Το e-mail μου είναι το:
Φαντάζομαι πως για τον κάθε άνθρωπο είναι σημαντική η πρώτη φορά που «γεύεται τον έρωτα», είναι η στιγμή που νιώθει το τρέμουλο του ερωτικής επιθυμίας να τον συνεπαίρνει,
Θα ήθελα εδώ να μοιραστώ την εμπειρία της πρώτης μου φοράς μαζί σας. Αν και έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε, παρ’ όλα αυτά δεν πρόκειται το ξεχάσω ποτέ. Έχω πια κάνει οικογένεια αλλά η έκσταση που έζησα την πρώτη μου φορά δεν θα φύγει ποτέ από το μνήμη μου. Αφενός μεν γιατί αυτό που έζησα, δηλαδή αυτό που θα σας διηγηθώ παρακάτω, ήταν τόσο όμορφο, αφετέρου γιατί δεν το επεδίωξα αλλά συνέβη αυθόρμητα και τέλος ήταν τόσο έντονο ώστε έκανα μέρες να συνέλθω τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά.
Η ιστορία αρχίζει τον Μάιο του 1994 στις 21 του μηνός, όταν ο φίλος μου ο Κώστας είχε ξαφνικά την φαεινή ιδέα να τον επισκεφθώ στον σπίτι του στην Λάρισα για να γιορτάσουμε μαζί την γιορτή του. Παρ’ ότι αυτός πήγαινε στο 3ο λύκειο Λαρίσης και εγώ στο 1ο Λύκειο Θεσσαλονίκης, είχαμε γνωριστεί στο από την πρώτη γυμνασίου σε μια εκδρομή και είχαμε γίνει πολύ φίλοι από τότε.
Εκείνο τον Μάιο λοιπόν του 94 έτυχε να βρίσκεται στην πόλη της Θεσσαλονίκης από τις 19 του μηνός και θα έφευγε την άλλη μέρα στις 20 με το ΚΤΕΛ για την Λάρισα.
- «Δεν έρχεσαι μαζί μου στην γιορτή μου και να μείνεις σε μένα, να πάμε και καμιά βόλτα;» Μου λέει.
Το σκέφτηκα λίγο και μετά από λίγο του λέω:
- «Εντάξει φίλε, θα έρθω για το σαββατοκύριακο»
Η γιορτή του εκείνη την χρονιά έπεφτε ημέρα Σάββατο και έτσι θα είχαμε όλο το Σαββατοκύριακο μπροστά μας και θα μπορούσα να επιστρέψω την Κυριακή το βράδυ.
Έτσι και έγινε. Την Παρασκευή το απόγευμα πήραμε το λεωφορείο του ΚΤΕΛ και μετά από δυόμισι περίπου ώρες ήμασταν στο σπίτι του σε ένα σχετικά κεντρικό σημείο της πόλης. Το διασκεδάσαμε εκείνη την ημέρα και γυρίσαμε αργά στο σπίτι.
Τίποτα δεν προδιέθετε το Σάββατο που ξημέρωσε τι θα μου συνέβαινε και ότι θα ζούσα την πιο άγριο, έντονο και εκστατικό Σαββατοκύριακο της ως τότε ζωής μου. Πως μπορούσα να φανταστώ ότι μετά το διήμερο αυτό τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο και ότι θα γύριζα στην Θεσσαλονίκη διαφορετικός άνθρωπος και εκτός αυτού εξουθενωμένος.
Από το πρωί της επόμενης άρχισαν οι επισκέψεις και τα τηλέφωνα με τα χρόνια πολλά από συγγενείς και οικογενειακούς φίλους. Το απόγευμα γύρω στις 4 χτύπησε το κουδούνι.
- «Έλα», του λέω, «κάποιος συγγενείς σου ξέχασε να σου τηλεφωνήσει και το θυμήθηκε τώρα»
Η μητέρα του άνοιξε και στην πόρτα φάνηκε μια κυρία.
- «Έλα Σούλα, πέρασε», άκουσα να της λέει.
