Η ιστορία:
Η Μίνα, μια σεξουαλική ξανθή κορμάρα, 27 χρονών, εργαζόταν στο λογιστήριο μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Η προϊσταμένη της, η Ξένια, ήταν μια ζωντανή μελαχρινή γυναίκα, γύρω στα 32, και ήταν γυναίκα του Μάκη, που ήταν αρχιπλοίαρχος της εφοπλιστικής εταιρείας. Ήταν φίλες και τα έλεγαν τακτικά. Κάποια Πέμπτη του καλοκαιριού, η προϊσταμένη της τη ρώτησε τι έχει προγραμματίσει με τον άντρα της για το Σαββατοκύριακο.
- «Τίποτα», απάντησε εκείνη θυμωμένα. «Ο άντρας μου κανόνισε με τους φίλους του να πάνε για ψάρεμα, χωρίς γυναίκες. Εγώ θα τη βγάλω στο σπίτι. Ίσως πάω κανένα σινεμά».
- «Κουτή», σχολίασε η Ξένια. «Με τέτοια ζέστη, να σε κλείσει μέσα; Γιατί δεν κανονίζεις κι εσύ κάτι άλλο;»
Και καθώς η Μίνα κουνούσε μελαγχολικά το κεφάλι, συμπλήρωσε:
- «Δεν έρχεσαι μαζί μας με το κότερο; Εγώ κι ο Μάκης λέμε να πάμε σε κάνα δυο κοντινά νησιά και δεν έχουμε παρέα. Θα περάσουμε περίφημα».
- «Έρχομαι!», απάντησε εκείνη, ενθουσιασμένη.
Το βράδυ, το είπε στον άντρα της κι αυτός χάρηκε που η γυναίκα του θα διασκέδαζε και δεν θα κλεινόταν μέσα. Πράγματι, την Παρασκευή το μεσημέρι, αμέσως μετά το γραφείο, η Μίνα χαιρέτησε τον άντρα της, που θα έφευγε κι αυτός σε λίγο, και κατηφόρισε προς το λιμάνι. Στην προβλήτα, είχε ραντεβού με τη Ξένια, που την περίμενε μπροστά στο σκάφος. Ήταν ένα εκπληκτικό κάτασπρο κότερο, άνετο και πολυτελές. Καθώς πλησίασε, διέκρινε στην πλώρη το όνομα του πλοίου, γραμμένο με μεγάλα ανάγλυφα μπρούτζινα γράμματα: «Πάθος». «Τι περίεργο όνομα», σκέφτηκε. «Πώς τους ήρθε να το βγάλουν έτσι;».
Ανέβηκε στο σκάφος, αγκαλιάστηκε και φιλήθηκε τυπικά με το Μάκη, και ξανοίχτηκαν στο πέλαγος. Ο Μάκης, ήταν ένας πολύ κομψός και αθλητικός 35άρης, παλιός πρωταθλητής της ιστιοπλοΐας, μελαψός και μαυρισμένος απ’ τον ήλιο. Όπως αρμένιζαν προς το πρώτο νησί κι αυτός κουμαντάριζε το μεγάλο ιστιοφόρο όλο σφρίγος, φορώντας το μπλε μαγιό του και το άσπρο ανοιχτό πουκάμισό του, η Μίνα τον συνέκρινε με τον δικό της τον γλυκανάλατο και ζήλεψε. Με το άσπρο καπέλο και με τα αρρενωπά γένια, φάνταζε σαν καπετάνιος-γερόλυκος της θάλασσας.
Οι δυο γυναίκες φόρεσαν κι αυτές τα μαγιό τους, έβαλαν αντηλιακό και ξάπλωσαν στην πλώρη για ηλιοθεραπεία. Η Ξένια φορούσε μόνο το σλιπάκι, χωρίς τίποτα επάνω, ενώ η Μίνα ντράπηκε και φόρεσε και το σουτιέν.
