Η ιστορία:
Κεφάλαιο 12ο
Το άλλο πρωί, η αβάσταχτη θλίψη της επανέκαμψε με το που ξύπνησε. Το μόνο καλό ήταν πως εκείνη την ημέρα τέλειωνε το μάθημα νωρίτερα, άρα θα μπορούσε να γυρίσει σπίτι της για να χαλαρώσει και να σκεφτεί. Έτσι, εκεί κατά τις έντεκα, κατέβηκε την εσωτερική σκάλα που οδηγούσε σ’ έναν ερημικό κι αχρησιμοποίητο τομέα του σχολείου, ο οποίος γειτνίαζε με το πάρκινγκ, όπου είχε αφήσει το αμάξι της.
- «Επ! Μωρό μου, για πού το ‘βαλες; Πας να μου τη σκάσεις;», άκουσε άξαφνα μια γνώριμη φωνή να λέει από πίσω της.
Όταν στράφηκε αλαφιασμένη, είδε τον Ελία να στέκεται μπρος στην ανοιχτή πόρτα μιας αίθουσας και να της νεύει με αδόκητο... νάζι. Έχοντας επίγνωση της μειονεκτικής θέσης της, μπήκε σιωπηλά στην αίθουσα, που αποδείχθηκε ότι ήταν αποθήκη αθλητικού υλικού. Η Μαρία κοίταξε γύρω της με απέχθεια. Μπάλες, σκυτάλες, ως και στρώματα και ξύλινοι... ίπποι γυμναστικής, όλα πεταμένα από ‘δω κι από κει και καλυμμένα με ένα παχύ στρώμα σκόνης. Κατόπιν έστρεψε το βλέμμα της ξανά στο μαθητή της και του είπε παραπονιάρικα:
- «Σε παρακαλώ, Ελία, όχι εδώ. Είναι τόσο βρώμικα! Θα κολλήσουμε καμιά... »
Άφησε τη φράση της έωλη, καθώς βρέθηκε να αντικρίζει το τερατώδες παλούκι του αλήτη, ο οποίος, όσο εκείνη περιεργαζόταν το χώρο, είχε προλάβει να ξεβρακωθεί.
- «Δεν έρχεσαι εδώ να με ρουφήξεις, λέω εγώ και να αφήσεις τις μαλακίες, πουτανίτσα;», είπε ο τσόγλανος ανυπόμονα.
Η Μαρία γονάτισε μπροστά του πειθήνια, κόλλησε τα χείλη της στη βάλανό του και τη βύζαξε φιλήδονα. Έπειτα, κατάπιε τον πούτσο του μέχρι... σκασμού, κι έπιασε να τον ρουφάει παθιασμένα, ενώ συνάμα μάλλαζε τα μυώδη οπίσθιά του!
- «Αυτό είναι, κουφάλα! Ρούφα την ψώλα! Παίξε με τον κώλο μου! Μα το Θεό, είσαι μεγάλη τσιμπουκλού!», φώναξε το ρεμάλι.
Λίγα λεπτά μετά, τη σήκωσε όρθια, της έβγαλε τη μπλούζα, πετώντας την αδιάφορα στο σκονισμένο δάπεδο, ψάρεψε τις βυζάρες της μες από το σουτιέν της κι έπιασε να πιπιλάει εναλλάξ τις ρώγες της με τέτοιο μένος, που την έκανε να χοροπηδάει από πόνο. Ύστερα, της σήκωσε τη φούστα ψηλά και μάλλαξε κάμποσο τα τροφαντά οπίσθιά της, λέγοντάς της στο καπάκι με αμετακίνητη αποφασιστικότητα:
- «Πέσε στα τέσσερα, μωρή καριόλα! Θέλω να σε ‘πάρω’ πισωκολλητά, σα... σκύλα!»
Υπακούοντας με βιάση, η Μαρία γονάτισε πάνω σε μια στοίβα από μουχλιασμένα σορτς και στηρίχτηκε στο δάπεδο με τους αγκώνες, τουρλώνοντας έτσι τον κώλο της. Μ’ ένα χλευαστικό καγχασμό για τη δουλοπρεπή στάση της, ο Ελία γονάτισε πίσω της, της κατέβασε το εσώρουχο και της έριξε στο δεξί κωλομέρι της ένα απίστευτα δυνατό χαστούκι, που έσκασε πάνω στο τρυφερό δέρμα της σαν... κροτίδα!
