Εκείνη. Σαραντάρα. Παντρεμένη εδώ και 20 χρόνια. Ξανθό κοντό μαλλί. Ύψος 1.60. Μάτια καστανά. Γεματούλα. Με πλούσιο μπούστο. Με αναμφίβολα εξαιρετικό γούστο στο ντύσιμο. Φορούσε λευκή φούστα και γαλάζια μπλούζα. Ασημί πέδιλα. Το στήθος της ασφυκτιούσε.
Εκείνος. Εικοσιπεντάρης. Ελεύθερος. Φοιτητής στα τελευταία του. Μαύρο μαλλί καστανά μάτια. Με αναμφίβολα μέτριο γούστο στο ντύσιμο. Δεν εξηγείται αλλιώς η αθλητική βερμούδα και το μπλουζάκι που φορούσε.
Θεσσαλονίκη. Καφετέρια στην παραλία. Θα πήγαινε αυτός να πιει καφέ με μια φίλη του. Βαριόταν σπίτι και το διάβασμα ήταν κουραστικό. Ήξερε ότι η φίλη του δεν θα ήταν μόνη. Θα ήταν μαζί της και εκείνη. Ήρθε για δουλειά στην Θεσσαλονίκη και κάθισε λίγο περισσότερο να δει την κοινή μας φίλη. Αυτός, αφού φίλησε σταυρωτά την φίλη του της έδωσε το χέρι. Εκείνη ανταποκρίθηκε και του έδωσε ένα γλυκό χαμόγελο. Το είδε, του άρεσαν τα ανθρώπινα χαμόγελα. Βέβαια του άρεσαν και τα γυναικεία στήθη. Παρατηρούσε όποτε μπορούσε το στήθος της προσπαθώντας να μην καρφωθεί. Νόμισε ότι δεν είχε καρφωθεί.
Η κουβέντα. Περί ανέμων και υδάτων. Το χιούμορ και των τριών είχε ως αποτέλεσμα να λιώσουμε στα γέλια. Μα αυτός μιλούσε και την παρατηρούσε κιόλας. Οι σκέψεις στο μυαλό του πολλές. Και πονηρές. Φορούσε βέρα εκείνη. Δεν τον ένοιαζε. Σάμπως και την ήθελε για γάμο; Για μια ξεπέτα την φανταζόταν. Να κάθεται πάνω του και το στήθος της να κουνιέται. Να της σηκώσει την φούστα και να την πάρει στα όρθια. Να του γλείφει την ψωλή και να της δώσει το ψωλόχυμα σε αυτό το χαμογελαστό πρόσωπο.
Η ώρα πέρασε. Έπρεπε να φύγει. Το κτελ αναχωρούσε σε περίπου 40 λεπτά. Την πήγαν στην πιάτσα των ταξί. Ούτε 5 λεπτά περπάτημα από την καφετέρια. Έμεινε λίγο πίσω αυτός. Την κοιτούσε. Το κωλαράκι της πεταγόταν και τέντωνε τη φούστα. Κάποιο στρινγκάκι δε διαγραφόταν. Να μπορούσε να έβαζε το χέρι του και να χούφτωνε αυτό το κωλαράκι. Να το έβλεπε στημένο στα τέσσερα και να το χαστούκιζε. Μα τι είχε πάθει σήμερα. Η καύλα του χτύπησε κόκκινο. Τη φίλησε σταυρωτά. Μπήκε στο ταξί. Πήρε και αυτός το λεωφορείο. Η φίλη του έφυγε με τα πόδια.
Στην επόμενη στάση κατέβηκε. Ήθελε να περπατήσει. Δεν έφευγε από το μυαλό του εκείνη και αυτός ήθελε να την ξεχάσει. Είχε διάβασμα. Κατέβηκε με τα πόδια και πήρε την παραλία περπατώντας. Είχε περίπου μισή ώρα περπάτημα στην παραλία πριν να ανέβει για 10 λεπτά προς τα πάνω και να φτάσει στο σπίτι του. Ο κόσμος λίγος. Η ζέστη ήταν αρκετή και ακόμη δεν κατέβηκαν για περπάτημα. Ίδρωσε. Από το περπάτημα. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Έφτασε σπίτι. Ένα κρύο μπάνιο ήταν ότι έπρεπε. Άνοιξε το βιβλίο του. Πρόβλημα. Την πρώτη παράγραφο την διάβασε τρεις φορές. Δεν κατάλαβε καν τι έλεγε. Δε θυμόταν καν τι διάβασε. Μόνο το πρόσωπό της έβλεπε. Το χαμόγελό της. Πήρε μια μπύρα. Κάθισε στο μπαλκόνι. Έβλεπε απέναντι. Μέχρι που τον πήρε ο ύπνος.
