Δυστυχώς για τη βυζαρού μας οι εργασίες του Λυκείου δυσκόλεψαν από νωρίς. Η Δώρα δεν καταλάβαινε τίποτα. Θα έπρεπε να ζητήσει τη βοήθεια κάποιου εξυπνότερου συμμαθητή. Άρχισε λοιπόν να φωνάζει στο σπίτι της τον Ιάκωβο. Ο Ιάκωβος ήταν ο πιο σπασίκλας της τάξης. Χοντρός, λιγδιάρης, με γυαλιά και αρκετά εφηβικά σπυριά στη φάτσα του, δεν έκανε και την καλύτερη εντύπωση. Στα μαθήματα όμως ήταν άσος! Έλυνε αμέσως τα πιο δύσκολα προβλήματα σε όλα τα μαθήματα. Όταν η Δώρα του ζήτησε να πάει στο σπίτι της για να διαβάσουν μαζί, ο χοντρούλης δέχτηκε αμέσως («χμ… να μια καλή ευκαιρία που δεν πρέπει να αφήσω να πάει χαμένη. Και μόνο στη σκέψη ότι θα είμαι μόνος στο σπίτι αυτής της γκομενάρας μαζί της καυλώνω. Πόσες και πόσες φορές δεν έχω μαλακιστεί σκεπτόμενος τις βυζάρες, τις μπουτάρες και την κωλάρα της, ίσως δεν θα αργήσει η στιγμή και για κάτι παραπάνω…»), σκέφτηκε ο χοντρούλης, κοκκινίζοντας από την έξαψη.
Τις περισσότερες φορές που διάβαζαν στο σπίτι της ήταν τελείως μόνοι τους. Η μάνα της Ντόρας ήταν στο μαγαζί και ο πατριός της σχεδόν πάντα έλειπε. Ο Ιάκωβος στην αρχή ήταν προσεκτικός. Συγκεντρωνόταν στην προσπάθειά του να δώσει στη Δώρα να καταλάβει όσο περισσότερο γινόταν από τα μαθήματά τους. Η βλακεία της κοπέλας, του είχε κάνει εντύπωση. Παρόλο που φαινόταν πονηρή δεν ήταν καθόλου έξυπνη αναφορικά με τα μαθήματα. Δε μπορούσε να λύσει μόνη της ούτε απλές ασκήσεις, έστω κι αν είχε δει τον Ιάκωβο να κάνει κάποιες ακριβώς παρόμοιες λίγο πιο πριν. Παρόλη την ασχήμια του η ευκολία με την οποία έλυνε ασκήσεις που η Δώρα ούτε καν καταλάβαινε την εκφώνησή τους άρχισε να εντυπωσιάζει την αγελαδίτσα.
Ο Ιάκωβος σιγά-σιγά άρχισε να… προωθείται. Ενώ στην αρχή καθόταν σε απόσταση, η καρέκλα του σταδιακά κόλλησε με τη δική της, τάχα μου ότι παρακολουθούσε αυτά που έγραφε, ενώ τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο πλούσιο ντεκολτέ της. Όταν φορούσε φούστα, του έπεφταν αρκετά συχνά μολύβια και γόμες και σκύβοντας να τα πιάσει έπαιρνε μάτι τις μπουτάρες της. Άσε που την άγγιζε όσο συχνότερα μπορούσε, στην αρχή σε πιο αθώα σημεία, χέρια και μέση και στη συνέχεια όλο και περισσότερο ξεχνούσε το χέρι του στο μπούτι της ή της έπιανε τα βυζόμπαλα με την εξωτερική πλευρά των χεριών του. Η Θεοδώρα καταλάβαινε που το πήγαινε αλλά δε μπορούσε και να αντιδράσει, γιατί χωρίς τη βοήθειά του, θα πήγαινε κάθε μέρα άγραφη στο σχολείο. Οπότε έκανε τη χαζή και βέβαια ο χοντρούλης έπαιρνε όλο και περισσότερο θάρρος και τα αγγίγματά του γινόντουσαν πιο τολμηρά και διαρκούσαν περισσότερο.
