Η ιστορία:
Έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που εγώ και η γυναίκα μου η Μαρία είχαμε ένα γερό όργιο με κάποιους γνωστούς Αλβανούς. Με τους συγκεκριμένους έχουμε ξαναβρεθεί και περάσαμε καλά. Άλλωστε την ερωτική μας ζωή την έχουμε για να ανακαλύπτουμε καινούρια πράγματα.
Παραμονή πρωτοχρονιάς λοιπόν μας πήρε ο ένας τηλέφωνο να μας πει ότι θα πήγαιναν σε ένα γνωστό σκυλάδικο στη Θεσσαλονίκη και αν θέλαμε να πηγαίναμε κι εμείς. Μέρες γιορτινές όμως δύσκολα θα αφήναμε οικογενειακές καταστάσεις.
Αφού αλλάξαμε χρόνο και φάγαμε και ήπιαμε με την οικογένεια κλπ., φτάσαμε γύρω στις τέσσερις στο σπίτι μας. Ενώ καθίσαμε να πιούμε ένα τελευταίο ποτό, το κινητό χτυπάει και ήταν ένα μήνυμα. «Καλή χρονιά!», μου έγραφε ο Αλβανός. «Εμείς είμαστε ακόμα εδώ αν θέλετε να έρθετε…».
- «Βρε πείσμα…!», λέω στη Μαρία. «Θες να πάμε;»
- «Πάμε!», μου απάντησε γρήγορα.
Κατάλαβα ότι είχε ήδη αρχίσει να φτιάχνεται. Πήγε μέσα και άρχισε να ετοιμάζεται. Γύρω στις πέντε ήμασταν έξω από το μαγαζί, ένα σκυλάδικο από τα λίγα και καλά, που πραγματικά πας και περνάς καλά.
Η Μαρία φόρεσε ένα φόρεμα πολύ στενό και κοντό, κι ένα καλσόν με δαντελωτά σχέδια. Το μαγαζί ακόμα γεμάτο. Ψάξαμε και τους βρήκαμε. Τρεις Αλβανοί καθόντουσαν και απολάμβαναν το περιβάλλον. Δυνατή λαϊκή μουσική και το μπουκάλι μπροστά τους άδειο. Χάρηκαν ιδιαίτερα που μας είδαν και άστραψαν τα μάτια τους όταν είδαν τη Μαρία να φοράει αυτό το ξέκωλο.
Παρήγγειλα και δεύτερο μπουκάλι και αρχίσαμε να μπαίνουμε στο κλίμα. Τριγύρω άνθρωποι φτιαγμένοι από το αλκοόλ και τη μουσική, γυναίκες ντυμένες με αποκαλυπτικά ρούχα, να χορεύουν και να διασκεδάζουν μέσα στο σκοτάδι που προσφέρει μυστικότητα.
Ο άτιμος ο τραγουδιστής μετά από μια παύση ξεκινάει το «Ξημερώνει», ένα φοβερό αργό τσιφτετέλι. Τραγούδι αρκετά δυνατό για εμάς. Η Μαρία σηκώθηκε και άρχισε να το χορεύει πάνω στο τραπέζι. Ένα τραπέζι με τέσσερις άντρες και μια γυναίκα. Αδύνατο να κρύψει κάτι από το σώμα της. Η φούστα συνέχεια σηκωνόταν σχεδόν λίγο πιο πάνω από τον κώλο της.
Οι Αλβανοί χτυπούσαν παλαμάκια ενώ εγώ έτρωγα με τα μάτια μου το κορμί της γυναίκας μου που χόρευε. Δίπλα μια παρέα αντρών την κοιτούσαν λαίμαργα. Μου άρεσε να την βλέπουν.
Όταν κατέβηκε ήταν εκστασιασμένοι. Οι Αλβανοί είχαν σχεδόν στύση. Ο ένας να μου λέει ότι σήμερα θα την σκίσουν, θα την κάνουν, θα την ράνουν… Ο διπλανός της, της είχε βάλει χέρι ήδη κάτω από το τραπέζι. Με χουφτώματα, κάποτε τελείωσε το πρόγραμμα. Άναψαν τα φώτα, πλήρωσαν οι Αλβανοί το λογαριασμό και ξεκινήσαμε να βγούμε. Πίσω μου ακούω ένα γκαρσόνι να λέει:
- «Κοίτα ρε μαλάκα την πουτάνα. Με τέσσερις φεύγει. Είναι και Αλβανοί!»
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Ένα δυνατό κρύο μας έκανε όλους να σφιγγόμαστε.
- «Που πάμε;», λέει η Μαρία.
