Παρατηρήσεις αποστολέα: Είναι το 4ο και τελευταίο μέρος των περιπετειών του φοιτητικού ζευγαριού στη φύση.
Η ιστορία:
- Δες, δες πως κοιμόνται τα πιτσουνάκια μου
ακούσαμε στον ύπνο μας. Είχαμε κοιμηθεί πάνω από δυόμισι ώρες αγκαλιασμένοι στο ξυλοκρέβατο του βλάχου. Μισογύρισα κι άνοιξα τα μάτια μου. Είχε σκοτεινιάσει. Η πόρτα ήταν κλειστή, Μια φωτιά τριζοβόλαγε στο πρόχειρο τζάκι. Ο τσοπάνος και η βλαχάρα καθόταν σε ένα ψευτοντίβανο σαν κοντοπόδαρο καναπέ αγκαλιασμένοι και μας χαζεύανε.
- Την ξεπάτωσες τη μικρούλα με τον πάπαρο σου. Ντροπή μεγάλος άνθρωπος να ξεπατώνεις μικρούλες παλιοτράγο αχ...
Η βλάχα τον πείραζε κι αυτός την είχε αρπάξει από το βυζί με τη χερούκλα του αρμέγοντας την.
- Μη μωρέ, πονάει α… μη, μη, μη καυλώνω... έκανε η Μαριώ.
- Εσύ θα με κρίνεις μωρή που ξεσκίστηκες στο γαμήσι με τον νεαρούλη παλιοφοράδα; Είδες νεανική ψωλή και τον ξεζούμισες παλιοσκροφίτσα
της έκανε μισοφωναχτά, γελώντας.
- Εγώ θα γελάω άμα την γκάστρωσες, έτσι που την βάτευες σαν κάνα παλιοκριάρι, του είπε αυτή.
- Μωρή παλιοβλάχα, τα νέα κορίτσια κάνουν αντισύλληψη τώρα, όχι σαν εσένα που πήγες και στειρώθηκες στην κλινική κρυφά από τον άντρα σου, της ανταπέδωσε.
- Μη… σώπα μας ακούν...
Σηκώθηκα από το κρεβάτι. Είχα αποκοιμηθεί όπως κι η Σίσσυ με τα ρούχα και τεντώθηκα.
- Ξεκουράστηκες πασά μου;… έκανε η Μαριώ.
- Αμέ, είπα. Εσείς κάνατε δουλειές ε;… ρώτησα.
- Ναι λεβέντη μου, έτσι είναι εδώ στο βουνό, έχει δουλειές αλλά περνάμε και καλά,
είπε ο τσοπάνος και χούφτωσε ξεδιάντροπα ένα κωλομέρι της Μαριώς που έσκουξε…
- κάτσε μωρέ αχόρταγε τράγο...
- Μαριώ, η Σίσσυ κοιμάται ακόμα, γιατί δε μας κάνεις ένα στρίπτσήζ;… είπε ο τσοπάνος.
- Μπας και με πέρασες για καμία παλιοπουτάνα Ρωσίδα εκεί που πάνε οι γέροι, τις χουφτώνουν και τους μασάν τους παράδες;…
πετάχτηκε η Μαριώ.
- Έλα Μαριώ μη κάνεις την ηθικιά. Ξεσκίστηκες στα γαμήσια με του νεαρούλη την ψωλή και τώρα μας κάνεις κόλπα;
Την άρπαξε ο βλάχος, τη γύρισε ανάποδα, της έβγαλε το παντελόνι και χλάπ χλάπ χλάπ της έριξε 2-3 δυνατές.
- Α… μη, ζωντόβολο, α… πονάω μωρέ,
Διαμαρτυρήθηκε αλλά όχι και πολύ δυνατά η βλαχάρα.
- Μην ανησυχείς Νίκο μου, της αρέσει και μάλιστα πάρα πολύ. Είναι μαζοχάρα, τις θέλει τις σφαλιαρίτσες της. Άλλωστε όταν ήταν νιόπαντρη , σχεδόν τη βίασα δε μου κάθονταν με τίποτε, κι ας μη τη γαμούσε ο πούστης της. Εκεί να δεις γαμήσια, ούρλιαζε από κάβλα και τη γαμούσα μερόνυχτα. Το μουνί της δεν άδειαζε από χύσι για εβδομάδες. Σαν νιόπαντροι ήμασταν. Είχα μείνει τότε σε μια θεια μου στο χωριό, γιατί είχε σπάσει ένα ποδάρι, κι αυτή μόλις έβγαινε ο πούστης της, γραμμή στη θεία μου, τάχα να τη φροντίσει, να της μαγειρέψει, να της πλύνει τα ρούχα... Της είχα αλλάξει τον αδόξαστο στο γαμήσι. Τα αίματα της παρθενιάς της είναι ακόμα στα στρώματα της θείας μου. Έπρεπε να τη δεις την πρώτη μας φορά. Τη βάσταγα πιο γερά από το κριάρι όταν το δένουμε στο μαντρί, της είχα ανοίξει ορθάνοιχτα τα πόδια, και με τα χέρια μου, της κράταγα ανοιχτά τα χέρια. Όταν την έσκισα ούρλιαξε τόσο που φοβήθηκα ότι θα σήκωνε το χωριό στο πόδι. Μπήκε η θεία μου μέσα στο δωμάτιο, γιατί φοβήθηκε ότι την έσφαξα…
διηγήθηκε ο Βλάχος.
- Ήμουν απείραχτο κορίτσι, 18 χρονών και μου έβαλες με τη μια αυτόν τον πάσσαλο μέσα μου. Τι περίμενες;… γαϊδούρι ε γαϊδούρι…
φρένιασε η βλάχα που ήταν μπρούμυτα με τα κωλομέρια εκτεθειμένα και κατακόκκινα από τις σφαλιάρες του τσοπάνου.
