύ τη Μαρία μιας και της αρέσει πολύ αυτή η αγριάδα και η αγένεια και το γεγονός ότι θέλει τη γυναίκα υπάκουη.
Από όταν τον είδε λοιπόν άρχισε να τον προκαλεί, μένει ακριβώς απέναντι και είναι πολύ εύκολο να το κάνει μιας και αυτός δεν έπαιρνε τα μάτια του από το σπίτι μας. Η Μαρία που τον είχε δει βγήκε στη βεράντα να κάνει δουλείες με ένα σούπερ καυτό τζιν σορτσάκι και ένα δείγμα από μπλουζάκι. Του κυρ Βαγγέλη του είχαν βγει τα μάτια. Η Μαρία που έσκυβε επίτηδες προς το μέρος του μία με τον κώλο και μία με τα βυζιά δήθεν μαζεύοντας τον είχε τρελάνει. Παρατήρησε ότι είχε βάλει το χέρι του μέσα από τη βερμούδα και χάιδευε το πουλί του. Εκείνη την ώρα τον φώναξε να τη βοηθήσει σε κάτι αν μπορούσε, κάνοντας τον να τα χάσει τελείως.
- Κυρ Βαγγέλη καλημέρα, μήπως μπορείς να έρθεις λίγο να με βοηθήσεις σε κάτι;
Αυτός τα έχασε και στην αρχή δεν απάντησε.
- Κυρ Βαγγέλη δε θα μου απαντήσεις;… τον ρώτησε με νάζι.
- Ναι, ναι έρχομαι. Απάντησε με τη βραχνή φωνή του.
Μπαίνοντας στην αυλή μας τη ρώτησε κοφτά
- Τι βοήθεια θες;
- Να κυρ Βαγγέλη μου, αν μπορείς να μου κρατήσεις λίγο τη σκάλα γιατί θέλω να ανέβω να καθαρίσω λίγο το παράθυρο και δε φτάνω;…
του είπε πάλι ναζιάρικα ακουμπώντας τον στον ώμο.
- Ναι αμέ, πάμε..
Όπως ανέβηκε στη σκάλα ο κυρ Βαγγέλης κόλλησε το βλέμμα του στη κωλάρα της. Η Μαρία του λέει:
- Κυρ Βαγγέλη μου εκτός από τη σκάλα μπορείς να κρατάς και μένα γιατί φοβάμαι πολύ σε αυτές τις σκάλες;…
και αυτός βέβαια δεν έχασε ευκαιρία και την έπιασε με το ένα χέρι στο σχεδόν γυμνό της κωλομέρι.
- Πως και μόνη σου Μαρία;… τη ρώτησε.
- Δεν έχει ακόμα άδεια ο Νίκος και βαριόμουν να κάτσω στην Αθήνα. Συγνώμη σε έβαλα σε κόπο.
- Όχι καθόλου, δεν ρώτησα για αυτό. Και θα μείνεις μέρες; Τη ρώτησε χώνοντας τη χερούκλα του μέσα τελείως από το σορτσάκι χουφτώνοντάς τη τελείως τώρα.
- Περίπου μια βδομάδα κυρ Βαγγέλη… τελείωσα, άσε με να κατέβω τώρα.
- Ναι βεβαίως.
Κατεβαίνοντας είχε μείνει πολύ κοντά στη σκάλα και η Μαρία τον ακούμπησε δήθεν τυχαία με το στήθος της. Ήταν ολοφάνερο, τον είχε κατακαυλώσει.
- Να σε κεράσω ένα καφεδάκι για να σε ευχαριστήσω και για τη βοήθεια;… τον ρώτησε.
- Όχι, πάω γιατί με περιμένει και η γυναίκα για φαγητό, έχει μεσημεριάσει.
- Ναι αλλά θέλω να σε ευχαριστήσω για τη βοήθεια. Θες να έρθεις το βράδυ να σε κεράσω ένα ουισκάκι;
- Δε γίνεται και τι θα πω στη γυναίκα;
- Δε χρειάζεται να της πεις, όταν κοιμηθεί έλα.
Γούρλωσε τα μάτια του, δεν πίστευε στα αυτιά του ότι τον καλούσε σπίτι το βράδυ, εννοείται πως δέχτηκε αμέσως και έδωσαν ραντεβού για το βράδυ.
Η Μαρία ήταν ήδη μούσκεμα, το μουνάκι της έτρεχε ποτάμια από την καύλα που θα της ξέσκιζε το μουνάκι αυτός ο άξεστος χωριάτης. Το βραδάκι δεν άργησε να έρθει, η Μαρία είχε ετοιμαστεί από νωρίς, έχοντας κάνει το μπανάκι της και έχοντας περιποιηθεί το σώμα της με τις κρέμες της και το υπέροχο άρωμα της. Μιας και ήταν βράδυ επέλεξε να βάλει ένα σέξι νυχτικό μαύρο, κοντό πολύ, χωρίς εσώρουχα. Στο στήθος είχε δαντέλα που διαφάνιζε και φαίνονταν οι υπέροχες ρώγες της και μία κοντή σατέν ρόμπα από πάνω που δεν σκόπευε να τη κρατήσει πολύ, ίσα-ίσα για να του εξάψει την περιέργεια. Όχι πολύ έντονα βαμμένη, έκατσε στον καναπέ βάζοντας ένα ποτό και τον περίμενε σαν καλή πουτάνα. Δεν άργησε ιδιαίτερα, γύρω στις 12 χτύπησε η πόρτα, πήγε του άνοιξε, την είδε και την κοιτούσε σαστισμένος από πάνω μέχρι κάτω και φανταστείτε ότι το καλύτερο του το κρατούσε για αργότερα κάτω από τη ρόμπα.
