Από όταν ήμαστε μικρά, ως παιδιά ήμαστε αχώριστη παρέα. Στο σχολείο ήμουν σαν μεγαλύτερος αδερφός. Πάντα την προστάτευα και πάντα κι η ίδια με φρόντιζε, όταν ξεχνούσα διάφορα πράγματα. Θυμάμαι που βγαίναμε να παίξουμε με τα άλλα παιδιά κι όταν μετά το παιγνίδι ξεχνούσα πότε το μπουφάν, πότε τη ζακέτα υπήρχε μια Νικολέτα που ερχόταν πίσω μου κουβαλώντας τα.
Πολλές φορές καθόμαστε οι δύο μας στο παγκάκι τους μικρού άλσους και κάναμε όνειρα. Της έπιανα το χέρι κι της έλεγα πόσο πολύ την αγαπώ. Και δίναμε όρκους πως όταν μεγαλώσουμε μια μέρα θα παντρευτούμε. Κλασικά παιγνίδια ρόλων από μικρά παιδιά.
Σιγά-σιγά μεγαλώσαμε. Εγώ πήγα στο γυμνάσιο, στο Λύκειο. Η συμπάθεια που είχε ο ένας για τον άλλον συνέχισε να υπάρχει. Παρόλο που αλλάξαμε παρέες, όταν βρισκόμασταν μαζί λέγαμε πάντα τα μυστικά μας. Πολλές φορές τη συνόδευα στο σινεμά ως μεγαλύτερος, όταν ήταν να επιστρέψουμε αργά στο σπίτι. Όσο μεγάλωνα, τόσο πιο υπεύθυνος ένιωθα γι αυτή.
Θυμάμαι ένα βράδυ είχε πάει σε μια φίλη της, εγώ γύριζα από το φροντιστήριο. Η Νικολέτα ήταν στη στροφή του δρόμου. Πήγαινε τότε στο γυμνάσιο ακόμα. Καθώς επέστρεφα είδα ένα νεαρό να τη φιλάει με το ζόρι. Η Νικολέτα προσπαθούσε να του ξεφύγει. Την κρατούσε με το ζόρι. Έτρεξα. Τον άρπαξα από το γιακά και τον χτύπησα. Εκείνος σάστισε, τρόμαξε και το έβαλε στα πόδια.
- Είσαι καλά;… τη ρώτησα.
- Καλά είμαι, αλλά να μην ανακατεύεσαι σε ξένες δουλειές! Κατάλαβες;… μου είπε με θυμωμένο ύφος και έφυγε.
Εγώ εκείνο τον καιρό τα είχα με μια συμμαθήτριά μου από το φροντιστήριο. Τρίτη Λυκείου και οι δυο. Η Δέσποινα μια μελαχρινή όμορφη κοπέλα. Απελευθερωμένη αρκετά. Μαζί της είχα την πρώτη σεξουαλική επαφή. Η ίδια είχε περισσότερη εμπειρία από μένα μιας και έκανε από το Γυμνάσιο πολλούς επιπόλαιους δεσμούς. Από το Γυμνάσιο, όπως μου είχε πει, είχε χάσει την παρθενιά της.
Θυμάμαι, όταν συναντηθήκαμε στο σπίτι ενός φίλου μας, που έλειπαν οι γονείς του. Μπήκαμε μέσα και πήγαμε στο σαλόνι. Καθίσαμε και αρχίσαμε να φιλιόμαστε. Εγώ είχα τρακ σαν πρώτη φορά. Η Δέσποινα, που ήταν πιο έμπειρη από μένα, ανέλαβε την πρωτοβουλία. Με μια κίνηση έβγαλε τη μπλούζα της και πετάχτηκαν τα δύο όμορφα στητά βυζιά της μπροστά μου. Έμεινα έκθαμβος. Έσκυψα και άρχισα να τα φιλάω. Σιγά-σιγά γδυθήκαμε τελείως. Ξάπλωσα και ήρθε πάνω μου και άρχισε να μου παίρνει πίπα. Σε λίγο δεν άργησα να χύσω.
Σκουπιστήκαμε και σε λίγα λεπτά άρχισε ο δεύτερος γύρος. Έσκυψα κι άρχισα να της γλείφω το μουνί, όπως έβλεπα από τις τσόντες που είχα δει ως τότε. Τα υγρά της πλημύριζαν το στόμα μου. Μου άρεσε η γεύση τους. Τον έβαλα μέσα με όσο πάθος μπορεί να σκεφτεί άνθρωπος. Τη γάμησα έχοντάς την ανάσκελα. Αυτή τη φορά το πάθος και η καύλα είχε βαρέσει κόκκινο. Έχυσα σε μισή ώρα περίπου αλλάζοντας στάσεις. Θυμάμαι, μέχρι τις μία το πρωί δεν είχαμε σταματήσει το γαμήσι. Ξεθεωθήκαμε κυριολεκτικά. Τα σκηνικά επαναλαμβάνονταν για ένα τρίμηνο· ύστερα ήρθε το τέλος στη σχέση μας. Είχαμε τις εξετάσεις. Το διάβασμα πολύ. Ήμουν καλός μαθητής. Χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, πέρασα στο πανεπιστήμιο στην Αθήνα.
Έφυγα για την Αθήνα. Εκεί άρχισα τη φοιτητική ζωή. Τον πρώτο καιρό ήμουν για αρκετό διάστημα μόνος. Με τον καιρό έκανα παρέες. Εκεί γνώρισα τη Μαρίνα. Μια όμορφη ξανθιά κοπέλα που πηγαίναμε στην ίδια σχολή. Γνωριστήκαμε σε μια εκδήλωση της σχολής. Είμαστε στην ίδια ομάδα εργασίας στο εργαστήριο. Ήταν μια πολύ σοβαρή κοπέλα. Εκείνο που μας τράβηξε, από την αρχή κοντά, ήταν το πάθος μας για τη χημεία. Έτσι βρεθήκαμε με κάτι συμφοιτητές πότε στο σπίτι της πότε στο δικό μου προκειμένου να κάνουμε ομαδικές εργασίες. Μου άρεσε η παρέα της. Αλλά τότε μέχρι εκεί. Αυτή η σοβαρότητα της κοπέλας αυτής με έκανε να μην μπορώ να της ριχτώ. Δεν ξέρω γιατί, ίσως γιατί δεν ήθελα να χαλάσω τις σχέσεις μαζί της.
Κάποια στιγμή εγώ και η Μαρίνα πήραμε μια εργασία από κοινού. Έπρεπε να βρισκόμαστε συχνότερα οι δυο μας. Είχαμε αρκετή οικειότητα. Ένα βράδυ που έπρεπε να κάνουμε πολύ δουλειά ήρθε στο σπίτι μου. Δουλεύαμε ως αργά τη μία. Κουραστήκαμε και καθίσαμε στο σαλόνι του σπιτιού που έμενα.
- Κουράστηκα, μου λέει. Πονάει ο αυχένας μου.
- Κάτσε βρε Μαρίνα μου, να σε τρίψω λίγο…
Και άρχισα να της τρίβω τον αυχένα και την πλάτη.
- Σε ανακουφίζει καθόλου;… τη ρώτησα.
- Αχ! Είναι υπέροχο! Μουδιάζουν μέχρι και τα χέρια μου! Μπράβο σου! Τι τέλεια!
Χαλάρωσε. Φορούσε μια κολλητή μπλε μπλούζα που έδειχνε τα κάλλη της. Το στήθος της ήταν μέτριο καλοσχηματισμένο. Τα μαλλιά της ξανθά, σπαστά μέχρι την πλάτη. Τα μάτια της καστανά και ένα όμορφο πρόσωπο.
Σιγά-σιγά το τρίψιμο άρχισε να γίνεται πιο απαλό. Και από τον αυχένα προχώρησα στους ώμους. Σιγά-σιγά στο λαιμό και πίσω από το αυτί. Πλέον δεν ήταν τρίψιμο, αλλά καθαρό χάδι. Όπως ήταν γυρισμένη με την πλάτη σε μένα, έσκυψα και τη φίλησα στο πίσω μέρος του λαιμού. Τρυφερά, χαϊδεύοντάς την ταυτόχρονα. Αναστέναξε. Γύρισε ξαφνικά προς εμένα. Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Και τα χείλη μας έσμιξαν σε ένα μακρύ φιλί· το πρώτο μας. Με αγκάλιασε. Τα φιλιά μας γίνονταν πιο παθιασμένα.
- Μου αρέσεις της λέω. Σε γουστάρω πολύ.
- Και μένα μου αρέσεις, εδώ και καιρό, μου απάντησε.
Σε λίγο, αυτό το όμορφο και σοβαρό πρόσωπο πήρε μια έκφραση πάθους. Φιλιόμαστε παθιασμένα. Έβαλα το χέρι κάτω από τη μπλούζα της και χάιδευα τα όμορφα βυζιά της. Ανασηκώθηκε λίγο και μια κίνηση έβγαλε τη μπλούζα της. Ύστερα έβγαλε και το σουτιέν που φορούσε. Τρελάθηκα στη θέα του στήθους της. Έσκυψα και άρχισα να το φιλάω τρυφερά χαϊδεύοντάς το με τα χέρια μου. Πιπιλούσα τις σκληρές ρώγες της. Η Μαρίνα αναστέναζε από καύλα. Έβγαλα κι εγώ τη μπλούζα που φορούσα. Και ύστερα άρχισα να της ξεκουμπώνω το παντελόνι. Σε λίγο βρεθήκαμε πάνω στον καναπέ ολόγυμνοι. Έσκυψα και άρχισα να της φιλάω το στήθος πάλι. Συνέχισα προς τα κάτω. Έφτασα στο περιποιημένο μουνάκι της. Έσκυψα και άρχισα να φιλάω τα μουνόχειλά της απ' έξω. Καθαρό, με όμορφη μυρωδιά. Άρχισα να το γλείφω. Σε λίγο άρχισα να βάζω τη γλώσσα μου μέσα. Αναστέναξε. Τα υγρά έτρεχαν από την καύλα της. Ανέβηκα προς τα πάνω. Άρχισα να πιπιλάω τρυφερά την κλειτορίδα της. Της έβαλα ένα δάχτυλο μέσα της. Πλέον η καύλα είχε φτάσει στο απροχώρητο.
- Γάμησε με, μου λέει βογκώντας.
Σηκώθηκα της σήκωσα τα πόδια και άρχισα να της τον παίζω πάνω στα μουσκεμένα μουνόχειλα. Σε λίγο γλίστρησα μέσα στο καυτό μουνί της. Ήταν τόσο υγρό και καυτό, που έκανε την καύλα μου να φτάσει στα ύψη. Συνέχισα για ένα πεντάλεπτο περίπου. Την ένιωσα να χύνει ξανά. Δεν άντεξα άλλο. Τον έβγαλα έξω και έχυσα πάνω στην κοιλιά της και στα βυζιά. Έπεσα πάνω της και άρχισα να τη φιλάω τρυφερά. Ξαπλώσαμε αγκαλιά ο ένας δίπλα στον άλλο στον καναπέ. Ήταν υπέροχα!
Σηκωθήκαμε και πήγαμε στο μπάνιο. Γεμίσαμε τη μπανιέρα με ζεστό νερό και καθίσαμε μέσα να χαλαρώσουμε. Ο ένας έτριβε τον άλλο και φιλιόμαστε. Δεν άργησε να έρθει και ένα νέο κύμα καύλας. Ο πούτσος μου άρχισε να σηκώνεται και πάλι. Τα χέρια της Μαρίνας άρχισαν να τον χαϊδεύουν περίτεχνα.
Σηκωθήκαμε από τη μπανιέρα. Σκουπιστήκαμε και τραβήξαμε για το κρεβάτι. Πέσαμε αγκαλιά και αρχίσαμε τα χάδια και τα φιλιά. Στάθηκα όρθιος και η Μαρίνα γονάτισε μπροστά μου και άρχισε να μου παίρνει μια θεϊκή πίπα. Τον έχωνε όλο μέσα στο στόμα της, ενώ με το χέρι της μου χάιδευε τα αρχίδια και μου τον έπαιζε πότε-πότε.
Τη γύρισα στα τέσσερα πάνω στο κρεβάτι. Έσκυψα και άρχισα να της γλείφω τα μουνόχειλα. Η γλώσσα μου σιγά-σιγά χωνόταν στη σχισμή του μουνιού της. Αναστέναζε και τα υγρά της γέμισαν τα χείλη μου. Μύριζε υπέροχα. Μια μυρωδιά μουνιού που ξυπνούσε μέσα μου άγρια ζωικά ένστικτα. Άρχισα να της γλείφω το σημείο ανάμεσα στον κώλο και στο μουνί. Ήταν πεντακάθαρη. Η γλώσσα μου σιγά-σιγά άρχισε να της περιεργάζεται την κωλοτρυπίδα. Ήταν ξυρισμένη. Σηκώθηκα και τον έβαλα στο μουνί της. Άρχισα να τη γαμάω δυνατά. Για δέκα λεπτά τη γαμούσα με όση δύναμη είχα.
Βγήκα και άρχισα πάλι να τη γλείφω. Είχε χύσει για Τρίτη φορά. Έγλειφα πότε το μουνί της και πότε τη κωλοτρυπίδα της. Σε μια στιγμή έχωσα το ένα δάχτυλο μέσα της. Αναστέναξε. Το ένα έγινε δύο. Γυρίζει σε μια στιγμή.
- Βάλε μού τον σε παρακαλώ. Τον θέλω στον κώλο μου.