- «Ποια είναι αυτή;» ρώτησα τον φίλο μου.
- «Είναι γειτόνισσα» μου λέει, «και μένει από κάτω μας»
Ήταν μια καλοστεκούμενη γύρω στα 45 με 47 ετών με ξανθό μαλλί, φορούσε ένα μπεζ ταγιέρ και είχε ένα πολύ αισθησιακό πρόσωπο. Έμοιαζε φυσιογνωμικά αρκετά στην Πόπη Λάζου, ηθοποιό του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Έτσι για να σας δώσω μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα. Ο φίλος μου και εγώ πήγαμε στο σαλόνι, αυτός για να του πει τα χρόνια πολλά και εγώ για να συστηθώ και καθίσαμε.
Καθώς καθόμουν απέναντι της, της έριξα μια έντονη ματιά. Το ταγιέρ της ήταν έως δυο δάχτυλα πάνω από το γόνατο της, και καθόταν σταυροπόδι. Οι παχιές και ατελείωτες μπουτάρες της γυάλιζαν κάτω από το μελί καλσόν και το ύφασμα της φούστας σχημάτιζε μια παχιά και στρογγυλή κωλάρα. Ήταν μια πολύ καλοστεκούμενη πολύ αισθησιακή και πληθωρική γυναικάρα γύρω στο 1.75. Αρχίσαμε να συζητάμε και πιάσαμε την κουβέντα.
- «Από που είσαι νεαρέ;» μου λέει.
- «Από την Θεσσαλονίκη» της απαντώ.
Συνεχίσαμε να συζητάμε, όλοι μαζί, η μητέρα του φίλου μου περισσότερο και εγώ. Ο φίλος μου δεν είναι και ιδιαίτερα ομιλητικός τύπος και απλώς καθόταν και άκουγε, κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και η μητέρα του φίλου μου πήγε στο διπλανό δωμάτιο να το σηκώσει.
- «Πρώτη φορά έρχεσαι στην πόλη μας;» με ρώτησε η πληθωρική κυρία.
- «Ναι. Και μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι έχετε ωραίες γυναίκες εδώ!»
Απάντησα με ένα σχετικά βρώμικο ύφος, χωρίς παρόλα αυτά να καταλάβω πώς το ξεστόμισα αυτό καθότι ήταν αρκετά αυθόρμητο.
- «Ώστε έτσι ε;»
Μου απαντάει με ένα ακόμη πιο πρόστυχο ύφος και χτυπώντας το χέρι της απαλά πάνω στο γόνατο μου. Χλόμιασα κάπως και την κοίταξα με αμηχανία. Εντωμεταξύ η μητέρα του φίλου μου ξαναγύρισε και η «τάξη» επανήλθε. Σε λίγη ώρα η κυρία Σούλα σηκώθηκε να φύγει. Μας αποχαιρέτισε, ευχήθηκε στον φίλο μου και πάλι χρόνια πολλά και έφυγε.
«Φωτιά στα μπατζάκια μας!» σκεφτόμουν… «άντε τώρα να ησυχάσεις…»
Έκανα βόλτες πέρα δώθε για κάμποση ώρα. Ήταν σαν να μην με χωρούσε το σπίτι.
- «Πάω ως το περίπτερο φίλε να πάρω καμιά γρανίτα» λέω στο φίλο μου. «Θα γυρίσω σε λίγο».
Κατέβηκα τόσο γρήγορα από τον τρίτο με τις σκάλες ώστε ούτε καν το κατάλαβα πώς έφτασα στην είσοδο. Και τράβηξα προς το κοντινότερο περίπτερο αγοράζοντας μια γρανίτα. Δίπλα στο περίπτερο υπήρχε ένα μικρό σούπερ μάρκετ και καθώς άνοιξα την γρανίτα και ενώ είχα πάρει μερικές δαγκωνιές, βλέπω την πληθωρική κυρία από πριν να βγαίνει από την είσοδο του σούπερ μάρκετ…
- «Κυρία Σούλα εσείς;» της λέω με ένα αμήχανο ύφος.
