Εκείνο το καλοκαίρι είπαμε με τους γονείς μου να πάμε διακοπές στην Κρήτη που δεν είχαμε πάει ποτέ. Εκείνο τον καιρό είχα μια σχέση με τον Γιάννη, αλλά η σχέση μας δεν ήταν και από τις καλύτερες. Είχε ολοκληρωθεί αλλά δεν ήταν και πολύ σοβαρή από άποψη ενδιαφέροντος.
Πετάξαμε για Κρήτη λοιπόν και είπα θέλω να περάσω καλά να ξεχάσω για λίγο τον Θεσσαλονικιό Γιάννη και να ξεφαντώσω όσο μπορώ.
Πήγαμε στη Χερσόνησο σε ένα ξενοδοχείο λίγο έξω από το κέντρο της πόλης. Είχα ακούσει ότι η Κρήτη και Χερσόνησος είναι ο παράδεισος των Βρετανών και των Γερμανών και ενθουσιάστηκα όταν πάτησα το πόδι μου και νόμιζα ότι θα ξεφαντώσω. Το ξενοδοχείο που μέναμε ήταν πολυτελές, όχι πολύ κοντά στη θάλασσα, ενώ δίπλα ακριβώς από την αυλή της πισίνας μας ήταν ένα χωράφι απέναντι από το σύρμα της περίφραξης.
Κάθε πρωί που βαριόμουνα να πάω στη θάλασσα, επέλεγα να κάνω μπάνιο στη πισίνα. Οι γονείς μου προτιμούσαν τη θάλασσα, ξυπνούσα αργά και αυτοί έφευγαν το πρωί για τη θάλασσα και έρχονταν το μεσημέρι. Κάνοντας λοιπόν μπάνιο κάθε μεσημεράκι όταν ξυπνούσα στην πισίνα, έβλεπα έναν άντρα και ήταν στο χωράφι και δούλευε. Ντούρος μελαχρινός, κρητική φυσιογνωμία, ψηλός γύρω στα τριάντα. Πολύ δουλειά πάντως! Δεν σήκωνε κεφάλι.
Μερικές φορές έριχνε το βλέμμα του στη μεριά μου και με κοίταζε. Φορούσα ένα μπικίνι πράσινο χρώμα και είχα μεγάλα στήθη. Κοίταζε τα στήθη μου κι εγώ καύλωνα και άρχιζα να τον κοιτάω κι εγώ. Την επόμενη μέρα, ξύπνησα νωρίς αλλά δεν πήγα στη θάλασσα, έκανα ότι κοιμόμουν για να κάνω μπάνιο στην πισίνα.
Πήγα στη πισίνα και ήταν εκεί ο παίδαρος. Άρχιζα και καύλωνα. Στη μεριά του σύρματος ήταν μία βρύση και τη μαστόρευε. Μια στιγμή το εργαλείο του έφυγε από τα χέρια του και έπεσε από τη μεριά του δικού μου φράχτη. Ήταν η ευκαιρία. Πάλευε ο παίδαρος να βάλει τα χέρια του ανάμεσα από το φράχτη να το πάρει αλλά δεν μπορούσε. Δεν μου είπε να του το δώσω.
Αυτός από ότι κατάλαβα ήταν απορροφημένος από τη δουλειά έχοντας ιδρώσει. Τον λυπήθηκα και πλησίασα.
- «Τι κάνετε; Τι παλεύετε τόση ώρα; Πάρτε το εργαλείο σας. Έχετε ιδρώσει, είστε κουρασμένος. Μήπως θέλετε νερό, τίποτα;»
- «Όι κοπέλα, ευχαριστώ!», μου απάντησε.
Ήταν η πρώτη φορά που μιλήσαμε και καύλωσα με τη ντούρα κρητική προφορά του. Καθώς κάρφωνε τα μάτια μου διακριτικά στα στήθη μου του λέω:
- «Δεν γίνεται… θα σας δώσω κάτι. Έχετε κουραστεί. Σας παρακαλώ, ελάτε από δω να σας κεράσω ένα δροσιστικό καφέ».