- Έλα που δε σου άρεσε Μαριώ μου, γι’ αυτό δε με άφηνες 1 μήνα να φύγω από το χωριό μετά... είπε ο Παντελής και συνέχισε. Γουστάρεις να τη δείρεις και εσύ Νίκο στα κωλομέρια; Θα καυλώσει και μετά θα σε γαμήσει σαν αφηνιασμένη φοράδα. Έλα, έλα να στη βάλω στα 4 μη ντρέπεσαι, πάρε αυτή τη λεπτή βίτσα από το τζάκι και ρίξε της άφοβα. Είναι μαζοχάρα...
και λέγοντας αυτά την έβαλε από μπρούμυτα στα 4, της κατέβασε το βρακί ως τα γόνατα και της ξεγύμνωσε τις βυζάρες που κρεμάστηκαν κάτω. Η Μαριώ υποταγμένη δεν έβγαλε άχνα, είχε κοκκινίσει, και μάλλον καβλωμένη περίμενε την τιμωρία της. Ο βλάχος της χούφτωνε τα βυζιά και τις ρώγες κάνοντας το αγαπημένο του άρμεγμα.
- Έλα, έλα χτύπα την τη σκύλα μου, χτύπα την, με παρότρυνε.
Πήρα μια μικρή βίτσα από το τζάκι και με το καβλί μου σηκωμένο πλησίασα το ζευγάρι και άρχισα να της ρίχνω στα κωλομέρια, αλλά είχα έμπνευση και πλησιάζοντας από την άλλη μεριά του κρεβατιού, έβαλα τη βίτσα κάθετα και άρχισα να της ρίχνω βεργιές στα χνουδωτά της μουνόχειλα που γυάλιζαν από τα υγρά
της καύλας της.
- Ω, μ… μη παλιομαλάκα, μη, μη…
ούρλιαζε η βλαχάρα με κάθε χτύπημα στα απόκρυφα της ενώ ο βλάχος της άρμεγε κανονικά τις ρώγες. Μετά από 3-4 λεπτά, το μουνί της είχε υγρανθεί τόσο πολύ που τα υγρά της κόλλαγαν στη βεργίτσα μου. Κόντευα να πάθω εγκεφαλικό, ο πούτσος μου είχε γίνει σίδερο και έκαιγε.
- Βαλ’ την να στη γλείψει, είπε ο τσοπάνος, λαχταράει πούτσο τώρα αλλά μη τη γαμήσεις ακόμα με παρότρυνε.
Είχα μια καλύτερη ιδέα, άρπαξα ένα κόπανο από γυαλισμένο ξύλο σχετικά χοντρό, μάλλον για κρέας τον είχε ο τσοπάνος, γύρω στα 4 εκ. διάμετρο, και τον βούτηξα στην καρδάρα με το βούτυρο δίπλα στο τραπέζι. Η Μαριώ κοίταζε με απορία.
- Αυτό δεν το βάζω στο στόμα μου μαλάκες, είπε.
- Δεν σε ρωτήσαμε…
της είπα γελώντας και πήγα πίσω της. Ο Παντελής είχε καταλάβει και γέλαγε επικροτώντας ενώ κράταγε γερά την Μαριώ.
- Μην τολμήσετε και μου το βάλετε...
πήγε να πει αλλά την τον έχωσα στο μουνί της και γλίστρησε τόσο γρήγορα και εύκολα από τα βούτυρα και τα μουνοχύσια της. Σχεδόν είχε λιγοθυμήσει από κάβλα καθώς εγώ της το έβαζα κι έβγαζα στο μουνί με πολύ γρήγορες κοφτές κινήσεις κοπανώντας την στη μήτρα επίτηδες στο τέλος της διαδρομής.
- Με ξεπατώνεις...
είπε σε μια στιγμή που μπόρεσε και πήρε ανάσα, αλλά συνέχισε αμέσως να χτυπιέται δεξιά αριστερά. Ο οργασμός της δεν θα αργούσε, σε συνδυασμό με τη διέγερση
που της προκαλούσε στις ρώγες ο βλάχος με το ανελέητο στύψιμο του.
- Μια στιγμή…
ακούστηκε η Σίσσυ να λέει, που είχε ξυπνήσει και μας έπαιρνε μάτι χωρίς να το καταλάβουμε. Ξάπλωσε στο ντιβάνι με το κεφάλι της ανάμεσα στις μπουτάρες της Μαριώς που είχαν γίνει λούτσα από βούτυρα και γυναικείους αλμυρούς χυμούς και άρχισε ένα ανελέητο ρούφηγμα και γλείψιμο, παίρνοντας από τα χέρια μου και τον κόπανο συνεχίζοντας ανελέητα στον τροφαντό μούναρο της βλάχας.
- Τέλεια γεύση, Νίκο δοκίμασε
είπε η Σίσσυ μου και έσκυψα να τη φιλήσω στο στοματάκι που είχε πλημμυρίσει από τα βουτυρωμένα χύσια της Μαριώς. Πράγματι η γεύση ήταν τέλεια, ελαφρά αλμυρό, αλατισμένο φρέσκο βούτυρο με κάτι από άρωμα γυναίκας. Κάβλα. Ο βλάχος απολάμβανε τη θέα, η βλάχα μούγκριζε πλέον κουνώντας τη λεκάνη της πάνω στο κεφαλάκι της Σίσσυ που ρούφαγε άπληστα, μουνόχειλα και κλειτορίδα, φιλοδωρίζοντας τα με απότομες μπηξιές του κόπανου στο μουνί της, όταν αυτή χαμήλωνε την κοιλιά της προς τα κάτω κάνοντας τη να τινάζεται επάνω.
