Με την Σύλβια παρά τα τόσα χρόνια σεξ αισθανόμουνα μια απίθανη έλξη, ένα αφάνταστο ερεθισμό κι άφθονη ηδονή λες και κάθε φορά πίναμε το ποτήρι μέχρι τον πάτο. Μετά την μετάβαση του γιου μας για σπουδές στην Ρουμανία η λίμπιντο της χτύπησε κόκκινο. Μετά που ήρθε η Αγνή σαν μόνιμος παρτενέρ στο κρεβάτι μας και μετά από εκείνο το διήμερο στο εξοχικό στο του φίλου μου του Αλέξανδρου με το άγριο ξέσκισμα με τον Ομάρ, τα πράγματα πήγαιναν από το γαμηστερό στο γαμηστερότερο. Εγώ χαιρόμουνα τις μουνίτσες μου.
Η γυναίκα μου και μετά το καυλίδι που είχε φάει από τον Ομάρ ήθελε να κάνουμε όλο και πιο θερμά πράγματα και η Αγνή βρισκόταν σαν χαμένη να χαίρεται αυτό που της συμβαίνει και να αυτοκατακρίνεται για τον χαμένο χρόνο. Ζώντας αυτές τις υπέροχες εμπειρίες αποφασίσαμε να δώσουμε στον εαυτό μας την χαρά να χαρούμε τον έρωτα μας ελεύθερα πέρα από τα βλέμματα μιας καχύποπτης κοινωνίας και οικογένειας. Έτσι πετάξαμε μια Παρασκευή πρωί αρχές του προηγούμενου μήνα για ένα τετραήμερο ταξίδι στην Ρώμη, αποφασισμένοι να ζήσουμε την ευτυχία μας στα όρια.
Φτάσαμε στο αεροδρόμιο στις 10:10 πμ και στο ξενοδοχείο μας στις 11:00 πμ. Το ξενοδοχείο μας, Hotel Corso βρίσκεται στην οδό Dei Greci, των Ελλήνων σημαδιακό κι αυτό ανάμεσα στην Piazza di Spagna και το Pantheon. Ξενοδοχείο αναπαλαιωμένο αρχοντικό καλό, καθαρό και ήσυχο ήταν ότι μας βόλευε για τις προθέσεις μας. Μόλις φτάσαμε, πήγαμε στα δωμάτια μας, δυο τον αριθμό για να μην καρφωνόμαστε, αφήσαμε τα πράγματα μας και ξαμοληθήκαμε για shopping.
Πήγαμε στα μαγαζιά της Via dei Condotti κι αρχίσαμε τις πρόβες και τα ψώνια. Οι μουνίτσες μου ψάχνανε ότι ξέκωλο και το προβάρανε κάνοντας μου επίδειξη. Με είχανε φτιάξει. Εκεί που με κάνανε τούρμπο ήταν όταν πήγανε για εσώρουχα. Επειδή δεν μπορούσαν να βγαίνουνε και να μου τα δείχνουν πάνω στα κορμάκια τους η μια έχωνε το κεφάλι της μέσα στο παραβάν και περιέγραφε τι φορούσε η άλλη. Κάποια στιγμή που η πωλήτρια του καταστήματος απομακρύνθηκε οι κουφαλίτσες μου με σπρώξανε μέσα στο δοκιμαστήριο. Τρελάθηκα. Η Αγνή φορούσε ένα ουρανί σετάκι που μου έκανε τον πούτσο να βαρέσει παρουσιάστε.
Όταν άρχισε να με χαϊδεύει, έστω και πάνω από τα ρούχα με έκανε να ανατριχιάζω ολόκληρος. Η γυναίκα μου με χωμένο το κεφάλι μέσα από την κουρτίνα να βλέπει την φάση και να μπιζάρει την αδελφή της για τα συνολάκια και για τα καμώματά της. Η Αγνούλα άρχιζε να αλλάζει το ένα μετά το άλλο τα ρουχαλάκια. Να στρινγκάκια, να μπουστάκια, να κομπινεζάκια, να σουτιενάκια κι όλα τα αξεσουάρ. Με είχε κάνει να θολώσει το μάτι μου στριμωγμένος μέσα στο δοκιμαστήριο χωρίς να μπορώ να βγάλω άχνα μιας και η πωλήτρια είχε γυρίσει και βρισκόταν από έξω.
