Από μικρός, ξεπεταρόνι (από το 1991 όταν μόλις είχε χωρίσει η θεία μου), έκανα κάθε χρόνο ένα μήνα περίπου διακοπές μαζί της στο παραθαλάσσιο κτήμα της στην Κουρούτα της Αμαλιάδας. Η θεία μου η Χρυσούλα (μια πανέμορφη χωρισμένη ζωντοχήρα, 36 ετών τώρα, 1.80 ύψος, ξανθιά με γαλάζια μάτια, με κορμάρα ατελείωτη και ελκυστική, χυμώδη και κατάμαυρη από την πολύ ηλιοθεραπεία), έμενε μόνιμα σχεδόν στην εξοχική κατοικία της, μαζί με την μικρή παμπόνηρη ξαδερφούλα μου Ελενίτσα (πιπινάκι, μπουμπούκι εκκολαπτόμενο).
Από μικρός έπαιρνα μάτι κρυφά τις κινήσεις της θείας μου, ειδικά όταν πήγαινε με το προκλητικό κόκκινο μπικίνι της για μπάνιο ή όταν έβγαινε να κάνει ηλιοθεραπεία, σχεδόν γυμνή, στην βεράντα της μπροστά από την κρεβατοκάμαρα της. Την έβλεπα συχνά να ξαπλώνει πάνω στο γαλάζιο φουσκωτό στρώμα θαλάσσης, ή στην άσπρη ξαπλώστρα της και να αλείφεται σε όλο της το κορμί με κρέμες αντηλιακές γαλακτερές και γυαλιστερές, έτσι που η λαδωμένη κορμάρα της λαμπύριζε σαν χρυσόψαρο κάτω από τον ήλιο, όταν την χάιδευε ατέλειωτες ώρες με τις ακτίνες του και μαύριζε όλα τα φανερά και απόκρυφα σημεία της.
Συχνά, όταν ήταν μπρούμυτα ξαπλωμένη, ξεκούμπωνε πίσω τον στηθόδεσμο της και το σχεδόν κόκκινο τριγωνικό στρινγκάκι που φορούσε για μαγιό, έκρυβε μόνο τα τελείως απόκρυφα σημεία της… Εγώ βέβαια πάντα κοντά της, πότε πίσω από τις κουρτίνες, πότε ξαπλωμένος στην άμμο, πότε πίσω από κλειδαρότρυπες, την έπαιρνα κρυφά μάτι και έτριβα απαλά την πούτσα μου που σηκωνόταν. Πολλές δε φορές, τα βράδια, τράβαγα μαλακία στο κρεβάτι μου, ή στο μπάνιο, ή πίσω από τις καλαμιές, φέρνοντας πάντα στην μνήμη μου τα ωραία βυζιά και τα γυαλιστερά ατέλειωτα μπούτια της.
Ένα αυγουστιάτικο βράδυ με πανσέληνο, το 2003, που δεν κοιμόμουν διότι είχα κάψες (εφηβικές ορμόνες) τράβαγα μαλακία στο μπαλκόνι για πάρτη της, την είδα την θεία μου να μπαίνει κουνιστή και αγκαλιασμένη στις τρεις περίπου το πρωί με τον Νικόλα τον μπρατσωμένο ναυαγοσώστη της περιοχής, στην αποθήκη στο πίσω μέρος του κτήματος. Την αποθήκη η θεία μου την είχε διαμορφώσει σαν μικρή γκαρσονιέρα - γαμηστρώνα, στοιβάζοντας τα παλιά έπιπλα και στο μέσον είχε τοποθετήσει το πρώην νυφικό της διπλοκρέβατο. (Επάνω σε αυτό μας έλεγε πως έπιασε τον πρώην άνδρα της να την κερατώνει με την δασκάλα χορού της μικρής μου ξαδερφούλας και γι’ αυτό τον χώρισε).
