Προηγούμενο μέρος: Θεοδώρα: Ο κυρ-Βρασίδας κανονίζει μάνα και κόρη μαζί
Σκηνή 1
Ο Μπάμπης κι ο Στάθης δε μπορούσαν να σταματήσουν να σκέφτονται το ομαδικό με τη Ντόρα (Θεοδώρα, Ντόρα) και τη Φωφώ. Είχαν μεγάλη εμπειρία από κοκοτίτσες τόσο κατά μόνας όσο και σε διάφορους συνδυασμούς, αλλά μάνα με κόρη μαζί πρώτη φορά έπαιρναν και είχαν ξετρελαθεί. Μερικές μέρες μετά είχαν επαγγελματική συνάντηση με το Βρασίδα για επισκόπηση της συνεργασίας τους.
- Στ.: Λοιπόν Βρασίδα, οι δουλειές μας μια χαρά πάνε. Και οι τιμές είναι καλές και οι ποσότητες, για νέα συνεργασία μάλιστα, πολύ ικανοποιητικές. Λέγαμε και με το Μπάμπη τις προάλλες ότι τέτοιους συνεργάτες σαν κι εσένα θέλουμε, που ξέρουν να συνδυάζουν business with pleasure... είπε κλείνοντας το μάτι πονηρά.
- Μπ.: Έτσι είναι, Βρασίδα μου, όπως τα είπε ο Στάθης. Και αφού όλα πάνε πρίμα, να δούμε πότε βολεύει να επαναλάβουμε καμιά… μάζωξη, όπως την άλλη φορά... συμπλήρωσε ο Μπάμπης με νόημα.
- Βρ.: Χα, χα! Μα και βέβαια, ασφαλώς! Το είχα κι εγώ στο μυαλό μου, τους καλούς προμηθευτές πρέπει πάντα να τους προσέχουμε, έτσι δεν είναι; Απλώς δε σας είχα πει τίποτα γιατί σκεφτόμουν μήπως να διευρύναμε λίγο τον κύκλο, έτσι για να γνωρίσετε κι άλλα μέλη της οικογένειας της υπαλλήλου και ανιψιάς μου, εκτός από τη μάνα της. Έχω πάρει και τον άντρα της θείας της Ντόρας τον Μικέ στην εταιρεία, οπότε έχω αποκτήσει και στη θεία Νίτσα μια κάποια πρόσβαση.
- Μπ.: Αμάν, τι λες βρε θηρίο; Εκτός από μάνα και κόρη κανονίζεις και τη θεία; Για λέγε, πώς είναι αυτή; Την έχεις πάρει και μαζί με τις άλλες;
- Βρ.: Μπα, μόνη της την κανονίζω, τις ώρες που ο άντρας της δουλεύει στην αποθήκη. Η Νίτσα είναι σαν τη Φώφη δέκα χρόνια νεότερη ή όπως θα είναι η Ντόρα σε καμιά δεκαριά χρόνια, με όλα τα κομφόρ, κι αυτή, δηλαδή!
- Στ.: Ε, τότε μην το καθυστερούμε. Ας κανονίσουμε κάτι για μεθαύριο, ε Βρασίδα, πώς σου φαίνεται;
- Βρ.: Χμ… εντάξει, θα το συντονίσω. Μόνο που αυτή τη φορά καλύτερα να μην το κάνουμε πολύ αργά, για να είναι στην δουλειά ο άντρας της Νίτσας. Οι άλλες είναι πιο ευέλικτες. Αφήστε να το δω και θα σας πάρω αργότερα τηλέφωνο.
Φεύγοντας από το γραφείο του Στάθη και του Μπάμπη ο Βρασίδας πέρασε πρώτα από την Φωφώ.
- Φ.: Αχ, κυρ-Βρασίδα, πώς κι από δω τέτοια ώρα;… είπε έκπληκτη η Φωφάρα μόλις άνοιξε την πόρτα.
- Βρ.: Α, τίποτα, περνούσα από την γειτονιά και είπα να σου πω μια καλημέρα…
της είπε και της έδωσε ένα γλωσσόφιλο διαρκείας με το ένα του χέρι να της χουφτώνει την κωλάρα και το άλλο να της τσιμπάει την ρώγα πάνω από το φουστάνι της και συνεχίζει...
- Βρ.: Και τώρα που στην είπα την καλημέρα, περιποιήσου με λίγο με το στοματάκι σου, εδώ όπως είμαστε στα όρθια ώσπου να σου πω και κάτι άλλο…
την διέταξε επιτακτικά και η Φωφώ γονάτισε υπάκουα, του κατέβασε το φερμουάρ και άρχισε να γλείφει, να φιλάει και να τσιμπουκώνει τον πούτσο του εργοδότη και θείου του άντρα της κόρης της.
- Βρ.: Αχ, έτσι μπράβο, έτσι πουλάδα μου, γλείφε, γλείφε του καλού καιρού και άκου τι θα σου πω. Θυμάσαι τις προάλλες που σας πήραμε παρτούζα κι εσένα και την κορούλα σου με τους συνεργάτες μου; Το λοιπόν μεθαύριο θα κάνουμε μια επαναληψούλα μόνο που αυτή τη φορά θα φέρεις και την αδερφή σου τη Νίτσα μαζί.
Η Φώφη σταμάτησε λίγο το τρομπόνι και τον κοίταξε με απορία, χωρίς όμως να βγάλει τον πούτσο του από το στόμα της.
- Βρ.: Έλα, έλα, μην σταματάς. Συνέχισε την δουλειά σου. Γιατί νομίζεις ότι πήρα το μαλάκα το Μικέ, τον άντρα της, στην εταιρεία; Για να του καβαλάω τη γυναίκα όποτε μου κάνει κέφι, άμα δεν μου γυάλιζε η αδερφή σου σιγά μην τον προσλάμβανα τον λεβεντομαλάκα τον άντρα της. Για να μην λέμε τώρα πολλά, εξήγησε στη μουνίτσα την αδερφούλα σου ότι μεθαύριο το μεσημέρι κατά τις δύο θα χρειαστεί εκτός από μένα να εξυπηρετήσει και άλλους δύο κυρίους μαζί με σένα και με την ανιψούλα της. Άμα δε θέλει να τον ξαναστείλω στο Ταμείο Ανεργίας τον Μικέ. Σπατουλάρισε μου τώρα και τα μπαλάκια λίγο και άσε με. Δεν θέλω να χύσω στο στόμα σου, σκοπεύω να γαμήσω λίγο και το μουνάκι της κορούλας σου στη δουλειά αργότερα.
Ο Βρασίδας έφυγε κεφάτος για το γραφείο του και η Φώφη πήρε τηλέφωνο τη Νίτσα για να της εξηγήσει την κατάσταση. Ούτως ή άλλως αυτή ήδη ήξερε ότι ο Βρασίδας εκτός από την ίδια γαμούσε και την ανιψιά και την αδερφή της. Σοκαρίστηκε βέβαια λίγο όταν άκουσε από την Φώφη ότι είχε παρτουζωθεί μαζί με τη Θοδώρα από τον Βρασίδα και άλλους δύο μερακλήδες και ότι σε δύο μέρες την ήθελαν κι αυτή με τις άλλες δύο, αλλά λίγο το μισή ντροπή δική μου, μισή δική σου κι άλλη μισή της Ντόρας, λίγο τα υπονοούμενα για την επισφαλή θέση του Μικέ, τελικώς συγκατένευσε. Σε δύο μέρες στις δύο το μεσημέρι θα ήταν με την αδερφή της και την ανιψιά της στην διάθεση του Βρασίδα και των συνεργατών του.
Με το που έφτασε στην εταιρεία του ο Βρασίδας κάθισε στην διευθυντική του καρέκλα και φώναξε αμέσως τη Δώρα. Η νεαρά βυζαρού μπαίνοντας στο γραφείο του αντίκρισε το διευθυντή και θείο του άντρα της με την πούτσα έξω και σηκωμένη.