- «Παγωτάκι, παγωτάκι;» μου απαντάει με ένα σαρδόνιο χαμόγελο.
- «Το κατά δύναμιν» της απαντώ.
Κρατούσε δυο τσάντες με πράγματα και πήγαινε προς την πολυκατοικία που έμενε.
- «Στον πρώτο μένετε εσείς;» ρώτησα αμήχανα.
- «Ναι στον πρώτο» μου απαντάει.
Καθώς βαδίζαμε προς την πολυκατοικία, ήμουν εντελώς σαστισμένος, σαν να τα είχα χαμένα, σαν να ήθελα να μιλήσω να μην μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Με πολύ κόπο της είπα:
- «Με συγχωρείτε, μήπως μπορώ να σας βοηθήσω με τις τσάντες;»
- «Παρακαλώ» μου απάντησε «αν μπορείς»
Και μου έδωσε μια από της τσάντες που κρατούσε. Φτάσαμε στην εξώπορτα και πήραμε το ασανσέρ για τον πρώτο. Ένιωθα το ηδονικό της βλέμμα να με καρφώνει και από αμηχανία χλόμιασα και ένιωθα το στομάχι μου να έχει σφίξει.
Το ασανσέρ έφτασε στον πρώτο όροφο, άνοιξα την πόρτα και καθώς πήγα να της δώσω την τσάντα μου απαντά:
- «Έλα ένα λεπτό να με βοηθήσεις με την τσάντα»
Διστακτικά την ακολούθησα… άνοιξε την πόρτα και μπήκα στο διαμέρισμα. Ήταν ένα μετρίου μεγέθους διαμέρισμα με κάπως παλιά σε στυλ ρετρό έπιπλα. Στον προθάλαμο υπήρχε μια φωτογραφία ενός μικρού κοριτσιού και δίπλα ενός ψηλού ηλιοκαμένου και άχαρου άντρα. Κατάλαβα ότι ήταν η οικογένεια της. Προχώρησα προς την κουζίνα και άφησα τη τσάντα σε μια καρέκλα.
- «Κάθισε» μου είπε.
Κάθισα σε μια διπλανή καρέκλα και περίμενα τι θα επακολουθούσε με έναν κόμπο στον λαιμό και μια αίσθηση ακατάσχετης αγωνίας σαν να ήμουν μελλοθάνατος. Μου έβαλε έναν χυμό και κάθισε σε μια καρέκλα πλάι μου. Πρόσεξε την αγωνία μου και με ρώτησε αν είμαι καλά.
- «Εντάξει είμαι…» της είπα με ένα προσποιητό ύφος.
- «Φοβάσαι;» με ρώτησε.
Την κοίταξα χτενίζοντας την από πάνω μέχρι κάτω. «Τι γυναικάρα θεέ μου!» Σκέφτηκα. «Πως να της πω ότι μου αρέσει πολύ;». Έβαλε πάλι το χέρι της πάνω στο γόνατο μου, όπως όταν είχε έρθει επίσκεψη στο φίλο μου και με κοίταξε με εκείνα τα καστανοπράσινα ηδονικά μάτια της. Ήδη ένιωθα τον πούτσο μου να φουσκώνει μέσα στο εσώρουχο μου…
- «Ξέρετε κυρία Σούλα…» της είπα επιστρατεύοντας όλες μου τις δυνάμεις, «αισθάνομαι περίεργα μαζί σας»
- «Έχεις κάνει ποτέ έρωτα με κοπέλα;» Με ρώτησε.
- «Όχι»
Της απάντησα αν και ήξερα πολύ καλά την ομορφιά του σεξ. Ας είναι καλά η ανατρεπτική πορνογραφία που λέει και ο Ηλίας Πετρόπουλος.
- «Σου αρέσω;»
Με ρώτησε με την ηδονική εκείνη φωνή της, και με χάιδεψε στην πλάτη λέγοντας μου να μην έχω κανένα φόβο ούτε άγχος.
- «Μίλησε μου ελεύθερα και σε παρακαλώ στον ενικό.» Μου είπε.