- Δε θέλω να σε πονέσω.
- Το έχω ξανακάνει, μη φοβάσαι.
Σηκώθηκε όρθια και ακούμπησε με το ένα χέρι στον τοίχο. Τούρλωσε τον κώλο της και έπιασε τον πούτσο μου και τον έβαλε μέσα μόνη της σιγά-σιγά.
- Έλα, μου λέει. Μπήκε. Γάμα με τώρα.
Άρχισα να μπαινοβγαίνω. Σιγά στην αρχή, ύστερα αφέθηκα στην καύλα. Ο πούτσος μου είχε γίνει πέτρα. Κατάλαβε ότι ήμουν έτοιμος να χύσω. Με το ένα χέρι της έπιασε τη μέση μου. Όταν άρχισα να χύνω μέσα της, με έσπρωχνε όλο και πιο δυνατά μέσα της. Τέλειωσα μπαίνοντας με δύναμη μέσα της. Έμεινα μέσα της μέχρι που ο πούτσος μου χαλάρωσε. Καθίσαμε αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι. Μέχρι το πρωί το κάναμε άλλες δύο φορές.
Η Μαρίνα έκρυβε μια παθιασμένη γυναίκα πίσω από τη σοβαρότητα που έδειχνε, όταν έβγαινε έξω στον κόσμο. Ήταν ένα οξυδερκές μυαλό, που και στο πανεπιστήμιο ήταν θα έλεγε κανείς μέσα στους καλύτερους φοιτητές. Οι καθηγητές τη συμπαθούσαν, και ιδιαίτερα ένας, της έδειχνε ότι τη θαύμαζε ως κοπέλα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που της πρότεινε να βγούν· πέσιμο στα ίσια δηλαδή. Η Μαρίνα κρατούσε τα προσχήματα. Ήταν πάντα ευγενική μαζί του και το απέφευγε με κάθε δυνατό τρόπο.
Μάλιστα μια μέρα για να του κόψει τη φόρα και να ησυχάσει από τα πειράγματα, δεν δίστασε, όταν τον είδε να έρχεται προς το μέρος μας, να με φιλήσει στο στόμα. Αυτός προσπέρασε σοβαρός. Μάλιστα οι υπόλοιποι φοιτητές και φοιτήτριες της έβαλαν χέρι, ότι δήθεν τον πρόσβαλε.
Πήρα τη Μαρίνα και φύγαμε. Στο δρόμο ήταν πολύ εκνευρισμένη. Τον έβριζε συνεχώς και εγώ προσπαθούσα να την ηρεμήσω. Πήγαμε στο σπίτι μου. Εξάλλου, στο δικό της σπάνια πατούσε. Πήγαινε μόνο, όταν ήταν να έρθει κάποιος δικός της από το χωριό. Το βράδυ εκείνο, θυμάμαι, κάναμε έρωτα με κάθε δυνατό τρόπο.
Με τη Μαρίνα συνεχίσαμε σχεδόν για τρία χρόνια. Ήμαστε στο τέταρτο έτος. Είχαμε βαλθεί να τελειώσουμε γρήγορα το πανεπιστήμιο και να κάνουμε μεταπτυχιακά. Ήταν άνοιξη. Πριν το Πάσχα. Ο «σάτυρος» καθηγητής μας έκοβε στο μάθημά του συνέχεια. Δεν έπαψε να την πέφτει στη Μαρίνα με κάθε ευκαιρία. Σκέφτηκα πολλές φορές να πάρω μια παρέα και να τον σπάσω στο ξύλο.
Ετοιμαζόμαστε για τις διακοπές του Πάσχα. Μετά ξανά στην Αθήνα και εξεταστική. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η μάνα μου. Μου ζήτησε να φιλοξενήσω για λίγες μέρες τη Νικολέτα. Δεν μπορούσα να πω όχι. Τη Νικολέτα είχα περίπου δύο χρόνια να τη δω. Η Μαρίνα έδειξε να ενοχλείται στην αρχή, αν και προσπάθησε να το κρύψει.
Η Νικολέτα ήρθε. Την περίμενα στο ΚΤΕΛ. Η Μάνα μου έστελνε και κάτι πράγματα. Δεν ήταν σωστό να την αφήσω να έρθει φορτωμένη μόνη της. Σε λίγο έφτασε το λεωφορείο. Άρχισαν να βγαίνουν οι επιβάτες. Σε μια στιγμή βλέπω μια πανέμορφη κοπέλα με μακριά μαύρα μαλλιά μέχρι τη μέση να βγαίνει από το λεωφορείο. Μόλις με είδε, έτρεξε πάνω μου και με αγκάλιασε. Ανταπέδωσα την αγκαλιά σηκώνοντάς την. Φορούσε μια κολλητή μπλούζα που τόνιζε τα υπέροχα βυζιά της. Ήταν σκέτο πάθος.
- Βρε πως μεγάλωσε η Νικολέτα μας! είπα. Κούκλα είσαι!
- Κι συ δεν πας πίσω, Γιώργο μου!
Μπήκαμε σε ταξί και σε λίγη ώρα ήμαστε στο σπίτι μου. Εκεί μας περίμενε η Μαρίνα. Τις σύστησα. Μόλις η Νικολέτα είδε τη Μαρίνα, γυρίζει σε μένα και λέει:
- Μπράβο βρε… έχεις γούστο! Η κοπέλα σου είναι μια θεά.
Και έσκυψε και φίλησε στο μάγουλο τη Μαρίνα. Με αυτό έσπασε ο πάγος. Τις άφησα μόνες τους και βγήκα να πάρω κάτι να φάμε. Όταν γύρισα τις είδα στο σαλόνι να συζητάνε και να γελάνε.
- Γιατί βρε δεν παίρνεις τη Μαρίνα να έρθεις για Πάσχα; Θα περάσουμε τέλεια. Τι νομίζεις ότι κι εγώ έχω παρέες; Μόνη μου είμαι. Διάβασμα και πάλι διάβασμα. Αχ, έλα βρε Μαρίνα μου! Θα περάσουμε καλά!
- Δε γίνεται Νικολέτα μου. Πρέπει να πάω στους δικούς μου. Περιμένουν πώς και πώς.
- Σε καταλαβαίνω. Αλλά μόλις μπορέσεις θα έρθεις ΟΚ;
- Εντάξει!
Οι μέρες πέρασαν. Η Νικολέτα έπρεπε να φύγει. Τη μέρα που έφευγε κάλεσε ταξί. Η Μαρίνα έλειπε και θα ερχόταν να τη χαιρετήσει, αν προλάβαινε. Βγήκαμε με τα πράγματα στο δρόμο. Το ταξί περίμενε. Η Νικολέτα με ευχαρίστησε για τη φιλοξενία. Έσκυψε να με χαιρετήσει. Και τότε αντί για ένα φιλί στο μάγουλο, μου έδωσε ένα παθιασμένο φιλί στο στόμα. Τα έχασα. Μπήκε στο ταξί και έφυγε. Γυρνώντας, είδα από μακριά τη Μαρίνα να έρχεται με αδιάφορο ύφος. Την περίμενα. Έκυψα να τη φιλήσω. Με απώθησε. Πήγαμε μέσα. Μόλις μπήκαμε μέσα αμίλητοι στάθηκε στο σαλόνι απέναντί μου σοβαρή. Σηκώνει το χέρι και μου ρίχνει το πιο δυνατό χαστούκι που έφαγα ποτέ στη ζωή μου. Στη συνέχεια χωρίς να πει τίποτε, με τραβάει από το πουκάμισο και με ρίχνει στον καναπέ. Τα έχασα. Σε λίγο με έγδυσε και γδύθηκε κι αυτή. Με καβάλησε. Άρχισε να γαμιέται πάνω στον πούτσο μου. Δεν άργησα να χύσω μέσα της.
- Μην ανησυχείς, παίρνω τα μέτρα μου μού λέει.
- Γιατί με χαστούκισες; Ρώτησα κάνοντας δήθεν τον ανήξερο.
- Μετά από την ηδονή ενός φιλιού χρειάζεται πόνος, και μετά από τον πόνο ηδονή. Τι νομίζεις ρε μαλάκα, ότι δεν το είδα το φιλί που σου έδωσε ή δεν είδα πώς σε ζαχάρωνε η μικρή όσο ήταν εδώ; Κοίτα, εγώ ζηλεύω. Κι όταν ζηλεύω δεν ξέρεις τι μπορώ να κάνω! Μπορώ να σου βγάλω και τα δυο μάτια, κατάλαβες;
Της ζήτησα συγγνώμη. Δεν τη δέχθηκε και έθεσε το όρο ότι για να είμαστε μαζί πρέπει να είμαι καθώς πρέπει με όλη τη σημασία της λέξης.
- Αλλιώς, «ανταποδίδω με το ίδιο νόμισμα», Γιωργάκη, κατάλαβες;
Έπαθα!
- Κοίτα, εγώ δεν προκάλεσα κάτι της είπα. Αυτή το έκανε, κατάλαβες;
- ΟΚ!, μου λέει.
- Τι ΟΚ! Μωρέ; Εδώ με κατηγορείς για κάτι που δεν έφταιγα.
- Εντάξει, ηρέμησε! Μου είπε.
- Γιατί να ηρεμήσω; Δεν ξεκαθάρισε το ζήτημα μου φαίνεται. Σου ξεκαθάρισα ότι αυτή πήρε την πρωτοβουλία και το έκανε αυτό αναπάντεχα. Δεν το περίμενα, στο κάτω-κάτω δεν επιδίωξα κάτι τέτοιο και απλά αυτή με ξάφνιασε! Το ό,τι δεν πρόλαβα να αντιδράσω σου λέει κάτι; Είπα με ξεκάθαρο εκνευρισμό, που με έκανε να κοκκινίσω.
- Εντάξει, ηρέμησε σε παρακαλώ! είπε η Μαρίνα. Ζήλεψα! Αυτό είναι. Ίσως ήμουν υπερβολική. Συγγνώμη!
- Καλά δε θεωρώ ότι λύθηκε το πρόβλημα, γαμώ την πίστη μου! Απλά το αφήνεις, ίσως να το πιάσεις αργότερα. Θα την πάρω τηλέφωνο και θα την ξεχέσω.
- Όχι, δεν θα κάνεις τίποτα, σε παρακαλώ. Μην το συνεχίζεις. Εντάξει ομολογώ ότι αντέδρασα έντονα.
- Αντέδρασες δίκαια αγάπη μου! Σε καταλαβαίνω. Εγώ στη θέση σου ίσως και χειρότερα. Στο ξαναλέω ότι όλη την κίνηση την έκανε το μαλακισμένο κι όχι εγώ. Εγώ μόνο εσένα αγαπάω. Να το ξέρεις αυτό. Σ’ αγαπάω Μαρίνα μου, σε λατρεύω.
Με έπιασε και με φίλησε τρυφερά στο στόμα.
- Και εγώ σ’ αγαπάω Γιώργο μου. Ηρέμισε τώρα! Δεν είναι σωστό να χαλάμε τις καρδιές μας, για μια μαλακία που έκανε η Νικολέτα. Τι να κάνω; Έχω ωραίο άντρα και ζηλεύω…
είπε αστειευόμενη προσπαθώντας να φτιάξει το κλίμα ανάμεσά μας. Ηρεμήσαμε. Μπορεί να έδειχνε ήρεμη μετά την κουβέντα, αλλά εμένα δεν με έπεισε ότι το ξεπέρασε. Οι υπόλοιπες μέρες μέχρι το Πάσχα πέρασαν ήρεμα μέσα στις γλύκες. Ήταν πολύ τρυφερή μαζί μου. Το Πάσχα ήρθε. Όταν χωρίσαμε ο καθένας για το μέρος του, με φίλησε και μου είπε.
- Σε αγαπώ μου λέει. Αλλά πρόσεχε! Είπε με ένα ύφος που έδειχνε ότι αστειευόταν και ήθελε να με πειράξει.
- Δεν έχεις παρά να έρθεις μαζί μου. Ξέρεις ότι σ’ αγαπάω πολύ. Τελικά Μαρίνα μου, βλέπω ότι η παρεξήγηση δε λύθηκε.
- Μη γίνεσαι κουτός Γιώργο μου! Ξέρω ότι με αγαπάς και ξέρω πόσο καλός άνθρωπος είσαι. Θα ήθελα πολύ να είμαι μαζί σου το Πάσχα, αλλά δεν γίνεται. Πρέπει να ανέβω πάνω, στους δικούς μου.
Έφυγα το πρωί. Η Μαρίνα θα έφευγε το απόγευμα για το χωριό της.
Ήταν Τετάρτη μέρα μετά το Πάσχα. Είχα να μιλήσω από τη Δευτέρα του Πάσχα με τη Μαρίνα. Δεν ξέρω το κινητό της ήταν κλειστό για κάποιο λόγο. Βρήκα τη Νικολέτα και πήγαμε για καφέ.
- Γιατί το έκανες αυτό Νικολέτα; Για το φιλί εννοώ;
- Γιατί, Γιώργο μου η εκδίκηση είναι κρύο πιάτο. Θυμάσαι που φιλιόμουν με ένα αγόρι και μου την έσπασες κάποτε;
- Συγγνώμη βρε συ, αλλά εγώ άλλο νόμισα βλέποντάς σε να τον σπρώχνεις. Θεώρησα ότι σου κάνει κάτι παρά τη θέλησή σου.
- Τέλος πάντων. Αν θες μπορώ να την πάρω τηλέφωνο και να το ξεκαθαρίσω.