Είχε ξεχάσει να βάλει το ξυπνητήρι. Σηκώθηκε από την αφόρητη ζέστη. Ιδρωμένος. Έκανε ένα κρύο ντους. Συνήλθε. Είχε μπόλικο διάβασμα και οι μέρες λιγόστευαν. Ντύθηκε. Πήρε το λεωφορείο. Έφτασε στα κτελ. Πήρε το εισιτήριο του και κάθισε. Παράθυρο. Πάντα του άρεσε το παράθυρο. Δεν τον ένοιαζε. Δε μπορούσε να δει τίποτα παρά μόνο το χαμόγελό της. Δεν τον ένοιαζε ούτε το τι θα πει ούτε το πως θα αντιδράσει. Ήθελε απλά να δει το χαμόγελό της.
Έφτασε στην πόλη της. Το πήρε με τα πόδια. Δε σκεφτόταν τίποτα. Ήξερε που δούλευε. Είχε ακόμη μια ώρα μέχρι να σχολάσει. Σε δέκα λεπτά ήταν στο γραφείο της. Τον καλωσόρισε με χαμόγελο, χαρά, έκπληξη. Έπιασαν την κουβέντα. Της είπε ότι είχε μια δουλειά και ήρθε. Και ότι είχε ξεχάσει να της το πει την προηγούμενη. Ότι τελείωσε την δουλειά του και είχε κάποια ώρα μέχρι να φύγει το λεωφορείο του οπότε πέρασε να πει ένα γεια.
Η ώρα πέρασε. Έπρεπε να σχολάσει. Σηκώθηκε από το γραφείο της. Λευκή παντελόνα, μαύρο μπλουζάκι που τόνιζε και πάλι το στήθος της και πλατφόρμα. Αναμφίβολα την ήθελε.
Τον ρώτησε πότε φεύγει το λεωφορείο του. Απάντησε σε μια ώρα από τώρα. Δεν προλάβαιναν να πιουν καφέ. Οπότε του ζήτησε να πάει σπίτι της να περιμένει για να μην είναι στο κτελ μόνος. Άλλωστε 5 λεπτά με τα πόδια ήταν το σπίτι της από το γραφείο. Έφτασαν. Ο άντρας της απουσίαζε. Σχολούσε δυο ώρες αργότερα. Πήγε να αλλάξει. Κοιτούσε τις φωτογραφίες της. Σε όλες υπήρχε και ο άντρας της μα δεν του έδινε σημασία. Αυτήν κοιτούσε. Στην καθημερινότητά της, στις διακοπές της. Σέξι.
Την ήθελε.
Επέστρεψε. Φορούσε κάτι σαν φόρμα με μπλουζάκι. Δεν το πρόσεξε αυτός. Πλησίασε. Του πρότεινε να καθίσει. Έβαλε τα χέρια του στον αυχένα της. Την κάρφωσε στα μάτια. Μα τι κάνεις του είπε. Ή κάτι παρόμοιο τέλος πάντων. Δεν είχε ακούσει και καλά. Πλησίασε το κεφάλι του. Ακούμπησε τα χείλη του στα χείλη της. Τα χέρια της τον έσπρωχναν στην κοιλιά. Μάταια προσπαθούσε να ξεκολλήσει τα κολλημένα χείλια. Η γλώσσα του προσπαθούσε να διαρρήξει τα χείλια της. Άνοιξαν. Ακούμπησε την γλώσσα του στην δική της. Τα χέρια της έσπρωχναν με λιγότερη δύναμη τώρα. Η γλώσσα της δεν τραβήχτηκε. Έμεινε εκεί. Και ανταποκρίθηκε.
Ένα παθιασμένο φιλί ξεκίνησε. Τα χέρια της τώρα τον χάιδευαν στην κοιλιά. Τα δικά του μάλαζαν τον αυχένα της. Δεν την χόρταινε. Τα χείλια του εγκλώβιζαν τα δικά της. Τα τραβούσαν. Η γλώσσα του έπαιζε με την δική της. Κανένας δεν κατάλαβε πόσο κράτησε αυτό το φιλί. Ξεκόλλησε τα χείλη του πρώτος. Την κάρφωσε στα μάτια.