- «Αουχ!», βόγκηξε εκείνη... ερεθισμένη.
Το χτύπημα, όλως ανεξηγήτως, την οδήγησε στα πρόθυρα του οργασμού, ο οποίος ήρθε λυτρωτικός, μόλις ο τσογλαναράς έμπηξε ολόκληρο το παπάρι του στο υγρό μουνί της με μια μόνο ψωλιά, σουβλίζοντάς τη σαν αρνί. Και τον πρώτο οργασμό ακολούθησαν δεύτερος, τρίτος, τέταρτος… Για την ακρίβεια, κάθε φορά που ο Ελία έμπηγε την μαλαπέρδα του στα πιο απύθμενα βάθη της ύπαρξής της, η Μαρία ούρλιαζε σπαραχτικά, νιώθοντας το μουνί της να αμολά ολόκληρα ποτάμια από υγρά, σαν αντλία. Και τα ουρλιαχτά της δυνάμωσαν, όταν το κτήνος έπιασε να σφαλιαρίζει ανελέητα τα καπούλια της με τις χερούκλες του!
- «Χο χο! Τι έχουμε εδώ; Σ’ αρέσει το... άγριο παιχνίδι, κουφάλα, ε;», ρώτησε σαρδόνια.
- «Ουχ, Θεέ μου, ναι! Είναι υπέροχο! Γάμα με άγρια. Σκίσε με! Ουχχχ…», συγκατένευσε απροκάλυπτα η Μαρία!
Άξαφνα, το τσουτσέκι απέσυρε το πέος του απ’ το φύλο της κι έπιασε να το τρίβει απειλητικά στην κωλοχαράδρα της.
- «Ξέρεις τι θα κάνω τώρα, πόρνη; Θα σου γαμήσω τον κώλο! Θα στον ανοίξω σαν... κονσέρβα με τον πούτσο μου!», δήλωσε ωμά.
- «Μη, Ελία, σε παρακαλώ.. Δεν το έχω πάρει ποτέ από ‘κει…», ικέτευσε εκείνη έντρομη στο άκουσμα της απειλής του.
- «Σκασμός, σκύλα!», γάβγισε ο λεχρίτης, άνοιξε τα κωλομέρια της κι ακούμπησε το ψωλοκέφαλό του στην πίσω πόρτα της.
- «Μμμ… ‘φρέσκος’, παρθένος κωλαράκος! Γουστάρω!», μούγκρισε περιχαρής κι έπιασε να σπρώχνει προς τα μπρος ανυποχώρητα.
Η Μαρία άφησε μια οιμωγή τόσο εκκωφαντική, που δόνησε την ατμόσφαιρα, νιώθοντας κυριολεκτικά σαν... τον Αθανάσιο Διάκο, καθώς ο εισβολέας διαπερνούσε την ανέγγιχτη τρύπα της.
- «Χο, θα ήθελα να ‘σουν από μια μεριά να δεις πως ρουφάει η κωλοτρυπίδα σου τον πούτσο μου!», πανηγύρισε ο αλήτης.
Συνέχισε να σπρώχνει, καμακώνοντας σαδιστικά τον κώλο της καθηγήτριάς του με το υπόλοιπο τεράστιο παλαμάρι του.
- «Διάολε, έπιασα πάτο! Πώς νιώθεις, σκατοκαριόλα, τώρα που σου σούβλισα την κωλάρα;», απαίτησε να μάθει λίγο μετά.
Εκείνη δεν μίλησε, ντρεπόμενη να ομολογήσει αυτό που είχε αντιληφθεί με φρίκη δευτερόλεπτα πριν, ότι δηλαδή, το μόνο συναίσθημα που της προκαλούσε ο ανυπόφορος πόνος απ’ το αδυσώπητο σούβλισμα του κώλου της, ήταν η... ηδονή! Όμως όσο κι αν επιθυμούσε να κρυφτεί, το αυθόρμητο τούρλωμα των οπισθίων της και οι αλλεπάλληλες συσπάσεις του υγρού μουνιού της, την εξέθεταν πανηγυρικά.
- «Χμ.. καύλωσες, μωρή; Γουστάρεις που σου σκίζω την κωλάρα, κουφάλα, έτσι;», ρώτησε μακιαβελικά ο Ελία.
