Προηγούμενο μέρος: Πενταήμερη στην Τρίτη λυκείου
Αφού καπνίσαμε ένα τσιγάρο με τη Δώρα, επιδοθήκαμε έως αργά τα χαράματα στις προσταγές της σάρκας.
Το ξημέρωμα με βρήκε να νυχοπατώ σαν κλέφτης για να γυρίσω στο δωμάτιο μου. Ο Χ κοιμόταν του καλού καιρού, αλλά εγώ ήμουν σε υπερένταση, ακόμα κι αν είχα τελειώσει τρεις φορές.
Στο πρωινό της ημέρας βρέθηκα να πίνω καφέ μόνος μου και να καπνίζω ρεμβάζοντας. Δεν κοιμήθηκα εκείνη τη νύχτα και ξαναζούσα στο μυαλό μου τη χθεσινή μαγεία. Πλέον η πενταήμερη εκδρομή μου φαινόταν διαφορετική, αλλά δε θα άλλαζα συνήθειες για να μην προδοθώ. Οπότε ντύθηκα με ροκ ρούχα, φόρεσα τη μάσκα του μεταλά και τέλος. Κανείς δεν πήρε χαμπάρι ότι κάθε βράδυ επισκεπτόμουν τη Δώρα και ζούσαμε έντονες στιγμές πάθους.
Μάλιστα το τελευταίο βράδυ πριν γυρίσουμε, η Δώρα μου έκανε το καλύτερο δώρο. Μου έδωσε το παρθένο κωλαράκι της. Αργά και προσεκτικά μπήκα μέσα της ενώ εκείνη βογκούσε στην αρχή από πόνο και μετά από καύλα, ενώ εγώ έχυσα δυο φορές μέσα στον πάτο της κι εκείνη δεν ξέρω πόσες γιατί έπαιζε μανιωδώς με το μουνάκι της όσο την έπαιρνα από πίσω.
Γυρίσαμε και ήρθαν οι διακοπές του Πάσχα. Στο μυαλό μου υπήρχε μόνο η Δώρα. Την παρασκευή της ζωοδόχου πηγής χτύπησε το τηλέφωνο στο σπίτι μου και το σήκωσε ο πατέρας μου. Όταν άκουσε γυναικεία φωνή να με ζητάει, μου έκλεισε το μάτι και μου έδωσε το ακουστικό.
- Παρακαλώ;
- Ιανέ εσύ; Εδώ Δώρα!
- Καλησπέρα Δώρα. Τι κάνεις; Χριστός Ανέστη! Χρόνια Πολλά… τα είπα όλα αυτά για να μην καταλάβουν τίποτα οι γονείς μου.
- Αληθώς ανέστη. Έχεις χρόνο να έρθεις από το σπίτι μου το βραδάκι;
Ειλικρινά δεν το περίμενα.
- Ναι. Θα έρθω στο πάρτι της Ζωής! Θύμισε μου τη διεύθυνση.
- Κατάλαβα! Δε μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα… είπε η Δώρα και μου έδωσε τη διεύθυνση της.
- Κατά τις 9 είναι καλά;
- Ναι.
- Οκ θα τα πούμε εκεί.
Κατέβασα το ακουστικό και πήγα να κάνω μπάνιο. Κατόπιν ετοιμάστηκα, κατέβηκα στην πλατεία που είχε μια κάβα και πήρα ένα παλιό κόκκινο κρασί και δέκα λεπτά πριν της εννιά χτυπούσα το κουδούνι της.
Η Δώρα με υποδέχτηκε με ένα ημιδιάφανο δαντελωτό μαύρο νεγκλιζέ και τίποτα άλλο από μέσα.
- Δεν πρέπει να χάσουμε χρόνο, μου είπε. Αύριο παντρεύομαι.
Την κοίταγα σα μαλάκας, αλλά με τράβηξε στο δωμάτιο της.
- Καλά δεν έπρεπε να είσαι με τους γονείς σου ή με τις φίλες σου ή με κάποιους τέλος πάντων;
- Τους είπα αδιαθέτησα και ότι ήθελα να ξεκουραστώ για τη μεγάλη μέρα.
Όσο μου απαντούσε, με βοηθούσε να βγάλω τα ρούχα μου, ενώ η ίδια κατέβασε τις τιράντες από το νεγκλιζέ και έμεινε γυμνή στα μάτια μου.
- Απόψε θέλω να με γαμήσεις τόσο καλά, ώστε να ξεχάσω το αυριανό ξενέρωμα, μου είπε.
Κάτι μέσα μου ξύπνησε. Κάτι αρχαίο και σκοτεινό. Την έσπρωξα στο κρεβάτι και της έκανα το καλύτερο γλειφομούνι που μπορούσα. Την έγλειφα ασταμάτητα για σχεδόν μία ώρα, ενώ της έχωνα δάχτυλα μπρος και πίσω. Έχυνε και φώναζε να τη γαμήσω, αλλά συνέχιζα να τη γλείφω όχι με πάθος, αλλά με κάτι πιο βαθύ. Κάποια στιγμή που δεν άντεχα άλλο και ένοιωθα τη γλώσσα μου μουδιασμένη, ανασήκωσα τα πόδια της και κάρφωσα την πούτσα μου βαθιά στον κώλο της. Άρχισα να χύνω κατ' ευθείαν μέσα της, όμως δε σταμάτησα να τη γαμάω.
Το σώμα μου είχε μουδιάσει και ιδρώσει. Η αναπνοή μου ζητούσε περισσότερο οξυγόνο κι εγώ γαμούσα με μανία το κωλαράκι της, ενώ τρία δάχτυλα μου ήταν στο μουνί της. Όταν άρχισα να χύνω για δεύτερη φορά μέσα της, έβγαλα την πούτσα μου και της την έβαλα στο στόμα. Κατάπιε ότι μου είχε απομείνει και έπεσα δίπλα της στο κρεβάτι αποκαμωμένος.
Σύρθηκα, κυλίστηκα και τελικά βρήκα τα τσιγάρα μου. Η Δώρα καθόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι με το στητό της στήθος να ανεβοκατεβαίνει. Χύσια έτρεχαν από την κωλότρυπα της, αλλά και από το μουνάκι της.
Έκανα το τσιγάρο στα γρήγορα και την πλησίασα. Την έβαλα να με τσιμπουκώσει και άρχισα να της γαμάω το μουνάκι. Έβαζα όλη μου τη νεανική αντοχή και δύναμη να την ικανοποιήσω και πραγματικά κάποια στιγμή που ακούμπησα την κλειτορίδα της, εκείνη τινάχτηκε και σχεδόν με κλώτσησε από πάνω της.
- Δε μπορώ άλλο… μου είπε.
Η πούτσα μου ήταν σηκωμένη ακόμα σαν κοντάρι σημαίας. Πλησίασα και την έβαλα στο στόμα της. Όταν μου μάλαξε τα αρχίδια, άρχισα να χύνω πάλι.
Μισή ώρα αργότερα πίναμε το κρασί και τρώγαμε πίτσα. Δεν τη ρώτησα για τον άντρα της. Αφού χόρτασα, σηκώθηκα κι έφυγα.
Πήγα σε ένα κλαμπάκι που έπαιζε ροκ και μέταλ και χάθηκα στη μουσική. Με τη Δώρα δεν ξαναμιλήσαμε ως τις πανελλαδικές που ήταν επιτηρήτρια.
Copyright protected OW ref: 179450
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.