Η ιστορία:
Με λένε Γιάννη, είμαι 27 χρονών και θα σας διηγηθώ μια εμπειρία που είχα με μια κοπέλα πριν από επτά χρόνια. Λοιπόν, είχα πάει διακοπές με κάτι φίλους στο Πευκοχώρι. Όπως φυσικά καταλάβατε, διακοπές γι’ αυτούς σήμαινε ξάπλα, γαμήσι, κορίτσια κλπ. Όταν φτάσαμε στο Πευκοχώρι πήγαμε σ’ ένα ξενοδοχείο και θα μέναμε εκεί δώδεκα μέρες. Εκεί δεν περίμενα να δω αυτό που είδα. Στην πισίνα του ξενοδοχείου υπήρχαν γέροι, κωλομωρά κτλ. Τότε λέει ο Σάκης, ένας από τα παιδιά της παρέας μας:
- «Όχι ρε γαμότο! Πέρσι γεμάτο μουνιά ήταν εδώ. Τώρα τι στο διάολο;»
- «Εεεε σιγά…», του λέω εγώ. «Στην παραλία γεμάτο θα είναι».
Και τέλος πάντων ενώ μιλούσαμε, περνάνε από μπροστά μας δυο κοπέλες. Η μία ήταν ψηλή, λεπτή αλλά από φάτσα δεν έλεγε. Η διπλανή της πάλι ήταν πιο κοντή, λίγο γεματούλα αλλά πραγματικά πανέμορφη. Είχα πάθει την πλάκα μου. Είχε καστανά μαλλιά, στρογγυλό πρόσωπο, άσπρο δέρμα και μεγάλα αμυγδαλωτά καστανά μάτια. Ήταν θεά! Οι άλλοι οι μαλάκες είχαν κολλήσει με την ψηλή αλλά εγώ δεν ένιωθα. Δεν είχα σταματήσει να κοιτάω την άλλη κοπέλα.
Το κακό μ’ εμένα ήταν ότι δεν ήμουν από τους γλυκούς και τρυφερούς τύπους. Εγώ όταν γούσταρα μια κοπέλα πήγαινα και της το έλεγα στα ίσια. Αλλά σ’ αυτήν δεν μπορούσα. Περνούσε από μπροστά μου και η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Τέλος πάντων, όταν καθίσαμε στο μπαρ του ξενοδοχείου το βράδυ τα παιδιά άρχισαν να την πέφτουν στην ψηλή. Έλα όμως που μαζί ήταν και η φίλη της. Την έβλεπα... δεν της άρεσε και πολύ που σαλιάριζαν όλοι και είπε πως πάει να κάνει μια βόλτα και θα ξανάρθει. Τότε βρήκα την ευκαιρία… σηκώθηκα και πήγα μαζί της για παρέα. Αρχίσαμε να λέμε διάφορα και να γελάμε σαν χαζά. Είχε υπέροχο γέλιο και χαμόγελο. Σε κάποια φάση της είπα:
- «Μ’ αρέσει το γέλιο σου!»
- «Αλήθεια; Ευχαριστώ!», μου είπε χαμογελώντας.
- «Ξέρεις, δεν βρίσκεις εύκολα κορίτσια σαν εσένα. Είσαι καλή, φιλική, χαμογελαστή…»
- «Κι εσύ. Όχι σαν τους άλλους στο μπαρ. Κοίταξε τους!»
Τότε την κοίταξα στα μάτια και έβαλα τα χέρια μου γύρω από τη μέση της. Αυτή αντί να τραβηχτεί με αγκάλιασε και μου ψιθύριζε στ’ αφτί διάφορα. Μου έλεγε πως στο μπαρ δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω μου (αυτό είναι αλήθεια) και άλλα διάφορα. Φυσικά όσο πιο πολλά μου έλεγε τόσο πιο πολύ με καύλωνε. Τότε της λέω:
- «Δεν είσαι στο ίδιο δωμάτιο με την άλλη την πουτάνα έτσι;»
- «Ναι».
- «Ωραία λοιπόν, πάμε!»