- Όχι δε χρειάζεται. Ξεκαθάρισε το πράγμα.
- Σίγουρα;
- Ναι, σου λέω.
Την Πέμπτη είχα έναν άγριο καυγά με τους δικούς μου και έφυγα για την Αθήνα εκνευρισμένος. Δεν έβρισκα και τη Μαρίνα στο τηλέφωνο και αυτό μου την έδινε ακόμη περισσότερο. Πήγα στο σπίτι. Έφτιαξα ένα καφέ και άραξα. Συγύρισα το σπίτι και βγήκα για ψώνια. Άργησα περίπου δύο τρεις ώρες, δεν ξέρω, ίσως και λίγο πιο πολύ. Γυρίζοντας, βλέπω φως στο παράθυρο του σαλονιού. Δε μπορούσα να καταλάβω. Εγώ έφυγα νωρίς από το σπίτι. Η Μαρίνα είναι στο χωριό. Υπέθεσα ότι είναι κλέφτες. Μπήκα στην πολυκατοικία. Πήγα στο υπόγειο όπου ήξερα ότι είχαμε μια μεταλλική βέργα για να μετράμε το πετρέλαιο. Την πήρα και ανέβηκα τη σκάλα. Τρίτος όροφος. Έβαλα το κινητό στο αθόρυβο. Άνοιξα όσο πιο αθόρυβα γινόταν. Μπήκα μέσα και άκουσα γέλια και κουβέντες από την κρεβατοκάμαρα. Δεν άργησα να γνωρίσω τη φωνή της Μαρίνας. Ακουγόταν όμως και μια ανδρική φωνή. Γνώριμη μεν αλλά δεν μπορούσα να την αναγνωρίσω. Προχώρησα στις μύτες των ποδιών. Η πόρτα μισάνοιχτη. Η Μαρίνα γυμνή καβάλα στον καθηγητή. Πηδιόταν κανονικά βογκώντας. Έπεσε ο ουρανός και με πλάκωσε.
Έβαλα το κινητό και το έβαλα στο βίντεο. Άρχισα να μαγνητοσκοπώ. Ήθελα να τους σπάσω το κεφάλι με τη βέργα που κρατούσα. Προχώρησα μέχρι την πόρτα. Στάθηκα και τραβούσα βίντεο. Μπαίνοντας λίγο ακόμα μέσα στο δωμάτιο, δε με πήραν είδηση. Το κινητό συνέχισε να τραβάει βίντεο.
- Θέλω να με πάρεις από πίσω του λέει η Μαρίνα.
Όπως σηκώθηκαν να αλλάξουν στάση, με βλέπουν. Πάγωσαν κι δυο. Το κινητό μου έγραφε.
- Γιώργο εσύ; λέει η Μαρίνα και τράβηξε το σεντόνι πάνω της.
Ο Καθηγητής δε μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Από την μια η γύμνια του που την κατέγραφε το κινητό κι από την άλλη το μάτι του στη βέργα που κρατούσα με νεύρα στα χέρια, έτοιμος να τον τσακίσω στο ξύλο.
- Ηρέμησε, νεαρέ μου… μού λέει. Δεν είναι αυτό που νομίζεις.
- Και τι είναι βρε μαλάκα;… κάτι άλλο; Γαμάς τη κοπέλα μου μέσα στο ίδιο το σπίτι, στο κρεβάτι μου και μου λες ότι δεν είναι αυτό που νομίζω, δεν είναι αυτό που βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια; Και συ βρε πουτανάκι, μέσα στο ίδιο μου το σπίτι; Γιατί; Γιατί βρε πουτάνα δε με χώριζες και να γαμηθείς όσο θέλεις μ’ αυτόν κι όλο το πανεπιστήμιο; Ε; Μου λες παλιοκαργιόλα; Ούρλιαξα με θυμό σηκώνοντας τη βέργα που κρατούσα.
Είχα γίνει κατακόκκινος από τα νεύρα. Έτρεμα. Κρατούσα τη βέργα με δύναμη έτοιμος να τους περιλάβω και να τους αφήσω ανάπηρους και τους δυο. Μετά από αυτά που φώναξα μέσα στα νεύρα μου, οι δυο τους τρόμαξαν πολύ. Δεν ήξεραν τι αντίδραση θα έχω.nΤο μόνο που βγήκε από τα χείλη της Μαρίνας ήταν ένα «συγγνώμη».
- Σήκω πάνω ρε καργιόλη και σπάσε, πριν σε σπάσω τα κόκαλα, είπα ουρλιάζοντας.
- Άσε τη βέργα, μου λέει.
- Νομίζεις ρε μαλάκα, ότι με γυμνά χέρια δεν μπορώ να σε σακατέψω;
Αφήνω τη βέργα κάτω και τον πιάνω από το λαιμό με δύναμη. Τον πέταξα χάμω. Άρχισα να τον κλωτσάω στην κοιλιά και τα πλευρά. Ντύθηκε κακήν κακώς. Έφυγε σαν λαγός.
- Και τώρα Μαρίνα μου, οι δυο μας.
Η Μαρίνα ντύθηκε. Την άρπαξα από το χέρι βίαια και την πήγα στο σαλόνι. Ήταν σα βρεγμένη γάτα.
- Ξέρεις βρε Μαρίνα, δε σε περίμενα να είσαι τόσο πουτάνα!
- Μη με βρίζεις ρε, κι άρχισε να κλαίει. Εσύ, δε φίλησες τη Νικολέτα στο στόμα;
- Κοίτα Μαρινάκι. Σου ξεκαθάρισα ότι αυτή έκανε την κίνηση. Εγώ δεν έφταιγα σε τίποτα. Και τώρα που είμαστε στο χωριό αναγκάστηκε να μου ζητήσει συγγνώμη κι ήθελε μάλιστα να σε πάρει τηλέφωνο, να σου ζητήσει κι εσένα συγγνώμη, αλλά εσύ πρόλαβες να μου τη φέρεις στο πολλαπλό. Να γαμηθείς με τον καθηγητή. Αλλά φυσικά, αυτό έχει και τον «ιερό σκοπό του», να περάσεις το μάθημα. Και μια που εγώ θα ερχόμουν την άλλη βδομάδα, είπες να αρπάξεις την ευκαιρία από τα μαλλιά. Ήθελες και το σκύλο χορτάτο και την πίτα αφάγωτη. Ε, δε σου έκατσε! Κι εγώ ο ηλίθιος ετοιμαζόμουνα να έρθω να σε ζητήσω από τους δικούς σου. Είμαστε τόσα χρόνια μαζί, γαμώ το! Πώς μπόρεσες; Πώς την πάτησα έτσι ο μαλάκας μαζί σου; Τσακώθηκα και με τους δικούς μου, όταν τους το είπα ότι θέλω να αρραβωνιαστούμε. Ήθελαν να περιμένουμε να τελειώσουμε. Σαν να ήξεραν! Μου τα γκρέμισες όλα παλιοπουτάνα!
Σταμάτησε να κλαίει. Πήρε πάλι το σοβαρό της ύφος.
- Κοίτα αν θες να χωρίσουμε; Χωρίζουμε. Εγώ όμως δε θέλω να χωρίσουμε, σ’ αγαπάω.
- Με αυτό που έκανες, μου έδειξες πόσο πουτάνα είσαι!
- Μη με βρίζεις σε παρακαλώ!
- Τι σου υποσχέθηκε; Να περάσεις το μάθημα;
- Όχι μόνο εγώ, αλλά κι εσυ!
Σηκώνομαι και της ρίχνω ένα χαστούκι που γύρισε το κεφάλι της από την άλλη. Την αρπάζω από τα μαλλιά και τη σηκώνω. Εκεί της χώνω άλλο ένα, που γύρισε το κεφάλι της από την άλλη.
- Για τόσο φτηνό με έχεις, μωρή καριόλα; Να στείλω την κοπέλα μου, το κορίτσι που σκόπευα να παντρευτώ να γαμηθεί για να περάσω ένα μάθημα;
Παίρνω μια σακούλα μαύρη σκουπιδιών και βάζω ό,τι ρούχα και πράγματα δικά της είχε αφήσει στο σπίτι μου. Ξέστρωσα τα σεντόνια και έβγαλα τις μαξιλαροθήκες και τα έχωσα κι αυτά στη σακούλα. Της τα δίνω στο χέρι. Της παίρνω τα κλειδιά από το σπίτι μου. Η Μαρίνα έκλαιγε. Με παρακαλούσε πλέον να μη χωρίσουμε. Έλεγε ότι με αγαπάει. Με κυρίεψε ο θυμός μου για τα καλά. Την πέταξα έξω σχεδόν με τις κλωτσιές. Έκλεισα την πόρτα. Δεν ξέρω πώς διάολο έφυγε.
Από τότε όποτε τη συναντούσα την αγνοούσα. Η ίδια έκανε πολλές προσπάθειες να μου μιλήσει όταν συναντιόμαστε στο πανεπιστήμιο. Την απέφευγα πάντα με ένα ψυχρό, αλλά διακριτικό για τους άλλους τρόπο. Δεν ήθελα να δίνω δικαιώματα, για σχόλια στον κύκλο που είχα στο πανεπιστήμιο. Φτάσαμε στις εξετάσεις. Λίγο πριν τις εξετάσεις πήγα και χτύπησα την πόρτα του καθηγητή στο γραφείο. Άνοιξα την πόρτα. Με το που με είδε κοκκίνισε από θυμό.
- Έξω αλήτη… μου λέει.
Έκλεισα την πόρτα και μπήκα μέσα.
- Θυμάσαι, καυλιάρη άντρα, που πήδηξες την κοπέλα μου μέσα στο ίδιο μου το σπίτι;
- Δεν ήταν η μόνη φορά. Κι ούτε η τελευταία! Είπε με ένα ξερό εγωισμό. Βγες έξω, να μη φωνάξω την αστυνομία. Και να ξέρεις ότι το μάθημά μου δεν πρόκειται να το περάσεις. Φαντάζεσαι να έχεις καθαρίσει όλα τα μαθήματα και να μην πάρεις το πτυχίο από ένα μάθημα;… είπε με ένα κυνικό ύφος.
- Μην είσαι σίγουρος, πορνόγερε, του είπα!
- Τι εννοείς; είπε αλλάζοντας ύφος.
- Θυμάσαι που σε τράβηξα βίντεο με το κινητό, τόσο να γαμάς τη Μαρίνα όσο και για όλα τα λόγια που ανταλλάξαμε; Λοιπόν θέλεις να βγει το βίντεο στη δημοσιότητα; Θέλεις να σε κάνω φίρμα;
- Φέρε μου το κινητό σου! Κι έκανε μια κίνηση να μου το πάρει.
- Και να μου το πάρεις βρε βλαμμένε, το βίντεο έχει αντιγραφεί δεν ξέρω κι εγώ σε πόσα αντίγραφα. Θα στείλω στη γυναίκα σου, στους φοιτητές σου, στους άλλους καθηγητές σου και δεν ξέρω κι εγώ που αλλού. Μέχρι και στα πορνοσάιτ θα σε βγάλω. Γι’ αυτό λοιπόν, με μένα, κοίτα να είσαι δίκαιος. Θα με βαθμολογήσεις δίκαια. Δε σου ζητάω να μου χαρίσεις το βαθμό, απλά να σταθείς στο ύψος σου ως επιστήμονας. Κατάλαβες; Αλλιώς, θα σε πηδήξω, όπως δεν μπορείς να το φανταστείς!
Εκείνη την ώρα ανοίγει η πόρτα χωρίς να χτυπήσει. Ήταν η Μαρίνα.
- Έτσι μπράβο! Τα πιτσουνάκια μαζί, είπα.
Η Μαρίνα κοκάλωσε.
- Τι θες εδώ;… με ρώτησε.
- Ήρθα να ξεκαθαρίσουμε κάτι παλιές εκκρεμότητες με το φλογερό εραστή σου από δω. Τα ξεκαθαρίσαμε. Έτσι δεν είναι κύριε καθηγητά;…
είπα με ύφος απευθυνόμενος σ’ αυτόν και έφυγα από το γραφείο. Σε λίγο ήμουν στο προαύλιο του πανεπιστημίου. Έφευγα, όταν άκουσα τη Μαρίνα να έρχεται τρέχοντας και να με φωνάζει. Άρχισε να με παρακαλάει να μη βγάλω το βίντεο στη φόρα. Πήγε να με αγγίξει και την απώθησα.
- Κοίτα Μαρίνα μου, εμείς τελειώσαμε.
- Μα δεν τον ξαναείδα από τότε. Για να του δώσω κάτι σημειώσεις πήγα.
- Δε με ενδιαφέρει. Πάντως εγώ τελειώνω τη σχολή και καθαρίζω τα μαθήματα. Αν με κολλήσει πουθενά, τον γάμησα το μαλάκα. Θα γίνετε φίρμες και οι δύο.
Ήρθε η εξεταστική. Το μάθημά του το πέρασα με καλό βαθμό, μια και είχα ξεσκιστεί στο διάβασμα. Το ίδιο έμαθα και για τη Μαρίνα. Το Σεπτέμβρη έδωσα την πτυχιακή μου. Πήρα το πτυχίο όπως και η Μαρίνα. Από το τότε κι δρόμοι μας με τη Μαρίνα χώρισαν οριστικά. Πήγε στη Θεσσαλονίκη. Όταν το Σεπτέμβρη έφευγε, βρεθήκαμε. Την πήγα μέχρι το ΚΤΕΛ. Δεν το περίμενε. Την αγκάλιασα και της ευχήθηκα καλή τύχη. Το ίδιο κι αυτή.