- «Μη ντρέπεσαι, χαζή», της είπε η άλλη, καθώς της έβαζε αντηλιακό στην πλάτη. «Βγάλ’ το σουτιέν, να είσαι άνετα. Είμαστε μοντέρνοι κι ο Μάκης δεν θα σε παρεξηγήσει».
Και χωρίς καν να τη ρωτήσει, της έλυσε το σουτιέν και την άφησε μόνο με το κάτω, αποκαλύπτοντας δυο ωραιότατα ζουμερά στήθη. Η Μίνα γύρισε, όλο αιδώ, και κοίταξε τον Μάκη, αλλά αυτός έδειχνε να ’ναι απορροφημένος με το κουμάντο του σκάφους και κοίταζε προς το μέρος των γυναικών αδιάφορα. Σε λίγο, η ντροπαλή κοπέλα προσαρμόστηκε.
Φτάνοντας στην Αίγινα, αγκυροβόλησαν σ’ έναν έρημο όρμο κι έπεσαν στο νερό για μπάνιο. Ο Μάκης και η Ξένια ήταν πολύ ευγενικοί και διαχυτικοί με τη Μίνα. Παίζοντας και οι τρεις μέσα στο νερό, καθώς ο Μάκης άγγιζε τη Μίνα, αυτή αισθανόταν μια ανατριχίλα να τη διαπερνά κι αναστατωνόταν. Συχνά, αυτός, έσκυβε και φιλούσε αδελφικά πότε τη γυναίκα του και πότε τη φιλοξενούμενη τους, και κάποια στιγμή που έκανε πατητή στη Μίνα κι αυτή ήπιε νερό, την πήρε στη στιβαρή αγκαλιά του και την οδήγησε στη σκάλα του σκάφους. Όπως την έπιασε από κάτω για να την ανεβάσει, το χέρι του χούφτωσε με φυσικότητα τον κώλο της και τα δάχτυλά του, έξω απ’ το μαγιό, πίεσαν το μουνί της σαν να μην τρέχει τίποτα.
Όλα έδειχναν φιλικά και πολύ αθώα. Το φιλόξενο αντρόγυνο έκανε ότι μπορούσε, για να ευχαριστήσει την καλεσμένη του. Μόλις βράδιασε, πήγαν με τη φουσκωτή βάρκα στο χωριό για να φάνε και, μετά, πέρασαν σε κάποια ντίσκο για χορό. Τράβηξαν τα ουισκάκια τους και το διασκέδασαν πολύ, χορεύοντας και αστειευόμενοι. Ο Μάκης, σαν καλός οικοδεσπότης, χόρεψε πιο πολύ με τη φιλοξενούμενη παρά με τη γυναίκα του.
Προς το τέλος, καθώς χόρευαν έναν κολλητό χορό, η Μίνα παρατήρησε ότι ο Μάκης είχε κολλήσει επάνω της και διαπίστωσε πως το καυλί του ήταν σηκωμένο και τριβόταν στο μπούτι της. Το απέδωσε στο ελαφρύ μεθύσι και δεν έδωσε συνέχεια, αλλά ζήτησε να φύγουν και να πάνε για ύπνο. Γυρνώντας στο κότερο, ο άντρας πήγε να δέσει και να τακτοποιήσει τη βάρκα κι οι δυο γυναίκες πήγαν στις καμπίνες. Όπως έστρωναν τα κρεβάτια, η Ξένια ρώτησε τη φίλη της:
- «Τι θα έλεγες, να κοιμηθείς εσύ με το Μάκη, αντί για ‘μένα, και να κοιμηθώ εγώ δίπλα; Σου κάνει κέφι;»
Η ζαλισμένη κοπέλα τα έχασε.
- «Μα τι λες;» αντέδρασε. «Πώς σου ήρθε αυτό πάλι; Ούτε να το διανοείσαι. Μην το συζητάς. Εγώ θα κοιμηθώ δίπλα».