Ώσπου ένα απόγευμα ο Ιάκωβος δεν άντεξε άλλο και της τα έριξε ευθέως. Την προηγούμενη μέρα είχαν πέσει στα χέρια του κάτι τσοντοπεριοδικά και του φαινόταν ότι σε όλα πρωταγωνιστούσε η σέξι συμμαθήτριά του, οπότε ήταν ήδη ξαναμμένος.
- Άκου Δώρα, τι θα έλεγες να κάνουμε ένα διάλειμμα; Ίσως μετά από αυτό που θα προτείνω συγκεντρωθούμε καλύτερα… γύρισε και της είπε.
- Εντάξει, θέλεις να φέρω κανένα αναψυκτικό να πιούμε;
- Χμ… όχι-όχι, δεν εννοούσα ακριβώς αυτό. Σήμερα θα ήθελα κάτι άλλο από σένα. Θα σε πείραζε να βγάλεις λίγο τη μπλούζα σου;…
τη ρώτησε κατακόκκινος ο Ιάκωβος. Η Δώρα κοκκίνισε κι αυτή.
- Μα, τι λες; Αυτό δεν γίνεται. Είσαι με τα καλά σου;…
του είπε προσπαθώντας να τον αποπάρει.
- Με τα πολύ καλά μου είμαι. Άκου, έρχομαι εδώ και διαβάζουμε κάθε μέρα. Εσύ κερδίζεις πολλά από αυτό. Αν δεν ήμουν εγώ, οι βαθμοί σου θα ήταν χάλια, δεν ξέρω μήπως έμενες και στην ίδια τάξη. Για μένα όμως οι ώρες που τρώω εδώ πάνε τελείως χαμένες. Θα μπορούσα να παίζω μπάσκετ ή ηλεκτρονικά με τους φίλους μου ή να κάνω άλλα πράγματα. Λοιπόν, για να συνεχίσουμε θα πρέπει να υπάρχει και για μένα κάποιο κίνητρο. Εξάλλου, δε σου ζήτησα και τίποτα κακό. Τη μπλούζα σου θέλω να βγάλεις λίγο για να δω πως είναι το σώμα σου.
Η Δώρα, αφού σκέφτηκε λίγο τα υπέρ και τα κατά αποφάσισε να υποχωρήσει. Δεν την έπαιρνε να σταματήσουν τα ιδιαίτερα με τον Ιάκωβο, γιατί θα έμενε σίγουρα στην ίδια τάξη και μετά ποιος άκουγε τη μάνα της. Φροντιστήριο είχε δοκιμάσει να πάει την προηγούμενη χρονιά, αλλά και εκεί δεν καταλάβαινε τίποτα. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν ότι ο Ιάκωβος ίσως της ζητούσε κι άλλα πράγματα, αλλά και τι έγινε; Ήταν βέβαια άσχημος, αλλά στα μαθήματα ήταν πολύ καλός.
- Ουφ, εντάξει. Θα το κάνω αλλά μην το πεις σε κανένα, το υπόσχεσαι; Ορίστε, να πως είναι το σώμα μου…
και όπως καθόταν στην καρέκλα δίπλα του, με μια κίνηση έβγαλε τη μπλούζα της. Ο Ιάκωβος κόντεψε να αλληθωρίσει. Οι βυζάρες της ασφυκτιούσαν στο σουτιέν. Μπορούσε να διακρίνει πεντακάθαρα τις ρώγες της μέσα από τις δαντέλες. Του φαινόταν ότι τρεμόπαιζαν καυλωμένες. Τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν από την αναστάτωση. Η Δώρα τον κοιτούσε με τις ματάρες της προκλητικά και ικετευτικά μαζί.
- Λοιπόν, σου έκανα τη χάρη, μπορούμε να συνεχίσουμε τις ασκήσεις τώρα;…
τον ρώτησε και χωρίς να περιμένει απάντηση άρχισε να ξαναφοράει τη μπλούζα της.