- Αν δεν σε πειράζει, μου λέει, ας επικοινωνούμε πότε-πότε. Ας μείνουμε φίλοι. Εγώ σε αγάπησα πραγματικά, να το ξέρεις αυτό.
Έσκυψε και με φίλησε στο στόμα. Τη χάιδεψα στα μαλλιά. Έφυγε. Το Σεπτέμβρη γράφτηκα σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα. Μια μέρα εκεί που καθόμουν και έπινα ένα καφέ, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η μάνα μου πάλι. Ερχόταν η Νικολέτα. Είχε περάσει στην Αθήνα. Έπρεπε να τη φιλοξενήσω μέχρι να βρει σπίτι. Όταν έφτασε, την υποδέχθηκα με τον πιο θερμό τρόπο. Μάλιστα είχα μαγειρέψει, αν κι η ίδια είχε κουβαλήσει ένα σωρό πράγματα από το χωριό. Αφού έκανε ένα μπάνιο. Βγήκε με ένα μπουρνούζι που ελάχιστα έκρυβε από το απόκρυφα της μέρη.
Πήγε στην κρεβατοκάμαρα και ντύθηκε πρόχειρα. Ένα σορτς που τόνιζε τα θεϊκά της πόδια. Και ένα μακό μπλουζάκι που διέγραφε το περίγραμμα του στήθους της. φάγαμε στη κουζίνα και καθίσαμε στο σαλόνι.
- Η Μαρίνα;… μου λέει.
- Η Μαρίνα μας τέλειωσε της λέω. Έφυγε κι από την Αθήνα και από τη ζωή μου, της λέω.
Και της αφηγήθηκα όλα όσα έγιναν.
- Δεν πειράζει βρε, μου λέει, θα βρεις άλλη.
- Γέλασα
- Ξέρεις καμιά;
Όχι, μου λέει, αλλά όλο και κάποια συμφοιτήτρια θα σου γνωρίσω. Το βράδυ πέρασε χαλαρά. Την άλλη μέρα πήγαμε μαζί να γραφτεί στη σχολή. Μετά αρχίσαμε να ψάχνουμε για σπίτι. Περνούσαμε ευχάριστα μαζί. Βγαίναμε τα απογεύματα για καφέ. Πηγαίναμε σινεμά. Της γνώρισα την Αθήνα σε γενικές γραμμές, έτσι ώστε να μπορεί να κυκλοφορεί.
Ένα απόγευμα καθόμαστε στον καναπέ. Εκείνη πήγε να πιει νερό στην κουζίνα. Γύρισε με ένα ποτήρι νερό και για μένα. Καθόμαστε στον καναπέ και χαζεύαμε στην τηλεόραση. Νύσταξα λίγο και έγειρα την πλάτη μου. Εκείνη με πήρε το κεφάλι και με έβαλε να ακουμπήσει πάνω στα πόδια της. Την κοίταξα. Μπροστά μου αντίκριζα τα υπέροχα στητά βυζιά της. Δε φορούσε σουτιέν κάτω από το μπλουζάκι. Άναψα. Έκανα πως αποκοιμιέμαι στα πόδια της. Εκείνη άρχισε να με χαϊδεύει στο μέτωπο και στο πρόσωπο. Ένιωθα τόσο υπέροχα. Είχε σκύψει και με κοιτούσε. Ένιωθα την ανάσα της. Άνοιξα τα μάτια μου. Συνέχιζε να με χαϊδεύει με ένα χαριτωμένο χαμόγελο. Με κοίταζε στα μάτια με τα όμορφα γαλάζια μάτια της. Σε μια στιγμή σκύβει και με φιλάει στο στόμα. Ανταπέδωσα. Σταματήσαμε να πάρουμε ανάσα. Πήγα να σηκωθώ. Με έσπρωξε ελαφρά πίσω και με ξαναφίλησε. Αυτή τη φορά κράτησε περισσότερο.
Σηκώθηκα και την αγκάλιασα. Φιληθήκαμε ξανά με πάθος. Σε μια στιγμή που τα χείλη μας ξεχώρισαν…
- Σ’ αγαπάω, πάντα σ’ αγαπούσα. Ήμουν και είμαι πολύ ερωτευμένη μαζί σου.
- Κι εγώ σ’ αγαπάω της λέω. Θυμάσαι τότε που είμαστε μικρά;
- Ναι, μου λέει.
Από τα φιλιά περάσαμε στα χάδια της έβγαλα τη μπλούζα και άρχισα να της φιλάω τα βυζιά. Τη γύμνωσα τελείως. Τη φίλησα στην κοιλιά και σιγά προχώρησα στο μουνί της. Δεν ήταν εντελώς ξυρισμένο αλλά ήταν περιποιημένο. Γδύθηκα κι εγώ. Δεν περίμενα. Την έβαλα ανάσκελα και τη σήκωσα τα πόδια. Μπήκα με δυσκολία μέσα της σε λίγο το μουνάκι της χαλάρωσε. Άρχισα να μπαινοβγαίνω με περισσότερη ευκολία. Σε λίγο δε μπορούσα να κρατηθώ… έχυσα πάνω στα πόδια της. Το βράδυ εκείνο δεν κοιμηθήκαμε. Κάναμε έρωτα μέχρι που μας βρήκε το πρωί.
Την άλλη μέρα μόλις ξυπνήσαμε, το πρώτο που κάναμε ήταν να αλλάξουμε το πρόγραμμα. Πλέον δεν νοιαζόμαστε να βρούμε σπίτι, να μείνει κάπου αλλού. Το γεγονός αυτό το έμαθαν οι δικοί της όταν πλέον πήγε Οκτώβρης, από την ίδια. Πήγε στο χωριό. Εγώ δε μπορούσα να πάω. Με τη Νικολέτα συγκατοικήσαμε τελικά. Ήμαστε σαν ζευγάρι κανονικό. Βγαίναμε μαζί με φίλους και διασκεδάζαμε. Στο θέμα του σεξ ήμαστε πολύ ικανοποιημένοι κι δυο. Δοκιμάζαμε συνέχεια καινούργιες στάσεις. Ο ένας τρελαινόταν για τον άλλο.
Μετά από τον πρώτο χρόνο ένα βράδυ είχαμε πάει να γιορτάσουμε την επέτειό μας σε ένα κλαμπάκι. Η Νικολέτα ντυμένη με ένα κοντό φόρεμα· μια θεά. Πήγαμε και όλα τα βλέμματα των αντρών ήταν πάνω της. Ζήλεψα. Φύγαμε μετά από λίγο και γυρίσαμε σπίτι. Κάναμε έρωτα με το που φτάσαμε. Τα μισά ρούχα ήταν κάτω στο χολ. Ήμαστε στο κρεβάτι. Είχαμε κάνει δυο φορές έρωτα. Η ώρα ήταν 3 το πρωί. Είχε περάσει μια ώρα από το τελευταίο χύσιμο. Εγώ άνοιξα τότε το κομοδίνο και πήρα μια μαύρη κορδέλα και της έδεσα τα μάτια.
- Τι είναι αυτό; μου λέει. Τι μου κάνεις;
- Θα δεις.
Πήρα ένα τζελ που αγόρασα την προηγούμενη. Τη γύρισα στο πλάι και της έβαλα στην κωλοτρυπίδα.
- Αχ μη από εκεί αγάπη μου, είμαι παρθένα!
- Μέχρι απόψε της είπα.
- Κοίτα αν πονέσω θα σταματήσεις έτσι;
- ΟΚ! Να μην ανησυχείς!
Άρχισα να της βάζω ένα-ένα τα δάχτυλα μέσα. Στην αρχή διαμαρτυρόταν. Σιγά-σιγά συνήθισε και της άρεσε. Ακούμπησα τον πούτσο μου. Πιέζοντας σιγά έχωσα το πουτσοκέφαλο μέσα. Πονούσε. Άρχισα να μπαινοβγαίνω.
- Πονάω… μου λέει.
Επέμενα. Αυτό κράτησε 5 λεπτά. Σε λίγο χαλάρωσε. Έβαλα κι άλλο λιπαντικό. Δεν πονούσε τόσο. Το έβαλα μέχρι τη μέση όταν πλησίαζα να χύσω. Πονούσε ξανά. Έχυσα. Μετά από αυτό μου είπε πως ένιωσε ανακούφιση. Το άλλο βράδυ το ξανακάναμε. Μου είπε πως δεν την ευχαριστούσε. Το έκανε όμως να ευχαριστήσει εμένα. Σταματήσαμε μετά την τέταρτη προσπάθεια γιατί ερεθίστηκε πολύ η κωλοτρυπίδα της. Φοβήθηκα κι εγώ. Μετά από ένα μήνα προσπαθήσαμε ξανά. Καταφέραμε να της τον βάλω ολόκληρο χωρίς να πονέσει ιδιαίτερα. Δεν της άρεσε όμως. Αυτό όμως δεν σήμαινε πως το σεξ για μένα και για εκείνη ήταν βαρετό. Συνεχίσαμε με προσπάθειες μια στο τόσο. Την αγαπούσα και δεν ήθελα να την κάνω να υποφέρει εξαιτίας μου. Εξάλλου η ομορφιά της ήταν τέτοια που σε καύλωνε με τη ματιά της και μόνο.
Η Νικολέτα τελείωσε. Όπως κι εγώ. Πήγαμε στην πόλη που ζούσαμε. Τη ζήτησα επισήμως από τους δικούς της. Εξάλλου όλα αυτά τα χρόνια ήμαστε σαν ζευγάρι. Πήραμε την ευχή των δικών μας και παντρευτήκαμε. Μάλιστα η μέρα του γάμου μας συνέπεσε με τη μέρα που τα φτιάξαμε στην Αθήνα. Μετακομίσαμε σε μια καινούργια μονοκατοικία. Εγώ δούλευα ως χημικός σε μια εταιρεία με γεωργικά φάρμακα που είχε έδρα λίγο έξω από την πόλη μου. Κάθε μέρα έκανα διαδρομή ένα τέταρτο με το αυτοκίνητο. Η Νικολέτα ήταν λογίστρια σε μια εταιρεία μέσα στην πόλη. Μάλιστα ήταν καλή στη δουλειά της και τα αφεντικά την πλήρωναν αρκετά ικανοποιητικά.
Θυμάμαι τη πρώτη επέτειο του γάμου μας την γιορτάσαμε με ένα ταξίδι στα Χανιά. Θυμάμαι όταν φτάσαμε μετά από ένα κοπιαστικό ταξίδι. Πήγαμε σε ένα καλό ακριβό ξενοδοχείο στην πόλη. Εκεί όταν μπήκαμε στο δωμάτιο ήμαστε κατάκοποι από το ταξίδι. Πήγαμε στο μπάνιο μαζί. μπήκαμε γυμνοί στη μπανιέρα γεμίζοντάς την με ζεστό νερό. Χαλαρώσαμε αρκετά όταν σε μια στιγμή ένιωσα το χέρι της να με χαϊδεύει τον πούτσο. Δεν άργησε να μου σηκωθεί. Σήκωσε τα πόδια και πλησίασε πάνω μου. Σε λίγο κάθισε πάνω στον πούτσο μου και κουνιόταν ρυθμικά. Τη φιλούσα τρυφερά στο στόμα. Τα βυζιά της ακουμπούσαν πάνω στο στήθος μου. Έτσι μέσα στα σαπουνόνερα η αίσθηση ήταν υπέροχη. Ένιωσα το μουνί της να συσπάται και να χύνει. Έχυσα κι εγώ σχεδόν ταυτόχρονα. Σηκωθήκαμε ξεπλυθήκαμε και σκουπιστήκαμε. Προχωρήσαμε γυμνοί στο κρεβάτι. Αγκαλιαστήκαμε τρυφερά. Σε λίγο μας πήρε ένας γλυκός ύπνος. Αγκαλιασμένοι ευτυχισμένοι.
Είχε περάσει περίπου ένα τρίωρο όταν χτύπησε το τηλέφωνό της. Ήταν η αδερφή της. Μας πήρε να δει πώς φτάσαμε. Μετά το τηλεφώνημα. Αρχίσαμε να χαϊδευόμαστε ξανά. Η Νικολέτα έσκυψε πάνω στον πούτσο μου κι άρχισε να τον παίρνει πίπα. Αυτή τη φορά ήταν η πιο θερμή από ποτέ. Έδειχνε να απολάμβανε όσο ποτέ άλλοτε τον πούτσο μου στο στόμα της. έγινε σκληρός σαν πέτρα. Εγώ της έβαζα τα δάχτυλα στο υγρό μουνί της που ήταν φρεσκοξυρισμένο. Τα υγρά έτρεχαν από την καύλα γεμίζοντας το χέρι μου. Η Νικολέτα συνέχιζε την πίπα. Της έβαζα δάχτυλο στο μουνί και έπαιρνα υγρά και τα έβαζα στην κωλοτρυπίδα της. Η Νικολέτα πάντα έβγαζε πολλά υγρά όταν ήταν καυλωμένη. Άρχισα να της βάζω το δάχτυλο στην κωλοτρυπίδα. Της έβαζα τι δείκτη στην κωλοτρυπίδα και τον αντίχειρα στο μουνί της.
Συνέχιζε την πίπα. Κάθε τόσο τον έβγαζε από το στόμα και μου έγλειφε τα αρχίδια. Δε μου έκανε βαθιά πίπα αλλά έτσι όπως τον απολάμβανε η ίδια τον πούτσο μου στο στόμα με έστελνε στους ουρανούς!