Την αποθήκη την κλείδωνε μόνιμα για να μην μπαίνουμε εμείς μέσα, δήθεν ότι θα της καταστρέφαμε τα έπιπλα με τις παλιές έγγαμες αναμνήσεις. Στην ουσία είχε φτιάξει τον χώρο υποτίθεται για να ξαπλώνει κανένας διερχόμενος μακρινός συγγενής ή επισκέπτης, αλλά βασικά για να απομονώνεται με τον εκάστοτε εφήμερο εραστή της σχεδόν κάθε βράδυ, η πάντα πεινασμένη και αχόρταγη για σεξ θεία μου. Όταν είδα ότι δεν έβγαιναν από την αποθήκη, πλησίασα σιγά - σιγά αθόρυβα και έστησα αφτί έξω από την πόρτα. Σε λίγο άκουσα από μέσα τα βογγητά τους, τους αναστεναγμούς τους και τα ερωτικά μουγκρίσματα της θεία μου.
Ο πούτσος μου φούσκωσε σαν μακρόστενο μπαλόνι. Έφερα βόλτα γύρω - γύρω την αποθήκη μήπως βρω κανένα παραθυράκι ανοιχτό να κάνω και μάτι της σύναξης. Ευτυχώς που το βρήκα, όταν σκαρφάλωσα στα κλαδιά της παρακείμενης βελανιδιάς, όπου μέσα από τις τρύπες του βιομηχανικού εξαεριστήρα στην κορυφή της αποθήκης, είχα πλήρη θέαση στο διπλοκρέβατο. Εκεί η θεία μου πάλευε σχεδόν με τον σωματώδη μαυρισμένο εικισιεξάχρονο ναυαγοσώστη. Είχαν γίνει μαλλιά κουβάρια. Ανάποδα κεφάλια στιλ 69, γυμνά μαυρισμένα κορμιά ιδρωμένα, μπερδεμένα πόδια με χέρια, γλώσσες να δουλεύουν σαν σπάτουλες, φιλιά και δαγκωματιές, κραυγές και ξεφωνητά απόλαυσης και πόνου, συχνές αλλαγές στάσεων, ένα πανδαιμόνιο ερωτικών περιπτύξεων και αισθήσεων. Ο Νικόλας την απειλούσε συνέχεια την Χρυσούλα.
- «Μωρή πουτάνα, θα σε ξεσκίσω! Θα σου αλλάξω τον αδόξαστο! Θα σου πετάξω τα μουνόχειλα έξω! Η μουνάρα σου καίει μωρή! Ψήσε τον πούτσο μου τον ξεσκούφωτο! Τρίφ’ το με τα βυζιά σου. Θα σου πετάξω τα χύσια μου για μακιγιάζ. Γαμιόλα κουνήσου!»
Ήταν η πρώτη ζωντανή ερωτική σκηνή που έβλεπα στην ζωή μου και δεν ήξερα πως να αντιδράσω για να γλιτώσω την θεία μου από τα χέρια του βάρβαρου ναυαγοσώστη. Φοβόμουν ότι δεν θα άντεχε στις λαβες και στις επιθέσεις που της έκανε με την πούτσα του που την έβλεπα κόκκινη, φουσκωμένη και κυρτή σαν χατζάρι πειρατή. Ήμουν έτοιμος να φωνάξω βοήθεια για να σώσω την θεία μου από τα χέρια του Νικόλα, αλλά μια παράξενη περιέργεια για το τι θα ακολουθούσε με κυρίευσε και τα αφτιά μου και τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα. Μόλις δε άκουσα την θεία μου Χρυσούλα αγριεμένη κάθε λίγο να τον παρακαλάει και να τον προστάζει, ηρέμησα και άρχισα να απολαμβάνω το θέαμα. Φώναζε σπαραξικάρδια η θεία μου!
- «Σπρώξε πιο δυνατά αγόρι μου. Πιο βαθιά αλήτη μου… Ξέσκισε με τώρα καριόλη! Πουτσαρά μου, σκίσε μου την μουνάρα μου! Αχ… αχ… τι πούτσα είναι αυτή! Τι γαμήσι είναι αυτό! Ααααχ… δεν αντέχω η πουτάνα. Τι μου κάνεις παίδαρε μου; Χώσ’ την μέσα μου. Έτσι, έτσι.. πιο βαθιά, πιο βαθιά.. πιο βαθιά. Πέταξε μου τα μάτια έξω γαμιά μου! Γάμα με… γάμα με! Γάμα με! Καυλιάρη μου, αχ. Θέλω να με πεθάνεις. Θέλω να με λιώσεις. Θέλω να με ξεκαυλώσεις… σπρώξε πούστη μου. Σπρώξε πιο δυνατά… ωχ… πονάω αλήτη μου, αλλά μου αρέσει! Πω.. πω! Τι μου κάνεις γαμιόλη! Σκίσε με ρε! Σκίσε με!»