- Βρ.: Καλώς τη! Έλα γρήγορα γιατί όπως βλέπεις είμαι έτοιμος.
- Ντ.: Ωχ, μα ακόμα δεν μπήκατε… Ουφ… καθίστε να κλείσω την πόρτα τουλάχιστον, ψέλλισε και πήρε θέση ανάμεσα στα πόδια του.
- Βρ.: Βλέπεις πόσο καυλωμένος είμαι πουτανάκι μου; Το νιώθεις το πράγμα μου στο στόμα σου; Έτσι – έτσι ζωηρά την γλωσσίτσα σου πορνίδιο! Ξέρεις ποια μου τον έκανε έτσι; Η μαμά σου η πουτανάρα, ήμουνα στο σπίτι της προηγουμένως και την έβαλα να μου ρίξει ένα γλείψιμο στα όρθια. Της είπα κιόλας ότι δεν ήθελα να με κάνει να χύσω γιατί σκόπευα να βατέψω εσένα μετά. Έτσι πουτανίτσα, έτσι, μα τι καλά που ρουφάς! Τι καλές ψωλογλείφτρες που είστε όλες στο σόι σας, πουτανάρες ολκής, γεννημένες για πούτσο, τι πούτσο λέω για πούτσους είστε φτιαγμένες. Βγάλε έξω και τις βυζάρες σου πουτάνα, έτσι μπράβο, συνέχισε το τρομπόνι και θα σου χουφτώνω εγώ τα μαστάρια, αγελαδίτσα.
Η Ντόρα τον τσιμπούκωνε με τέχνη κι ο Βρασίδας της μάλασε τους βύζους και της τσιμπούσε τις ρώγες.
- Βρ.: Σκροφίτσα, συνέχισε, είσαι καυλάκι καλό κι εσύ! Κάτσε να ανάψω κι ένα τσιγάρο, μου αρέσει να απολαμβάνω το τσιγάρο μου ενώ με τσιμπουκώνεις γαμιολάκι, αχ τι μπερκέτια είναι αυτά; Τούρλωσε λίγο και την κωλάρα σου, έτσι – έτσι, σπάσε κι άλλο τη μέση, καύλα είσαι, καύλα! Μόλις τελειώσω το τσιγάρο θα σε πηδήξω κι από πίσω δαμαλίτσα μου, θα στον χώσω λίγο μέσα πρώτα και μετά θα χύσω, γλείφε όμως τώρα, έχω ακόμα. Α ναι, τον κύριο Μπάμπη και τον κύριο Στάθη τους θυμάσαι; Είπα και στη μάνα σου ότι μεθαύριο το μεσημέρι θα μας ξανά περιποιηθείτε όλους μαζί μόνο που αυτή την φορά θα είναι και η θεία σου η Νίτσα στην παρέα. Γύρνα τώρα και στήσου, το τελείωσα το τσιγάρο, πάρε θέση πουτανάκι και σου 'ρχομαι!
Η Ντόρα έσκυψε ακουμπώντας στο τραπέζι των συσκέψεων, τούρλωσε την κωλάρα της και μισογύρισε το κεφάλι της κοιτάζοντας τον Βρασίδα παθητικά. Αυτός σηκώθηκε πιάνοντας τον σαλιωμένο πούτσο του με το χέρι και άρχισε να μπαινοβγαίνει στο μουνάκι της υπαλλήλου του από πίσω.
- Βρ.: Να, να, έτσι, παρ' τον και στο μουνάκι σου τώρα, φα' τον πουτανάκι, φα' τον καλά! Έ ρε τι έχει να γίνει μεθαύριο, θα σας ξεκωλιάσουμε και τις τρεις μαζί, θα σας ξεπουτανιάσουμε για τα καλά. Κούνα λίγο την κωλάρα σου τώρα μωρή, κουνήσου σου λέω θέλω να χύσω…
της είπε ενώ της έδινε καλοζυγισμένα σκαμπίλια στα τροφαντά της καπούλια.
- Ντ.: Δώστε μου κύριε Βρασίδα, δώστε μου…
η μικρή του έδινε κουνήματα με τον πούτσο του να την οργώνει ενώ δεχόταν αδιαμαρτύρητα και υποτακτικά τα κωλοσκάμπιλα του αφεντικού της.
- Βρ.: Ναι, ναι, έτσι θέλω πορνίδιο, έτσι μωρή, μου έρχονται, μου έρχονται, στο μουνάκι σου θα τελειώσω μέσα, παρ' τα – παρ' τα, στα δίνω... μου τον άρμεξες τον πούτσο με το μουνάκι σου! Αχ… στο γέμισα σπέρμα, το ευχαριστήθηκα, ψωλοχυμένη πάλι θα σε στείλω στο μαλάκα τον ανιψιό μου καργιολάκι!
Ενώ η Ντόρα ντυνόταν, ο Βρασίδας τηλεφώνησε στη μάνα της για να σιγουρέψει ότι και η Νίτσα ήταν κανονισμένη για μεθαύριο. Το να μιλάει στο τηλέφωνο με την μάνα (που τον τσιμπούκωνε πριν καμιά ώρα) μπροστά στην κόρη (που μόλις είχε γαμήσει και ακόμα ντυνόταν) για την συμμετοχή της αδερφής της μιας και θείας της άλλης στην παρτούζα του, τον έκανε να αισθάνεται τουλάχιστον αρχοντικά.
Αργότερα τηλεφώνησε στους έτερους Καππαδόκηδες για να τους επιβεβαιώσει τα καλά νέα.
- Βρ.: Έλα Στάθη μου, ο Βρασίδας είμαι. Πες και του Μπάμπη ότι αυτό που λέγαμε για μεθαύριο είναι ΟΚ με πλήρη σύνθεση, 3x3! Οπότε κατά τις δύο το μεσημέρι να είστε στο γνωστό μέρος εφ’ όπλου λόγχη και θα σας φέρω εγώ και τις τρεις πουλάδες της αξιότιμης οικογένειας με το αυτοκίνητο.
- Στ.: Πω, πω, πω, χαμός θα γίνει, χαμός! Μπράβο Βρασίδα μου! Συγχαρητήρια!
- Βρ.: Εμ, τι νόμισες Στάθη μου; Εγώ τις συνεργασίες μου έχω μάθει και τις τιμάω. Πες όμως και του Μπάμπη σε παρακαλώ, να ξαναβλέπαμε λίγο την πίστωση που μου κάνετε. Νομίζω ότι μου αξίζει και εμένα και της εταιρείας μου μια κατηγορία με κάπως ευνοϊκότερους όρους, βρε παιδί μου.
- Στ.: Θα το δούμε κι αυτό, Βρασίδα μου. Όλα θα τα δούμε κι όλα θα τα κάνουμε. Συνεννόηση μόνο να υπάρχει, καλή θέληση και αλληλεγγύη...
του απάντησε ενώ σκέφτηκε ότι θα τους κοστίσει λίγο παραπάνω η παρτούζα τελικώς.
Σκηνή 2
Ο Βρασίδας είχε δώσει από το πρωί συγκεκριμένες οδηγίες και στις τρεις θεραπαινίδες του πούτσου του. Θα περνούσε να πάρει την Φώφη και τη Νίτσα από το σπίτι της Νίτσας στη μιάμιση (με τη Ντόρα θα έφευγαν μαζί από την εταιρεία) και θα έπρεπε να είναι φρεσκαρισμένες, καλοντυμένες, οπωσδήποτε με ψηλοτάκουνα, προκλητικά εσώρουχα, καλτσόν, ζαρτιέρες, κλπ. Κυρίως η μάνα και η θεία δηλαδή διότι η Ντόρα έπρεπε κάθε μέρα να είναι κάπως έτσι, σύμφωνα με την εταιρική πολιτική για τις γυναίκες υπαλλήλους του Βρασίδα.