Σηκωθήκαμε. Την ξάπλωσα ανάσκελα και άρχισα να τη γαμάω στο μουνί της. Τα πόδια της τα έβαλα στους ώμους μου και κάτω από την μέση είχα σπρώξει ένα μαξιλάρι. Είχα θέα το μουνί και τον κώλο της. Συνέχισα να τη γαμάω γύρω στα 10 λεπτά. Έβγαλα τον πούτσο μου από το μουνί της και τον ακούμπησα στη σούφρα της. Δεν πήγα να τον πιέσω. Έτριβα το πουτσοκέφαλο στην τρύπα της. Αναστέναζε από την καύλα. Το μουνί της έτρεχε υγρά. Έχυνε! Ο κώλος της ήταν πολύ υγρός από τα χύσια της. Έσπρωξα λίγο το κεφάλι. Αυτό συρρικνώθηκε λίγο και πέρασε μέσα στην τρύπα της. Σταμάτησα γιατί το χέρι της με έσπρωξε προς τα πίσω δείχνοντας ότι πονάει. Ύστερα άρχισε να με πιάνει από το κωλομέρι και να με τραβάει προς το μέρος της. Άρχισα να μπαίνω ελάχιστα. Ξεκίνησα το μέσα έξω το πουτσοκέφαλο, πολύ προσεκτικά. Δεν ήθελα να χαλάσω όλο αυτό που συνέβαινε με μια βίαιη κίνηση. Κουνιόταν κι αυτή· κάθε τόσο όμως σπρώχνοντάς με προς τα πίσω όταν προσπαθούσα να μπω περισσότερο. Δεν άργησα να έρθω στην κορύφωση. Ο πούτσος μου τεντώθηκε. Άρχισαν να χύνω. Η Νικολέτα άρχισε να παίζει το μουνί της. έχυνε. Έβλεπα από τη στάση αυτή το μουνί της να πλημμυρίζει με νερά τον κώλο της. Έτσι έκανε μαζί με τα χύσια μου την αίσθηση υπέροχη τόσο για μένα όσο και γι’ αυτήν. Ηρεμήσαμε, χαλαρώσαμε.
Το βράδυ βγήκαμε να φάμε. Πήγαμε σε ένα καλό εστιατόριο. Παραγγείλαμε ένα καλό κρασί. Εκεί μείναμε περίπου 2 ώρες. Είχε πάει αργά. Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο. Μετά το ντους ξαπλώσαμε αγκαλιασμένοι. Ξεκινήσαμε να φιλιόμαστε ξανά. Σε λίγο ήμαστε πάλι γυμνοί σε ένα 69. Έβαλα όλη μου την τέχνη να την κάνω να χύσει γλείφοντάς τη. Δεν άργησε να γίνει. Την έβαλα στα τέσσερα και άρχισα να την γαμάω στο μουνί. Ξάπλωσα. Ήρθε πάνω μου. Την κοίταζα που γαμιόταν πάνω στον πούτσο μου. Ήταν σαν μια θεά. Υπέροχη. Τη γαμούσα και δε χόρταινα να την κοιτάζω. Σε μια στιγμή την τραβάω προς τα κάτω από τους ώμους. Τα πανέμορφα βυζιά της ακούμπησαν πάνω μου. Τη φίλησα στο στόμα. Την σήκωσα λίγο.
- Σ’ αγαπάω, της είπα.
- Κι εγώ, Γιώργο μου! Αγάπη μου.
Φιληθήκαμε στο στόμα. Συνεχίσαμε λίγο. Τον έβγαλα να της τον χώσω μέσα στον κώλο. Τον ακούμπησα και την πίεσα. Δε μπόρεσε. Πονούσε. Τον έχωσα ξανά στο μουνί και άρχισα να τη γαμάω με περισσότερο πάθος φιλώντας τα όμορφα βυζιά της. Χύσαμε ταυτόχρονα. Μέσα της. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί μου. Ήταν ο πιο δυνατός οργασμός που ένιωσα ποτέ. Τον ένιωσε. Όταν ηρέμησα συνέχισε να με φιλάει παντού στο πρόσωπο, με χαϊδεύει, να τη χαϊδεύω. Να λέει ο ένας τον άλλον σ’ αγαπώ. Να νιώθουμε τη μεγαλύτερη ευτυχία από ποτέ. Οι άλλες δύο μέρες που μείναμε στα Χανιά περάσανε υπέροχα. Διασκεδάζαμε κι ας μην είχαμε παρέα. Εξάλλου γι’ αυτό ο προορισμός αυτός. Γυρίσαμε πίσω. Νιώθαμε τόσο ανανεωμένοι, περισσότερο ερωτευμένοι!
Οι μέρες μας κυλούσαν όμορφα. Το σεξ ήταν σε καθημερινή βάση, όμορφο, με πάθος. Δεν ήταν σεξ ήταν έρωτας, ήταν αγάπη. Μια μέρα είδα την Νικολέτα μου αδιάθετη κάπως. Τη ρώτησα τι έχει κι ήταν μέσα στα νεύρα. Δεν ήθελε να μου μιλήσει. Εκείνη τη μέρα δεν πήγε για δουλειά. Εγώ έπρεπε να φύγω. Όταν γύρισα την είδα να κάθεται στην κουζίνα. Σκεπτική, αγχωμένη.
- Καλημέρα μωρό μου, της είπα.
- Καλημέρα.
- Τι έχεις δεν φαίνεσαι καλά;
- Μπα τίποτα είμαι λίγο αδιάθετη. Δεν πήγα και στη δουλειά.
- Συμβαίνει κάτι; Ρώτησα.
- Κάτσε, μου λέει.
Με κοίταξε στα μάτια. Μαζεύτηκε στην καρέκλα.
- Νομίζω ότι … είμαι έγκυος.
Εκείνη τη στιγμή την αγκάλιασα τη φίλησα, κολυμπούσα σε πελάγη ευτυχίας.
Ύστερα το ανακοινώσαμε και στους δικούς μας. Τέτοιο χαρμόσυνο νέο δεν γινόταν να μείνει κρυφό. Ο καιρός πέρασε και αποκτήσαμε την κορούλα μας. Πήρε το όνομα των πατεράδων μας μια κι ήταν συνονόματοι κι δυο. Η Νικολέτα σταμάτησε να εργάζεται στο γραφείο εκείνο. Η εγκυμοσύνη της δε συγχωρέθηκε ποτέ από τους εργοδότες που δεν ήθελαν να πληρώνουν οικογενειακά επιδόματα. Η μικρή Δήμητρα μεγάλωσε. Έγινε 5 ετών. Αργότερα η Νικολέτα έπιασε δουλειά ως γραμματέας σε ένα ενεχυροδανειστήριο. Δε μου άρεσε, γιατί κατά καιρούς είχα ακούσει διάφορα για απάτες που είχαν κάνει. Δεν ήθελα να μπλέξει. Η ανάγκη όμως με έκανε να κάνω πίσω μια και τα δικά μου έσοδα από την εταιρεία που δούλευα δεν ήταν όπως και πρώτα. Ο πατέρας της εν μέσω κρίσης άρχισε να παίρνει δάνεια προκειμένου να τα βγάλει πέρα με τις επιχειρήσεις. Από την αρχή ήμουν αντίθετος. Αυτό με οδηγούσε σε κόντρες με τον πεθερό μου. Δεν έχανε την ευκαιρία να τα βάζει μαζί μου, να μου λέει ότι δεν ήμουν αρκετά ικανός και αφήνω τη γυναίκα μου να δουλεύει και πολλά άλλα. Και σε αυτό το πνεύμα ήταν κι η πεθερά μου. Είχα απελπιστεί μαζί τους.
Με τη Νικολέτα βγάζαμε αρκετά ώστε να έχουμε μια άνετη ζωή. Το κακό όμως με το εμπορικό του πεθερού μου δεν άργησε να γίνει. Σε λίγο η επιχείρηση φαλίρισε. Εκείνο τον καιρό κάναμε παρέα με ένα ζευγάρι. Τη Νανά και τον Τάσο. Η Νανά δούλευε σε ένα εμπορικό ως πωλήτρια. Κάναμε καλή παρέα. Εγώ με τον Τάσο βρισκόμαστε πολλές φορές κι δυο μας. Είχαν δύο παιδιά περίπου στην ηλικία της Δήμητρας. Παρ’ όλες τις καθημερινές δυσκολίες, η ζωή μας κυλούσε όμορφα. Ήσυχα.
Ήταν καλοκαίρι. Εγώ πνιγμένος στη δουλειά. Μάλιστα τα πράγματα άρχισαν να πάνε καλύτερα μια και ανέλαβα καινούργιο πόστο στην εταιρεία. Αυτό μου έδωσε το κίνητρο να δουλεύω περισσότερο. Πολλές φορές γύριζα αργά το βράδυ. Με παρηγορούσε πάντα η αγκαλιά και το όμορφο χαμόγελο της Νικολέτας μου. Το υπέροχο εκείνο γαλάζιο βλέμμα της όταν με κοίταζε και μου έλεγε πόσο με αγαπάει.
Ήταν μια Τετάρτη του Μάη. Με κάλεσε ο Τάσος στο κινητό. Ακουγόταν χάλια. Συναντηθήκαμε σε μια καφετέρια οι δυο μας. όταν τον είδα τρόμαξα με το ύφος του. Τότε άρχισε να με εξιστορεί ότι η Νανά τον κερατώνει.
- Με ποιον ρε συ Τάσο; του λέω.
- Με το ρεμάλι το γιο αυτού του γέρου που έχει εταιρία που δουλεύει η Νικολέτα.
Τα έχασα.
- Και συ πώς το ξέρεις;
- Τους είδα στο αυτοκίνητο να φιλιούνται.
- Τι να σου πω ρε φίλε μου. Κι άρχισα να του λέω διάφορα να τον παρηγορήσω.
- Θα μάθω μου λέει.
Εκείνη τη μέρα γύρισα στο σπίτι στενοχωρημένος. Η Νικολέτα κάτι κατάλαβε. Όμως δεν είπα τίποτα. Είπα ότι είμαι κουρασμένος.
Το βράδυ κοιμηθήκαμε κάνοντας ένα τρελό έρωτα. Πώς μου ήρθε και προσπάθησα πάλι να της τον βάλω από πίσω. Όμως αυτή τη φορά δεν με άφησε ούτε να της τον ακουμπήσω. Δεν καταλάβαινα το λόγο. Τις άλλες φορές πότε-πότε με άφηνε να της χώνω το πουτσοκέφαλο μέσα. Λίγο. Όμως αυτή τη φορά ούτε να της τον ακουμπήσω. Ήμαστε στο πλάι με τη Νικολέτα να έχει γυρισμένη την πλάτη σε μένα. Τον έχωσα ξανά στο μουνί της. σε αυτή τη στάση τελείωσα μέσα της. Μείναμε αγκαλιασμένοι και γυμνοί μέχρι αργά ώσπου είδα τη Νικολέτα να κοιμάται. Εμένα δε με έπαιρνε ο ύπνος. Με βασάνιζαν τα γεγονότα του Τάσου. Και με έτρωγε ότι η Νικολέτα δουλεύει σ’ αυτούς. Φοβόμουνα στην ουσία. Σε κάποια φάση άδειασα το κεφάλι μου από τις σκέψεις. Αγκάλιασα τη γυναικούλα μου κι αποκοιμήθηκα.
Μετά από δύο μέρες ο Τάσος μου είπε ότι παρακολούθησε τη Νανά. Βρήκε που συναντιέται το παράνομο ζευγάρι. Είχε ο μάγκας νοικιάσει ένα δυάρι. Κι εκεί γινόταν ό,τι γινόταν. Μάλιστα που είπε ότι έβαλε άνθρωπο να παγιδέψει κρυφά το σπίτι με κάμερες και μικρόφωνα. Αυτό βέβαια το κράτησα μυστικό από τη Νικολέτα. Δεν ήθελα να χαλάσει η δουλειά του φίλου μου. Εξάλλου αυτός ήταν ο αδικημένος σε αυτή την περίπτωση. Πέρασε μία βδομάδα. Συναντηθήκαμε πάλι. Εκεί μου έδειξε το υλικό. Πλέον είχε δίκιο. Τον λυπήθηκα. Η Νανά έδειχνε πάντα, να είναι μια καλή σύζυγος και νοικοκυρά. Στα βίντεο όμως έδειχνε πόση πουτανιά είχε μέσα της. Εγώ δεν ήθελα να δω πολλά από τα βίντεο. Από σεβασμό μόνο και μόνο.
- Θα ήθελα να ήξερα τι του βρήκε του μαλάκα; Τον ρώτησα. Σιγά τον άντρα ρε γαμώ το!
- Ξέρω κι εγώ βρε Γιώργο; Οι γυναίκες είναι περίεργες. Να πω ότι η ερωτική μας ζωή ήταν χάλια. Αν δεν τους έβλεπα εκείνη τη μέρα, δεν θα περνούσε ποτέ από το μυαλό μου τέτοιο πράγμα.
Έφυγα τον άφησα να ηρεμήσει. Μου είπε ότι τώρα το κέρατο το έφαγε. Θα τους έγραφε ακόμα και σε μερικά βίντεο και θα έβλεπε πως θα το χειριζόταν. Το κακό ήταν ότι ο μπάσταρδος ήταν χωρισμένος. Δεν είχε και τίποτα να χάσει.