Μόλις απομακρύνθηκε και είπα να βγω, να ‘σου και χώνεται μέσα η Σύλβια και βγαίνει έξω η Αγνή. Αλλαγή φρουράς. Η γυναίκα μου πρόβαρε τα δικά της μοντελάκια και ήταν η πουτάνα φωτιά και λαύρα. Ερεθισμένη φανερά μου πέταξε τον πούτσο έξω κι αφού μου τράβηξε δυο - τρία ρουφήγματα στον πούτσο τον έχωσε στην βυζοχαράδρα της και μου τον έκανε hot dog. Δαγκάθηκα για να μην της τα πετάξω γιατί κουνώντας απειλητικά δάχτυλο και με το αυστηρό της ύφος μου το απαγόρευσε.
Μόλις απομακρυνόταν η πωλήτρια αλλάζανε θέση στο δοκιμαστήριο. Μια η Σύλβια, μια η Αγνή. Μια η μια μουνίτσα, μια η άλλη με είχανε ξεκάνει. Τελευταία η Αγνή φορώντας ένα ξεκωλέ στρινγκάκι έτριβε το κωλαράκι της πάνω στον φουσκωμένο πούτσο μου και τα απαλά κωλομεράκια της τον χαϊδεύανε πότε το ένα πότε το άλλο. Όταν στάθηκε στην κωλοχαράδρα της και το λίκνισμά της ηδονικό κι ελαφρά πιεστικό δεν άντεξα. Τα σπόρια μου φύγανε σαν σκάγια κι απλώθηκαν παντού. Και τι νομίζεται ότι βρήκαν να πουν οι κουφάλες;
- «Αυτό θα το πάρουμε, είναι το τυχερό!»
Βρήκανε την κατάλληλη στιγμή και με βγάλανε έξω. Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο γεμάτοι ψώνια. Δεν με άφησαν να ανέβω απάνω ούτε για να συμμαζευτώ. Με «ανάγκασαν» να τις περιμένω κάτω για να πάμε για φαγητό γιατί αν ανέβαινα επάνω μόνο φαγητό δεν θα τρώγαμε κι αυτές πεινούσαν. Πήγαμε σε ένα καλό εστιατόριο στην Piazza Navona. Τελικά πεινούσα κι εγώ πολύ.
Εκεί που έτρωγα με όρεξη αντιλαμβάνομαι κάτω από το τραπέζι που καλυπτότανε με τραπεζομάντιλο μέχρι το δάπεδο, μια επίθεση στον πούτσο μου από τα ακροδάχτυλα των ποδιών τους. Ένα της μιας κι ένα της άλλης. Οι μουνίτσες μου είχαν όρεξη για παιχνίδι. Τους ζήτησα να με αφήσουν να φάω αλλά αυτές τίποτα. Τότε με μια κίνηση χώνω το χέρι μου από κάτω και πετάω τον πούτσο μου έξω.
- «Παίξτε ελεύθερα. Αν καμιά θέλει μπορεί να κάνει και κάτι περισσότερο κάτω από το τραπέζι. Εμένα θα μου επιτρέψετε να ολοκληρώσω το φαγητό μου..», είπα και συνέχισα να τρώω.
Προσπαθούσανε με τα ποδαράκια τους να μου τον σηκώσουνε αλλά εγώ τις είχα γραμμένες κι έτρωγα. Βέβαια το ζόρι μου μόνο εγώ το ήξερα. Λυσσάξανε από την καύλα. Η Σύλβια δεν μπορούσε να σηκώσει την πρόκληση κι ήθελε να βουτήξει κάτω από το τραπέζι και να τον πάρει τσιμπούκι στην ψύχρα. Η Αγνή την συγκρατούσε και την παρακαλούσε να μην γίνουμε ρεζίλι. Τελικά επικράτησε ο συντηρητισμός της Αγνής κι έτσι τελείωσα το γεύμα μου με γλυκό και καφέ.