- «Αχ, ναι, Ελία! Ξεπάτωσέ με! Σκίσε μου τον κώλο! Είναι τόσο ωραίο!», απάντησε η Μαρία με ανερμάτιστη ξετσιπωσιά.
- «Χα! Μου φαίνεται τελικά ότι εσείς οι κουλτουριάρες είστε οι πιο έκφυλες ψωλαρπάχτρες!», δήλωσε το ρεμάλι.
Άρχισε να ταλανίζει τα ισχία του απότομα, μπήγοντας ολόκληρο τον πούτσο του στον κώλο της Μαρίας σαν πρέσα, ενώ εκείνη, όχι μόνο δε δυσφόρησε στο ελάχιστο, ίσα - ίσα, άνοιξε η ίδια τα κωλομέρια της για να τον βοηθήσει να φτάσει βαθύτερα, γρούζοντας σα γουρούνα από ευχαρίστηση.
- «Σε ξεκώλιασα, πουτάνα! Σου ‘κανα τον πάτο σουρωτήρι!», φώναξε το αρχίδι.
Ξάπλωσε τη Μαρία ανάσκελα, κάθισε πάνω στο στήθος της, άρπαξε την απελευθερωμένη πια από τα δεσμά του κώλου της ψωλή του απ’ τη χοντρή της ρίζα και της βούλωσε μ’ αυτήν το στόμα.
- «Φάε το παπάρι μου όπως βγήκε απ’ τον κώλο σου, τσούλα! Κάνε με να χύσω!», την πρόσταξε ξερά.
Εκείνη, χωρίς ίχνος δισταγμού, έπιασε να βυζαίνει τον ρυπαρό ψώλαρό του με τα χείλη της και να τον τρομπάρει φρενιασμένα, ώσπου τον οδήγησε στην κορύφωση.
- «Ωχ, διάολε, χύνω! Πάρτα όλα, μωρή άρρωστη!», φώναξε το κτήνος.
Το καυτό σπέρμα του γέμισε το στόμα της καθηγήτριας, η οποία το καταβρόχθισε αστραπιαία, δέσμια της ανόσιας δίψας της για τους χυμούς της κορύφωσής του.
Κεφάλαιο 13ο
Η αδυναμία να ξεφύγει απ’ τον εκβιασμό του Ελία και η κλιμακούμενη νοσηρότητα των πομπών στις οποίες την έσπρωχνε ο πόθος της για το υπέροχο μαρκούτσι του, πυροδότησε στην ψυχή της Μαρίας ένα κύμα πανικού. Πώς στην ευχή θα ξέφευγε απ’ την παγίδα του; Όσο κι αν βασάνισε το μυαλό της, ο μόνος τρόπος που βρήκε για να το πετύχει αυτό, ήταν να σβήσει το επίμαχο βίντεο από το κινητό του.
Τότε όμως η επιφοίτηση τη χτύπησε ξαφνικά με τη δύναμη χιονοστιβάδας. Το τσογλάνι δεν μπορούσε να είχε τραβήξει το βίντεο, μιας και πρωταγωνιστούσε σ’ αυτό. Διάολε, είχε και συνεργούς, στων οποίων τα κινητά έπρεπε επίσης να βάλει χέρι!
Το έργο της ήταν απίστευτα δύσκολο, αλλά δεν έβλεπε άλλη ρεαλιστική λύση. Έπρεπε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του δυνάστη της, ικανοποιώντας ενθουσιωδώς όλες τις ακόλαστες επιθυμίες του, κι ίσως τότε εκείνος της αποκάλυπτε τα ονόματα των συνεργών του.
Κεφάλαιο 14ο
Την άλλη μέρα, μετά το σχόλασμα, πήγε με το αμάξι στο σπίτι του Ελία - φτάνοντας φυσικά πριν από εκείνον, που γύριζε με τα πόδια. Πάρκαρε και περίμενε, μονολογώντας ξανά και ξανά ότι η ανάγκη την έσπρωχνε να παραδώσει το κορμί της βορά στις ακόλαστες ορέξεις του μαθητή της. Ωστόσο, στη σκέψη και μόνο τι θα της έκανε σα ξεμοναχιάζονταν, το μουνί της γινόταν λούτσα!