Πέρασαν τρεις μέρες, όταν στη δουλειά χτύπησε το κινητό μου τηλέφωνο. Ήταν πάλι ο Τάσος. Μόλις είδα το νούμερο, σκέφτηκα να μην το σηκώσω. Αλλά πάλι τον λυπόμουν. Σήκωσα το τηλέφωνο. Μου ζήτησε να συναντηθούμε. Εκείνη τη μέρα δεν είχα πολλές υποχρεώσεις και μπόρεσα να φύγω νωρίτερα από τη δουλειά. Συναντηθήκαμε λίγο έξω από την πόλη. Βγήκα από το αμάξι. Ανησυχούσα γι αυτόν. Φοβόμουνα μην κάνει κάποια τρέλα. Καθόταν στη θέση του οδηγού. Κρατούσε ένα λάπτοπ. Κάθισα στο κάθισμα του συνοδηγού.
- Τι συμβαίνει ρε Τάσο; τον ρώτησα.
- Θέλω αν είσαι ψύχραιμος, μου είπε.
- Μίλα βρε μαλάκα και με έσκασες.
Τότε πάτησε το play. Κι εκεί με περίμενε μια έκπληξη. Αντί για την Νανά με τον τύπο, βλέπω τη Νικολέτα. Έμεινα άφωνος. Μπήκαν στο σπίτι. Γδύθηκαν κι έπεσαν στο κρεβάτι. Άρχισαν να γαμιούνται λες και γύριζαν τσόντα. Κάποια στιγμή άρχισε να τη γαμάει στον κώλο. Σοκαρίστηκα. Πάγωσε το αίμα μου στις φλέβες.
- Πότε είναι αυτό το βίντεο;… τον ρώτησα.
- Σήμερα. Λυπάμαι Γιώργο! Βλέπεις ανήκουμε στο ίδιο είδος. Των κερατάδων.
- Γράψε μου το βίντεο σε παρακαλώ σε ένα στικάκι.
Το έκανε και μου έδωσε το στικάκι.
Το βράδυ πήγα στο σπίτι. Δεν είχα διάθεση για τίποτα. Άργησα να πάω. Η Νικολέτα με περίμενε. Φάγαμε μαζί. το βράδυ· είχε όρεξη για σεξ. Το κάναμε. Δεν μου έβγαινε. Απλά μέσα στο μυαλό μου έψαχνα να βρω τρόπο να τους κάνω τσακωτούς. Υπομονή, έπεισα το εαυτό μου.
Την άλλη μέρα έφυγα νωρίς για τη δουλειά. Ήμουν προβληματισμένος. Πήρα τον Τάσο. Τον παρακάλεσα να είναι ψύχραιμος. Μου είπε ότι ήταν κάτω από το σπίτι και περίμενε. Μόλις θα έβλεπε κίνηση θα με φώναζε. Σε λίγο μπήκε η Νανά μαζί του. Ο Τάσος με πήρε. Δεν άργησε όμως να εμφανιστεί σε λίγο και η Νικολέτα. Με πήρε και μου το είπε. Σε λίγο βρέθηκα εκεί. Στο δρόμο με το αυτοκίνητο ένας θεός ξέρει πως δε σκοτώθηκα.
- Τι κάνουμε του λέω;
Μπουκάρουμε. Εγώ πήρα μια αλυσίδα απ' το αυτοκίνητο. Δε μπήκαμε από την πόρτα. Σπάσαμε το παράθυρο και μπουκάραμε μέσα. Τους πιάσαμε στο κρεβάτι και τους τρεις. Τα έχασαν. Ο Τάσος άρπαξε από τα μαλλιά τη Νανά και άρχισε να τη χτυπάει. Τον συγκράτησα. Η Νανά είχε τα χάλια της. Το πρόσωπο μαυρισμένο από τα χτυπήματα. Όπως είχα την αλυσίδα στο χέρι όρμησα και χτύπησα τον μπάσταρδο. Τον χτύπησα στο χέρι. Πόνεσε. Η κλωτσιά μου τον βρήκε στα αρχίδια και κουλουριάστηκε χάμω. Άρχισε κι ο Τάσος να τον χτυπάει με μανία. Τον κλωτσούσε στα πλευρά. Η Νανά μπήκε κλαίγοντας στη μέση. Τον σταμάτησε.
- Μη βρε αγάπη μου, θα τον σκοτώσεις. Θα πας φυλακή, γαμώ τη ζωή μου!
Η Νικολέτα ήταν σε μια γωνιά αμίλητη. Δεν της μίλησα. Δεν της είπα τίποτα. Δεν ήξερε τι την περιμένει· ούτε και ήθελα να ξέρει. Έπιασα τον Νικόλα που ήταν κάτω πεσμένος. Είχε παραλύσει από τον πόνο και το φόβο.
- Μπάσταρδε, θα τα ξαναπούμε. Δεν τελειώσαμε!
Πιάνω τη Νικολέτα από το χέρι.
- Ντύσου! Θα τα πούμε στο σπίτι εμείς.
Η Νανά έφυγε με τον Τάσο πριν από μας. Εγώ με τη Νικολέτα ακολουθήσαμε. Το κάθαρμα τον αφήσαμε στο μαύρο χάλι ξαπλωμένο στο πάτωμα. Όταν βγήκα πλησίασα τον Τάσο.
- Ψύχραιμα. Ηρέμησε. Μην κάνεις τίποτα βιαστικό. Θα μιλήσουμε αύριο.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Δε μιλούσαμε. Η Νικολέτα έκλαιγε.
- Σκάσε! της είπα. Με εκνευρίζεις χειρότερα. Μπορεί ο Τάσος να τον έπιασε υστερία αλλά εγώ δεν το έχω σε τίποτα να γυρίσω πίσω και να τον αφήσω ψυχρά στον τόπο τον μαλάκα το γαμιά σου. Κατάλαβες;
Σταμάτησε να κλαίει. Δεν μιλούσε. Ήξερε. Με ήξερε πώς γινόμουν όταν θύμωνα. Ήξερε ότι αντιδρούσα και βίαια αλλά και ψυχρά. Κι αυτό ήταν που την τρόμαζε. Με ήξερε από παιδί. Δεν ήταν απλά μια γυναίκα που γνώρισα και ερωτεύτηκα. Ήταν η γυναίκα που μεγαλώσαμε μαζί και γνώριζε ο ένας τον άλλον. Εγώ αποφασιστικός σε ό,τι έκανα. Η ίδια πολλές φορές παρορμητική όταν αποφάσιζε κάτι, αλλά και απερίσκεπτη τις πιο πολλές φορές. Ήξερε ο ένας τον άλλο και αυτό ήταν το πιο τρομακτικό. Κι επίσης ήμουν σίγουρος ότι παρόλα όσα έγιναν ήμαστε ακόμα ερωτευμένοι. Πρώτα όμως ήθελα να μάθω το γιατί. Γιατί;
Φτάσαμε. Μπήκαμε αμίλητοι. Έκανε ένα μπάνιο. Μετά εγώ. Όταν βγήκα καθόταν στο σαλόνι. Με το κεφάλι κάτω και έκλαιγε. Έκλαιγε με αναφιλητά. Πήγα στη κουζίνα να πάρω ένα ποτήρι νερό να της δώσω. Ήταν εκτός εαυτού. Πρώτη φορά την έβλεπα έτσι.
- Τι έκανα η ηλίθια! μονολογούσε.
Την έπιασα από τον ώμο. Της έδωσα τον νερό. Ήπιε δυο γουλιές και σταμάτησε.
- Γιατί δε με χτύπησες όπως έκανε ο Τάσος τη Νανά;
- Γιατί να το κάνω; Τι θα έβγαινε;
Άρχισε να κλαίει πάλι. Σκέφτηκα να αρχίσω να τη ρωτώ. Μα τι θα έβγαινε; Την άφησα και πήγα στο γραφείο μου. Ύστερα βγήκα πάλι και κάθισα στο σαλόνι. Ήρθε το βράδυ. Όλο το απόγευμα δε μιλούσαμε. Μια βουβαμάρα που μας σκότωνε περισσότερο. Μα δεν έβγαιναν κι οι λέξεις. Σε μια στιγμή άρχισα να θλίβομαι πολύ μέσα μου. Τόσο που τα μάτια μου βούρκωσαν. Με είδε. Έκανε να έρθει πιο κοντά μου. Της έδειξα με το χέρι μου να μη με πλησιάσει. Πήρα ένα μαξιλάρι και ένα σκέπασμα από το δωμάτιο. Έπεσα στον καναπέ. Δεν ήθελα να μιλήσω. Έφυγε πήγε στο δωμάτιο. Όταν αργότερα σηκώθηκα για να πάω στο μπάνιο την άκουσα πάλι να κλαίει. Ευτυχώς που δεν ήταν το παιδί μαζί μας σήμερα, σκέφτηκα. Γύρισα μέσα στις σκέψεις μου. Κοιμήθηκα ελάχιστα. Σηκώθηκα το πρωί και πήγα στη δουλειά. Είχα τα χάλια μου. Τόσο που με είδα οι συνάδελφοι που κατάλαβαν ότι κάτι μου συμβαίνει. Το μεσημέρι γύρισα και τη βρήκα στο σπίτι. Είχε μαγειρέψει.
- Δεν πήγες στη γαμημένη τη δουλειά τη ρώτησα;
- Πήγα, μου είπε.
- Και γιατί τόσο νωρίς; Πήρες άδεια να ξεκουραστείς από τη χθεσινή διπλοβάρδια;
- Μη μου μιλάς έτσι σε παρακαλώ! Δεν ξέρεις.
- Για πες μου λοιπόν… θέλω να μάθω ο μαλάκας. Σήμερα είμαι πιο ήρεμος. Ξέρεις τι άνθρωπος είμαι. Δε μου αρέσει να ενεργώ εκνευρισμένος. Λοιπόν;…
Άρχισε να μου λέει πως όλα ξεκίνησαν όταν ο πατέρας της πήρε ένα δάνειο από αυτόν τον τοκογλύφο. Πως υπέγραψε επιταγές που μπορούσαν να τον βάλουν φυλακή. Πως την εκβίαζε. Απλά το έκανε για να σώσει τον πατέρα της. Βέβαια η επιχείρηση του μπαμπάκα της δε σώθηκε κι απλά αυτός κρατώντας τις επιταγές την εκβίαζε. Δε μου άρεσε το παραμύθι. Ήταν μια θλιβερού τύπου δικαιολογία.
- Αγάπη μου, με αυτόν δεν ήταν αγάπη, έρωτας. Ήταν απλά σεξ. Δεν είχα άλλη επιλογή.
Εκεί έσκασα στα γέλια μπροστά της.
- Δε θα μπορούσα να ακούσω κάτι πιο γελοίο από σένα. Δηλαδή επιβεβαιώνεις το ρητό βρε Νικολέτα, ότι κάθε πουτάνα έχει μια θλιβερή ιστορία από πίσω της. Ωραία! είπα με σαρκαστικό ύφος, που ήξερα ότι πραγματικά την τσάκιζε.
- Μη με αποκαλείς έτσι! Σε παρακαλώ Γιώργο!
- Πες μου… σε τι διαφέρεις από μια πουτάνα; Πες μου. Σε τίποτα. Από όλες τις πιθανές επιλογές που ενδεχομένως να υπήρχαν διάλεξες την πιο απλή, την πιο ωραία, την πιο αρχαία.
Το προσβλητικό και σαρκαστικό ύφος μου την έκανε να κλαίει και πάλι. Δεν το άντεχε.
- Είχες επιλογή Νικολέτα. Εμένα. Κι θα στο αποδείξω σύντομα πώς θα ξεκαθάριζα με το κάθαρμα. Αλλά έτσι ήσουν πάντα. Έκανες τη δυνατή, σαν τον πατέρα σου. Κι ο πατέρας σου έτσι έκανε. Εγωιστής και υπερόπτης. Πάντα με έβλεπε υποτιμητικά και εμένα και την οικογένειά μου. Ο δικός μου μάλιστα ήταν εργάτης, ο δικός σου επιχειρηματίας. Δε χρειαζόταν να μου πει τίποτα. Το έβλεπα και το αισθανόμουνα. Η μάνα σου είναι διαφορετική. Βλέπεις κατάγεται από πιο λαϊκό στρώμα. Αλλά για να τον δω τώρα τον φαντασμένο που έκανε την κόρη του πουτάνα για δυο τρεις επιταγές;
- Σταμάτα σε παρακαλώ! αυτός δεν ξέρει και δε φταίει σε τίποτα.
- Μα εξαιτίας του έγινες αυτό που έγινες.
- Μη με βρίζεις άλλο! Σε παρακαλώ! Και άρχισε να κλαίει.
- Καλά πού πίστευες ότι θα οδηγήσει αυτή η κατάσταση; Πίστευες ότι το να πάς να γαμηθείς μαζί του, αυτός ο ουρακοτάγκος θα σταμάταγε σε ένα σημείο; Να σε δω τώρα τι θα κάνεις; Αλήθεια τι θα γίνει με τη «δουλειά» σου;
- Ζήτησα να παραιτηθώ και μου είπε ότι δεν το δέχεται μέχρι να εξοφλήσω τις επιταγές. Με απείλησε ότι θα ζητήσει να γίνει κατάσχεση του πατρικού μου.
Εκεί γέλασα. Την κοιτούσα χωρίς να μιλάω. Ήθελα να δω πού το πάει. Είχα τόσο θυμό μέσα μου που τον έπνιγα, που αν τον άφηνα, θα τη σκότωνα.