Γύρω στις δώδεκα και μισή είπε στη Ντόρα να σιγουρευτεί ότι η μάνα της και η θεία της είναι έτοιμες και σε μισή ώρα ξεκίνησαν από την εταιρεία. Πριν πάνε στο αυτοκίνητο πέρασαν πρώτα λίγο από την αποθήκη. Ο Βρασίδας ήθελε να ρίξει μια ματιά στο Μικέ με τη σκέψη ότι σε λιγότερο από μία ώρα η γυναίκα του μαζί με την αδερφή της και την ανιψιά της θα ξεμουνιάζονταν από τρεις νοματαίους ταυτόχρονα. Ο αγαθομούνης κάθε φορά που τον έβλεπε τσακιζόταν στις ρεβεράντζες, ανυποψίαστος για τα κατορθώματα του αφεντικού του με τη γυναίκα του.
- Βρ.: Πώς πάει εδώ Μικέ; Την προσέχεις την αποθήκη μας; Σήμερα θέλω να τακτοποιήσεις και την αίθουσα με τα εκτός προδιαγραφών υλικά. Ξέρεις τώρα, τακτοποίηση, ταξινόμηση, καταμέτρηση, καταγραφή κλπ. Κάθισε και μερικές ώρες υπερωρία για να το προχωρήσουμε, έτσι παλικάρι μου;…
του είπε χαμογελώντας πονηρά ενώ σκεφτόταν τις υπερωρίες που θα έκανε παράλληλα η γυναίκα του στην γκαρσονιέρα των συνεργατών του. Η Ντόρα, που άκουγε ντροπαλά, χαιρέτησε το θείο της αποφεύγοντας να τον κοιτάξει στα μάτια και ακολούθησε το Βρασίδα στο αυτοκίνητό του. Στη διαδρομή για το σπίτι της Νίτσας το χέρι του ξεκουραζόταν στο μπούτι της και πότε-πότε ανέβαινε για να τσιμπήσει το ρωγόβυζο της που διαγραφόταν εμφανώς κάτω από το λεπτοϋφασμένο πουκάμισο που φορούσε.
- Βρ.: Φτάσαμε. Περίμενε στο αυτοκίνητο για να ανεβώ να φέρω τη μαμά σου και τη θεία σου, της είπε μόλις πάρκαρε και χτύπησε επίμονα το κουδούνι καμαρωτός.
Η Νίτσα και η Φωφώ τον περίμεναν όρθιες στην πόρτα και έτοιμες, σύμφωνα με τις οδηγίες του. Παρφουμαρισμένες, καλοχτενισμένες, με ψηλοτάκουνα και ρούχα που αναδείκνυαν τα προσόντα τους. Ο Βρασίδας μόλις μπήκε τις επιθεώρησε αργά από πάνω μέχρι κάτω σα να επρόκειτο για ζωντανά σε ζωοπανήγυρη.
- Βρ.: Χμ, μάλιστα… καθόλου άσχημα. Βλέπω ότι ακολουθήσατε τις οδηγίες μου. Για κάντε και μια στροφή να σας δω και από την άλλη. Μπράβο, σταθείτε εκεί λίγο τώρα για να ελέγξω κάτι.
Η Φώφη και η Νίτσα είχαν γυρίσει προς τον τοίχο και κοίταζαν η μία την άλλη με τις άκρες των ματιών τους ενώ ο Βρασίδας από πίσω τους σήκωνε με το πάσο του την φούστα της μιας και το φόρεμα της άλλης σα να διάλεγε φρούτα από τον πάγκο του μανάβη. Η Φώφη φορούσε καλτσόν με ραφή και η Νίτσα ψηλές κάλτσες με ζαρτιέρες. Και των δύο οι κιλότες ήταν μεταξωτές, αποκαλυπτικές και προκλητικές. Ο Βρασίδας τις χούφτωνε ξεδιάντροπα ενώ αυτές κρατούσαν φούστες και φουστάνια ψηλά για να τον διευκολύνουν, σαν καλές κοτούλες.
- Βρ.: Πέρασα λίγο κι από τον άντρα σου στην αποθήκη Νίτσα… της είπε ενώ το χέρι του πήγαινε από τον κώλο της στα μουνόχειλά της και τανάπαλιν. Θα χρειαστεί να καθίσει αρκετές ώρες υπερωρία σήμερα, οπότε θα έχουμε όσο χρόνο θέλουμε για να απολαύσουμε τη συνάντησή μας με την ησυχία μας. Πάμε όμως τώρα κάτω να φεύγουμε, της είπε, έριξε και στις δυο άλλο ένα γερό χούφτωμα και κατέβηκαν στο αυτοκίνητο.
Οι δύο αδερφές κάθισαν στο πίσω κάθισμα, ψέλλισαν έναν αμήχανο χαιρετισμό στη Ντόρα και ξεκίνησαν για το διαμέρισμα του Μπάμπη και του Στάθη. Στη σύντομη διαδρομή έβλεπαν το Βρασίδα να επιβεβαιώνει την επικυριαρχία του χουφτώνοντας και τσιμπώντας ξεδιάντροπα τη Ντόρα σα να ήταν μόνοι τους στο αυτοκίνητο και κοιτάζονταν ντροπαλά.
- Βρ.: Φτάνουμε σε λίγο. Κορίτσια, πείτε και στη Νίτσα τι ωραία που περάσαμε με τους κυρίους την άλλη φορά…
πέταξε με κακεντρέχεια και τηλεφώνησε στον Μπάμπη. "Έλα Μπάμπη μου, στο δρόμο είμαστε κι ερχόμαστε. Εκεί είναι κι ο Στάθης; Ωραία, ωραία ερχόμαστε κι εμείς, πες του".
Γύρω στις δύο πάρκαρε από κάτω, χτύπησε το κουδούνι και μπήκαν και οι τέσσερις στο ασανσέρ για το ρετιρέ. Ο θάλαμος του ανελκυστήρα γέμισε ασφυκτικά από βυζιά, μπούτια και κώλους. Ο Στάθης κι ο Μπάμπης τους περίμεναν στην πόρτα.
- Στ.: Βρε, καλώς τους! Γεια σου Βρασίδα, τι κάνουν τα κορίτσια;
- Βρ.: Γεια σας παιδιά! Τη Ντόρα και τη Φώφη τις έχετε ήδη γνωρίσει. Τώρα θα γνωρίσετε και τη Νίτσα, τη μικρότερη αδερφή της Φώφης και θεία της Ντόρας. Το λοιπόν, από δω ο κύριος Μπάμπης και ο κύριος Στάθης κι από δω η Νίτσα μας, η μουνίτσα μας…
είπε και η Νίτσα είχε ήδη κοκκινίσει προτού καν να της χουφτώσει πρόστυχα και θορυβωδώς την τροφαντή της κωλάρα. Τα σάλια του Στάθη και του Μπάμπη είχαν ήδη αρχίσει να τρέχουν και πέρασαν στη σαλονοτραπεζαρία ενώ τις έτρωγαν και τις τρεις με τα μάτια τους.
- Μπ.: Α ρε Βρασίδα, άρχοντα. Για σένα είναι η ζωή! Σερβιριστείτε παιδιά, είναι η ώρα του απεριτίφ. Έχουμε ούζο, τσικουδιά, σαμπούκα, ότι θέλετε. Φέραμε και finger-food για συνοδευτικά μεζεδάκια.
- Βρ.: Ε όχι μόνο για μένα. Και για μένα και για σας και για όλους. Τα ωραία πράγματα πρέπει να μοιράζονται, έτσι δεν είναι; Εσείς κερνάτε τα ποτά κι εγώ θα κεράσω τα… μετά! Λοιπόν, Νίτσα, για περιποιήσου τον κύριο Μπάμπη, ρώτα τον τι ποτό προτιμά να του βάλεις, εσύ Ντόρα εξυπηρέτησε τον κύριο Στάθη. Είναι πολύ εξυπηρετική η Ντόρα, Στάθη μου, την έχω εκπαιδεύσει πολύ καλά στο γραφείο. Φωφάρα, βάλε μου ένα ουζάκι με πάγο εμένα για να γουστάρουμε.