Ο νεαρός εντόπισε το αυτοκίνητό της από απόσταση και παρότι ένιωσε τεράστια ικανοποίηση που η καριόλα άρχισε επιτέλους να... ‘στρώνει’, αποφάσισε να κάνει τον... Κινέζο, εν είδει τιμωρίας για τις μέχρι τότε σεμνότυφες κόνξες της, που του είχαν πρήξει τ’ αρχίδια!
- «Επ! Γεια σου, καυλιάρα μου! Πώς από δω;», τη ρώτησε φτάνοντας δίπλα στο αμάξι, προσποιούμενος τον έκπληκτο.
- «Ναι, θέλω.. Πούτσο!», του αποκρίθηκε η Μαρία απροκάλυπτα, ενσαρκώνοντας το ρόλο της χωρίς παλινωδίες.
- «Τι έγινε, μανάρι μου; Ο κερατούκλης σε παραμελεί;», την τσίγκλησε στυγνά εκείνος, διασκεδάζοντας με την ψυχή του.
Η ύπουλη αναφορά στο ευαίσθητο θέμα του συζύγου της, υπονόμευσε στιγμιαία την αποφασιστικότητα της γυναίκας. Εντούτοις, δεν επέτρεψε στον εαυτό της να αποπροσανατολιστεί απ’ την πραγμάτωση του στόχου της κι ακολούθησε το ρεμάλι στο διαμέρισμά του.
Όταν κάθισαν πλάι - πλάι στον καναπέ του σαλονιού, η Μαρία έτριψε πρώτα τον καβάλο του ανενδοίαστα και κατόπιν τον ξεβράκωσε, βγάζοντας στη φόρα τα ψωλάρχιδά του, στα οποία επιτέθηκε ακάθεκτη, ρουφώντας και μουλιάζοντας γλυκά, κάθε τετραγωνικό χιλιοστό τους στην κυριολεξία, φτάνοντας ακόμα - ακόμα και στις... παρυφές του κώλου του.
- «Μ’ έχεις φτιάξει για τα καλά. Θα φας το γαμήσι της ζωής σου!», αναφώνησε ο Ελία και σηκώθηκε πάνω, έτοιμος για δράση.
Η Μαρία σηκώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα και πισωπάτησε λιγάκι, κοιτώντας τον επιβήτορά της με υποτιθέμενο πρόστυχο νάζι.
- «Τι έγινε, μανάρι μου; Θες παιχνίδια; Μήπως θες να σε κυνηγήσω για να σε πιάσω;», τη ρώτησε εκείνος με απορία.
- «Προς Θεού, όχι! Θέλω μοναχά να σου πω κάτι. Δε θέλω να με γαμήσεις απλά.. θέλω να με ξεσκίσεις και να με πονέσεις. Μου αρέσει!», αποκρίθηκε η Μαρία γλαφυρότατα, έχοντας σηκώσει τη φούστα της και τρίβοντας φόρα - παρτίδα το μουνί της πάνω απ’ το βρακάκι της.
Αποθρασυνόμενος απ’ την ομολογία της, ο Ελία τη βούτηξε απ’ τους ώμους, την έστριψε, ώσπου βρέθηκε να αντικρίζει το κορμί της από πίσω, και της σφαλιάρισε τον κώλο τόσο δυνατά, που σχεδόν την... απογείωσε, κάνοντάς τη να αφήσει μια εκκωφαντική τσιρίδα.
- «Έτσι το θες, μωρή;», σφύριξε στ’ αφτί της, κολλώντας το κορμί του στο δικό της και ζουλώντας αισχρά τους βύζους της.
- «Αχ ναι, έτσι! Τσάκισέ με, ψωλαρά μου! Μ' αρέσει!», βόγκηξε η Μαρία, έχοντας μπει για τα καλά στο πετσί του ρόλου.
Εκείνος γράπωσε γερά το πουκάμισό της και με τα δυο χέρια του, το τράβηξε απότομα προς αντίθετες κατευθύνσεις, ξηλώνοντας όλα τα κουμπιά του - τα οποία εκτοξεύθηκαν κυριολεκτικά σα θραύσματα... οβίδας - κι ύστερα την έστρεψε ξανά προς το μέρος του.
- «Αχ, τι ωραία! Σκίσ' τα όλα!», είπε κείνη μ’ έξαψη, την οποία απέδωσε στη διαφαινόμενη επιτυχία του σχεδίου της.