Την κοίταξα και της έπιασα το χέρι.
- «Είσαι τρέλα!» της είπα, «και μου άρεσες πολύ από την πρώτη στιγμή που ήρθες για επίσκεψη».
- «Σήκω πάνω και έλα μαζί μου» είπε και με οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα.
Καθίσαμε στο κρεβάτι με πλησίασε και με φίλησε στα χείλη.
- «Δεν θα μας ενοχλήσει κανείς»
Μου είπε και με ξαναφίλησε αρκετά παθιασμένα. Δεν άντεξα άλλο! Ήταν σαν ένα φράγμα να έσπασε μέσα μου και τα ορμητικά νερά να παρέσυραν κάθε μου αναστολή. Την αγκάλιασα και την φίλησα χώνοντας ασυνείδητα την γλώσσα μου μέσα στο στόμα της. Ένιωθα την αναπνοή της να γίνεται σιγά-σιγά έντονη… της έγλυψα τον λοβό του αυτιού της για λίγο και έχωσα την γλώσσα μου μέσα στην τρύπα του αυτιού της. Το χέρι της ήταν ανάμεσα στα σκέλια μου και χάιδευε τον πούτσο μου πάνω από το παντελόνι, ενώ η παλάμη μου περιεργαζόταν τις βυζάρες της πάνω από την μπλούζα.
Της έπιασα την μπλούζα και της την έβγαλα. Οι βυζάρες της ξεχείλιζαν μέσα από το μαύρο δαντελωτό σουτιέν της. Την ξάπλωσα στο κρεβάτι και άρχισα να γλύφω το μπούστο της βουτώντας ανάμεσα στα στήθη της, τα οποία αν και μεγάλα ήταν αρκετά σφιχτά και στητά. Της τράβηξα τις τιράντες και της έβγαλα το σουτιέν. Οι ρώγες της ήταν καλοσχηματισμένες και σκληρές από την ηδονή. Έβαλα την μια ρώγα στο στόμα μου και άρχισα να την θηλάζω και να την γλύφω δυνατά, στρίβοντας ταυτόχρονα απαλά την άλλη. Την άκουγα να ανασαίνει βαριά και να βογκάει, ενώ τα μάτια μου παρακολουθούσαν το πρόσωπο της όπου οι μορφασμοί ηδονής και τα βογκητά διαδεχόταν το ένα το άλλο…
- «Αγόρι μου… γλύψε με… γλύψε με!»
Μου επαναλάμβανε συνεχώς καθώς έγλυφα τις ρώγες της. Της σήκωσα τις βυζάρες της και της έγλυψα το σημείο που το βυζί ενώνεται με το στέρνο. Της άρεσε πολύ. Με κοίταξε με παθιασμένο βλέμμα και μου είπε:
- «Θα σε τρελάνω σήμερα παίδαρε μου!»
Έχοντας πια χάσει κάθε αναστολή, της έδωσα μερικά φιλιά στα χείλη μαλάζοντας με τα χέρια μου τις βυζάρες της. Κατέβηκα προς τα κάτω και της ξεκούμπωσα την φούστα της και της την έβγαλα. Φτάνοντας στους αστραγάλους της, της έβγαλα και τις γόβες. Είχε ωραίες πατούσες και παχιά δάχτυλα, τα οποία ωστόσο ήταν μπροστά καλοσχηματισμένα και τετράγωνα. Φορούσε μελί κάλτσες ως τα μπούτια και ένα μαύρο δαντελωτό σλιπ ασορτί με το σουτιέν της. Της έβγαλα της κάλτσες της μια-μια και κατόπιν το εσώρουχο της. Το μουνί της ήταν παχύ και χυμώδες με σχετικά παχιά μουνόχειλα και μοσχοβολούσε από τους χυμούς της. Ήταν ξυρισμένο εκτός από μια τούφα πάνω από την κλειτορίδα της. Έπιασα την μπουτάρα της, την σήκωσα ψηλά και ακούμπησα με την άκρη της γλώσσας μου την πατούσα της και κατόπιν της την έγλυψα μια φορά δυνατά πάνω κάτω…
- «Σ’ αρέσει;», την ρώτησα. Η κυρία Σούλα με κοίταξε άναυδη.