- Για κάτσε λίγο ακόμη…
τη σταμάτησε ο Ιάκωβος, πιάνοντας το χέρι της.
- Είπα ότι ήθελα να δω πως είναι το σώμα σου, όχι το σουτιέν σου. Βγαλ' το κι αυτό και μετά θα συνεχίσουμε τις ασκήσεις…
της είπε λαχανιασμένος. Η Δώρα αναστέναξε και με μια κίνηση ελευθέρωσε τις βυζάρες της πάνω από το σουτιέν. Ο Ιάκωβος κόντεψε να πάθει αποπληξία. Έβλεπε επιτέλους μπροστά του τα καλύτερα, τα πιο μεγάλα, τα ζουμερότερα βυζόμπαλα του σχολείου, ολόγυμνα μπροστά του σε απόσταση αναπνοής. Αφού πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα που έμοιαζαν με αιώνες, η Δώρα ξαναντύθηκε και συνέχισαν το διάβασμα σα να μην είχε γίνει τίποτα. Δε μπόρεσε να μην προσέξει το φούσκωμα στο παντελόνι του συμμαθητή της.
Από εκείνη την φορά τα αγγίγματα του Ιάκωβου έγιναν αρκετά τολμηρότερα. Χωρίς να της ζητήσει την άδεια, της έβγαζε αυτός τη μπλούζα και το σουτιέν και της χούφτωνε αρκετή ώρα τα βυζόμπαλα, μέχρι που η Δώρα απομακρυνόταν τρομαγμένη από την ίδια της την καύλα. Άρχισε να της χαϊδεύει και τα μπούτια και τον κώλο. Η Δώρα καταλάβαινε ότι τώρα πια ήταν θέμα χρόνου να την γαμήσει. Ώσπου μια μέρα εκεί που τη μπαλαμούτιαζε στον καναπέ της το έριξε:
- Άκου Δώρα, θέλω να μου κάνεις και κάτι άλλο. Δεν είναι τίποτα μόνο να με χαϊδέψεις λίγο εδώ…
της είπε και της ακούμπησε το χέρι στο πουλί του που ήταν σκληρό από τα μπαλαμουτιάσματα. Η Δώρα φορούσε μόνο την κιλότα της, οπότε ήταν μάλλον δύσκολο να του το παίξει μυξοπαρθένα.
- Ουφ… μα δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω… του είπε.
- Μη φοβάσαι θα σου δείξω εγώ. Να πιασ' τον μου, έτσι και τώρα κάνε όπως κι εγώ, πάνω-κάτω, αχ, αχ, πιο απαλά, χάιδεψε τον μου, έτσι, κάτσε να σου πιάνω κι εγώ τα βυζιά, ωχ, σήκω λίγο να βάλω και το άλλο χέρι μου στον κώλο σου. Τέλεια, παιξ' τον μου τώρα και θα δεις τι θα γίνει.
Ο Ιάκωβος την είχε δίπλα του στον καναπέ με φορεμένη μόνο την κιλότα, να του μαλακίζει τον πούτσο κι αυτός της τσιμπούσε τα βυζιά με το ένα χέρι και με το άλλο της χάιδευε τον κώλο και λίγο το μουνάκι. Δεν άργησε να χύσει την κρέμα του πάνω στο χέρι της. Η Δώρα τραβήχτηκε αηδιασμένη, αλλά αυτός συνέχισε μόνος του το τρομπάρισμα και κατηύθυνε μερικά χύσια στις μπουτάρες της.