Η λεσβιακή σκηνή με είχε συνεπάρει. Η δικιά μου ήταν και πρωτάρα στον γυναικείο έρωτα, αλλά είχε φαντασία. Πλησίασα και άρχισα να γλείφω την κωλοτρυπίδα της Μαριώς, που πλησίαζε στον 7ο ουρανό και βόγκαγε πέρα από κάθε φαντασία από τη γλωσσίτσα και τα χειλάκια που της ρουφούσαν ότι ζουμί έβγαινε με κάθε κίνηση του κόπανου στον δουλεμένο μούναρο της... Η γλώσσα μου πάνω στην απόκρυφη της οπή την έκανε να τιναχθεί ξανά. Με το ένα μου χέρι χάϊδευα τα κωλομέρια της με το άλλο έπαιζα τον φαλλό μου που είχε όρεξη για ανώμαλες διεισδύσεις.
Ο Παντελής κατάλαβε ξανά τις προθέσεις μου και έσκυψε προς τα οπίσθια της εκστατικής Μαριώς που βογκούσε ακατάσχετα από το παλούκι που μπαινόβγαινε στο μουσκεμένο από τα υγρά της ηδονής της και τις δυο γλώσσες που ακούραστα της ρούφαγαν την κλειτορίδα και την σκούρα της σφικτή κωλοτρυπίδα. Έχωσα πρώτα ένα και μετά δεύτερο δάχτυλο στην ομολογουμένως σφιχτή της τρύπα και άρχισα να τα γυρίζω-γύρω γύρω χαλαρώνοντας την, ενώ έβαλα το πέος μου ανάμεσα στα μουνόχειλα της Μαριώς και το στοματάκι της Σίσσυ που άρχισε να με γλείφει σε μήκος και στα αρχίδια μου που κρέμονταν πάνω στο προσωπάκι της. Σύντομα η κωλότρυπα της Μαριώς είχε διαταθεί σε άνοιγμα και ο πούτσος μου ήταν σκληρός και υγρός από τα βούτυρα που έσταζαν και το σάλιο της Σίσσυ μου. Ανέβηκα πάνω στο ντιβάνι και ακούμπησα την διογκωμένη μου βάλανο πάνω στην σκούρα κωλότρυπα της Μαριώς που μούγκρισε. Άρχισα να σπρώχνω σιγά-σιγά το πέος μου στα έγκατα της ενώ η Μαριώ είχε σπασμούς και τινάζονταν. Τερμάτισα όλο το μήκος του σωλήνα του πέους μου στο καυτό της ορθό, ενώ ο σφικτήρας της περιέβαλλε με αγάπη τον κύλινδρο του πέους μου. Άρχισα να παλινδρομώ σιγά-σιγά. Είχα τρομερή κάβλα , και αισθανόμουν το πέος μου πολύ σκληρό μέσα της. Η Μαριώ το είχε χάσει και μας έβριζε χυδαία καβλωμένη απίστευτα.
- Γαμήστε με έτσι κτήνη, ξεσκίστε μου τα όλα με τις γαϊδουροπούτσες σας, εσείς και το πουτανάκι σας παλιομαλακισμένα, που ήρθατε απ΄ την πόλη να μας γαμήσετε εδώ... τομάρια, ζώα, α… θα χύσω… Παντελή τι μου κάνετε ρε, καίει το μουνί μ΄κι ο κώλος μου…
Επιτάχυνα το γαμήσι του κώλου της, και η Σίσσυ το γαμήσι του μουνιού της με τον κόπανο και το γλείψιμο. Η βλάχα έτρεμε από ηδονή. Η Σίσσυ με παρότρυνε με λόγια που ξαφνιάστηκα:
- Χύσε την τη βλαχάρα μέσα στον βρωμόκωλο της με τις αρχιδάρες σου γαμιά μου ατελείωτε, χύσ’ τη να ξέρει ποιος τη γάμησε από κώλο, να το λαχταράει η παλιοσκρόφα.
Η στύση μου, ήταν πελώρια πλέον και έκαιγε. Άρχισαν οι σπασμοί μου και άρχισα να εκτοξεύω καυτό σπέρμα μέσα στο παχύ έντερο της βλάχας, ενώ η Σίσσυ της ρούφηξε δαγκώνοντας την κλειτορίδα και την γαμούσε από μουνί με το ξύλινο παλούκι με απίστευτη γρηγοράδα.
- Χύνω, α… το μουνί μου
έκανε η βλάχα από το δάγκωμα της Μαριώς ενώ χτυπιόνταν, όμως ο Βλάχος της κράταγε με τα μπράτσα τη μέση σαν πύθωνας. Πρέπει να είχε καυλώσει απίστευτα από το θέαμα. Του έτρεχαν τα σάλια, τα μάτια του είχανε κοκκινίσει. Εγώ χωμένος ως τη ρίζα στην κωλάρα της Μαριώς έχυνα σε ριπές καυτό σπέρμα, η Σίσσυ μου, μου έγλειφε τα αρχίδια και ο βλάχος είχε σφικτά τον κορμό της εγκλωβισμένο. Όταν τέλειωσαν οι σπασμοί μου, χαλάρωσα κι έγειρα πίσω ενώ ο φαλλός μου γλίστρησε μαλακός έξω από την παλλόμενη κωλοτρυπίδα της. Η Σίσσυ αφαίρεσε και το παλούκι από τον τριχωτό πλημμυρισμένο με λευκά υγρά μούναρο της Μαριώς που κατέρρευσε πάνω στα γόνατα του τσοπάνου βαριανασαίνοντας. Η Σίσσυ σηκώθηκε όρθια και το πανέμορφο της νεανικό κορμάκι άστραφτε από τον ιδρώτα και τις φλόγες που έκαιγαν στο τζάκι, με το προσωπάκι αναψοκοκκινισμένο.