- Κοίτα θα τακτοποιήσω το θέμα των επιταγών εγώ. Θα τις ξοφλήσω. Θα πάρω ένα μικρό δάνειο από τη δουλειά και θα το τακτοποιήσω. Εγώ προσωπικά. Αύριο κιόλας θα το φροντίσω. Εσύ βέβαια μπορείς να εργάζεσαι. Μη νομίζεις, όμως, ότι πλέον θα είμαστε μαζί όπως πριν. Αυτό είναι αδύνατο. Αν ήθελα πουτάνα έβρισκα. Γυναίκα ήθελα κι όχι πουτάνα.
Η Νικολέτα έπεσε στον καναπέ και έκλαιγε με λυγμούς. Μου έλεγε ότι δεν θέλει να χωρίσουμε. Της έδωσα νερό.
- Έλα σταμάτα τις μαλακίες. Γούσταρες που γαμιόσουν κι εσύ κι Νανά. Έλα τώρα. Μέχρι και τρίο κάνατε. Κι όταν γαμήθηκες προχθές μαζί του σΟΥ ξέσκισε τον κώλο – που ήταν τόσο ευαίσθητος και πονούσες να το κάνεις μαζί μου- και σου άρεσε κιόλας. Σε έχω γράψει σε κάμερες μαλακισμένη. Κατάλαβες; Κι έτσι και κάνει ο πατέρας σου καμιά μαλακία θα του δείξω την τσόντα που γύρισε η κόρη του με τον ευεργέτη του.
Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Έκανα ένα ντους άλλαξα και κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας. Η Νικολέτα ήρθε και έβαλε ένα πιάτο.
- Μη μου βάλεις. Σιχαίνομαι το φαγητό σου όπως και σένα.
- Πού θα πας; Με ρώτησε με μάτια βουρκωμένα.
- Θα πάω να φάω στην ταβέρνα. Μετά έχω να τακτοποιήσω με το δικό μου τρόπο τον αντρικό, το χρέος του πατέρα σου. Ύστερα θα δω. Απόψε μπορεί να μην κοιμηθώ εδώ. Μη με περιμένεις. Κι αν έρθω, θα κοιμηθώ στο άδειο δωμάτιο.
Με κοίταζε σα χαμένη. Από δω και πέρα δεν ήξερε τι θα κάνω. Έφυγα. Πήγα σε μια ταβέρνα και έφαγα. Ήθελα να σκεφτώ μόνος μου. Πήρα ένα τηλέφωνο ένα φίλο που ήταν λογιστής στην Αθήνα. Ο Μανώλης είχε δικό του γραφείο. Όταν του είπα τα γεγονότα μου είπε πως ο μόνος τρόπος είναι να του πάρω τις επιταγές. Κι εκεί μπορεί να με βοηθήσει. Μου είπε ότι έχει πελάτες με νυχτερινά κέντρα στην Αθήνα. Κι εκείνοι για χατίρι του μπορούν να μου στείλουν κάτι παλικάρια για να κάνουν τη δουλειά.
Πέρασαν δύο μέρες. Κοιμόμουν στο σπίτι της μάνας μου. Το παιδί ήταν με τους γονείς της Νικολέτας. Η Μάνα μου κατάλαβε ότι κάτι συνέβη. Εκτός από μια φορά δεν με ξαναρώτησε. Δεν ήταν αδιάκριτη. Ήταν σωστή κυρία. Χτύπησε το κινητό μου. Ήταν ο Μανώλης. Μου είπε ότι βρήκε δυο παιδιά που είναι μπράβοι και θα με βοηθήσουν. Τους πήρα τηλέφωνο. Κανόνισα τη διαμονή τους. Ήρθαν την άλλη μέρα. Το βράδυ βγήκαμε σε ένα μπαράκι και εκεί τους εξήγησα το θέμα. Ο Μήτσος, ο ένας από αυτούς, μου είπε ότι νόμιζε ότι είναι κάτι πιο δύσκολο και γέλασε.
- Έχει κι ένα μπράβο μαζί του συχνά.
Τότε ξέσπασαν κι δυο στα γέλια.
- Ε τότε θα διασκεδάσουμε περισσότερο, απάντησε ο Μήτσος.
Το βράδυ φύγαμε. Γύρισα σπίτι. Μύριζα ουίσκι. Η Νικολέτα ξαφνιάστηκε που γύρισα.
- Δεν περίμενα να έρθεις.
- Ε, βλέπω ότι συνήθισες στην ιδέα του χωρισμού βλέπω, είπα ειρωνικά.
- Όχι, βρε αγάπη μου! Νόμιζα πως θα κοιμηθείς στη μάνα σου πάλι.
- Μόνη σου είσαι;
- Αι στο διάολο Γιώργο… κι άρχισε να κλαίει.
- Πήγες για δουλειά;
- Ναι, πήγα! Τι να έκανα; Και σήμερα μου είπε να μιλήσουμε για τις επιταγές του πατέρα μου.
- Και πως περάσατε;
- Κοίτα δεν έχω διάθεση.
- Μα δε γίνεται, να κάνατε αυτά που κάνατε και να μη σου είπε μια κουβέντα;
- Μου είπε, αλλά εγώ τον σταμάτησα. Εξάλλου ήταν κι άλλοι άνθρωποι εκεί.
- Ε, κι όταν πήγαινες και γαμιόσουν μέρα μεσημέρι πήγαινες. Δεν νομίζω να σε ένοιαζε και πολύ.
Έφυγε θυμωμένη. Την ώρα που έμπαινε στο δωμάτιο έβλεπα την όμορφη σιλουέτα της και από μέσα μου έλιωνα. Δεν ήθελα να την πληγώνω. Δεν το άντεχα άλλο. Αλλά ήμουν τόσο πληγωμένος, που ο θυμός μου δε μου άφηνε περιθώρια.
Την άλλη μέρα τηλεφώνησα στη δουλειά, ότι δεν θα πάω το πρωί. Πήρα τα παιδιά από το ξενοδοχείο και πήγαμε στο γραφείο του. Ήταν αυτός, η Νικολέτα, ο μπράβος του και μια άλλη υπάλληλος η οποία έφευγε με κάτι χαρτιά στα χέρια. Στην αρχή μπήκε ο Μήτσος μόνος του. Έκανε πως ήθελε ένα ιδιαίτερο δάνειο. Μόλις μπήκαν στο γραφείο του μπήκε κι ο δεύτερος στον ίδιο χώρο που ήταν η Νικολέτα κι ο μπράβος. Ζήτησε κι αυτός τον ίδιο. Του είπαν να περιμένει γιατί είναι απασχολημένος. Σε λίγο μπήκα κι εγώ. Τους χαιρέτησα. Η Νικολέτα τα έχασε. Την πλησιάζω. Ο μπράβος του Νικόλα έκανε προς το μέρος μου. Ο δικός μου τον σταμάτησε δείχνοντάς του το περίστροφο που είχε στη ζώνη του. Εκείνος τα έχασε.
- Πόσες είναι οι επιταγές;
- Τέσσερις νομίζω, είπε η Νικολέτα.
- Πάρε τηλέφωνο τον πατέρα σου τώρα και μάθε!
Πήρε τηλέφωνο τον πατέρα της ο οποίος τη διαβεβαίωσε για τον αριθμό. Τότε άνοιξα την πόρτα από το γραφείο του Νικόλα. Εκείνος σάστισε. Πήγε να κλείσει το χρηματοκιβώτιο, ενώ μετρούσε το ποσό των 10.000 ευρώ στον Μήτσο, που υποτίθεται θα δάνειζε. Ο Μήτσος τον άρπαξε με το χέρι του και τον πέταξε ανάσκελα στο πάτωμα. Τον πάτησε με το πόδι στο στήθος κοντά στο λαιμό και έβγαλε το πιστόλι. Ο Νικόλας τα έχασε. Χλόμιασε. Άνοιξα το χρηματοκιβώτιο. Πήρα ένα φάκελο που έλεγε επιταγές. Τον πήρα. Τον άνοιξα και βρήκα τις επιταγές. Ύστερα πήρα όλο το φάκελο. Ήταν το μόνο που είχα αγγίξει. Ο Μήτσος με μια γροθιά στο πρόσωπο τον άφησε κάτω αναίσθητο. Βγήκαμε. Το άλλο το τσογλάνι που είχε ο Νικόλας πήγε μέσα στο γραφείο. Έκανα νόημα στη Νικολέτα να μας ακολουθήσει.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητό μου, που ήταν πιο κάτω. Τα παιδιά κατέβηκαν. Τους έδωσα τα χρήματα που ζήτησαν. Έφυγαν αμέσως για την Αθήνα. Ξεκίνησα με τη Νικολέτα. Δε μιλούσα. Βγήκα έξω από την πόλη. Η Νικολέτα με ρώτησε που πάμε, αλλά δεν της απάντησα. Σταμάτησα σε έναν ερημικό σχεδόν δρόμο. Έβγαλα το φάκελο με τις επιταγές και τις έκαψα. Μαζί με του πεθερού μου ήταν αρκετοί άλλοι. Τα ποσά στις επιταγές ήταν αρκετά και τα περισσότερα από παράνομους τόκους. Αφού ξεφορτωθήκαμε τις επιταγές μπήκα στο αυτοκίνητο. Πήγαμε σπίτι.
Χτύπησε το τηλέφωνο της Νικολέτας. Ήταν ο Νικόλας. Απειλούσε, ότι αν δεν του δώσω το φάκελο με τις επιταγές, θα πάει στην αστυνομία. Πήρα το τηλέφωνο από τα χέρια της Νικολέτας
- Άκου μπάσταρδε. Τις επιταγές τις έκαψα όλες. Δεν ξέρω ποια είναι η χασούρα σου, αλλά έτσι και δεν μαζευτείς, θα κανονίσω απόψε θα έχεις μια καλή επίσκεψη από τα παιδιά και δε θα ξημερώσεις. Κατάλαβες;
Έκλεισα το τηλέφωνο. Πήρα αμέσως τον πεθερό μου και τον ενημέρωσα ότι οι επιταγές δεν υπάρχουν. Και να μην υπογράψει τίποτα από εδώ και στο εξής σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Εξάλλου, του το ξεπλήρωσε με το παραπάνω. Με ευχαρίστησε και με κάλεσε μάλιστα την ερχομένη Κυριακή να φάμε. Του αρνήθηκα λέγοντάς του ότι έχω μια πολύ σοβαρή δουλειά που δεν παίρνει αναβολή. Φτάσαμε στο σπίτι. Πήγα στην κουζίνα και έφτιαξα καφέ. Όλη την ώρα η Νικολέτα καθόταν παγωμένη στην κουζίνα. Της έφτιαξα κι αυτής τον καφέ. Κάθισα κι εγώ στο τραπέζι.
- Σε ευχαριστώ μου είπε. Δεν περίμενα, πως θα έκανες κάτι τέτοιο.
- Αν και μεγαλώσαμε μαζί Νικολέτα, δε με ξέρεις καθόλου καλά. Όπως βλέπεις μπορούσες να μου πεις το πρόβλημα από την αρχή και θα το έλυνα. Αλλά εσύ προτίμησες να γαμιέσαι μαζί του. Και μη μου πεις ότι δεν το γλέντησες. Θα είναι ένα μεγάλο ψέμα.
- Όχι εγώ δεν… και άρχισε να κλαίει. Σε αγαπάω βρε Γιώργο. Πάντα σε αγαπούσα.
- Με πρόδωσες όμως. Λυπάμαι. Το έκανα αυτό, για να σου αποδείξω ότι δεν λύνουμε τα προβλήματα μόνοι μας· χωρίς το σύντροφό μας. Και να σου πω κι εγώ κάτι. Και εγώ σ’ αγαπώ. Αλλά δε μπορώ να το χωνέψω όλο αυτό. Θα φύγω λίγο καιρό στην Αθήνα για σεμινάρια της εταιρείας. Μόλις γυρίσω θα δρομολογήσουμε το διαζύγιο.
Άρχισε να κλαίει. Από την μια τη λυπόμουνα, αλλά δεν με άφηνε ο πόνος μου να την πλησιάσω. Πήρα μια βαλίτσα και έβαλα τα απαραίτητα μέσα. Η Νικολέτα με κοίταζε χλωμή.
- Φύγε δε θα πω κουβέντα. Αλλά να ξέρεις ότι εγώ θα είμαι εδώ, για σένα. Και έφυγε στο δωμάτιο κλαίγοντας.
Αφού ετοίμασα τη βαλίτσα έφυγα. Μπήκα στο αυτοκίνητο. Ξεκίνησα για τη μάνα μου. Στο δρόμο τα μάτια μου βούρκωσαν. Ήθελα να κλάψω, να ουρλιάξω. Πήγα στη μάνα μου. Το βράδυ κοιμήθηκα εκεί. Την άλλη μέρα έφυγα για την Αθήνα. Μόλις εγκαταστάθηκα στο ξενοδοχείο, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Νικολέτα. Μου είπε ότι πέρασε η Νανά. Ο Νικόλας έκλεισε το γραφείο για λίγο καιρό. Αυτή με τον Τάσο τα βρήκανε.
- Αυτό δεν με συγκινεί, της είπα. Του Τάσου, μπορεί να του αρέσει το κέρατο· εγώ δεν έχω τέτοια γούστα.
Κι εκεί, της έκλεισα απότομα το τηλέφωνο. Μετά από πέντε λεπτά χτυπάει ξανά.
- Τι θέλεις;… της λέω με έντονο ύφος.