Με το που μπήκαμε μέσα άρχισα να την φιλάω ασταμάτητα! Αυτή άρχισε να αναπνέει βαριά και να αναστενάζει. Την ξάπλωσα, ανέβηκα πάνω της και σιγά - σιγά άρχισα να την γδύνω. Εντωμεταξύ την έβλεπα λίγο σφιγμένη. Τότε την ρωτάω:
- «Τι έχεις; Άμα δεν θέλεις, πες το μου».
- «Δεν είναι αυτό... απλώς να… φοβάμαι λίγο…»
Εκείνη την στιγμή έπαθα. Της λέω:
- «Θες να πεις ότι....;»
- «Ναι. Είμαι παρθένα».
Τότε σηκώθηκα και πήγα να ντυθώ. Και μου λέει:
- «Όχι, κάθισε. Σε θέλω, σε θέλω όσο τίποτα άλλο. Σε θέλω μέσα μου. Θέλω να σε νιώσω! Μην φεύγεις…»
Εγώ ρε γαμότο δεν είχα καταλάβει… φαινόταν έμπειρη, ιδίως από τον τρόπο που με φιλούσε και.... δεν ξέρω μου.. φαινόταν έμπειρη. Τέλος πάντων ξεντυθήκαμε. Άρχισα να την φιλάω, να την αγκαλιάζω, να την χαϊδεύω και να φιλάω όλο της στο σώμα. Αυτή με είχε αγκαλιάσει σφιχτά. Μετά, καθώς χάιδευα τα μπούτια της, έβαλα το δάχτυλο μου στο μουνί της. Ήταν υγρό και γλιστρούσε. Αυτή τραβήχτηκε αλλά εγώ της είπα:
- «Ηρέμησε, δεν θα σε πονέσω πολύ…»
Είχα το δάχτυλο μου μέσα της για λίγη ώρα. Όταν πήγα να βάλω τον πούτσο μου με έσφιξε. Άρχισα να μπαίνω μέσα της αργά - αργά και σιγά - σιγά επιτάχυνα. Αυτή βογκούσε από πόνο αλλά και από ηδονή. Με τα νύχια της με γρατζουνούσε και έτρεμε. Το κρεβάτι είχε αίματα. Εγώ νόμιζα πως την πονούσα πολύ και πήγα να κόψω λίγο αλλά η Σόφη με κράτησε και μου είπε:
- «Μη σταματάς, συνέχισε! Συνέχισε μωρό μου! Συνέχισε!»
Για αρκετή ώρα μπαινόβγαινα στο μουνί της σαν τρελός. Δεν είχα ποτέ ξεπαρθενέψει και ποτέ καμιά γυναίκα δεν με είχε τρελάνει όπως η Σόφη. Στο τέλος, όταν ήταν να τελειώσει, η Σόφη έσκυψε και άρχισε να μου τον γλείφει. Καλά την έβλεπα εγώ ξεπεταγμένη! Παρθένα, ξεπαρθένα, η πίπα της με είχε αποτελειώσει! Ύστερα από αρκετή ώρα, κάναμε ένα ντους, αγκαλιαστήκαμε και κοιμηθήκαμε στο δωμάτιο της Σόφης.
Την επόμενη μέρα πήγα στο δωμάτιο να πω στα παιδιά ότι τελικά θα πάω στην Ρόδο με τον ξάδερφο μου (ψέματα, ήθελα απλώς να την κοπανίσω με την Σόφη μου) και όταν μπαίνω στο δωμάτιο τους, βλέπω την Άννα (Άννα είναι η ψηλή άσχημη που σας έλεγα) και τον Σάκη με μια μπίρα στο χέρι να κοιμάται. Το δωμάτιο βρωμούσε κλεισούρα και ιδρωτίλα, και οι άλλοι δύο με το χέρι στην πούτσα να κοιμούνται σαν βόδια και να ροχαλίζουν. Και φυσικά η Άννα ήταν γαμημένη και κοιμόταν στο κρεβάτι με τον Σάκη. «A καλά…» λέω.
Τέλος πάντων, μάζεψα τα πράγματα μου, πήρα την Σόφη και φύγαμε για Ρόδο και ύστερα τηλεφώνησα στα παιδιά για να τους πω τουλάχιστον ένα αντίο. Τώρα είμαι παντρεμένος με το Σοφάκι. Έχουμε δυο παιδιά και μαζί έχουμε ζήσει αξέχαστες εμπειρίες.
(Copyright protected OW ref: 11546)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.