- Στ.: Μα την θυμάμαι Βρασίδα μου τη Ντόρα, τη θυμάμαι πολύ καλά τι εξυπηρετική που είναι. Και αυτή και η μαμά της. Βάλε μου μια τσικουδιά, Θοδώρα.
Η Δώρα σέρβιρε την τσικουδιά στον Στάθη, η Φώφη το ούζο στον Βρασίδα και η Νίτσα έβαλε ένα μαρτίνι στο Μπάμπη. Στάθης, Ντόρα και Μπάμπης, Νίτσα, κάθονταν στους καναπέδες και ο Βρασίδας σε πολυθρόνα. Σα να ήταν συνεννοημένοι κανένας δε ρώτησε τις γυναίκες αν ήθελαν κάτι να πιουν, ο ρόλος τους εκεί ήταν σαφής. Δεν ήταν καλεσμένες, ήταν υπηρετικό προσωπικό, δούλες στην υπηρεσία των γαιοκτημόνων – αφεντικών, υπηρέτριες των πούτσων και σκεύη εκτόνωσης και ηδονής. Για λίγα δευτερόλεπτα ενώ έπιναν τις πρώτες γουλιές υπήρξε μια σχετική αμηχανία στον αέρα. Ο Βρασίδας το έπιασε και σκέφτηκε πως αυτός έπρεπε να δώσει το εναρκτήριο λάκτισμα.
- Βρ.: Αχ, βάλσαμο το ουζάκι. Για έλα δω Φωφάρα μου, έλα να καθίσεις στα γόνατά μου. Αφού τα ξέρεις τα γούστα μου, μ' αρέσει ενώ απολαμβάνω το ουζάκι μου να ικανοποιώ και τις άλλες μου αισθήσεις παράλληλα.
Η Φώφη κάθισε απαλά στα πόδια του και κατάλαβε ότι ο Βρασίδας ήταν ήδη ερεθισμένος. Αυτός ακούμπησε το ποτήρι με το ούζο στο τραπεζάκι δίπλα του και έβαλε το ένα χέρι του μέσα στο πουκάμισό της χουφτώνοντας τη βυζάρα της και το άλλο στην σχισμή της τουρλωτής της κωλάρας που ξεχείλιζε γύρω από τα πόδια του.
- Βρ.: Έτσι, έτσι είναι ωραία, μανάρα μου, μου αρέσει η κορμάρα σου η μπόλικη. Μ… σκλήρυνε λίγο η ρωγούλα σου ή μου φαίνεται; Κάτσε να σου βάλω λίγο χέρι και μέσα από το καλτσόν, πολύ γουστάρω που έχει και ραφή, να, πάρε κωλόχερο πούτανε. Καύλωσα πουτανίτσα μου, το νιώθεις πως μου σηκώθηκε; Αχ, τρίψ' τον μου λίγο με τη μπουτάρα σου την μαλακή, μπράβο γαμιόλα, έτσι να σε νιώθω! Κάτσε λίγο να βάλω και στο μουνάκι σου, στην μουνάρα σου την καμαρωτή δάχτυλο, πάρ' το, νιώσ' το μπήκε! Γλιστράει καλά, υγράνθηκες κιόλας καργιολίτσα, δε ντρέπεσαι που σου βάζω στη φόρα μουνόχερο μπροστά στην κόρη σου και την αδερφή σου; Εντάξει πούτανε, δεν πειράζει που σε βλέπουν, καύλωσε με την ψυχή σου, η κόρη σου σ’ έχει ξαναδεί εν δράσει εξάλλου, τώρα θα σε δει κι η αδερφούλα σου η μουνίτσα, καλή καύλα κι αυτή, καλή ξεκαυλώστρα, όλες για πούτσους είστε πουτανόσογο!
Η Νίτσα είχε γίνει κατακόκκινη από το θέαμα και το ακρόαμα. Ήταν άλλο να κάθεται να την γαμάει ο κυρ-Βρασίδας μόνη της κι άλλο αυτό το ξεπουτάνιασμα ενώπιον όλων. Σχεδόν δεν κατάλαβε το χέρι του Μπάμπη που ανέβαινε στο μπούτι της, διατρέχοντας την ψηλή δικτυωτή κάλτσα και περνώντας στην γυμνή μαλακή σάρκα στα όρια με το κιλοτάκι της. Η Ντόρα, πιο ξεσκολισμένη κι απ’ τις τρεις, ένιωθε την καύλα να υπερισχύει σιγά – σιγά της ντροπής. Ο Στάθης έβαλε το χέρι του στη μέση της, έσκυψε και άρχισε να την φιλάει και να εξερευνεί το στόμα της με την γλώσσα του. Ο εξηνταπεντάρης μουρνταρόγερος τρυγούσε ξεδιάντροπα το φρέσκο στοματάκι της βυζαρούς, της δάγκωνε τα χείλη και της χούφτωνε τα βυζόμπαλα λαχανιάζοντας.
Ο Βρασίδας είδε ικανοποιημένος ότι επιτέλους ζεσταινόταν η ατμόσφαιρα. Απέναντί του στον ένα καναπέ το χέρι του Μπάμπη έτριβε κιόλας το μουνάκι της Νίτσας, που άρχισε να βαριανασαίνει χωρίς ακόμα να έχει ξεκοκκινήσει και στον άλλον ο Στάθης με το στόμα του βεντουζαρισμένο στα χείλη της Ντόρας της είχε ανοίξει το πουκάμισο, κατέβασε το σουτιέν της και αφού έβγαλε τις βυζάρες της στην φόρα τις μάλαζε με λαγνεία και ρυθμό.
- Βρ.: Έτσι μπράβο παιδιά, έτσι σας θέλω. Μην κρατιέστε, δώστε τους να καταλάβουν τι εστί βερίκοκο και τι πούτσος. Για αυτό σας τις έφερα για να σας ψωλογλείψουν, να τις κωλογαμήσετε και να τις ξεμουνιάσετε. Για πέσε στα γόνατα τώρα Φωφάρα, έτσι μπράβο, αυτή είναι η θέση σου πουτανί στα τέσσερα! Πάρε μου μια πίπα μερακλίδικη ενώ απολαμβάνω το ουζάκι μου, έτσι – έτσι γλείφε πουτανίτσα! Αχ, κάτσε να ανάψω κι ένα τσιγάρο, τέλεια φάση, ρούφα – ρούφα μωρή, πιο ζωηρά την γλώσσα σου, δείξε και στις άλλες τι καλή πουτάνα είσαι! Βλέπετε, βλέπετε κοκοτίτσες μου τι καλά που με γλείφει η Φώφη ενώ απολαμβάνω το ουζάκι και το τσιγάρο μου; Άντε λοιπόν, τι κάθεστε; Περιποιηθείτε κι εσείς με τον ίδιο τρόπο τους κυρίους. Μπρος λοιπόν! Στα γόνατα και δουλειά!
Πρώτα η Ντόρα και μετά, λίγο πιο διστακτικά, η Νίτσα γονάτισαν μπροστά από το Στάθη και το Μπάμπη και άρχισαν να τους τσιμπουκώνουν. Η Ντόρα, παρά το ότι ήταν καμιά δεκαπενταριά χρόνια νεότερη από τη θεία της έδειχνε εμπειρότερη μαστόρισσα στο γλείψιμο του πούτσου. Με τα μαστάρια της να κρέμονται λαχταριστά ρουφούσε με θόρυβο, έγλειφε με πάθος και πιπιλούσε σαν βεντούζα τον πούτσο του Στάθη που γουργούριζε σαν γάτος από ευχαρίστηση. Η Νίτσα, πάλι, δεχόταν και ακολουθούσε την καθοδήγηση του Μπάμπη που της τραβούσε το κεφάλι και της έδινε ρυθμό πιάνοντάς την από τα μαλλιά και τα αυτιά.