Με το που φτάσαμε όμως στο ξενοδοχείο η γυναίκα μου δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον ερεθισμό και το «άχτι» που μου είχε φυλάξει από το restaurant. Με το που μπήκαμε στο δωμάτιο μου την πέσανε κι οι δύο. Με χάδια, φιλιά και τριψίματα με γδύσανε στα όρθια και με ρίξανε στο κρεβάτι. Εκεί μου δέσανε τα δυο χέρια μαζί στο κεφαλάρι και τα πόδια ανοιχτά το ένα από ‘δω και τα’ άλλο από ‘κει. Ανεβήκανε πάνω κι άρχισαν να πηδιούνται με κάθε κύτταρο του κορμιού μου. Η Σύλβια μου κάθισε καβάλα στο πρόσωπο κι έτριβε πάνω του το μουνί της λες κι ήθελε να με πνίξει.
Η γλώσσα μου, η μύτη μου χωνόταν μέσα της και τις πηδούσανε τις τρύπες. Έχυνε. Μετά έσυρε το μουνί της σ’ όλο το μήκος του σώματος μου, αργά κι έκατσε στο καυλί μου το είχε κάνει τούρμπο η αδελφή της με την πίπα που του έκανε. Χτυπήθηκε πάνω του για λίγο και βγήκε. Η Αγνή μου έκανε τα ίδια αλλά ξεκινώντας πρώτα από το καυλί ήρθε σιγά - σιγά στο πρόσωπο. Ήθελα να χύσω αλλά μόλις πήγαινα ξεπεζεύανε από πάνω μου, έχανα την επαφή και κοβόμουνα. Με είχανε τρελάνει.
Σε μια φάση η μία καθότανε στη μούρη μου κι η άλλη στο καυλί μου κι αυτές φιλιότανε και τριβότανε μεταξύ τους σ' ένα ισοσκελές τρίγωνο που με είχε σαν βάση. Χύσανε με σπασμούς. Τις παρακαλούσα να χύσω κι εγώ αλλά αυτές με «βασάνιζαν» περισσότερο. Άρχισαν να με φιλάνε και να με χαϊδεύουνε γύρω - γύρω από τον πούτσο μου χωρίς να τον αγγίζουν. Ανατρίχιαζα. Ο πούτσος μου όρθιος, πονούσε κι ήθελε ένα γερό πιάσιμο ή ένα αχνιστό στόμα για να πετάξει τα σπόρια του αλλά αυτές τίποτα.
Τις φώναζα, τις παρακαλούσα αλλά αυτές λες και ηδονιζότανε από το βάσανο μου. Οι μυς μου ήτανε τεντωμένοι έτοιμοι να σπάσουν. Ο πούτσος μου δεν άντεξε.. έκανε 23 σπασμούς στον αέρα πάνω - κάτω κι ύστερα άρχισε να χύνει σαν σιντριβάνι. Τότε μου τον χουφτώσανε και μου τον τσιμπουκώσανε για να σουρώσει. Έπεσα ξερός κι αποκοιμήθηκα χωρίς καν να λυθώ.
Ξύπνησα αργά το απόγευμα κι ήταν σαν να είχα φάει ξύλο από μια ντουζίνα πεζοναύτες. Βγήκαμε για μια γύρα ψώνια στα μαγαζιά πριν κλείσουν αλλά εγώ ήμουνα κουρέλι. Πονούσανε όλοι μου οι μυς. Ένας δυνατός Irish coffee, μπόλικος χυμός πορτοκαλιού, μια ασπιρίνη και δυο σφηνάκια βότκα με συνέφεραν εντελώς. Μετά τα ψώνια οι κυρίες ντυθήκανε για βραδινή έξοδο στην Via Veneto. Ξέραμε αρκετά από Ρώμη γιατί με την γυναίκα μου την είχαμε επισκεφτεί αρκετές φορές, η κουνιάδα μου όμως ερχόταν για πρώτη φορά. Δεν είχαμε πρόβλημα ούτε με την γλώσσα αφού η Σύλβια και λόγω δουλειάς ήξερε άπταιστα Ιταλικά και οι τρεις μας ξέραμε πολύ καλά Αγγλικά.