Τον πήρε από το χέρι ανταποκρινόμενη στην ματιά του. Τον οδήγησε στο δωμάτιο. Ούτε που παρατήρησε πως ήταν το δωμάτιο. Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ξάπλωσε από πάνω της. Επανέλαβε το γλωσσόφιλο. Μόνο που τώρα το διέκοψε νωρίς. Τα χείλη του κατέβηκαν στον λαιμό της. Τον φιλούσε και τον έγλειφε. Άκουσε για πρώτη φορά τα βογγητά της δίπλα στο αυτί του και ερεθίστηκε πολύ. Το ένα του χέρι το είχε περασμένο στο σβέρκο της και το χάιδευε. Το άλλο μέσα από τη μπλούζα της και χάιδευε την κοιλιά της. Εκείνη με το γόνατο της έσπρωχνε τον καβάλο του. Το είχε αντιληφθεί ότι ήταν πολύ καυλωμένος. Τα χέρια της μέσα από την μπλούζα του χάιδευαν την πλάτη του. Που και που έσπρωχνε τα νύχια της στο κορμί του. Τον ερέθιζε ακόμη περισσότερο.
Μέχρι που πήρε τα χέρια της και τον έσπρωξε προς τα πάνω. Σήκωσε την μπλούζα της και έβγαλε τα στήθη της προς τα έξω.
- Γλείψε τα, ρούφηξε τα...
του φώναξε βρισκόμενη σε παραλήρημα. Υπάκουσε αυτός.
- Πιο δυνατά, του έλεγε, σε έβλεπα από την πρώτη στιγμή πως είχες καρφωθεί στο στήθος μου.
Αυτός ξεκίνησε να ρουφάει και να τραβάει με τα χείλη του τις ρώγες της. Δεν άντεχε κανείς τους πλέον. Σηκώθηκε από πάνω της. Έβγαλε το τζίν του. Στάθηκε γυμνός μπροστά της. Με τα χέρια του κατέβασε την φόρμα της. Ήταν και οι δυο τόσο καυλωμένοι που το μόνο που ήθελαν ήταν να γαμηθούν. Άνοιξε τα πόδια της και παρακάλεσε να της τον χώσει. Ξάπλωσε από πάνω της και τον έσπρωξε μέσα της. Ένα βογγητό καύλας ακούστηκε ενώ τα πόδια της τον αγκάλιασαν. Αργά έφτασε όσο πιο βαθιά μπορούσε μέσα της. Μετά βγήκε προς τα έξω και ξεκίνησε να κουνιέται. Με τα χέρια του στήριζε το κορμί του στο κρεβάτι και την κοιτούσε στα μάτια. Η ταχύτητα είχε γίνει πολύ γρήγορη πλέον. Ο ιδρώτας του έσταζε πάνω της. Οι φωνές τους ήταν πολύ δυνατές.
Και φυσικά μετά από ελάχιστα λεπτά έφτασε ο οργασμός τους. Τελείωσε πρώτη εκείνη. Οι συσπάσεις της έφεραν αμέσως τον δικό του οργασμό. Μετά βίας πρόλαβε να τραβηχτεί ενθυμούμενος, περίεργο βέβαια που κατάφερε να το θυμηθεί, ότι δε φορούσε προφυλακτικό. Το σπέρμα του πετάχτηκε σε όλο της το κορμί. Πηχτό, ζεστό ακουμπούσε την κοιλιά και το στήθος της την ώρα που το μουνάκι της ακόμη συσπόταν. Ξέπνοος έπεσε πάνω της. Ξέπνοη και αυτή δεν μπορούσε να μιλήσει. Αγκαλιάστηκαν για λίγο έτσι όπως ήταν ιδρωμένοι. Ο ιδρώτας είχε αναμιχθεί με το χύμα του που βρισκόταν στο κορμί της.
Βρήκαν τις ανάσες τους.
Φιλήθηκαν. Μόνο που η ώρα πέρασε. Έπρεπε να φύγει πριν έρθει ο άντρας της. Ούτε που τον ενδιέφερε να πλυθεί. Ήθελε να έχει την μυρωδιά της στο κορμί του. Ήθελε να έχει το μίγμα των υγρών των δύο ανθρώπινων κορμιών επάνω του. Έβαλε τη μπλούζα και το τζίν του. Τη φίλησε ξανά. Πήγε προς την πόρτα. Την άνοιξε, βγήκε ενώ εκείνη τον ξεπροβόδιζε. Προχώρησε στον διάδρομο. Γύρισε από πίσω για μια τελευταία ματιά. Το στόμα του άνοιξε από μόνο του χωρίς να το ελέγχει.
- Θα μείνω στο ξενοδοχείο ............ απόψε...
της είπε, το μοναδικό ξενοδοχείο στην πόλη της που ήξερε. Θα αλλάξω το εισιτήριο μου για αύριο. Σε μια ώρα χτύπησε η πόρτα του ξενοδοχείου. Έμειναν μαζί μέχρι περίπου τα μεσάνυχτα. Ακόμη είναι μαζί. Αρραβωνιασμένοι πλέον αφού εκείνη χώρισε...
Copyright protected OW ref: 119611
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.