Μετά πολλά τον έπεισα. Σούρωνε ιδρώτα και μύριζε μια αντρική μυρωδιά που έκανε το μουνάκι μου να ξεροχύνει.
- «Έλενα!», του λέω.
- «Στεφανής!», μου λέει. «Άσε… πολύ δουλειά το χωράφι!»
Μιλούσαμε και λέγαμε για την Κρήτη και του είπα ότι μου αρέσει και ότι είναι παράδεισος και αυτός μου έλεγε ότι ασχολείται με χωράφια όλη μέρα. Κοιτούσε τα στήθη μου και το καταλάβαινε ότι τον καταλάβαινα. Σε μια στιγμή του λέω:
- «Τρέχει κάτι;»
- «Χαρώ τα εγώ… Είσαι κούκλα! Να τα χαρώ!», και έκανε νεύμα προς τα βυζιά μου.
- «Με κάνετε και αισθάνομαι άβολα…», του είπα.
- «Οι κρητικοί είναι έξω καρδιά!», μου λέει. «Με ρώτησες και σου απάντησα».
- «Εντάξει… κι εσύ υπέροχος είσαι! Εσείς οι κρητικοί είστε θερμοί και ντούροι άντρες. Σε δικαιολογώ…», του λέω και κοίταζα τη πούτσα του κάτω από τη φόρμα του που διαγραφόταν να σηκώνεται.
- «Ίντα κοιτάς εσύ; Τρέχει τίποτα;», μου λέει.
Ήρθε κοντά μου και στάθηκε και μου είπε:
- «Θώρα την καλύτερα. Μπροστά σου είναι τώρα!»
Εγώ είχα κοκκινίσει.
- «Σε κατάλαβα ότι κοιτάς εκεί στη φόρμα!», μου λέει.
- «Να κοιτάς δεν πειράζει…», του λέω. «Όλοι κοιτάνε!»
Έκανα τη δύσκολη. Στάθηκε για κάμποση ώρα μπροστά μου και κοιτούσα το φούσκωμα του. Μετά από δύο λεπτά μου λέει:
- «Θέσε να σε πηδήξω! Αυτό δεν ήθελες τόσες μέρες πουτάνα;»
Εγώ κοκκίνισα σαν παντζάρι. Του πιάνω το φούσκωμα και άρχιζα να το δαγκώνω και τη φόρμα μαζί. Του λέω:
- «Πάμε μέσα στο δωμάτιο μου».
Μπήκε στο δωμάτιο και κατέβασε τη φόρμα του κι έμεινε με το σώβρακο.
- «Έχω να γαμήσω καιρό. Θα σε σκίσω! Θα μάθεις σήμερα πως γαμούνε οι Κρήτες!»
Γονάτισα χαμηλά και του είπα:
- «Μπορώ να δοκιμάσω τη γεύση του;»
Δεν απάντησε. Πήρα την πρωτοβουλία και του έβγαλα το σώβρακο. Πετάχτηκε ένας πούτσος γύρω στα 20 εκατοστά. Πήγα να τον βάλω στο στόμα μου και μου γυρνάει ένα χαστούκι.
- «Πουτάνες σαν τις ελλαδίτισες παίρνουν πίπες!», μου απαντάει.
Φαίνεται δεν του είχαν ξαναπάρει πίπα ποτέ. Ήρθε και μου τον κάρφωσε στο στόμα και μου τον έχωνε βαθιά. Προσπαθούσε να βάλει και τα αρχίδια του μέσα μου. Τον στριφογύριζα μέσα στο στόμα μου και του έπαιρνα τα αρχίδια του στο στόμα αφού του τα έπαιζα πρώτα.
Αυτός καυλωμένος μου έβαζε χέρι στο μουνάκι μου και με έβριζε πολύ πρόστυχα. Ο συνδυασμός του ιδρώτα και του λίγου σπέρματος που έβγαινε από την πούτσα του με είχε κάνει να έχω ξετρελαθεί με την ψωλή του κρητικού. Αφού τον έγλειφα για κάμποση ώρα έφαγα ένα σκαμπίλι και με έφτυσε στα μούτρα. Κανείς δεν με είχε ταπεινώσει έτσι ποτέ.