Οι κυρίες ήταν καταπληκτικές. Κομψότητα, πρόκληση κι αισθησιασμό μαζί, κλέβανε τις ματιές πολλών περαστικών και θαμώνων του George's Restaurant που φάγαμε αλλά και στο New Armony Prive Club στην οδό Via Concordia που καταλήξαμε. Το θερμόμετρο της επιθυμίας μας ανέβαινε συνεχώς αφού όλο το βράδυ τα κορίτσια μου αξιολογούσανε τους γκόμενους που βλέπανε και από την άλλη η αισθησιακή μουσική και το ποτό μας είχε φέρει στα πρόθυρα της έκρηξης. Γυρίσαμε γιατί η Αγνή δεν μπορούσε να σηκώσει πιθανούς εξτρεμισμούς που σκάρωνε η φαντασία μας, ήταν νωρίς γι’ αυτήν.
Στο γυρισμό είπαμε να κάνουμε μια βόλτα στους νυχτερινούς δρόμους της Ρώμης. Ήταν μόλις 1:30 πμ. Για μας τους Έλληνες πολύ νωρίς για κλείσει η βραδιά. Βγήκαμε στις λεωφόρους και ψάχναμε για παγωτό που ήθελε η Αγνή. Σ’ ένα δρόμο όχι πολύ μεγάλο τα αυτοκίνητα έκαναν ουρά για κάποιες «κυρίες» που περίμεναν όρθιες εκεί. Σε μια στιγμή εγώ με την Αγνή καθυστερήσαμε σε μια βιτρίνα και ψάχνοντας την Σύλβια την είδαμε στο απέναντι πεζοδρόμιο να σκύβει και να μιλάει με κάτι τύπους σε μια μαύρη Celica. Προς στιγμή δεν κατάλαβα τι γίνεται, όταν είδα την Σύλβια να έρχεται προς το μέρος μας.
- «Πάμε στο ξενοδοχείο…», είπε κι έλαμπε το πρόσωπο της. «Θα τους πάρω βίζιτα σε μισή ώρα στο ξενοδοχείο».
Μείναμε εμβρόντητοι να την κοιτάμε. Ούτε να ψελλίσουμε δεν μπορούσαμε για αρκετά δευτερόλεπτα.
- «Τι θα γίνει; Τι θα κάνεις;», μόλις που βγήκε η φωνή μου.
- «Θα πηδηχτώ αντρούλη μου, θα πηδηχτώ. Δεν καταλαβαίνεις; Θα πάρω βίζιτα τους δυο παίδαρους και θα τους πάρω και 1500 ευρώ. Δυο βδομάδες να δουλεύω δεν θα βγάλω τόσα λεφτά;»
- «Μα είσαι τρελή; Τι πας να κάνεις;», είπαμε εγώ κι η αδελφή της με μια φωνή.
- «Α!!! Δε θέλω αντιρρήσεις. Είπαμε να είμαστε ελεύθεροι να χαρούμε τον έρωτα όπως τον θέλουμε. Δεν το είπαμε; Δεν είχαμε πολλές φορές τέτοια φαντασίωση Αιμίλιε; Δεν ξεσκιστήκαμε στο πήδημα από την καύλα που μας προκαλούσε; Ε! Τώρα θέλω να το βιώσω. Εσείς αν θέλετε μπορείτε να με πάρετε μάτι και μετά θα τη βρούμε και μεταξύ μας…», είπε.
Προχώρησε με γρήγορο βήμα προς το ξενοδοχείο ενώ εμείς την ακολουθούσαμε χωρίς να έχουμε συνέλθει από την έκπληξη. Στα δωμάτια πρέπει να σας πω εκτός από την κοινή τους πόρτα υπήρχε ένα καθρέφτης κάδρο όμοιος κι από τις δύο πλευρές της μεσοτοιχίας. Όταν τον μετακινούσες έβλεπες στο άλλο δωμάτιο χωρίς να σε βλέπουν. Μόλις το ανακαλύψαμε τυχαία ρώτησα δήθεν εμπιστευτικά ένα υπάλληλο για την χρησιμότητα του. Μου είχε απαντήσει κομπιάζοντας ότι υπήρχε γιατί συνήθως τέτοια επικοινωνούντα δωμάτια τα νοικιάζανε οικογένειες κι έτσι οι γονείς μπορούσαν να βλέπουν τα παιδιά τους. Δεν με έπεισε αλλά δεν είχε σημασία για κανένα μας. Εμάς σ’ αυτή την φάση μας βόλευε ιδανικά.