- Αχ, επιτέλους, πολύ καλό ήταν, μπράβο. Άντε τώρα να πλυθείς, να σκουπιστώ κι εγώ και να τελειώσουμε με την άσκηση…
της είπε ικανοποιημένος. Ύστερα από αυτό το πρώτο χύσιμο οι συναντήσεις τους έμοιαζαν περισσότερο με ερωτικά ραντεβού παρά με ιδιαίτερα μαθήματα. Ο Ιάκωβος, με το που διαπίστωνε ότι ήταν μόνοι στο σπίτι, την τραβούσε κοντά του και την άρχιζε στα γλωσσόφιλα, ενώ τα χέρια του χωνόντουσαν παντού: στα βυζιά της, στο μουνάκι της, στα κωλομέρια της, στα μπούτια της, παντού. Ενώ τη φιλούσε και μόλις ένοιωθε το σώμα της να ζεσταίνεται και να χαλαρώνει, της έβγαζε τα ρούχα και έβγαζε έξω τον πούτσο του. Η Δώρα πότε του τον έπαιζε και πότε τον τσιμπούκωνε κανονικά (ο Ιάκωβος τα είχε δει αυτά σε τσόντες ). Δεν άργησε να την ξεπαρθενιάσει κανονικά. Το μουνάκι της ήταν παχύ, χορταστικό, στενό και θερμό. Δε μάτωσε σχεδόν καθόλου την πρώτη φορά και πολύ γρήγορα η πουτανίτσα άρχισε να γουστάρει τον πούτσο του συμμαθητή της μέσα της. Όταν έβλεπε ότι περνούσε λίγη ώρα και δεν την παλαμάριαζε άρχιζε τα τριψίματα και του άγγιζε αυτή πρώτη τον πούτσο, οπότε ο Ιάκωβος που δεν ήθελε και πολλά παρακάλια. Της ορμούσε και την αλάλιαζε στο γαμήσι. Τώρα πια κυρίως γαμιόντουσαν, με ασκήσεις ασχολούνταν μόνο άμα ήταν κανένας άλλος στο σπίτι. Αλλά ακόμη και τότε δεν παρέλειπαν να χαϊδεύονται και να αγγίζονται κάτω από το τραπέζι στα κρυφά. Μια φορά ο Ιάκωβος έχυνε πάνω στο χέρι της Δώρας με τη μάνα της μέσα στο δωμάτιο να αφήνει ένα πιάτο με φρούτα στο τραπέζι, για να φάνε τα παιδιά. Η πουτανίτσα του τον έπαιζε κάτω από το τραπεζομάντιλο αρκετή ώρα και παρόλο που μπήκε η μάνα της στο δωμάτιο, συνέχισε ακάθεκτη το τρομπάρισμα μέχρι που ένοιωσε τους σπασμούς του και τα ζουμιά του να της γεμίζουνε το χέρι.
Συνήθως, γδυνόντουσαν στα γρήγορα και αρχίζανε τα φιλιά, τα πιασίματα και τα γλειψίματα για να καυλώσουνε για τα καλά. Της είχε μάθει και το 69 και απολάμβανε να πιπιλάει την κλειτορίδα της και να γλείφει το μουνάκι της ενώ αυτή τον τσιμπούκωνε κανονικά. Μετά την έβαζε να κάθεται πάνω του, αυτή η στάση του άρεσε ιδιαίτερα γιατί του επέτρεπε να γλείφει και να δαγκώνει τις βυζάρες της ενώ τη γαμούσε.
- Έλα μανάρα μου, έλα κάτσε πάνω στον πούτσο μου. Καβάλε με βυζαρού μου… έτσι, ωραία είναι, κουνήσου τώρα, κούνα την κωλάρα σου όπως ξέρεις φοραδίτσα μου…
της έλεγε κι αυτή υπάκουε βελάζοντας σα μοσχάρα. Καθόταν πάνω του στον πούτσο του και κουνούσε την κωλάρα της πέρα-δώθε, ενώ αυτός της πιπιλούσε τις βυζάρες. Η Δώρα απολάμβανε το γαμήσι σα γουρούνα, σαν σκρόφα. Άλλες φορές την γυρνούσε ανάποδα, βάζοντάς τη να σκύψει, με την κωλάρα της τουρλωμένη, τις βυζάρες να κρέμονται και τις μπουτάρες ανοιχτές και την καλαφάτιζε από πίσω, πότε στο μουνάκι και πότε στην κωλάρα της.