- Στ.: Πω, πω, αυτή η υπάλληλός σου είναι τσιμπουκλού πρώτης τάξεως ρε Βρασίδα! Τούμπανο μου τον έκανε τον πούτσο! Κατά μάνα κατά κόρη που λένε… γιατί κι η μάνα της μια χαρά το πάει το γράμμα βλέπω, τι το πάει λέω; Το πάει και το φέρνει!
- Βρ.: Είδες, είδες Στάθη μου, τι καλά που την έχω εκπαιδευμένη; Όποια δεν κάνει καλά τσιμπούκια παίρνει πόδι από την εταιρεία μου, αρχή της επιχειρήσεως. Φώφη, για πήγαινε λίγο να περιποιηθείς τον κύριο Μπάμπη, άλλαξε θέση με την αδερφή σου, έλα εδώ εσύ Νίτσα! Η Νίτσα θέλει ακόμα λίγο εξάσκηση για να φτάσει τις άλλες στο τσιμπούκωμα. Θα μάθει όμως, θα μάθει. Ε, δεν έχω δίκιο Μπάμπη μου; Το τσιμπούκι της Φωφάρας ανασταίνει και νεκρούς. Νίτσα, πιπίλα μου μωρή καλά το πουτσοκέφαλο, άιντε μπράβο, πάρ' τον όλον τώρα στο στόμα σου, αχ έτσι – έτσι, κράτα τον μέσα πουτανίτσα, πουτανάκι μου εσύ παντρεμένο, ο άντρας σου είναι στην αποθήκη μου κι εσύ έχεις όλον τον πούτσο του αφεντικού του στο στόμα σου. Θα τη γαμήσετε κι αυτή σήμερα παιδιά, είναι πολύ γλυκομούνα, θα δείτε…
Ο Μπάμπης, χορτασμένος από το γλείψιμο, ήθελε τώρα και να τη γαμήσει την μικρή. Χωρίς πολλά λόγια, την σήκωσε όρθια, της κατέβασε την κιλότα, την έσπρωξε απαλά στον καναπέ, της άνοιξε τα μπούτια και άρχισε να την γαμάει με παλινδρομικές κινήσεις.
- Μπ.: Να – να, καργιολάκι, απόλαυση είσαι, απόλαυση, έτσι όπως με καύλωσες πάρ' τον τώρα και στο μουνάκι σου το τρυφερό. Είσαι και σφιχτομούνα πουτανάκι μου, το νιώθεις καλά το καυλί μου; Θα σου δώσω να καταλάβεις εγώ, τώρα που σε πέτυχα.
- Ντ.: Αχ, αχ… μα πως τα λέτε έτσι κύριε Μπάμπη μου, πώς τα λέτε έτσι;…
- Βρ.: Χα, χα, χα! Μια χαρά σου τα λέει Θοδωρούλα μου κι ακόμα καλύτερα σου τα κάνει! Γεια σου Μπάμπη, μερακλή! Φώφη, άντε να βοηθήσεις λίγο την κορούλα σου. Πάρ' τες μαζί μάνα και κόρη, Μπάμπη, αλάλιασε τες στο γαμήσι τέτοιες πουτανάρες που είναι και οι δύο. Εγώ με τον Στάθη θα παρτουζώσουμε λίγο τη Νίτσα. Έλα Στάθη μου, έλα να την δοκιμάσεις κι αυτή την πόρνη. Η Νίτσα κάθισε πάνω στον πούτσο του Βρασίδα, που είχε ξαπλώσει στον καναπέ και ο Στάθης πήρε θέση από πίσω της για να την κάνουν σάντουιτς.
- Στ.: Εντάξει Βρασίδα; Της τον έβαλες καλά στο μουνάκι της; Μπαίνω κι εγώ στην κωλάρα της, μπαίνω, μπαίνω, αχ… τη σουβλίσαμε για τα καλά την προβατίνα. Έχεις ξαναφάει δυο πούτσους μαζί από μουνί κι από κώλο μωρή πουτάνα; Κι είσαι και παντρεμένη, που να ήξερε ο μαλάκας ο άντρας σου τι κάνει τώρα η γαμιόλα του. Βρασίδα, στείλε μου καμιά φορά τον κερατά της το μαλάκα στην εταιρεία με τίποτα τιμολόγια, κάτι θα βρεις εσύ, έτσι για να τον δω να ξέρω ποιανού τη γυναίκα ξεκωλιάζω. Πουτανίτσα δεν αντέχω άλλο, θα τελειώσω, χύνω στην κωλάρα σου ψώλα, αδειάζω στη κωλοτρυπίδα σου... φώναξε ενώ εκτονωνόταν μέσα της.
- Ν.: Αχ, αχ, σας παρακαλώ, ο άντρας μου δεν πρέπει να υποψιαστεί... αχ, τι μου κάνετε;…
- Βρ.: Μπράβο, Νίτσα, μπράβο! Καλά τα πήγες για πρώτη φορά. Βέβαια θα κάνουμε πολλές επαναλήψεις, έχεις να φας πολύ παρτούζωμα από δω και πέρα. Έλα τώρα πάρ' τον μου στο στόμα σου, εγώ θέλω να σου χύσω στο στόμα, έτσι – έτσι, ρούφα τον καλά, ρούφα πουτάνα, ρούφα κι έρχονται, τι πουσταρμέχτρα που είσαι κι εσύ, τι πουτσομεζές, τελειώνω πουτανάκι, αδειάζω, στα δίνω δικά σου, αχ μου τον στράγγιξες καλά τον πούτσο, με άδειασες, κατάπιε τα τώρα!
Εν τω μεταξύ, στον άλλο καναπέ, ο Μπάμπης απολάμβανε μάνα και κόρη. Φιλούσε τη μια και γαμούσε την άλλη (και εναλλάξ), μια έβαζε την μια να του σαλιώσει τον πούτσο πριν γαμήσει την άλλη και στο τέλος έβαλε τη Ντόρα να γλείφει τη μουνάρα της Φώφης ενώ αυτός γαμούσε τη μικρή από πίσω.
- Μπ.: Αχ, ωραία, ωραία είναι έτσι! Γλείφε πουτανάκι το μουνί της μάνας σου ενώ σε ξεμουνιάζω, γλείφε! Τι πουτανάρες που είστε, τι έκφυλες; Στάθη, κοίτα πως βαριανασαίνει η πόρνη από το γλείψιμο της κόρης της, σπαρταράει η μούνα της, τρέμει, και τι γλωσσίτσα που έχει το πουτανάκι. Φά' τον στο μουνάκι σου καυλοράπανο, και γλείφε για να χύσει κι η μάνα σου η πουτανάρα, γλείψε το μουνί που σε γέννησε πορνίδιο να δω ποια θα πρωτοχύσω απ’ τις δυο σας.
Η Φώφη είχε ανάψει και κορώσει για τα καλά. Έβλεπε την πούτσα του Μπάμπη, που προηγουμένως είχε γευτεί κι αυτή για τα καλά, να μπαινοβγαίνει με ορμή στο μουνάκι της κόρης της, και ένιωθε την γλώσσα της Ντόρας να της καυλώνει την κλειτορίδα και τα χείλη της να της πιπιλάνε τα μουνόχειλα. Ο Μπάμπης έχυσε θριαμβευτικά μέσα στο μουνάκι της Ντόρας, ενώ και η Φώφη τελείωνε με σπασμούς.
- Μπ.: Χύνω μούνα μου, τελειώνω στο μουνάκι σου, σου τα δίνω όλα! Ωχ… και η μάνα σου χύνει μου φαίνεται, τι μου φαίνεται που κυλάνε στις μπουτάρες της τα ζουμιά. Κι εσύ τρέμεις πουτανάκι, χύνεις κι εσύ μαζί μας; Χύσε, χύσε, δώσ' του, χύσε στον πούτσο μου…
- Στ.: Λοιπόν, αφού ξαναβρούμε την ανάσα μας, ας τσιμπήσουμε κάτι ελαφρύ ώσπου να πάνε να φρεσκαριστούν λίγο τα κορίτσια. Νωρίς είναι ακόμα, ε Βρασίδα; Μέχρι τι ώρα είπες ότι θα είναι απασχολημένος ο άντρας της Νίτσας; Δεν προλαβαίνει να την… απασχολήσει κι ο Μπάμπης λίγο μετά;
- Βρ.: Μα βέβαια, αλίμονο… πως δεν προλαβαίνει. Και για να είμαστε και σίγουροι...