- Εσείς καλά χύσατε , με εμένα τι θα γίνει τώρα;… είπε.
Ο τσοπάνος σήκωσε τη Μαριώ από επάνω του, μου έγνεψε να ξαπλώσω πλάι της και πήγε σε ένα παλιό ξύλινο ντουλάπι στο βάθος. Άνοιξε και έβγαλε από μέσα μια πελώρια φλοκάτη από φυσικό μαλλί, ολόλευκη. Παραμέρισε το χαμηλό τραπεζάκι στο κέντρο του δωματίου και την έστρωσε μπροστά στο τζάκι, σε απόσταση ενός περίπου μέτρου για να μη πετάγονται σπίθες.
- Έλα εδώ βετούλα μου
είπε στη Σίσσυ, που πήγε δίπλα του. Ο βλάχος τσιτσιδώθηκε πλήρως, ο πελώριος ανδρισμός του αναπαυόταν πάνω στ’ αρχίδια του μεγαλωμένος μεν, αλλά χαλαρός. Μπορούσα να δω την άκρη του ανοίγματος της πόσθης του που έσταζε από προσπερματικό υγρό, προφανώς από τις καύλες που είχε παρακολουθώντας την προηγούμενη φάση. Η Σίσσυ μου κόλλησε πάνω του. Αυτός έβαλε τα χέρια του στη μεσούλα της και της έβαλε τη γλώσσα του στο στόμα της. Η πουτανίτσα μου άρχισε να του κάνει τσιμπούκι στη γλώσσα του, κάνοντας τον να βογκάει από καύλα. Η ψωλάρα του ορθώθηκε με μιας και πέρασε μέσα από τα μπουτάκια της κοπέλας μου, προβάλλοντας από πίσω κάτω από τα σφικτά της ολόλευκα οπίσθια. Η μικρούλα έσφιξε τα μπουτάκια της και άρχισε να κουνάει το κωλαράκι της μπρος πίσω μαλακίζοντας τον με τη βελούδινη επιδερμίδα ανάμεσα στους μηρούς της. Ο βλάχος τη φίλαγε ρουφώντας το στοματάκι της άπληστα και χούφτωνε τα ημισφαίρια των γλουτών της. Νομίζω ότι εάν έβλεπα καλά, έχωνε τα δάχτυλα του όπου μπορούσε. Τώρα τα σφικτά της μπουτάκια είχαν αναγκάσει το δέρμα της βαλάνου του να κάνει πίσω και από πίσω της πρόβαλλε το κατακόκκινο πρησμένο πουτσοκέφαλο του που ξερόχυνε από τα παιχνίδια της μικρής μου. Η μικρή επιτάχυνε το ρυθμό της ξαφνικά, αλλά ο βλάχος την κόλλησε πάνω του. Την έπιασε από τους ώμους και την κατέβασε να γονατίσει εμπρός του, με το πρόσωπο της στο πλούσιο τρίχωμα του και το πέος του να περνάει πάνω στον ώμο της. Έβαλε τη χερούκλα του πίσω από το κεφαλάκι της μικρής μου και της βύθισε το πρόσωπο στο θάμνο του. Η μικρή άρχισε να ρουφάει και να βρέχει με τη γλωσσίτσα της τους πρησμένους όρχεις του. Σκύβοντας λίγο στο πλάι, τον έγλειφε ακριβώς από κάτω από την αρχιδοσακκούλα του, ενώ ο πούτσαρος του τρίβονταν πάνω στον ολόλευκο λαιμό της.
Ο βλάχος βόγκαγε σιγά, ενώ η μικρή μου έβαζε μουνοδάχτυλο βαθιά στον κόλπο της. Ο φαλλός του όλο σκλήραινε από τα χάδια της. Μάλιστα η μικρή όταν το κατάλαβε, μάγκωνε το καβλί του μεταξύ του λαιμού και του ώμου της τεντώνοντας το και κάνοντας το να ορθώνεται απειλητικό. Σε μια στιγμή, ο βλάχος την έσπρωξε βίαια, προς τα πίσω. Η μικρή με ένα ξεφωνητό "σιγά…" έπεσε ανάσκελα προς τα πίσω, με τα πόδια ορθάνοιχτα, ενώ γονάτιζε ανάμεσα τους ο βλάχος με ολόρθο τον σκληρό φαλλό του. Έσκυψε ανάμεσα στα ορθάνοιχτα της μπουτάκια άνοιξε τα χείλη του νεανικού της μουνιού με τις δαχτυλάρες του και την έφτυσε πλούσια δυο φορές. Αυτό η Σίσσυ δε το είχε ξανανιώσει σαν αίσθηση στην είσοδο του μουνιού της, και τινάχτηκε ελαφρά. Ο τσοπάνος άρπαξε τα λεπτά ποδαράκια της κοπελιάς μου από τους αστραγάλους και τα άνοιξε διάπλατα στον αέρα πρόστυχα εκθέτοντας το μουνάκι της που έσταζε από το σάλιο του στον παλλόμενο φαλλό του.
- Είσαι μεγάλο πουτανάκι και θα σε γαμήσω ξανά αλύπητα, της είπε.
- Σιγά παλιομαλάκ...
έκανε η Σίσσυ αλλά δε πρόλαβε να τελειώσει τη φράση. Ένας τεράστιος πούτσος εισέβαλλε στο νεανικό της ερωτικό κανάλι ανοίγοντας με το κατακόκκινο κεφάλι του το δρόμο, τεντώνοντας τα χείλη του αιδοίου της πέρα από κάθε γυναικεία φαντασία και περνώντας μέσα της με δύναμη ως τη μήτρα κι ακόμα παραπέρα.