Το τσογλάνι κατέβασε το πουκάμισό της στους καρπούς της, παγιδεύοντας έτσι τα χέρια της στα πλευρά της, ψάρεψε τους αφράτους και κατάλευκους βύζους της μέσα απ’ το σουτιέν, τους ανασήκωσε κι έπιασε να δαγκώνει εναλλάξ τις ρώγες της σαν πεινασμένος λύκος.
- «Γουστάρεις πόνο, σκύλα;», ξαναρώτησε το καθίκι, βγάζοντάς της συνάμα τη φούστα και ξεσκίζοντας το κιλοτάκι της.
- «Αχ, ναι ναι! Θεέ μου, είμαι τόσο υγρή! Σε παρακαλώ, Ελία, γάμα με! Γάμα με τώρα! Το ‘χω ανάγκη!», βόγκηξε η Μαρία.
Αμέσως ο νεαρός την πέταξε πάνω στον καναπέ, γονάτισε ανάμεσα στα μπούτια της κι έπιασε να τρίβει επίμονα την ψωλάρα του πάνω στο φουσκωμένο, σαν αφράτη φραντζόλα, απ’ την... καύλα, μουνί της, κάνοντάς την να τρέμει και να βογκά.
- «Αχ, παιδαρά μου, μη με βασανίζεις, να χαρείς! Δως το μου…», εκλιπάρησε η καθηγήτρια.
Τίναξε με αδημονία τη λεκάνη της προς την κατεύθυνση του μαθητή της, επαναλαμβάνοντας στον εαυτό της ότι όλα ήταν... ηθοποιία. Όταν όμως ένιωσε το τεράστιο μακρινάρι να διαπερνάει το φύλο της απ’ άκρη σ’ άκρη, γούρλωσε τα μάτια της μέχρις αποκόλλησης... βολβών κι άφησε μια τόσο διαπεραστική στριγκλιά γνήσιας έκστασης, που γδάρθηκε ο λαιμός της!
Ο Ελία χιχίρισε περιφρονητικά, βλέποντας την αντίδρασή της, κι έπιασε να πετσοκόβει αναίσθητα το μουνί της με την ψωλάρα του με ασύλληπτα βάναυσα τινάγματα της λεκάνης του, αναγκάζοντας τη Μαρία να ανασηκώσει το πανωκόρμι της, να τυλίξει τα χέρια της γύρω του, κι ύστερα να φωνάξει, πασχίζοντας, καθόλου επιτυχημένα είναι αλήθεια, να μη σκέφτεται πόσο πολύ απολάμβανε το ξεμούνιασμα:
- «Αχού, Θεέ μου! Πόσο βαθιά φτάνεις μέσα μου, γαμιά μου! Έτσι, σκίσε με! Ξετίναξέ με! Κάνε μου το μουνί χωνίίίί!»
- «Πάω στοίχημα ο άντρας σου ποτέ δεν έχει καταφέρει κάτι τέτοιο. Έλα, πες το.. την έχει μικρή, ε;», χτύπησε ξανά το κάθαρμα ακριβώς εκεί που ήξερε ότι την πονούσε.
Κι όταν έλαβε τη σιωπή της προς απάντησή του, πάγωσε επιτόπου, παύοντας τελείως να κουνιέται.
- «Χι χι! Ψωλαρά μου, μη σταματάς. Σε παρακαλώ, γάμα με!», νιαούρισε η Μαρία, ‘βαφτίζοντας’ την ικεσία της μέρος του σχεδίου της.
- «Όχι πριν μάθω αυτό που θέλω.. ο άντρας σου την έχει μικρή, έτσι;», ξαναρώτησε πεισματάρικα ο αληταράς.
- «Ναι, διάολε. Την έχει τόσο μικρή, που όταν με γαμάει, υποκρίνομαι ότι χύνω! Αυτό θες να ακούσεις; Θες να ακούσεις επίσης ότι χύνω μόνο όταν μαλακίζομαι, ζαχαρώνοντας μεγάλες πούτσες;», ομολόγησε την, καθόλου κολακευτική για το ταίρι της, αλήθεια η καθηγήτρια.
- «Μη σκας, ερωτιάρα μου, εγώ είμαι εδώ!», απάντησε ο Ελία.