έπιασε το κινητό του και πήρε επί τόπου τηλέφωνο τον Μικέ. "Έλα Μικέ, ο Βρασίδας είμαι, τι γίνεται, πώς πάμε;…" τον ρώτησε ενώ με το άλλο του χέρι άρχισε να χουφτώνει τις βυζάρες της Νίτσας που καθόταν δίπλα του θεόγυμνη. "Α, έχεις ξεκινήσει, αλλά είναι πολλή δουλειά; Ε, τι να κάνουμε; Κάτσε οπωσδήποτε τότε τρεις – τέσσερις ωρίτσες ακόμα για να μη χάσουμε και τη μέρα μας", του είπε ενώ κατέβασε το κεφάλι της γυναίκας του στον πούτσο του, που είχε αρχίσει να αναθαρρεύει ξανά, και την έβαλε να του τον γλείφει. "Εντάξει, Μικέ; Όπως είπαμε. Ε, θα αργήσεις λίγο να πας σπίτι σήμερα και θα… περιμένει η Νίτσα, αλλά τι να κάνουμε, έτσι είναι οι δουλειές", του είπε μοχθηρά πριν το κλείσει κι έδωσε μια καλή τσιμπιά στον βύζαρο της γυναίκας του που του βύζαινε παθητικά και υπάκουα τον πούτσο.
Σκηνή 3
Οι τρεις συλφίδες πήγαν όλες μαζί στο μπάνιο να ανασυνταχθούν. Όταν έμειναν μόνες τους κοιταζόντουσαν κάπως ντροπαλά, περισσότερο η Νίτσα και λιγότερο η Ντόρα.
- Ντ.: Ουφ, να δείτε που θα θέλουν κι άλλο οι μουρντάρηδες.
- Ν.: Ωχ, τι ντροπή… μα δεν χόρτασαν ακόμα; Και που την βρίσκουν τέτοια αντοχή στην ηλικία τους;
- Φ.: Νίτσα, άσε κατά μέρος τις ντροπές, για να μη σου πω ότι όταν κοκκινίζεις από ντροπή αυτοί φτιάχνονται ακόμα περισσότερο, άμα θέλεις να συνεχίσει να έχει την δουλίτσα του ο Μικές σου. Έτσι κάνουν όλοι αυτοί οι πλούσιοι, τι νόμισες; Ξέρεις τι έχουμε τραβήξει κι εγώ και η κορούλα μου; Κι αυτή παντρεμένη είναι και μάλιστα με τον ανιψιό του κυρ-Βρασίδα.
Η Νίτσα δε μπόρεσε να μην σκεφτεί ότι όταν μουνόγλειφε η μία την άλλη δε φαινόταν να υποφέρουν και πολύ…
- Ντ.: Τέλος πάντων. Άντε πάμε έξω τώρα μπας και τελειώσουμε μια ώρα αρχύτερα να γυρίσουμε κάποτε και στα σπιτάκια μας.
Βγήκαν η μία πίσω από την άλλη, ολόγυμνες πάνω στα ψηλοτάκουνα. Οι βυζάρες τους κουνιόταν πέρα δώθε περήφανες και αγέρωχες και οι τορνευτοί τους κώλοι αναδεικνύονταν όπως περπατούσαν. Η Νίτσα έκανε μια ψευτοπροσπάθεια να κρύψει ότι μπορούσε από τα προσόντα της, ενώ οι άλλες δύο, ως πιο ξεπούτανα, φέρονταν σχεδόν φυσικά. Οι τρεις μερακλήδες ήταν ντυμένοι κανονικά. Άλλωστε και κατά την διάρκεια των αθλοπαιδιών προηγουμένως δεν είχαν γδυθεί, απλώς κατέβαζαν το φερμουάρ και έβγαζαν έξω τα μαντζαφλάρια τους ή κατέβαζαν λίγο τα παντελόνια για να γαμάνε πιο άνετα.
- Βρ.: Καλώς τες μου τις πέρδικες, ή μάλλον ξανά-καλώς τες μου τις πέρδικες τις χαμηλοβλεπούσες…
- Μπ.: Νίτσα, έλα να καθίσεις δίπλα μου εσύ τώρα. Έτσι μπράβο! Μα τι, ακόμα ντρέπεσαι; Δεν είπαμε ότι θέλω να σε δοκιμάσω κι εγώ για να έχω μια πιο ολοκληρωμένη άποψη για την οικογένεια;…
της είπε και πριν η Νίτσα καθίσει υπάκουα στον καναπέ πρόλαβε να τοποθετήσει το χέρι του κάτω από το κωλομέρι της χουφτώνοντάς τη γερά. Η παλάμη του αγκάλιαζε τη στρογγυλή κωλάρα της σεμνής νοικοκυροπούλας και τα άκρα των δακτύλων του έφταναν στις σχισμές της. Το μουνί της Νίτσας δεν ήταν ξυρισμένο, όπως της Φώφης και της Δώρας, είχε το τρίχωμά του περιποιημένο. Αυτό άρεσε πολύ στο Μπάμπη γιατί του έδινε την ευκαιρία να της χαϊδεύει και να της τραβάει τις μουνότριχες, όπως είχε τη χερούκλα του από κάτω της.
- Μπ.: Βρασίδα, τι ωραία τρίχωμα που έχει η γυναίκα του υπαλλήλου σου! Αγνό παρθένο μαλλί, που λένε. Να θυμηθώ οπωσδήποτε να σκουπίσω τον πούτσο μου στις μουνότριχες της αφού ξαναχύσω… σχολίασε.
- Βρ.: Ναι, ναι Μπάμπη. Η Νίτσα δεν το ξυρίζει το μουνάκι της. Θοδώρα, άντε να προετοιμάσεις την τρύπα της θείας σου για την εισχώρηση του κυρίου Μπάμπη. Πήγαινε γλείψ' τη καλά–καλά, μέσα–έξω για να γλιστράει καλά η πούτσα του συνεργάτη μου όταν τη γαμήσει.
Η Δώρα γονάτισε υπάκουα μπροστά στη θεία της, ο Μπάμπης άνοιξε τα μπούτια της Νίτσας και την τοποθέτησε πιο μπροστά στον καναπέ για να είναι πιο προσβάσιμο το μουνάκι της και η έμπειρη γλώσσα της ανιψιάς άρχισε να στριφογυρίζει στην τρύπα της θείας.
- Βρ.: Θα σου τη φτιάξει καλά Μπάμπη μου την φοραδίτσα σου η Ντορούλα. Είναι πολύ εκπαιδευμένη η γλώσσα της. Την έχω βάλει εγώ να μου γλείψει αρκετές κι έχει μάθει. Τις νέες προσλήψεις αυτή μου τις καυλώνει συνήθως πριν τις γαμήσω για πρώτη φορά. Τα κάνει και στάζουν τα μουνάκια τους και μετά λαχταράνε τον πούτσο μου, τον παίρνουν με λύτρωση.
- Ν.: Αχ, ωχ, μη… μη Θοδώρ... εγώ δεν το έχω ξανακαν... αχ!
Η Νίτσα σοκαρισμένη δεν κατάφερε να αντισταθεί και πολύ στην γλώσσα της ανιψιάς της που δούλευε με επιμέλεια και θέρμη στο μουνάκι της. Ένιωθε την θερμοκρασία κάτω από την κοιλιά της να ανεβαίνει, την τρύπα της να υγραίνεται από μέσα και να θέλει και συνέχεια.