- Αχ, καίει, μαλάκα…
έκανε η Σίσσυ. Την είχε καρφώσει με τη μια κρατώντας της τα πόδια σαν την πιο αισχρή πουτάνα ορθάνοιχτα και τη γαμούσε με όλο το μήκος του βουνίσιου του ανδρισμού.
- Πονάω, καίει, σταμάτα,
έσκουζε αυτή, αλλά ο τσοπάνος την ξέσκιζε αλύπητα.
- Να μωρή πουτανίτσα να μάθεις τι θα πει πούτσος τσοπαναρέϊκος να χορτάσει ο πρωτευουσιάνικος σου μούνος.
Ο βλάχος ανελέητος τη γαμούσε με όλη του τη δύναμη, σκέφτηκα μην της κάνει καμιά ζημιά. Η Μαριώ είχε συνέλθει και κοίταζε πάνω από τον ώμο μου με ενδιαφέρον τη σκηνή ενώ μου χάϊδευε με το χέρι της την κοιλιά ακριβώς πάνω από το εφηβαίο μου.
- Την ξεσκίζει την κοπελιά σου, θα της κάνει το μουνί πηγάδι,
μου ψιθύρισε πολύ τρυφερά.
- Για δες όμως την σκροφίτσα της αρέσει πολύ ο πούτσος του Παντελή μου…
έκανε ξανά και πράγματι... η Σίσσυ κούναγε τη μέση της για να τον διευκολύνει να την πάρει ακόμα βαθύτερα κι ας ένοιωθε τα σωθικά της να σκίζονται στα δυο. Γουστάριζε το πελώριο καβλί που την είχε κατακτήσει και την έπαιρνε σαν ζώο με κτηνώδη ορμή. Όπως φαντασιώνονταν να την γαμάνε δυο σάτυροι σαν νύμφη στο δάσος μου είχε εκμυστηρευθεί κάποτε, να την ξεσκίζουν δυο πελώρια καβλιά τριχωτά και να την πλημμυρίζουν σπέρμα. Τώρα ένας τεράστιος φαλλός την είχε ανοίξει στα μέτρα του και ορμούσε στα υγρά της βάθη καίγοντας την και κάνοντας την να τρέμει από κάβλα ξανά.
- Σκίσε με παλιοτσοπάναρε με τον ψώλαρο σου, κάνε με πουτάνα σου, πονάει, ναι έλα, γκάστρωσε με , χύσε με κάνε το μουνάκι μου να λειώσει, καίγομαι,
χτυπιόταν η μικρή. Ο τσοπάνος συνέχιζε ακάθεκτος το βιασμό της κρατώντας της πάντα τα πόδια ορθάνοιχτα ψηλά να κοιτάνε το ταβάνι. Οι αρχιδάρες του χτύπαγαν αλύπητα τα κωλομέρια της. Την ξέσκιζε κανονικά.
- Κι εσύ πασά μου είσαι καλός γαμιάς…
μου ψιθύρισε η Μαριώ ενώ τώρα μάλαζε το όσχεο μου που πρήζονταν πάλι.
- Μου έκανες την κωλάρα μ' δικιά σου και μου άρεσε πολύ το καβλί σου, συνέχισε η βλάχα. Τώρα θα χύσει ο Παντελής μου το μουνάκι της κοπελιάς κι θα την γκαστρώσει ο παλιοτράγος, παρατήρησε.
Πράγματι, ο βλάχος είχε επιβραδύνει το ρυθμό του. Κρατιόταν μη την χύσει φαίνεται. Μπαινόβγαινε πιο αργά μέσα της και η πλάτη του είχε τεντωθεί. Έβγαλε μια βαριά κραυγή... «Χύνω το μουνάκι το γλυκό...» και βυθίστηκε όλος μέσα της ακουμπώντας στους αγκώνες του δεξιά αριστερά του στήθους της, κουνώντας αργά τη λεκάνη του μόνο, με το φουσκωμένο του όργανο ως τη ρίζα μέσα στη Σίσσυ. Αγκαλιάστηκαν με το βλάχο της σε ένα ατελείωτο φιλί, ενώ αυτός δεν κούναγε καθόλου από μέσα της. Σήκωσε τα ποδαράκια της και τα έκανε δαχτυλίδι στη μέση του. Έμειναν έτσι για δέκα λεπτά να τους χαζεύουμε. Μετά ο Βλάχος βγήκε από μέσα της και ξάπλωσε δίπλα της αφήνοντας μας να δούμε μια μουνότρυπα που έχασκε, και πηχτά λευκά υγρά να τρέχουνε πάνω στη βελέντζα, αλλάζοντας της το χρώμα σε μπεζ ανοιχτό.