Ο Νικόλας έσπρωχνε τόσο δυνατά την θεία μου, πότε από μπροστά και πότε από πίσω, σαν να ήθελε να την σουβλίσει με την μακριά πούτσα του. Της τράβαγε πότε τα μαλλιά, πότε τα βυζιά, πότε της άνοιγε διάπλατα τα δύο μπούτια, πότε την άρπαζε από πίσω από την μέση και την τράβαγε επάνω στην πούτσα του, πότε την χαστούκιζε, πότε την δάγκωνε, πότε την έγλειφε, πότε την έβριζε. Την είχε κάνει την θεία μου σαν ένα σακί του μποξ που ο πυγμάχος το χτυπά από όλες τις πλευρές. Το θέαμα και το ακρόαμα, άκρως διεγερτικό, με έκανε να βγάλω έξω από το σορτσάκι μου τον πούτσο μου που είχε φουσκώσει πολύ περίεργα και άρχισα να τον παίζω με μανία κοιτάζοντας τις περιπτύξεις των δύο άγριων εραστών.
Μετά από μια περίπου ώρα ηδονοβλεψίας και παιξίματος της πούτσας μου, με πονούσαν και τα φουσκωμένα αρχιδάκια μου, δεν άντεξα και εκσφενδόνισα τα χύσια μου σαν σιντριβάνι επάνω στα φύλλα και τα κλαδιά της βελανιδιάς. Ήταν η πιο δυνατή και απολαυστική μαλακία που είχα τραβήξει μέχρι τότε παίρνοντας μάτι την καυλιάρα την θεία μου να γαμιέται με τέτοιο πάθος, σαν λυσσασμένο ζώο. Οι εραστές μέσα συνέχιζαν απτόητοι τις περιπτύξεις των μέχρι την ώρα που άρχισε να χαράζει όταν και εγώ νυσταγμένος και ξεζουμισμένος αποσύρθηκα αθόρυβα στο δωμάτιο μου. Το πρωί κατά τις δέκα η θεία μου ανησύχησε που ακόμα δεν είχα ξυπνήσει, ήρθε στο δωμάτιο μου με ένα πρόσωπο να λάμπει, φρέσκια - φρέσκια και χαμογελαστή και μου έφερε πρωινό με γάλα και μπισκότα να φάω. Με ρώτησε με κάθε φυσικότητα:
- «Γιατί δεν σηκώθηκες ακόμη; Μήπως είσαι άρρωστος;»
Τίποτα επάνω της δεν έδειχνε τι ταλαιπωρία πέρασε η καημένη η θεία μου το βράδυ με εκείνον τον άγριο ναυαγοσώστη Νικόλα, που της έκανε μέχρι το πρωί, τόσα γονατίσματα, τόσα αναποδογυρίσματα, τόσες αεροπλανικές λαβές, τόσες περίπλοκες περιπτύξεις, τόσες δαγκωματιές και ρουφηξιές βυζιών, τόσες σπρωξιές και τραβήγματα μαλλιών, τόσες υποκύψεις με κεφαλοκλειδώματα και τσιμπουκώματα. Αμφέβαλα προς στιγμή για την πραγματικότητα της βραδιάς που πέρασε, βλέποντας την θεία μου να λάμπει έτσι και πέρασε προς στιγμή από το μυαλό μου, μήπως όλα αυτά τα είχα δει στον ύπνο μου. Σίγουρα όχι γιατί ο πούτσος μου με έτρωγε ακόμη από το πολύ το παίξιμο που του είχα κάνει, με έτσουζε και έκαιγε από μέσα του.
(Copyright protected OW ref: 7085)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.