Η ιστορία:
Θα σας πω εν περιλήψει μια ιστοριούλα αληθινότατη. Μικρός ήμουν πολύ ωραίο παιδί και καυλιάρης. Από τα δεκαπέντε που έκανα πρώτη φορά έρωτα μέχρι τα είκοσι περίπου είχα φοβερή πέραση. Πηδούσα και συνέχεια, και τα καλύτερα μουνάκια. Στην πενταήμερη η πούτσα μου πήρε φωτιά.
Κάπου εκεί λοιπόν στα είκοσι, με πήρε η κατρακύλα. Άρχισα να γαμάω οτιδήποτε θηλυκό τύχαινε στο δρόμο μου. Οτιδήποτε. Το κακό είναι ότι άρχισα να αποφεύγω τις μουνάρες και να κυνηγώ δευτεροκλασάτες γυναίκες. Άρχισα να τις γουστάρω πλέον (οι «σαβουρογάμηδες» ξέρουν τι εννοώ). Στους φίλους μου που με δούλευαν έλεγα: «Αν δεν μπαζώσεις δεν θα χτίσεις!» και: «Τις μουνάρες όλοι τις γαμάνε. Ο άντρας φαίνεται στα δύσκολα».
Η μεγάλη αλλαγή όμως έγινε γύρω στα 26 όταν πήδηξα μια πενηντάρα Βουλγάρα. Έπαθα πλάκα. Εκείνη η γυναίκα μου έδωσε να καταλάβω τι εστί γαμήσι και πως πηδιέται μια γυναίκα που αγαπάει τον πούτσο. Τον λάτρευε, δεν τον αγαπούσε απλώς. Τότε ζούσα σε μια πολυκατοικία στην Αθήνα. Δίπλα ακριβώς έμενε μια 90άχρονη Ελληνίδα με την νοσοκόμα που την πρόσεχε, την εν λόγω Βουλγάρα. Επειδή που και που αγόραζα τίποτε φάρμακα ή μικροπράματα που ήθελε η γιαγιά, μπαινοέβγαινα στο σπίτι ελεύθερα.
Έβλεπα τα βλέμματα της Βουλγάρας αλλά δεν έδινα σημασία. Ωστόσο, κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι όταν άνοιγε την πόρτα μου χάιδευε λίγο το χέρι στο «καλώς τον», με ξαναχάιδευε κλεφτά αν έφερνε καφέ ή τριβόταν πάνω μου στο τυχαίο με την πρώτη ευκαιρία. Δεν φορούσε τίποτε προκλητικό ούτε άφηνε κάποιο υπονοούμενο. Λίγο ρουζ έβαζε μόνο στα μάγουλα. Απλά με χάιδευε κλεφτά. Την κοιτούσα και έβλεπα μια σπασμένη από το χρόνο γυναίκα, με ωραίες παρά ταύτα καμπύλες. Με καύλωνε η ιστορία, όχι αυτή.
Κάποια μέρα το πήρα απόφαση, «η μισή ντροπή δική της, η μισή δική μου». Την προσκαλώ σε μένα να πιούμε έναν καφέ κάποιο μεσημέρι που θα κοιμόταν η γιαγιά και μετά από κάνα δυο μέρες, μου χτυπάει το κουδούνι. Της ανοίγω, μπαίνει μέσα.
- «Είπα να έρθω. Ελπίζω να μην έχεις δουλειά…», κλπ., και στρογγυλοκάθεται στον καναπέ.
Κάνω τους καφέδες και κάθομαι δίπλα της. Μοσχομύριζε (Οι γυναίκες που θέλουν να πηδηχτούν πάνε πάντα αρωματισμένες). Κάποια στιγμή απλώνω το χέρι, της χαϊδεύω τα μαλλιά και σκάω το παραμύθι:
- «Άστα τώρα αυτά και πες μου… Σ’ αρέσω καθόλου;»
- «Μ’ αρέσεις αλλά..»
Και χωρίς να την αφήσω να πει αυτό που θέλει, χαϊδεύοντας το λαιμό της, της ψιθυρίζω ότι μ’ αρέσει και πως τη σκέφτομαι και πως με καυλώνει πολύ. Σκύβω και τη φιλάω στο λαιμό. Ήταν ήδη πολύ αναστατωμένη. Δεν άντεξε ούτε για το τυπικό όχι.
Η γλώσσα της κόντεψε να με πνίξει. Μ’ έγλειψε παντού. Έγλειφε στο λαιμό και χάιδευε την πούτσα μου. Έγλειφε την πούτσα μου, χάιδευε τα αρχίδια μου, φιλούσε το στήθος μου, χάιδευε το λαιμό μου και έτριβε το μουνί της στα πόδια της. Η τύπισσα χρησιμοποιούσε όλο το κορμί της. Την ένιωθα παντού.
Όταν δε, έχωσε την πούτσα μου στις χειλάρες της, μου έκανε ένα μασάζ στα αρχίδια που θα το ζήλευε Κινέζα πουτάνα. Όταν πλέον μπήκα στην μουνάρα της έπαθα πλάκα. Δεν γαμιόταν, χόρευε. Η λεκάνη της είχε ρυθμό χορού. Πότε αργά, πότε γρήγορα, μία πάνω - κάτω, την άλλη σταυρωτά. Τα πόδια της μια με σφίγγανε, μια ήταν διάπλατα ανοιχτά. Αν μπορούσα να χώσω και τα αρχίδια θα τα έχωνα.
Κάποια στιγμή, μία τον έβαζα και τον έβγαζα, μία έσκυβα και την έγλειφα από την κωλοτρυπίδα ως την κλειτορίδα Άρχισε να μουγκρίζει. Δεν ήξερε πλέον από που ήθελε να πρωτογαμηθεί. Την πήρα από παντού. Έπαθα πλάκα, δεν περίμενα τέτοιο γαμήσι. Εκείνο το μεσημέρι πηδιόμασταν ένα γεμάτο δίωρο. Όταν την πήρα από τον κώλο μούγκρισε και άρχισε να μιλάει βουλγάρικα. Καύλωσα ακόμη πιο πολύ. Έχυσα στο μουνί της και μετά μου τον έγλειψε ώσπου να μου ρουφήξει όλη την καύλα.
Είμαι 34 τώρα, καθώς πρέπει κλπ., έχω στομαχάκι, η σύντροφος μου 35 και μουνάρα. Κερατώνω τη δικιά μου μόνο σε παρτούζες, τις οποίες γουστάρω τρελά πλέον, εκτός αν μου τύχει καμία πενηντάρα στης οποίας το μουνί πέφτω με τα μούτρα. Την Βουλγάρα τη γαμάω ακόμη.
(Copyright protected OW ref: 13391)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.