- Ν.: Δεν αντέχω άλλο, δεν αντέχω... μου φαίνεται ότι θα... δε μπορώ να κρατηθώ, κύριε Μπάμπη αν θέλετε να... αν θέλετε να με... τότε μπορείτε… ναι, ναι, να μου το κάνετε κύριε Μπάμπη…
- Μπ.: Καύλωσες πουτανάκι; Σε καύλωσε η πουτανίτσα η ανιψούλα σου με τη γλώσσα της και θέλεις γαμήσι τώρα, θέλεις πούτσο; Ε εντάξει τότε, θα στον χώσω τότε αφού τον θέλεις, θα στον βάλω πόρνη, θα το ευχαριστηθώ για τα καλά το μουνάκι σου το παντρεμένο. Τον νιώθεις καλά πουτανάρα, τον αισθάνεσαι; Ο αντρούλης σου ιδρώνει τώρα στην αποθήκη του Βρασίδα κι εσύ ιδρώνεις από κάτω μου γαμιολίτσα, με τον πούτσο μου μέσα σου να σε γαμάει, τι καύλαρος είσαι μανάρα μου, γεννημένη για πουτάνα είσαι…
της έλεγε ενώ την αλάλιαζε στο γαμήσι. Τα πόδια της Νίτσας είχαν σηκωθεί ψηλά όπως ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ και το καυλί του Μπάμπη όργωνε το μουνάκι της με δυνατές παλινδρομικές γαμιές. Η Νίτσα είχε καυλώσει για τα καλά. Τα μάτια της είχαν γυρίσει προς τα πίσω από την έκσταση, τα πόδια της είχαν κλείσει ασυναίσθητα πίσω από τη μέση του Μπάμπη και τα μπούτια της έτρεμαν γεμάτα με τα ζουμιά της.
- Στ.: Γάμα τη Μπάμπη, δώσ' της το μουνί στο χέρι της πουτάνας. Για αυτό του έκοψε μισθό του άχρηστου του άντρα της ο Βρασίδας για να του γαμάνε την γυναίκα κι αυτός κι οι φίλοι του. Κάτσε να περιλάβω κι εγώ την αδερφή της, έλα εδώ κυρά – Φωφώ, πάρε μου μια πίπα περιποιημένη πρώτα σαν καλή πουτάνα και μετά θέλω να σου σκίσω την κωλάρα. Έτσι μπράβο, σάλιωσε τον καλά πουτανάρα μου, γλείψ' τον, πάρ' τον όλο στο στόμα σου, γλείψε και τα μπαλάκια μωρή, ρούφα τα, έτσι – έτσι, γύρνα τώρα, στήσου μου καλά και τούρλωσε την κωλάρα σου! Θα φας κωλογαμήσι τώρα που θα βελάξεις, σκρόφα! Να, άρπα το μωρή, στον έχωσα όλον στην κωλάρα σου τη μπόλικη, σε ξεπατώνω μοσχάρα! Κούνα μωρή την κωλάρα σου να γουστάρω, ώ ρε μάνα μου η κωλάρα σου και μου φόρεσες και καλτσόν με ραφή γαμιόλα, φά' τον τώρα από πίσω για να με θυμάσαι…
της έλεγε και ενώ την κωλογαμούσε της είχε κοκκινίσει τα κωλομάγουλα για τα καλά από τα σκαμπίλια και της τσιμπιές που της κατέβαζε.
- Φ.: Αχ, αχ, πιο σιγά κύριε Σταθ... πονάω, πονάω, με πονάτε καλέ… αχ, όχι τόσο δυνατά, αχ, τι ορμή, αχ σας νιώθω, για τα καλά σας νιώθω κύριε Στάθη...
βέλαζε η Φωφώ που ένιωθε το σούβλισμα του Στάθη μέσα της. Η Θοδώρα κοίταζε πότε τη μαμά της, που της άνοιγε την κωλάρα ο Στάθης και πότε τη θεία της, που γαμιόταν του καλού καιρού με το Μπάμπη. Σκέφτηκε ότι το ξεπουτάνιασμα αποτελούσε κοινή μοίρα για όλα τα θηλυκά της οικογένειάς της. Ίσως έφταιγε και η σωματοδομή τους. Ήταν και οι τρεις σαν τσόντες με τις καρπουζοβυζάρες, τις αχλαδοκωλάρες και τις τροφαντές μπουτάρες τους, λαχταριστές καμπύλες εκεί που έπρεπε, κρεβατογεμίστρες και ψηλοκάπουλες, αρχοντομούνες και γαμισάμπλ.
- Βρ.: Κοίτα Θοδώρα, βλέπεις; Καλοπερνάνε ο Μπάμπης κι ο Στάθης με την θεία σου και την μάνα σου. Θα το ξανακάνουμε οπωσδήποτε αυτό. Βέβαια, βέβαια, πρέπει σίγουρα να επαναληφθεί, μη σου πω να το καθιερώσουμε δυο – τρεις φορές το μήνα να σας απολαμβάνουμε ομαδικά. Κοίτα τη θεία σου τη Νίτσα πως έχει σταυρώσει τα πόδια πίσω από την πλάτη του κυρ-Μπάμπη, τον γουστάρει κι αυτή τον πούτσο τελικά κι ας μου το έπαιζε δύσκολη και μυξοπαρθένα και σεμνοπαντρεμένη στην αρχή. Μωρέ καλά λέω εγώ ότι άμα μπει το γουδοχέρι στο γουδί μετά πάνε στη μπάντα οι ντροπές κι οι συστολές. Να τη, κοίτα την πως ξαναχύνει! Τρέμει η καριόλα σύγκορμη. Α ρε μαλάκα Μικέ, να ήσουν τώρα από καμιά μεριά να καμάρωνες τη γυναικούλα σου με αλλουνού τον πούτσο φυτεμένο μέσα της. Άσε και τον ανιψιό μου τον λεβεντομαλάκα με εσένα που του πάσαρα για να έχω εγώ να καλογαμάω όποτε γουστάρω, για να σ’ έχω το αποκλειστικό μου πουτανάκι. Άντε πάρε μου πίπα μωρή, μόνο η μάνα σου κι η θεία σου θα δουλεύουν κι εσύ θα κάθεσαι;…
της είπε και της κατέβασε το κεφάλι στο καυλί του. Η Δώρα στωϊκά ξανάρχισε να τον γλείφει με ρυθμό.
- Βρ.: Μπράβο πουτανί μου, τσιμπούκωνέ με ενώ παίρνω μάτι τη μάνα σου και τη θεία σου να ξεσκίζονται. Στάθη, μην τη λυπάσαι τη Φωφώ, ξεκώλιασε τη δυνατά την πουτανάρα, σκίσ' της το κωλάντερο, δεν παθαίνει τίποτα η ψώλα, να της γίνει χωνί η κωλάρα, για να μάθει. Κι εσύ Μπάμπη, όποτε γουστάρεις χύσ' τη μέσα την ψωλίτσα, μην τραβηχτείς, δώσ' της όλο το σπέρμα μέσα στο μουνί, το πολύ να την γκαστρώσεις, να γυρίσει αυγωμένη στο μαλάκα τον άντρα της κι άμα το κρατήσει να μεγαλώσει και το μούλικο. Κι εγώ όποτε τη γαμάω στο μουνάκι της το τριχωτό χύνω, ξέρεις τι καύλα είναι να την παίρνω στο κρεβάτι που κοιμάται με τον άντρα της και να τη βλέπω και στη φωτογραφία την κορνιζαρισμένη νυφούλα με τον παπαρογαμπρό να καμαρώνει σα γύφτικο σκεπάρνι δίπλα της; Θα του την αλαλιάσουμε στον πούτσο τη γυναίκα του, πουτάνα μας θα την κάνουμε, για αυτό τον πληρώνω τον μαλάκα. Δίνω ένα μισθό κι έχω το πορνίδιο διαθέσιμο και λαχταριστό όποτε γουστάρω.