- «Τρως το σπέρμα μου παλιογαμιόλα; Πρώτη φορά γυναίκα τρώει το σπέρμα μου. Φτούσου γαμιόλα! Καυλιάρα, πουτάνα, τσιμπουκλού!»
Μου έδωσε μία στο πρόσωπο. Εγώ σηκώνομαι πάνω και του λέω:
- «Μη με χτυπάς… πονάω…»
Μου βάζει μια τρικλοποδιά και με ρίχνει κάτω και μου λέει:
- «Θέσε κάτω να σε πηδήξω γαμιόλα Ελλαδίτισσα! Θα σου παίξω στα κωλομάσκαλά σου πουτσοσφάκελα!»
Με πονούσε ενώ με χτύπαγε με τον πούτσο του. Μου τον έχωσε και πόνεσα ενώ χτυπούσε τη μήτρα μου έμπαινε τέρμα.
- «Γάμησέ με πούστη μου!»
Όταν άκουσε και τον είπα πούστη, μου γυρνάει μια κλωτσιά που με πόνεσε και μου λέει:
- «Πούστηδες να πεις τα αντράκια πάνω, όχι εμένα!»
Με γαμούσε για μισή ώρα και δεν άντεχα άλλο… ήθελα να βγει. Τον παρακαλούσα και δεν έβγαινε.
- «Βρήκα ευκαιρία να γαμήσω τόσους μήνες τώρα. Όταν βγω χάθηκες παλιοπουτανάκι! Θα πιεις ψωλοχύματα έξι μηνών!», μου λέει.
Είχε ξεραθεί το μουνάκι μου και ενώ φτάσαμε τη μία ώρα, βγήκε και στάθηκε από πάνω μου.
- «Άρμεξε να πιεις γάλα. Να κολυμπάνε τα ψωλοχύματα μου στο στομάχι σου παλιοκαριόλα!»
Τον παρακαλούσα να χύσει με πίπα και δεν έχυνε. Με τυραννούσε… Κάποια στιγμή μου λέει:
- «Το γάλα βγαίνει δύσκολα. Εμείς οι αγρότες ξέρουμε…»
Γλείφοντας του όλη την πούτσα με πολύ άγριο τρόπο και ταλαιπωρώντας την πολύ και μυρίζοντας τη καυλωτική μυρωδιά, όλο και περισσότερο ήθελα το ψωλόχυμα του. Μετά από κανένα εικοσάλεπτο μου λέει:
- «Τώρα θα σε χύσω γαμιολίτσα πιπατζού, να σε σκουπίζει η μάνα σου!»
Έχυσε τουλάχιστον οκτώ ριπές στο στόμα μου και κάνα δυο στο πρόσωπο μου. Καθώς του ρουφούσα την πούτσα, υπέφερε και μου έλεγε:
- «Μου τη μαράζωσες παλιοπουτάνα! Την ξεζούμισες!»
Καθώς του την καθάρισα όλη, χτύπησε το κινητό του. Μου λέει:
- «Πρέπει να φύγω».
Του είπα ότι με καύλωσε. Μετά αυτός με έφτυσε στα μούτρα ιδρωμένος και μου είπε:
- «Αν είχα τούτηνα κόρη εγώ θα την είχα σκοτώσει!»
Και έφυγε. Μετά από το συμβάν αυτό πήρα μια φωτογραφική μηχανή και έβγαλα τον εαυτό μου χυμένη με τα σπέρματα του κρητικού, ενώ ολόκληρο το βράδυ είχα ενοχλήσεις στο στομάχι μου από τα σπέρματα και έκανα και εμετό (έχω γενικά ευαίσθητο στομάχι). Το μουνάκι μου είχε ερεθιστεί.
Δεν τον ξαναείδα εκεί μέχρι που έφυγα. Ηθελα πολύ. Μακάρι να τον δω κάποτε στο μέλλον αν ξαναπάω Χερσόνησο στην Κρήτη. Αχ ρε Δημήτρη! Την κράτησα αναμνηστική τη φωτογραφία και έγραψα από πίσω: «Πως γαμάνε οι κρητικοί». Την έδειξα στη κολλητή μου όταν γύρισα στη Θεσσαλονίκη και ζήλεψε.
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.