Η Σύλβια, με ένα μαύρο σετ εσωρούχων, ζαρτιέρες και ψηλοτάκουνες γόβες υποδέχτηκε τους δυο άντρες ενώ όρθιοι, εγώ κι η Αγνή, είμαστε καρφωμένοι στον καθρέφτη. Ήταν γύρω στα 23 με 25 ετών ο ένας μελαχρινός, όχι μαύρος, για Άραβας έκανε κι ο άλλος λευκός. Φαινόταν ματσοί. Η Σύλβια μπήκε ανάμεσα τους και δέχτηκε τα πρώτα χάδια και φιλιά τους στα όρθια. Μετά σαν γνήσια πουτάνα τους ζήτησε τα λεφτά μπροστά και τους έστειλε να κάνουν μπάνιο.
Με λευκές πετσέτες φορεμένες στην μέση τους βγήκαν κι η Σύλβια έπιασε δουλειά με τους πούτσες τους. Τους είχε φέρει σε τέτοια θέση που να βλέπουμε καλύτερα. Η Αγνή δειλά κι αμίλητη από την καύλα μου χάιδεψε τον πούτσο κι εγώ σχεδόν αντανακλαστικά της χούφτωσα από πίσω τον κώλο κι έχωσα δάχτυλο στο μουνάκι της. Η γυναίκα μου τους τσιμπούκωνε καταπληκτικά. Σε λίγο πέσανε στο κρεβάτι. Την έγλειψαν εναλλάξ και μαζί. Μετά ο ένας της τον έδινε πίπα κι ο άλλος την γαμούσε πότε από το μουνί πότε από τον κώλο. Η Σύλβια δεν έφερνε σε τίποτα αντίρρηση ενώ εγώ είχα κολλήσει πισωκολλητά στην Αγνή και της τον είχα χώσει στο πλημμυρισμένο της μουνί που έσταζε από την καύλα.
Η Σύλβια τελικά καβάλησε τον λευκό κι ο μελαμψός μπήκε από πίσω της. Την παίρνανε μαζί κι γυναίκα μου το ευχαριστιόταν ιδιαίτερα. Η Αγνή έχυσε με σπασμούς κι εγώ την ακολούθησα αλλά χωρίς τσιμουδιά. Μείναμε κολλημένοι απολαμβάνοντας το θέαμα και την αίσθηση. Οι γκόμενοι αλλάζανε θέσεις και πηδούσανε την γυναίκα μου μαζί πότε ανάσκελα και πότε μπρούμυτα. Σε μια στιγμή κι ενώ καθότανε με τον κώλο στον σκούρο, έχοντας τον πλάτη για να μπορεί ο λευκός όρθιος μπροστά τους να την γαμάει από το μουνί, ο λευκός βγήκε κι ο μελαχρινός την τον έβγαλε από τον κώλο και τον έχωσε στο μουνί.
Τότε ο λευκός ξαναπλησίασε κι έχωσε το καυλί του πλάι από την πούτσα του μελαψού στο μουνί της. Πήρε δυο πούτσους από το μουνί! Η έκσταση της αποτυπωνόταν απολύτως στο πρόσωπο της. Δεν αντέξαμε στο θέαμα και χύσαμε ταυτόχρονα με την Αγνούλα. Ούτε οι γκόμενοι άντεξαν και ψωλόχυσαν την Σύλβια από την κορφή ως τα νύχια.
Αφού «οι πελάτες» πήρανε τις ανάσες τους, ντυθήκανε, την φιλήσανε και μας άδειασαν την γωνιά. Δεν πρόλαβαν να κλείσουν την πόρτα πίσω τους κι ορμίσαμε μέσα. Αρχίσαμε να την γλείφουμε, να την φιλάμε και να την πηδάμε σαν τρελή. Αυτή εντελώς παθητικά μας δεχόταν ξελιγωμένη από το ξέσκισμα που είχε φάει.
- «Αγάπη μου λιώσε με!», μου είπε ξέπνοα.
Γίναμε ένα κουβάρι που αντάλλαξε ηδονές κι αισθήσεις πρωτόγνωρες. Πέσαμε ξεροί και κοιμηθήκαμε αγκαλίτσα.
Η συνέχεια της βόλτας το επόμενο διήμερο, προσεχώς.
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.