Αλλά, η άλλη συνέχισε:
- «Άστα αυτά, μεταξύ μας. Αν το κάνεις κέφι, όπως νομίζω, και με ντρέπεσαι, κακώς ντρέπεσαι. Γιατί εγώ θα το χαρώ πολύ. Και εσύ είσαι φίλη μου κι έχεις ανάγκη να ξεδώσεις, μην το αρνείσαι, και ο άντρας μου χρειάζεται μια ποικιλία που και που για να ανανεώνεται ο γάμος μας και να μην τον χάσω. Το έχουμε συμφωνήσει και δεν με πειράζει καθόλου, υπό τον όρο να ξέρω με ποια πάει και πότε. Εξάλλου, γι’ αυτό σε κάλεσα, όχι για βόλτα».
Στην επιμονή της Μίνας να αρνείται, αυτή συνέχισε:
- «Έλα βρε κουτή, δεν ξέρεις τι αφήνεις. Είναι ασυγκράτητος και σε κάνει πολύ κέφι. Μου το είπε απόψε στη ντίσκο. Δοκίμασέ το και είμαι βέβαιη, πως θα μας έρχεσαι κάθε Σαββατοκύριακο».
- «Αποκλείεται!», απάντησε θυμωμένα η Μίνα, ενώ έμπαινε στην καμπίνα κι ο Μάκης. «Φοργκέτ ιτ. Εγώ πάω για ύπνο».
- «Τι; Φεύγεις;» τη ρώτησε εκείνος έκπληκτος.
Και γυρνώντας προς τη γυναίκα του, είπε:
- «Τι συμβαίνει; Δεν τα κανονίσατε;»
- «Δυστυχώς», απάντησε πειρακτικά η Ξένια. «Η φίλη μας, μας περιφρονεί και δεν μας καταδέχεται. Θέλει να κοιμηθεί μόνη της».
- «Κρίμα», σχολίασε αυτός προς τη Μίνα. «Και είχα γλυκά σχέδια γι’ απόψε... Τέλος πάντων, όπως θέλεις. Άντε, καληνύχτα και όνειρα γλυκά».
Και πριν η αμήχανη κοπέλα ανταποδώσει την καληνύχτα, αυτός την άρπαξε στιβαρά από τη μέση και της έδωσε ένα παρατεταμένο σφιχτό φιλί στο στόμα. Όπως την κρατούσε, η Μίνα αισθάνθηκε ξανά τον ερεθισμένο πούτσο του, να τρίβεται πάνω της, κι αναστατώθηκε. Τραβήχτηκε όμως, τους χαιρέτησε πεταχτά κι έτρεξε στη διπλανή καμπίνα.
Έκανε κρύο ντους, φόρεσε το σλιπάκι της και σωριάστηκε στο κρεβάτι ζαλισμένη και νυσταγμένη. Όμως, η αφή του αντρικού οργάνου στο μπούτι της και η γεύση της γλώσσας του στιβαρού άντρα στο στόμα της, είχαν μείνει στη σκέψη της και την ερέθιζαν. «Μπράβο τους» αναλογίστηκε. «Ξύπνιοι άνθρωποι! Δεν έχουν ταμπού κι έχουν τον τρόπο τους να λύνουν άνετα όλα τους τα προβλήματα. Μακάρι να μπορούσα κι εγώ, να λειτουργώ τόσο ρεαλιστικά!». Και, γυρνώντας, προσπάθησε να κοιμηθεί.
Καθώς όμως έμεινε μόνη της μέσα στην ησυχία ακούγοντας τους παφλασμούς των κυμάτων, κι άρχισε να γλαρώνει, τριξίματα του κρεβατιού από δίπλα και βαθιοί αναστεναγμοί της τράβηξαν την προσοχή. Το ζευγάρι των φίλων της είχε ερωτικό πανηγύρι. Ζήλεψε και σκέφτηκε πως, αν δεν ήταν η σεμνότητά της στη μέση, αυτή την ώρα θα μπορούσε, να ’ναι αυτή στην αγκαλιά αυτού του υπέροχου άντρα και να περνάει ένα πολύ ευχάριστο γουίκ εντ. Αφέθηκε αποχαυνωμένη να τους ακούει, ενώ το κορμί της ανεβοκατέβαινε ρυθμικά με το λίκνισμα του σκάφους, και της δημιουργούσε την ψευδαίσθηση πως συμμετέχει στη σεξουαλική πράξη.