- Ήρθες κυρ Βαγγέλη μου;… τα κατάφερες;
- Γιατί να μη τα καταφέρω;
- Ε μπορεί να μη σε άφηνε η γυναίκα σου.
- Σιγά μη τη ρωτούσα, αν δεν κοιμόταν θα έφευγα και ας έλεγε ότι ήθελε. Θα άκουγε τα καντήλια της και θα ησύχαζε.
- Μ… κυρ Βαγγέλη μου είσαι πολύ άγριος, το απόλυτο αφεντικό. Έλα πέρασε, τι να σε κεράσω;
- Βάλε μου ένα ουίσκι.
Το έβαλε και του το πήγε ενώ κάθισε δίπλα του στο καναπέ σταυροπόδι.
- Στην υγειά μας και σε ευχαριστώ πολύ κυρ Βαγγέλη μου.
- Τίποτα κουκλάρα μου… της λέει και της χουφτώνει το γυμνό της μπούτι.
- Έχει πολύ ζέστη…
είπε η Μαρία και έβγαλε τη ρόμπα της. Ο κυρ Βαγγέλης γούρλωσε τις ματάρες του βλέποντας τις ρώγες της Μαρίας μέσα από τη δαντέλα. Δεν άντεξε, της βούτηξε το κεφάλι με το ένα χέρι και της έδωσε ένα φιλί χώνοντας όλη του τη γλώσσα μέσα στο στόμα της και το άλλο του χέρι το έχωσε μέσα στα μπούτια της και έφτασε μέχρι το γυμνό υγρό μουνάκι της. Η Μαρία τον έσπρωξε ελαφρώς προς τα πίσω και του λέει:
- Κυρ Βαγγέλη τι κάνεις, σε παρακαλώ…
- Σκάσε παλιοπούτανο, και της αστράφτει ένα χαστούκι, που δε θες κιόλας.
Την ξάπλωσε βίαια στο καναπέ και ξεκούμπωσε γρήγορα το παντελόνι του, βγάζοντας έξω τον αξύριστο πούτσο του που ήταν πολύ πρησμένος από την καύλα. Παράλληλα έβγαλε και τη ζώνη από το παντελόνι του, τη γύρισε στο πλάι και άρχισε να της χτυπάει το κώλο με αυτή, η Μαρία πονούσε πολύ αλλά της άρεσε. Παράλληλα την έβριζε δυνατά, παλιοπουτάνα, γαμιόλα, καργιόλα και όλα τα συναφή. Αφού της έκανε τον κώλο κατακόκκινο, τη γύρισε πάλι ανάσκελα, της άνοιξε τα πόδια και της έχωσε τον πούτσο του βίαια μέσα της. Άρχισε να τη γαμάει με μανία, την έβριζε και της έριχνε σφαλιάρες, αυτή ανταποκρινόταν, είχε δέσει τα πόδια της γύρω από τη μέση του και του φώναζε:
- Έτσι γαμιά μου, σκίσε με την πουτάνα, λιώσε με στον πούτσο..
- Παρ' τα μωρή γαμιόλα, θα στο σκίσω το μουνί σου απόψε έτσι που με καύλωσες. Θα σε λιώσω στον πούτσο και στο ξύλο..
Μετά από λίγο η Μαρία άρχισε να τελειώνει βογκώντας δυνατά, έχυνε ποτάμια, ο Κυρ Βαγγέλης και αυτός με τη σειρά του δεν άντεξε και άρχισε να τη χύνει, στο μουνί μέσα, το γέμισε με το καυτό του σπέρμα. Μόλις τελείωσε η Μαρία του το πήρε στο στόμα και άρχισε να του το καθαρίζει με το στόμα της. Ο γέρος είχε τρελαθεί. Ξανακαύλωσε αμέσως, τη διέκοψε βίαια, την γύρισε την έβαλε στα 4 και προσπάθησε να τη γαμήσει από κώλο. Σιγά-σιγά τα κατάφερε και μπήκε. Η Μαρία ούρλιαζε, πήρε πάλι τη ζώνη στο χέρι και όπως τη γαμούσε πλέον δυνατά, της ράπιζε τον κώλο με αυτή. Ο βρωμόγερος την έλιωνε στον πούτσο και στο ξύλο. Μετά από λίγο τελείωσε μέσα στον κώλο της. Της είχε χύσει και τις δύο τρύπες και τα ζουμιά του έτρεχαν μέσα από αυτές. Η Μαρία που πόναγε πολύ στον κώλο από το γαμήσι και στο ξύλο είχε ξαπλώσει μπρούμυτα και έδειχνε να το είχε ευχαριστηθεί. Ο βρωμόγερος δε, είχε πέσει από πάνω της και τον πήρε ο ύπνος πάνω στον κώλο της.
Copyright protected OW ref: 159597
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.