- Έτσι, μπράβο, σκύψε καλά, ναι έτσι, σήκωσε κι άλλο τον κώλο σου, να το, μπήκε, στον έβαλα και από πίσω, χάιδευε εσύ το μουνάκι σου, χάιδευε το να γουστάρεις, ώσπου να στο γαμήσω κι αυτό, μόλις τελειώσω με την κωλάρα σου. Τι πουτανάκι που έχεις γίνει βυζαρού μου…
της έλεγε συνέχεια αισχρόλογα, αλλά η Δώρα δε σταματούσε να χύνει.
- Έλα Ντόρα, έλα πουτάνα μου… πουτανάρα μου εσύ, το νοιώθεις το καυλί μου στη μούνα σου;…
ο μικρός επαναλάμβανε ότι ατάκες έβλεπε στις πορνοταινίες.
- Είμαι ο γαμιάς σου και είσαι η σκλάβα μου, η υπηρέτρια, η καμαριέρα, η γαμιόλα, η νοσοκόμα μου. Σ’ αρέσει που στον χώνω από πίσω στην κωλάρα σου; Σ’ αρέσει που σε βατεύω σαν φοράδα; Χύνεις; Χύσε κι άλλο μουνίτσα μου, άσε τα ζουμιά σου να τρέξουν στις μπουτάρες σου, μην τα κρατάς!
Του άρεσε και το ιεραποστολικό. Την ξάπλωνε ολόγυμνη στο κρεβάτι της, της άνοιγε τις μπουτάρες και αφού της έγλειφε καλά-καλά το μουνάκι της, ώσπου να γίνει μούσκεμα από το χύσιμο και να πει ήμαρτον από την καύλα, την έβαζε να τον παρακαλέσει να της το χώσει:
- Το μουνάκι σου είναι μούσκεμα πάλι, πουτανάκι μου. Το νοιώθω να τρέμει από καύλα. Για πες μου τι θέλεις να σου κάνω τώρα καργιολίτσα μου;… τη ρωτούσε.
- Αχ… τι μου κάνεις γουρούνι; Πως με γλείφεις έτσι, έλα κι άλλο, ξέρεις τι θέλω, κάντο μου γρήγορα, χώσ' το μου, δεν αντέχω άλλο, βαλ' το μου όλο-όλο, ξέσκισέ με, είμαι η πουτάνα σου, γάμησε με όπως μου αξίζει, χύσε κι εσύ μέσα μου, έλα… έλα χώσε τον! Κοίτα πως ανοίγω τα μπούτια μου, μπες-μπες μέσα μου. Κάνε γρήγορα δεν αντέχω άλλο, έλαα…
του έλεγε τρέμοντας από την καύλα, κι αυτός της χώριζε το μουνάκι στα δύο με τον πούτσο του σαν πολιορκητικό κριό. Το κεφάλι του χανόταν μέσα στους τεράστιους βύζους της και η Δώρα έγερνε όσο μπορούσε και απολάμβανε το γαμήσι όπως οι αρχοντογκόμενες από τους υποτακτικούς τους. Είχε μάθε να γουστάρει πούτσο κάθε μέρα.
Συνήθως γαμιόντουσαν πάνω από δυο-τρεις φορές κάθε μέρα. Την είχε μάθει και να καταπίνει τα χύσια του, εκεί που την πρώτη φορά την αηδίαζαν ακόμη και στο χέρι της, έτσι συνήθως τελείωνε στις τσιμπουκοχειλάρες της όταν δεν του ξέφευγαν από την καύλα μέσα στο μουνάκι της. Έγλειφε και τα χείλη της για να μην της ξεφύγει καμιά σταγόνα. Τη νύχτα στο κρεβάτι της, χάιδευε το μουνάκι της περιμένοντας πότε θα ξαναγαμηθεί.
Copyright protected OW ref: 120479
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.