- Μπ.: Ωχ, πως τα λες έτσι ρε Βρασίδα; Τι ωραία φάση είναι αυτή; Τώρα θα είναι και για εμάς διαθέσιμη η πουτανίτσα, κι αυτή κι οι άλλες δύο. Ξέρεις τι ζεστό μουνάκι που έχει η σκροφίτσα; Αριστούργημα είναι. Μωρέ, έχεις δίκιο, δε γαμιέται; Μέσα θα τη χύσω, στη μήτρα της. Ακούς πουτανάκι; Ετοιμάσου και μου 'ρχονται, θα στο γεμίσω σπέρμα το μουνάκι σου το φιλόξενο, να το – να το, το νιώθεις μωρή; Αδειάζω μέσα σου πόρνη μου, σε χύνω στο μουνί πουτάνα, για αυτό είσαι, για αυτό, για να χύνει ο πούτσος μου καργιόλα… αχ, στράγγιξα, το ευχαριστήθηκα αυτό, είπε και τρέμοντας από την ηδονή σκούπισε το πουτσοκέφαλό τους στις μουνότριχες της Νίτσας που τον κοίταζε με μισόκλειστα μάτια παθητικά και σκεφτόταν τι θα γίνει αν πράγματι γκαστρωθεί από το σπέρμα που ένιωθε μέσα στην μήτρα της.
- Ν.: Αχ, μη, καλέ… μη μέσα μου, αχ, τι κανετ... ψευτοβέλαζε η Νίτσα ενώ η μάνικα του Μπάμπη πότιζε το μουνάκι της.
- Στ.: Ώ ρε μαλάκα, το ‘πε και το ‘κανε ο Μπάμπης, της τα ‘δωσε μέσα της καργιολίτσας, καλά της έκανε, έτσι πρέπει. Εσύ όμως πουτάνα θέλω να μου τα καταπιείς τα δικά μου, ακούς καργιόλα;…
γάβγισε στη Φώφη ενώ την κωλογαμούσε και της σβούριξε ένα δυνατό κωλοσκάμπιλο όταν ήταν η ώρα να αλλάξει τρύπα. Η Φώφη σηκώθηκε, με τον κώλο της να τσούζει, γύρισε γρήγορα και πρόλαβε να πάρει τον πούτσο του Στάθη στο στόμα της ακριβώς μόλις ανάβλυσαν οι πρώτες σταγόνες σπέρματος.
- Στ.: Μπράβο, βρώμα, μπράβο! Ρούφα τα τώρα, στο τσακ τα πρόλαβες, ρούφα τα σαν καλή πουτάνα, δικά σου είναι όλα μωρή καργιόλα…
κραύγαζε ενώ την πιτσιλούσε με τα χύσια του. Η Φώφη σαν έμπειρη νοικοκυρά άφησε τον πούτσο του να στραγγίξει καλά στο στόμα της, τα κατάπιε και μετά τον έβγαλε για να καθαρίσει τα υπόλοιπα με την γλώσσα της.
- Στ.: Αχ, αυτά είναι. Κοιτάξτε τι νοικοκυροπουτάνα είναι αυτή, βλέπετε γαμιολίτσες; Λαμπίκο μου τον έκανε με τη γλώσσα της. Κοιτάζετε να μαθαίνετε την δουλειά σας πουτανάκια…
έλεγε στην Ντόρα και τη Νίτσα κορδωμένος σαν κόκορας.
- Βρ.: Ωχ, μου ‘ρχονται και εμένα τώρα Θοδώρα, θα χύσω κι εγώ. Πιο γρήγορα με τη γλώσσα σου, πιο ζωηρά, πιπίλα μου και το πουτσοκέφαλο, θα αδειάσω μωρή πουτάνα, θα στα δώσω να ξεδιψάσεις, να τα – να τα, χύνω, σε χύνω και ξεκαυλώνω πορνίδιο!
Εκτονώθηκε με ανακούφιση στο στόμα της υπαλλήλου και εξ’ αγχιστείας ανιψιάς του ενώ της τσιμπούσε, στρίβοντας με δύναμη την ρώγα της.
- Ντ.: Μ… Εντάξει κύριε Βρασίδα ικανοποιηθήκατε; Αφήστε με να σας τον καθαρίσω λίγο…
του είπε υποτακτικά και πέρασε όλο τον πούτσο του επιμελώς με τη γλώσσα της σα σφουγγάρι.
Και οι τρεις τους φαίνονταν αρκετά αποκαμωμένες. Ήταν κοντά δύο ώρες τώρα που περιποιούνταν τους πούτσους των αξιότιμων κυρίων διευθυντών σε διάφορους συνδυασμούς και από διάφορες οπές. Ο Βρασίδας, ο Στάθης και ο Μπάμπης χαλάρωναν πίνοντας άλλο ένα ποτό και η Δώρα, η Φωφώ και η Νίτσα (υπάλληλος του Βρασίδα / γυναίκα του ανιψιού του, μαμά της Δώρας και αδερφή της Φωφώς / θεία της Θοδώρας / γυναίκα του υπαλλήλου του Βρασίδα, κατά σειράν εμφανίσεως) τους κοίταζαν γυμνές, γαμημένες και χυμένες σα να περίμεναν κάποια νέα προσταγή τους.
Η Νίτσα σκεφτόταν ότι από δω και πέρα θα έπρεπε εκτός από το αφεντικό του άντρα της να κάθεται και στους άλλους δύο, είτε μαζί με την αδερφή της και την ανιψιά της, είτε και μόνη της. Δεν είχε κι άλλη επιλογή αν δεν ήθελε ο άντρας της να ξαναψάχνει για δουλειά με τέτοια κρίση και ανεργία. Και βέβαια μετά τα σημερινά ανησυχούσε ότι ο Βρασίδας πολύ σύντομα θα την πάσαρε και σε άλλους συνεργάτες εκτός από το Στάθη και τον Μπάμπη.
Η Φώφη δε μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της το παρτούζωμα της αδερφή της. Θα της άρεσε κι αυτής η αίσθηση να έχει δύο πούτσους ταυτόχρονα μέσα της, έναν στο μουνί κι έναν στον κώλο, θα την έκανε να νιώθει πληρότητα, δυο φορές γυναίκα. Το ότι παρ' όλο που είχε πατήσει προ πολλού τα σαράντα μπορούσε ακόμη να κάνει έμπειρους άντρες να ερεθίζονται και να ξεκαυλώνουν πάνω της, ήταν κάτι που ικανοποιούσε τη φιλαρέσκειά της. Βέβαια υποτίθεται ότι όλα αυτά τα έκανε για χάρη της κόρης της, αλλά τι πείραζε που το ευχαριστιόταν κιόλας;
Η Δώρα, που παρά το νεαρό της ηλικίας της είχε ήδη αρκετές παρτούζες και ακόμα περισσότερες ψωλές στο ενεργητικό της, σκεφτόταν τι ώρα είχε ραντεβού στο κομμωτήριο (άλλη μια συνηθισμένη μέρα στη δουλειά).
- Φ.: Κύριε Βρασίδα, αν δε μας χρειάζεστε άλλο σήμερα, θα μπορούσαμε να κάνουμε ένα ντους για να πάμε στα σπίτια μας κι εμείς;… ρώτησε διστακτικά η Φώφη.
- Βρ.: Ναι κορίτσια, αρκετά για σήμερα. Ντυθείτε και πηγαίνετε γρήγορα γιατί έχουμε και να συζητήσουμε για δουλειές με τους κυρίους. Μπάνιο θα κάνετε στα σπίτια σας πιο άνετα…
της απάντησε μοχθηρά ο Βρασίδας, ευαρεστημένος με την σκέψη ότι τις έστελναν στους άντρες τους όπως ήταν μετά το γαμήσι, με τα χύσια τους ακόμα στα κορμιά τους.
- Βρ.: Και βέβαια, όπως είπαμε, θα τα επαναλάβουμε όλα αυτά. Θα κάνουμε πολλές, πολλές επαναλήψεις και μεταξύ μας αλλά και με τους κυρίους κοκοτίτσες μου!
Copyright protected OW ref: 172587
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.