- Πήρε η Μαρίνα και σε ζήτησε. Της είπα ότι είσαι στο σεμινάριο. Είναι κι αυτή εκεί. Γιώργο να μην ξεχάσεις κάτι, σ’ αγαπάω. Κι έκλεισε το τηλέφωνο απότομα.
Ήμουν σίγουρος ότι κάθισε σε μια γωνιά και έκλαιγε. Η ζήλεια της τότε θα φούντωσε, σκέφτηκα. Αλλά ας είναι… όλα εδώ πληρώνονται. Το βράδυ μόλις κατέβηκα στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου με περίμενε μια έκπληξη. Ήταν η Μαρίνα. Καλοντυμένη με ένα μπλε φόρεμα, με τα ξανθά μακριά μαλλιά της να πέφτουν πάνω της. Μια φινετσάτη, όπως πάντα, Μαρίνα. Πήγα προς το μέρος της, την ακούμπησα στη πλάτη.
- Σας έπεσε κάτι της, λέω από πίσω.
Γύρισε απότομα. Με είδε· έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Καθίσαμε στο σαλόνι του ξενοδοχείου.
- Πώς έμαθες ότι μένω εδώ με ρώτησε;
- Εδώ μένω κι εγώ βρε Μαρίνα.
- Πήρα τη Νικολέτα τηλέφωνο και μου είπε ότι θα είσαι στο σεμινάριο. Δεν την άκουσα καλά. Συμβαίνει κάτι;
- Θα σου τα πω. Εσύ τι γίνεσαι;
- Εγώ… παντρεύτηκα, χώρισα και τώρα απολαμβάνω την ελευθερία μου.
- Λοιπόν έχω μια ιδέα. Θέλεις να πάμε να φάμε έξω;
Δέχθηκε με τα χαράς. Πήγαμε σε ένα ωραίο εστιατόριο μια και εμένα τα έξοδα ήταν όλα πληρωμένα. Καθίσαμε και φάγαμε. Όλο το βράδυ δε χόρταινα να την κοιτάζω. Όταν τελειώσαμε πήγαμε σε ένα μπαράκι στο Παγκράτι να πιούμε ένα ποτό. Εκεί αρχίσαμε τη συζήτηση. Μου είπε τα δικά της, ότι παντρεύτηκε και ο άντρας της την παράτησε για μια αλλοδαπή υπάλληλο. Έφυγε. Δε δυσκολεύτηκε να βρει δουλειά σε μια άλλη μεγάλη εταιρεία.
- Ευτυχώς που δεν κάναμε παιδιά. Τώρα μαζεύω τα κομμάτια μου και δε σκοπεύω να ξαναμπώ στο λούκι του γάμου. Τουλάχιστον τώρα. Θέλω τον καιρό μου. Εσύ τι έκανες με τη Νικολέτα. Έχετε ένα παιδί νομίζω.
- Ναι, μόνο που η Νικολέτα τα σκάτωσε…
της είπα με την πίκρα να φαίνεται στο πρόσωπό μου. Κι άρχισα να της εξιστορώ την περιπέτειά μου.
- Λυπάμαι, γιατί είσαι καλός άνθρωπος. Κι εγώ σου έκανα κακό κάποτε και το μετάνιωσα. Να ξέρεις ειλικρινά. Δεν ήθελα να σε πληγώσω τότε Γιώργο. Αλήθεια, στο λέω. Μετά από τόσο καιρό αισθάνομαι ακόμα άσχημα σαν να ήταν χθες. Βλέπεις μου φέρθηκες καλά. Άψογα. Αλλά φαίνεται πως εμείς οι γυναίκες είμαστε κι αχάριστες. Αλλά να σου πω πάντα υπάρχει κάτι που σε σπρώχνει να κάνεις τέτοια μαλακία. Σε μένα ήταν η αγωνία με το μαλάκα τον καθηγητή τότε. Στη Νικολέτα το άγχος της να προστατέψει τον πατέρα της.
- Δηλαδή βρε Μαρίνα μου δεν του εξηγήθηκα ωραία του μπάσταρδου; Γιατί δεν μου το είπε από την αρχή;
- Δεν ήθελε να σε μπλέξει μωρέ. Έτσι την πάτησα κι εγώ με τον καθηγητή. Δεν ήθελα να σε μπλέξω τότε. Φοβόμουν μην κάνεις καμιά τρέλα. Σε αγαπούσα πολύ τότε, να το ξέρεις. Ήθελα να το τελειώσω μόνη μου με το μαλάκα. Αργότερα που έφυγα για τη Θεσσαλονίκη το ξανασκέφτηκα. Το μετάνιωσα. Ξέρεις πόσες φορές έκλαψα όταν ήμουν μόνη μου; Ξέρεις πόσο μου έλειψες τον πρώτο καιρό. Γύριζα σα χαμένη. Αλλά τι σημασία έχουν όλα αυτά; Πρέπει να τα βρεις με τη γυναίκα σου. Έχεις παιδί.
- Δεν το μπορώ. Όπως δεν μπόρεσα τότε με σένα, δεν το μπορώ κι αυτό με τη Νικολέτα. Δε γίνεται.
- Καταλαβαίνω. Και τώρα περισσότερο που δοκίμασα το κέρατο από τον άντρα μου. Ήταν σαν να μου τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια μου. Αλλά μερικές φορές λέω ότι υπάρχει και δικαιοσύνη. Όλα εδώ πληρώνονται.
- Να φανταστείς ότι μαζί του δεν πηδήχτηκε απλά. Έκανε και πράγματα που δεν έκανε μαζί μου.
- Μην τα σκέφτεσαι μωρέ. Άντε στην υγειά μας! Παλιέ μου έρωτα!
Ήπιαμε το ποτό και μετά το άλλο και άλλο ως ότου ζαλιστήκαμε. Η μουσική στο κλαμπ ωραία. Άπλωσα το χέρι μου και τη χάιδεψα τρυφερά στο μάγουλο.
- Πάντα τόσο όμορφη! Τόσο γλυκιά! Της είπα καθώς με κοίταζε στα μάτια.
Έσκυψα και φιληθήκαμε στο στόμα. Το ένα φιλί έφερε το άλλο. Σε λίγο φύγαμε. Πήγαμε στο ξενοδοχείο. Δε σταμάτησα λεπτό να τη φιλάω. Το ίδιο έκανε κι αυτή. Θες το ποτό, θες που θυμηθήκαμε τα παλιά. Σε λίγο βρεθήκαμε στο δωμάτιό της γυμνοί να φιλιόμαστε παθιασμένα. Πέσαμε στο κρεβάτι και κάναμε ένα υπέροχο 69. Χύσαμε κι δυο σε αυτή τη στάση. Μέχρι το πρωί δεν κοιμηθήκαμε. Σε μια στιγμή την έβαλα στα τέσσερα και της τον έχωσα. Τον έβγαλα μετά από λίγο και τον ακούμπησα στην κωλοτρυπίδα της. Σιγά-σιγά μόνη της έσπρωχνε παίρνοντας την πρωτοβουλία. Τον πήρε όλο μέσα. Τον έχωνα βαθιά στον όμορφο κώλο της. Είχαμε τόσο πάθος και ένταση που έχυσα μέσα της.
Την άλλη μέρα αργήσαμε να πάμε στο σεμινάριο. Όταν τελειώσαμε πήγαμε για φαγητό. Μετά στο ξενοδοχείο. Δε βγήκαμε καθόλου έξω. Παραγγείλαμε σαμπάνια. Περάσαμε ένα όμορφο απόγευμα στο δωμάτιο κάνοντας έρωτα σε όλες τις στάσεις. Είχαμε τόση δίψα ο ένας για τον άλλον. Σε κάποια στιγμή χτύπησε το κινητό. Τα είχα στο αθόρυβο. Η Μαρίνα το άνοιξε μια και ήταν πεσμένο δίπλα της, χωρίς να το πάρω είδηση. Την είχα στα τέσσερα και έχωνα τον πούτσο μου στο μουνί της. Τα βογκητά κι οι αναστεναγμοί μας σίγουρα ακούγονταν στο διπλανό δωμάτιο· και φυσικά και στο τηλέφωνο που άκουγε η Νικολέτα. Συνεχίσαμε για πέντε λεπτά ακόμα.
- Θέλω να σε χύσω στην κωλοτρυπίδα και μετά να στον χώσω.
Η Μαρίνα πήρε μια καλύτερη στάση. Την έχυσα. Με τα πρώτα χύσια που λάδωσαν το χυμένο κώλο της, τον έχωσα μέσα της και έχυσα τα υπόλοιπα.
- Έτσι μπράβο Γιώργο μου. Τέλεια! Έχυσα μωρό μου! Κοίτα τα μπούτια μου είναι μούσκεμα από τα χύσια μου.
Πράγματι η Μαρίνα έχυσε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Έπεσα και ξάπλωσα δίπλα της. Όπως ήταν ανάσκελα, πήρε το τηλέφωνο.
- Είδες Νικολέτα πόσο πονάει το κέρατο; Μόλις ο Γιώργος με ξέσκισε.
Εγώ τα έχασα. Έκανα να της πάρω το τηλέφωνο και μου έκανε νόημα να σιωπήσω. Υπάκουσα. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί την ήθελα αυτήν την εκδίκηση.
- Θα σου στείλω φωτογραφίες.
Η Νικολέτα έκλαιγε με λυγμούς στο τηλέφωνο.
- Θυμάσαι τότε που έφευγες και τον φίλησες; Έτσι πόνεσα κι εγώ. Ρώτα τον.
- Τον πήρα για να ακούσει το παιδί. Όχι για μένα… και το έκλεισε.
Την πήρα ξανά. Το σήκωσε, μου έδωσε τη μικρή. Μιλήσαμε για κανένα τέταρτο. Κλείσαμε. Με τη Μαρίνα ξεσκιστήκαμε στο γαμήσι όλες τις δυο βδομάδες που ήμουν στην Αθήνα. Όταν φύγαμε μου είπε.
- Σε ευχαριστώ για όλα. Πέρασα καλά μαζί σου.
Με φίλησε και μου είπε…
- Τώρα πήρε το μάθημά της. Κάνε ό,τι πιστεύεις. Καλή τύχη.
Με τη Μαρίνα, τα ίχνη μας από εκείνη τη μέρα χάθηκαν. Γύρισα πίσω. Πήγα στη μάνα μου, η οποία μόλις είδε ότι δεν πήγα σπίτι με έβαλε κάτω και συζητήσαμε. Της είπα μόνο ότι δεν τα πάμε καλά.
- Γύρνα πίσω παιδί μου. Οι άνθρωποι που αγαπούν συγχωρούν και προχωράνε τη ζωή τους· δεν την καταστρέφουν.
Έφυγα για τη δουλειά την άλλη μέρα. Όταν επέστρεψα, πήγα στο σπίτι μου. Βρήκα τη Νικολέτα στη κουζίνα. Χάρηκε που με είδε, αλλά σοβάρεψε αμέσως. Είχε μαγειρέψει το αγαπημένο μου φαγητό. Καθίσαμε με τη μικρή στον καναπέ. Παίζαμε. Σε μια στιγμή μου λέει:
- Μπαμπά η μαμά έκλαιγε όλες αυτές τις μέρες που έλειπες. Το βράδυ που μιλήσαμε και μαζί έκλαιγε όλο το βράδυ. Σηκώθηκα δύο φορές κρυφά και την άκουσα.
- Έκλαιγε, γιατί δεν ήμουν εδώ. Να, τώρα σταμάτησε, βλέπεις;
Η Νικολέτα έκανε πως δεν άκουγε τη συζήτηση με το παιδί. Σε λίγο πήρε το παιδί και το πήγε για ύπνο. Καθίσαμε στο σαλόνι. Με ρωτούσε διάφορα. Η ατμόσφαιρα. ηλεκτρισμένη.
- Η Μαρίνα;… με ρώτησε.
- Έφυγε για πάνω. Θα πάει εξωτερικό τις επόμενες μέρες.
- Ξέρεις μιλήσαμε μετά που έφευγε. Μόλις χαιρετηθήκατε κι έφυγες. Με πήρε η ίδια στο τηλέφωνο.
Ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Έγειρε το κεφάλι της στον ώμο μου.
- Θα με συγχωρέσεις;
- Το έχω κάνει ήδη. Νομίζω πως η συνάντηση με τη Μαρίνα έδρασε καταληκτικά μέσα μου.
Γύρισα και την κοίταξα. Φιληθήκαμε. Σηκωθήκαμε πήγαμε στο κρεβάτι μας. ξεκινήσαμε με πολλά φιλιά. Έπαιζα με το θαυμάσιο στήθος της. κατέβηκα στον μουνί της και της έκανα ένα γλειφομούνι μέχρι που έχυσε. Της σήκωσα τα πόδια και της τον έχωσα. Δεν άργησα να χύσω λες και γαμούσα πρώτη φορά. Σε λίγο βρέθηκε πάνω μου ξανά. Σηκώθηκε και τον κάρφωσε όλον στον κώλο της.
- Σκίσε με την πουτάνα! Θέλω να με ξεσκίσεις. Άρχισα να τη γαμάω δυνατά. Σε λίγο έχυσα μέσα στη τρύπα της.
Από τότε το σεξ ήταν ακόμα πιο παθιασμένο. Σχεδόν Κάθε φορά που τη γαμάω από τον κώλο, το γουστάρει. Με τη Νικολέτα κάναμε άλλο ένα παιδί. Από τότε η ζωή μας είναι πιο όμορφη.
Copyright protected OW ref: 169135
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.