- Έλα Παντελή μου, ακούστηκε η Σίσσυ μετά από 5 λεπτά. Πρέπει να με κάνεις ολοκληρωτικά δική σου, έλα να με πάρεις από το κωλαράκι μου αλλά όχι όπως προηγουμένως μην είσαι βάρβαρος μαζί μου, σε αγαπώ τόσο πολύ
συνέχισε και του ρούφηξε το στόμα πιάνοντας τον φαλλό του που ξεκουράζονταν χαλαρός στους μουσκεμένους του όρχεις τρυφερά. Μετά σηκώθηκε και τον πήρε στο στόμα της γλείφοντας και ρουφώντας όλα τα υπολείμματα των γόνιμων χυμών του, ενώ το χεράκι της ανεβοκατέβαινε στο παλούκι του που σκλήραινε. Μετά τη γύρισε μπρούμυτα, με τα μπουτάκια της μισάνοιχτα, και ξαναείδαμε ένα πολύ γυαλιστερό μουνάκι να προβάλλει. Η Μαριώ μου έπαιζε τον πούτσο πολύ αργά και τρυφερά. Ο τσοπάνος έσκυψε ανάμεσα στη γλυκιά χαράδρα των οπισθίων του νεαρού κοριτσιού και έθαψε το πρόσωπο του ανάμεσα τους. Η γλώσσα του άρχισε να ρουφάει άπληστα τα υγρά του υπέροχου νεανικού μουνιού που ανακατεμένα με το βαρβάτο του σπέρμα έτρεχαν άφθονα απ΄ τη βελούδινη σχισμή της. Άρχισε να της γαργαλάει την σφιχτή απαγορευμένη τρυπούλα του πρωκτού της και η Σίσσυ βογκούσε από το δυνατό ρούφηγμα του. Της ρουφούσε την κωλότρυπα και της έχωνε τη γλώσσα του μέσα της στριφογυρίζοντας την ενώ βλέπαμε τους σπασμούς της ολοκάθαρα. Η ψωλάρα του τσοπάνου και οι αρχιδάρες του κρεμόταν προς τα κάτω ανάμεσα στα σκέλια του όπως είχε σκύψει και ρουφούσε όλες τις τρύπες της κοπέλας. Το κτήνος ήταν ακούραστος και θα την ξέσκιζε πάλι.
Η Μαριώ ανασηκώθηκε, με γύρισε τρυφερά ανάσκελα, πέρασε ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισε να μου ρουφάει τις ρόγες και να με φιλάει στην κοιλιά. Ρούφηξε τους όρχεις μου μέχρι των ορίων του πόνου, αλλά τρελαίνοντας με. Ο τσοπάνος δούλευε εντατικά στην κωλοχαράδρα της μικρής μου. Η Μαριώ πήρε στα δυο της χέρια το πέος μου που είχε ορθωθεί περήφανο από τα έμπειρα χάδια της και το ρούφηξε ολόκληρο σε μια απολαυστική πίπα, ενώ χάζευα τα προσόντα του βλάχου που σκλήραιναν πάλι ενώ η αρχιδοσακκούλα κρεμόταν πολύ χαλαρή με τις μπάλες να φαίνονται να κινούνται ανεξάρτητα, όπως γίνεται όταν ο άνδρας χαλαρώνει μετά από έντονο χύσιμο. Η Μαριώ έκανε απίστευτη δουλειά, βάζοντας και τις βυζάρες της δεξιά κι αριστερά της ψωλής μου περνώντας τις ρώγες της πάνω από τα αρχίδια μου χαϊδεύοντας με. Τώρα έσφιγγε τους μαστούς της γύρω από το πέος μου που το είχε στο στόμα και το παιχνίδιζε με τη γλώσσα της, και ένοιωθα από μια σκληρή ρώγα σε κάθε μου αρχίδι να το τρυπά. Με είχε κάνει άλογο. Σήκωσε το κεφάλι, πέρασε το μπούτι της σε γωνία από πάνω μου, και μου αποκάλυψε την τριχωτή μουνάρα της. Έφερε τη λεκάνη της σε βολική στάση, και βύθισε απαλά το φαλλό μου μέσα της βογκώντας βαθιά, με το άλλο πόδι πίσω. Ήθελε να την βλέπω να με γαμάει με το μουνί της. Η βυζάρες της ήρθαν στο πρόσωπό μου και άρχισα να την θηλάζω δυνατά.
- Έτσι αγόραρε μου, είσαι κούκλος εσύ πουτσαρά μου
βογκούσε ενώ ανεβοκατέβαζε απαλά τη λεκάνη της πάνω στο παλούκι μου, με τα υγρά της να μου τον έχουν λούσει. Στο μεταξύ ο βλάχος πρέπει να έβαζε πλέον τις δαχτυλάρες του στον πρωκτό της Σίσσυ για να της χαλαρώσει το σφικτήρα κι εκείνη ζοριζόταν. Η βλαχάρα άκουγε τα βογκητά και γύρισε το κεφάλι να δει.
- Φαίνεται θα δούμε θέαμα πάλι…
είπε, και σηκώθηκε ελαφρά. Γύρισε την κωλάρα της σε μένα, καθώς ξαναβύθιζε την ψωλή μου στον αχόρταγο της μούναρο. Καθόταν βαθιά μέχρι τη ρίζα μου. Είχε περάσει και το χέρι της και μάλαζε τ’ αρχίδια μου πολύ τρυφερά. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε έτσι με τη Μαριώ καβάλα πάνω μου και τη Σίσσυ να δέχεται τα προκαταρκτικά στην κωλότρυπα της από τον τσοπάνο. Δεν πίστευα ότι θα έπαιρνε αυτό το ερπετό μέσα της ολόκληρο. Σε κάποια στιγμή, ενώ η Μαριώ με μούσκευε κανονικά και με χάϊδευε μαστορικά στα μπαλάκια μου, ο βλάχος σηκώθηκε στα γόνατα του, και έβαλε το χέρι του πάνω στη μέση της Σίσσυ. Αριστερά του ήταν το δοχειάκι με το βούτυρο. Πήρε άφθονο στα δάχτυλα του πασαλείβοντας την έξω από την δουλεμένη της κωλοτρυπίδα. Έχωσε ξανά τη χερούκλα του στην καρδάρα πήρε άφθονο βούτυρο και έχωσε δυο αρχικά και μετά τρία δάχτυλα στο ορθό έντερο της Σίσσυ κάνοντας την να τιναχτεί με απελπισία. Ξαναπήρε πάλι βούτυρο και άλειψε εξίσου άφθονο στο θηρίο ανάμεσα στα πόδια του. Από πίσω είδα τη λεκάνη του να κινείται αργά επάνω καθώς άνοιγε τους μηρούς του ώστε να βρεθεί επάνω ακριβώς από τα ανοιχτά κωλομάγουλα της μικρής μου, με τον ψώλαρο του να δείχνει το στόχο. Πλέον είχε καθηλώσει τη Σίσσυ ενώ το κωλαράκι της παρέμενε ελαφρά ανασηκωμένο και οι μηροί της ορθάνοιχτοι. Το μουνάκι της εκτεθειμένο με τα χείλη ορθάνοιχτα από το γλείψιμο έτρεχε διάφανα υγρά και γυάλιζε. Ο τσοπάνος ακούμπησε τη βάλανο του σιγά στην πίσω είσοδο της Σίσσυ μου που μούγκρισε απαλά.