- «Πάμε να σε ξεσκίσουμε παλιοπουτάνα!», της λέει ο Αλβανός.
- «Πάμε σπίτι σας Στέφανε!», μου λέει ο άλλος.
- «Θα ακουστούμε, δεν γίνεται…», τους λέω.
- «E, τότε πάμε στο δικό μας».
Οι δύο Αλβανοί είχαν έρθει με το δικό μου το αμάξι και ο τρίτος είχε πάρει το αγροτικό που ήρθαν. Μόλις ζεστάθηκε λίγο το αυτοκίνητο και έβαλα τη θέρμανση, η Μαρία άνοιξε τα πόδια της και άφησε τον Αλβανό να της χαϊδέψει το μουνάκι της. Χωρίς καν να το καταλάβω του είχε βγάλει έξω την πούτσα και του την έγλειφε.
Σε ένα φανάρι σταματάμε δίπλα από ένα ζευγάρι και το ζευγάρι βλέπει τον Αλβανό να χουφτώνει τα βυζιά της γυναίκας μου. Γέλασαν λίγο. Ο Αλβανός κατεβάζει το παράθυρο και λέει στο ζευγάρι:
- «Μήπως θέλει κι αυτή η πουτάνα γαμήσι;»
Το ζευγάρι όπως ήταν φυσικό μας έβρισε και πάτησε γκάζι να φύγει. Φτάσαμε στο σπίτι στη φάρμα των Αλβανών και μπήκαμε μέσα. Ευτυχώς είχε ζέστη. Της έβγαλαν το παλτό και άρχισαν να τη χουφτώνουν.
- «Εσύ κάτσε και βλέπε!», μου είπε ο ένας.
Την έγδυσαν και την άφησαν με τα εσώρουχα.
- «Θέλω να σας πάρω πίπα…», μουρμούρισε η Μαρία κι αυτοί έβγαλαν έξω τις πούτσες τους.
- «Έλα να σου μπει καλά ο χρόνος…»
Δεν χρειάστηκε πολλή ώρα γιατί ήταν όλοι τους ήδη πολύ καυλωμένοι. Κάθισε ο ένας στο πάτωμα, κάθισε από πάνω του η Μαρία και άρχισε να τη γαμάει. Ο άλλος πήρε δίπλα στο στόμα της και της το έβαλε μέσα. Ένα βογγητό έβγαινε μόνο από το στόμα της Μαρίας. Ο τρίτος μέσα σε δύο λεπτά απραξίας πήρε θέση πίσω από τη Μαρία και σιγά - σιγά προσπαθούσε να της το βάλει από τον κώλο.
- «Γεμίστε με. Έτσι… Το πρώτο γαμήσι να είναι από παντού!», είπε η Μαρία.
- «Πουτάνα, καριόλα. Σου έσκισα τον κώλο!»
- «Ναι! Σκίσε τον κι άλλο Αλβαναρά μου!»
Ξαφνικά ο ένας βγήκε από το κώλο της και προσπάθησε να της το βάλει κι αυτός στο μουνί. Τσίριξε από πόνο η Μαρία αλλά αυτός συνέχισε…
- «Ξεσκισμένη ελληνίδα. Σήμερα θα σε πεθάνω!», της είπε.
Δύο πούτσες μέσα στο μουνί της γυναίκας μου και μία στο στόμα. Είχε τρελαθεί. Πονούσε αλλά δεν έλεγαν να σταματήσουν. Ξαφνικά ο ένας φωνάζει:
- «Τη χύνω την πουτάνα!»
Έχυσε μέσα στο μουνί της. Η Μαρία βογκούσε από καύλα κι εγώ τον είχα βγάλει έξω και τον έπαιζα γιατί δεν άντεχα. Δεν άργησε να τη χύσει και ο δεύτερος πάλι μέσα στο μουνί. Ο πρώτος δεν είχε καν βγει ακόμα αλλά απολάμβανε το χυμένο της μουνάκι. Πήγα από πίσω της να δω. Το μουνί της έσταζε από τα υγρά της και από τα χύσια των Αλβανών γαμιάδων της. Ο τρίτος δεν άντεξε έχυσε πάνω στο πρόσωπο της.
Κάθισαν να ανάψουμε τσιγάρο. Το πρόσωπο της ήταν ακόμα κόκκινο από την έξαρση. Είχε φέξει και έπρεπε να φύγουμε. Σηκώθηκε, ντύθηκε και βγήκε έξω χωρίς να τους χαιρετίσει. Είχε περάσει καλά άλλωστε…
(Copyright protected OW ref: 10190)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.