Τίναξε τους γοφούς του μπροστά, ξαναμπήγοντας την πουτσάρα του στο μουνί της, κι ύστερα έπιασε να το σφυροκοπάει ξανά με λυσσαλέες ψωλιές. Εκείνη γαντζώθηκε ξανά πάνω του, νιώθοντας να καταφτάνει ο οργασμός της. Κι όταν τη χτύπησε σαν τσουνάμι, αφέθηκε άνευ όρων στη δίνη του, στριγγλίζοντας εκκωφαντικά και σπαρταρώντας τόσο ανεξέλεγκτα, που συμπαρέσυρε στην κίνησή της και τον... καναπέ!
«Θεέ μου! Τι καυλοράπανο είναι αυτή η μούνα! Χτύπησα... Τζακ Ποτ!», σκέφτηκε ο Ελία, με το μούτρο του να φωτίζεται από ένα πλατύ χαμόγελο, το οποίο έσβησε στιγμιαία όταν η Μαρία τον έσπρωξε μακριά της. Επανήλθε όμως, ακόμα πιο θριαμβευτικό, όταν την είδε να του γυρίζει την πλάτη, να γονατίζει στον καναπέ, να τουρλώνει ξετσίπωτα την κωλάρα της, να γραπώνει τα κωλομέρια της, να τα ανοίγει διάπλατα, να στρέφει το κεφάλι της προς τα πίσω, και να του λέει με μια έκφραση γνήσιας πουτανιάς χαραγμένη στη μάπα της:
- «Έλα, παίδαρέ μου, σκίσε μου τον κώλο! Θέλω να νιώσω την πουτσάρα σου να μου βγάζει έξω τα... άντερα!»
Χωρίς χρονοτριβή, ο Ελία την πλησίασε, κόλλησε τη ντούρα μαλαπέρδα του στο στόμιο της κωλοτρυπίδας της κι έπιασε να σπρώχνει, φυτεύοντάς την πόντο - πόντο στα σωθικά της, ενώ εκείνη σκλήριζε ακατάσχετα και κοπανούσε τη μάπα της στον καναπέ σαν επιληπτική! Όταν ολοκλήρωσε τη διείσδυσή του, της έχωσε από ένα παταγώδες σκαμπίλι στο κάθε κωλομέρι, αφήνοντας πάνω τους δυο συμμετρικά αποτυπώματα της παλάμης του, την άρπαξε από τα μαλλιά, για να βρει κράτημα, κι άρχισε να... εκτοξεύει τα λαγόνια του, μια μπρος και μία πίσω, καρφώνοντας σαν έμβολο ολόκληρο τον πελώριο πούτσο του στον κώλο της μέχρι τη ρίζα.
«Χε, αυτό σίγουρα πονάει..», σκέφτηκε χαιρέκακα, γι’ αυτό κι έμεινε κάγκελο απ’ την έκπληξη, όταν είδε τη γαμιόλα να σπρώχνει προς τα πίσω, σουβλίζοντας η ίδια τον πάτο της στο παλούκι του, ικετεύοντας τον παράλληλα να την ξεκωλιάσει!
- «Τώρα θα δεις, πουτάνα!», μούγκρισε ο Ελία.
Τη βούτηξε απ’ τη μέση, ακινητοποιώντας την, κι επιτάχυνε την ταλάντευση της λεκάνης του, με συνέπεια, κάθε φορά που έσπρωχνε μπρος, να καρφώνεται ολόκληρη η τερατώδης μαλαπέρδα του στον κώλο της μονοκοπανιά!
- «Αυτό θα πει ξεκώλιασμα, καριόλα! Σου ξεχείλωσα τον πάτο σα χωνί!», μούγκρισε ο Ελία.
Έβαλε την τελική πινελιά στην ξεφτίλα της Μαρίας, ξεκαρφώνοντας το παλούκι του απ’ τον κώλο της, χύνοντας, στη... χούφτα της και προστάζοντάς την να φάει το ψωλοζούμι του! Κι όταν την είδε, πρώτα να κοιτά λιγωμένα τη βλεννόμορφη κρέμα κι έπειτα να την καταβροχθίζει λιμασμένα, πλαταγίζοντας τα χείλη της με αηδιαστική βουλιμία, ρουθούνισε θριαμβευτικά, θεωρώντας, δικαίως, τον εαυτό του υπεύθυνο για την αισχρή μετάλλαξή της.
** Όλα τα ονόματα κι όλες οι τοποθεσίες που αναφέρονται έχουν αλλαχτεί για ευνόητους λόγους!
(Copyright protected OW ref: 31441)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.