- «Πολύ όμορφο είναι! Δεν μου το έχει κάνει κανείς αυτό μέχρι σήμερα!»
- «Με τρελαίνεις πολύ Σουλάρα μου!» της είπα, «και θέλω να σε ρουφήξω ολόκληρη!»
- «Είμαι δική σου για όλο το βράδυ αγόρι μου!» Μου είπε με ένα πολύ λάγνο ύφος. «Πάρε με, ρούφηξε με… σκίσε με!!!»
Συνέχισα να της γλύφω τις πατούσες της και τα δάχτυλα της και προχώρησα προς τα πάνω αφήνοντας την γλώσσα μου να οργώνει τον αστράγαλο της, το γόνατο της και την παχιά μπουτάρα της. Έφτασα μπροστά στην μουνάρα της και της άνοιξα διάπλατα τα μπούτια. Την φίλησα μερικές φορές πάνω στα εξωτερικά μουνόχειλα και έπειτα αφού την άνοιξα, έχωσα την γλώσσα και τα χείλια μου μέσα της. Τότε συνέβη το απρόβλεπτο: η κυρία Σούλα άρχισε να χτυπιέται και να τσιρίζει:
- «Αχ! Αχ! Αχ… δεν μου το έκαναν ποτέ αυτό μέχρι τώρα. Τι καύλα είναι… γλύψε με αγορίνα μου… γλύψε με!»
Άρχισα να την γλύφω όσο μπορούσα πιο δυνατά. Της ρουφούσα την μουνάρα της και ένιωθα τα χύσια της να τινάζονται πάνω στο πρόσωπο μου. Έως σήμερα δεν έχω συναντήσει άλλη γυναίκα που να χύνει τόσο δυνατά και τόσο έντονα. Πήρα την κλειτορίδα της στο στόμα μου και άρχισα να την θηλάζω. Μούγκριζε πια από την ηδονή και η λεκάνη της ανασηκωνόταν. Ένιωσα το χέρι της μια να με χαϊδεύει, μια να πιέζει το κεφάλι μου ανάμεσα στα σκέλια της, σαν να μην ήθελε να ποτέ να μην σταματήσω να της γλύφω την μουνάρα της. Σε λίγο ξανάχυσε και τα χύσια της τινάχτηκαν ξανά πάνω στο πρόσωπο μου.
- «Τι υπέροχο που είναι! Θα ήθελα να με γλύφεις μέρα νύχτα…» μου είπε. «Τόσα χρόνια ο άντρας μου δεν μου το έκανε ποτέ»
Σηκώθηκα και την φίλησα πολλές φορές στα χείλη. Το πρόσωπο μου ήταν πασαλειμμένο από τους χυμούς της. Μου έβγαλε με βία τα ρούχα μου. Σχεδόν μου έσκισε τα εσώρουχα…! Σηκώθηκα όρθιος… έπιασε τον πούτσο μου και τον πήρε στο στόμα της σχεδόν ολόκληρο. Ένιωθα την γλώσσα της να κινείται μπρος πίσω, πάνω κάτω, δεξιά αριστερά. Ζούσα κάτι πρωτόγνωρο! Είχα δώσει σε μια ώριμη γυναίκα την εντονότερη ικανοποίηση της ζωής της και τώρα ένιωθα τα σώμα μου όλο να τραντάζεται! Η κυρία Σούλα με είχε πιάσει από τα κωλομέρια και ρουφούσε τον πούτσο μου τόσο δυνατά σαν να μην υπήρχε αύριο…
- «Φτάνει Σουλάρα μου…» της είπα, «δεν αντέχω άλλο…»
Έβγαλε τον πούτσο μου από το στόμα της και με έπιασε από το χέρι…
- «Έλα… γάμησε με!» Μου είπε.
Άνοιξε τις μπουτάρες της και αφού ήρθα από πάνω της μπήκα μέσα της.