- Να με προσέξεις, ε Παντελή μου; Σιγά-σιγά μωρό μου... τι μεγάλο, με ανοίγει, α…
καθώς έμπαινε το πρησμένο από την ανείπωτη κάβλα ψωλοκέφαλο του στο νεανικό της κωλάκι καταστρέφοντας της το σφικτήρα. Έβλεπα πλέον ότι της είχε βάλει τη βάλανο του μέσα της αλλά είχε σταματήσει περιμένοντας την να χαλαρώσει όσο γινόταν να χαλαρώσει ένα στενότατο κωλαράκι μιας κοπελίτσας που τον είχε πάρει πρωκτικά μόνο μια φορά ακόμη. Το θέαμα ήταν απίστευτα καυλωτικό. Ένα θηριώδες παλούκι με δυο αρχιδάρες με μαύρο τρίχωμα, να κρέμονται από πίσω να είναι καρφωμένο σε ένα πανέμορφο μικρό κωλαράκι, ολόλευκο. Το χέρι του παρέμενε πάνω στη μέση της για να μην κουνιέται αυτή και το κωλί της ανασηκωμένο. Όλα πασαλειμμένα με βουτυράκι που γυάλιζε στη φλογα του τζακιού.
- Παντελή μου πονάω, πονάω πολύ, είναι τεράστιο, ααα…, είπε η μικρή.
- Πάρε βαθιά ανάσα αρνάδα μου, ηρέμησε μωρό μου
είπε ο βλάχος καθώς κουνήθηκε ελαφρά βάζοντας μισό πόντο μέσα-έξω.
- Θα ανοίξει άμα στο ζεστάνω λίγο,
είπε κι άρχισε να βάζει και να βγάζει ελάχιστα το παλούκι μέσα της. Η μικρή πάσχιζε να πάρει ανάσα. Η Μαριώ καβλωμένη από το θέαμα όπως κι εγώ ανεβοκατέβαινε με αργό ρυθμό πάνω στον πούτσο μου χαϊδεύοντας τις βυζάρες της και τσιμπώντας τις ρώγες της. Ένιωθα το πουτσοκέφαλο μου να χτυπάει κατευθείαν στη μήτρα της. Ο βλάχος δούλευε τον ψώλαρο του όλο και πιο βαθιά πόντο-πόντο στο κωλαράκι της Σίσσυ που καθηλωμένη από τη χερούκλα του είχε παραδοθεί στη μοίρα της και δάγκωνε τη φλοκάτη βογκώντας ακατάληπτες λέξεις. Σε λίγο πράγματι ο κώλος της είχε ανοίξει διάπλατα και με τη βοήθεια και του βουτύρου, ο βλάχος έβαζε κι έβγαζε τη μισή του ψωλή άνετα μέσα της. Η μικρή είχε αρχίσει να καυλώνει πάλι.
- Έλα άντρα μου βαθιά, σε νιώθω. Έλα ξέσκισε μου το κωλί, α… πονάει αλλά είμαι η πουτάνα σου, μου αρέσει, βαλ’ τον όλον μέσα σάτυρε, άλογο βαρβάτο, α… το θέλω όλο.
Ο Παντελής παίρνοντας θάρρος από το πουτανάκι τη γαμούσε όλο και πιο βαθιά. Η κωλότρυπα της διάπλατη σε απίστευτη έκταση, την έκαιγε αλλά είχε κατακαυλώσει με το θηρίο μέσα της. Ο Παντελής είχε χώσει πλέον τα 3/4 της ψωλής του στο κορίτσι μου και τη γαμούσε βαθιά αλλά απαλά. Το μουνάκι της πλημμυρισμένο με τα χύσια του από πριν αλλά και τα ζουμιά της έχυνε ακατάπαυστα και τα ζουμιά της έσταζαν στη φλοκάτη σαν μέλι. Οι τριχωτές του αρχιδάρες είχαν αρχίσει να πρήζονται πάλι. Οι δικές μου άρχισαν να καίνε, από το γαμήσι της Μαριώς, το χούφτωμα που μου έκανε και το απίστευτο θέαμα του παλουκιού που εισέβαλε στο κωλαράκι της κοπέλας μου. Σκλήρυνα πολύ , η Μαριώ το κατάλαβε, επιτάχυνε το ρυθμό της, λέγοντας μου…
- Χύσ’ τα μου όλα στο μουνί μου γαμιά μου, ω… ναι, ναι
πιέζοντας πλέον με τα δάκτυλα της τους όρχεις μου τον καθένα χωριστά. Δεν άντεξα πλέον και άρχισα να εκτοξεύω με δυνατούς σπασμούς το σπέρμα μου στα έγκατα της Μαριώς, που έχυνε μαζί μου. Έμεινε ακίνητη με τη ψωλή μου καλά καρφωμένη μέσα της ως τη ρίζα. Μου είχε στραγγίξει τα αρχίδια. Στο πάτωμα το ζευγάρι, απολάμβανε τον πρωκτικό έρωτα, ήταν σε άλλα πελάγη. Πλέον ο Βλάχος έχωνε με άνεση το κτηνώδες καβλί του μέσα της σχεδόν ως τη ρίζα του, λίγο έμενε, βογγώντας από ευχαρίστηση και κάβλα, ενώ η μικρή μουρμούριζε ακατάληπτα, από κάβλα. Είδα το χεράκι της να τρίβει έντονα την κλειτορίδα της πλέον, ενώ την εμβόλιζε σταθερά και βαθιά ο τσοπάνος.