- «Αχ! Τι καύλα είναι μαζί σου αγόρι μου…!!!» Μου έλεγε συνέχεια. «Σκίσε με απόψε!»
Της σήκωσα τις μπουτάρες της ψηλά και την γαμούσα δυνατά, για αρκετή ώρα. Σε λίγο έπεσα πλάι της, της σήκωσα την μπουτάρα της στον αέρα και της τον έβαλα από τα πλάγια. Τέλος ανέβηκε από πάνω μου και καθώς έγλυφα της βυζάρες της που τριβόταν στο πρόσωπο μου ένιωθα την μουνάρα της να ξεσκίζεται πάνω στον πούτσο μου. Μπροστά μου ήταν ένας μεγάλος καθρέφτης σαν αυτούς που βάζουν στις κρεβατοκάμαρες. Έβλεπα την ανοιχτή μουνάρα της καθώς κατάπινε τον πούτσο μου. Δεν άντεχα άλλο…
- «Σουλάρα μου θα σε χύσω!» Της είπα.
Αλλά αυτή δεν έδωσε σημασία. Συνέχισε να ξεσκίζεται πάνω στον πούτσο μου πιέζοντας τις βυζάρες της στο στόμα μου για να τις γλύψω και βογκώντας από ηδονή, ένιωσα τα υγρά μου να τινάζονται μέσα στην μουνάρα της. Εκείνη το κατάλαβε και ελάττωσε τους ρυθμούς της. Κατέβηκε από πάνω μου και πήρε τον πούτσο μου στο στόμα καθώς ήταν μέσα στα χύσια και άρχισε να τον γλύφει δυνατά. Τα χείλη και τα μαγουλά της γέμισαν από τα λευκά παχύρρευστα υγρά μου.
Ξάπλωσε ανάσκελα και μου ζήτησε να της το βάλω πάλι. Της σήκωσα λίγο τις μπουτάρες και της έγλυψα για λίγο τις πατούσες και ξαναμπήκα μέσα της. Ανέβασε τα πόδια της πάνω από την λεκάνη μου και με πίεζε δυνατά μέσα της, βογκώντας…
- «Όλη την νύχτα θα σε έχω να με γαμάς! Το θέλω… το θέλω πολύ!»
Την γαμούσα έτσι δυνατά για αρκετή ώρα… κατέβασε τα πόδια της από την λεκάνη μου και μου ψιθύρισε στο αυτί:
- «Γλύψε μου το μουνί. Μ’ αρέσει…»
Βγήκα από μέσα της και άνοιξα το μουνί της διάπλατα ρουφώντας τα μουνόχειλα και την κλειτορίδα της. Ξανάρχισε να τσιρίζει και να βογκάει…
- «Ρούφηξε με κι άλλο… κι άλλο…!!!»
Το πρόσωπο μου γέμισε από τα χύσια της. Σηκώθηκα και ξαναμπήκα μέσα της, γαμώντας την δυνατά. Σαν κατάλαβε ότι θα χύσω, με τράβηξε πάλι μέσα της και ένιωσα τα χύσια μου να πλημμυρίζουν το μουνί της. Δεν άντεξα άλλο και έπεσα σχεδόν μισολιπόθυμος πάνω της.
Κοντολογίς σε λίγο άρχισε πάλι να με γλύφει και να θέλει να την γαμάω και να την γλύφω. Αυτό συνεχίστηκε έως αργά το βράδυ.
Όταν γύρισα στο σπίτι του φίλου μου σέρνοντας σχεδόν τα πόδια μου τρελάθηκε!
- «Τι έγινες;» μου είπε, «που ήσουνα;»
- «Άσε φίλε..» του λέω, «μην τα ρωτάς. Θα σου πω αύριο. Που είναι το κρεβάτι;»
Την άλλη μέρα έφυγα για τη Θεσσαλονίκη γύρω στο μεσημέρι αλλά και δεν μπόρεσα να βρω τις ισορροπίες μου για μέρες.
Η κυρία Σούλα δεν μου είχε αφήσει μεδούλι…
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.