- Ω… ναι, ναι, ναι άντρα μου, πάρε με όλη βαθιά, χύσε, χύσε, χύσε αγάπη μου την πουτανίτσα σου, ξεκώλιασε με πουτσαρά μου τσοπάνο, χώσ’ τον μου όλο τον καύλαρο σου, βαρβάτε μου έλα…
του βογκούσε ενώ αυτός της όργωνε τη σουφρίτσα της κανονικά. Η Σίσσυ πλέον ανταποκρινόταν κι όσο μπορούσε τούρλωνε το κωλαράκι της επάνω για να διευκολύνει το έμβολο του να τη διαπεράσει. Όλα άρχισαν να παίρνουν πιο γρήγορο ρυθμό. Ο παντελής μούγκριζε κι επιτάχυνε, ήθελε να τη χύσει πλέον, και η μικρή φώναζε, έσκουζε όλο και πιο πρόστυχα…
- είμαι το πουτανάκι σου, θέλω τη ψωλάρα σου όλο-δική μου, γάμα με πουτσαρά, έτσι καυλώνω, χύσ’ τα μου όλα, μέσα στη κοιλίτσα μου, τα θέλω δικά μου τα χύσια σου, έλα, έλα ξέσκισε με , ξεκώλιασε με πούστη…
Το χύσιμο του ήτανε τρομερό, ίσως από το σφίξιμο της σούφρας του κώλου της
- Χύνω το κωλί σου πουτάνα, ομορφιά, κάβλα μου…
έλεγε και με αργές ψωλιές εκτόξευε στο κωλάντερο της πηχτές καυτές ριπές σπέρματος. Το κωλαράκι της τεντωνότανε αχόρταγο να πιει το καυτό σπέρμα του βλάχου, μέχρι που αυτός άρχισε να τραβιέται μαλακωμένος και στραγγισμένος από χύσια. Είδαμε το πέος του να βγαίνει από μια ξεχειλωμένη οπή, εκεί που ήταν άλλοτε η κλειστή καστανή της απαλή κωλότρυπα. Την είχε ξεσκίσει, ήταν μια ξεκωλιασμένη πουτανίτσα πια. Ο βλάχος ξάπλωσε δίπλα στην μισολιπόθυμη ερωμένη / θύμα του κι αυτή δε μπορούσε ούτε να γυρίσει. Έμεινε μπρούμυτα. Οι συσπάσεις του εντέρου της, έκαναν τα χύσια του να ξεχειλίζουν και να βγαίνουν από την ξεχειλωμένη της κωλοτρυπίδα που σιγά-σιγά προσπαθούσε να πάρει σχήμα.
Έτσι αποκοιμηθήκαμε ως το πρωί όλοι εξουθενωμένοι, εγώ με τη Μαριώ που με πήρε αγκαλιά στις βυζάρες της, και η μικρή μου με τον τσοπάνο πάνω στη λερωμένη από τα χύσια τους φλοκάτη. Η φωτιά κοιμήθηκε κι αυτή μετά από δυο ώρες, αλλά δε κρύωνε κανείς μας πάνω στα ζεστά κιλίμια. Την άλλη μέρα το πρωί ξυπνήσαμε αργά. Η Μαριώ σηκώθηκε και μας έκανε ένα ωραίο πρωινό με φρέσκο γάλα, ψωμί μαύρο και σπιτική γιαούρτη που καταβροχθίσαμε με όρεξη. Φιληθήκαμε όλοι και αποχαιρετιστήκαμε πολύ ζεστά με την υπόσχεση να βρεθούμε σύντομα για τα όμορφα όργια μας. Η Σίσσυ με δυσκολία περπάτησε το δρόμο του γυρισμού, κι έκανε να πάει τουαλέτα κανονικά δέκα μέρες από το ξέσκισμα που είχε φάει. Όμως, ερωτεύθηκε το βλάχο παράφορα και μόλις τέλειωσαν οι εξετάσεις του Ιουνίου ανέβηκε στο βουνό να μείνει όλο το καλοκαίρι με το βλάχο. Εγώ βαριόμουνα, όμως η πονηρούλα Μαριώ, με σύστησε ως ανιψιό, γιο της ξαδέρφης της από την πρωτεύουσα και με ανέβασε στο χωριό να μείνω μαζί τους για κάνα εικοσαήμερο. Εκεί γνωρίστηκα και με τον πούστη τον άνδρα της, αλλά η Μαριώ τον φοβέρισε μη τυχόν και με αγγίξει κι έτσι αυτός έφευγε πρωί για δουλειές κι εμείς ξεσκιζόμαστε στο πήδημα. Έχω να σας πω κι άλλα πολλά αλλά είμαι τώρα στο χωριό της Μαριώς ακόμα διακοπές και με περιποιούνται σαν πασά. Ανεβαίνουμε και κάθε 4-5 μέρες στο μαντρί του Παντελή, ή έρχεται η Σίσσυ να ηρεμήσει λίγο από το πολύ παλούκωμα που τρώει. Αλλά για τις ιστορίες του καλοκαιριού θα σας πω περισσότερα σε άλλη σειρά ιστοριών.
(Copyright protected OW ref: 63509)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.