Αισθάνθηκε το αιδοίο της να πρήζεται και να υγραίνεται και, βάζοντας επάνω το χέρι της, άρχισε να το πασπατεύει και να διεγείρεται. Ώσπου, πριν προλάβει να ηδονιστεί, κραυγές πόνου και ηδονής ακούστηκαν από δίπλα. Η Ξένια φώναζε σαν τρελή και χτυπιόταν. Όπως το σκάφος κουνιόταν ολόκληρο απ’ τα περιοδικά σπρωξίματα του καυλωμένου άντρα και το κρεβάτι της αναδευόταν παράλληλα, η Μίνα αισθανόταν σαν να σπρώχνει κι αυτήν μαζί και καύλωνε περισσότερο. Όμως, οι άλλοι τέλειωσαν κι αυτή κόπηκε κι έμεινε ακίνητη, ανικανοποίητη και περίλυπη. Εκνευρίστηκε και βγήκε στο κατάστρωμα, να πάρει αέρα και να κάνει ένα τσιγάρο. Αλλά, η Ξένια την άκουσε και βγήκε κι αυτή. Οι δυο γυναίκες, ημίγυμνες με το σλιπάκι, ακούμπησαν στην κουπαστή, καπνίζοντας και κουβεντιάζοντας.
- «Καημένη μου, δεν ξέρεις τι χάνεις…!», σχολίασε η Ξένια. «Μας συγχωρείς που σε ξεσηκώσαμε, αλλά τον είχες ερεθίσει τόσο τον Μάκη, που ήταν επόμενο να ξεσπάσει επάνω μου. Και, να δεις όρεξη που έχει! Με περιμένει να συνεχίσουμε».
Η φιλοξενούμενή της έμεινε άφωνη, κοιτάζοντας χαμηλά, και η άλλη, βλέποντάς τη σκεπτική, της την πέταξε ξανά:
- «Τι λες; Είσαι να συνεχίσεις εσύ μαζί του; Πες το ναι, βρε χαζοκόριτσο, και θα δεις: Θα είναι σαν να άνοιξες την πόρτα του Παραδείσου και χίμηξες μέσα!»
Η Μίνα έμεινε και πάλι αμίλητη. Αισθανόταν ποτάμια από υγρά να κυλούν μέσα στο μουνί της και να βρέχουν το βρακί της. Οι ρώγες της πετάχτηκαν και η καρδιά της άρχισε να χτυπάει σε ξέφρενο ρυθμό. Η έμπειρη φίλη της αντιλήφθηκε την αναστάτωσή της και, χωρίς να την ξαναρωτήσει, γύρισε να φύγει λέγοντάς της:
- «Λοιπόν, εγώ πάω να κοιμηθώ στο κρεβάτι σου κι ο Μάκης είναι όλος δικός σου. Άσε τις σαχλαμάρες και ρίξου στις απολαύσεις όλο το Σαββατοκύριακο. Εξάλλου, δεν έχεις να χάσεις τίποτα. Θα είναι μεταξύ των τριών μας και κανείς δεν θα μάθει τίποτα. Εντάξει;»
Και πριν η κοπέλα προλάβει να της απαντήσει, αυτή κατευθύνθηκε προς τις καμπίνες, είπε κάτι στον άντρα της απ’ το διάδρομο και μπήκε στην καμπίνα της Μίνας, κλείνοντας το φως και την πόρτα. Όπως η νεαρή κοπέλα έμεινε μόνη στο κατάστρωμα, έβλεπε να βγαίνει φως απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα της καμπίνας του Μάκη και καυλωτικές σκέψεις την περιέλουσαν. Σκέφτηκε πως πίσω απ’ αυτή την πόρτα, αυτή την ειδυλλιακή νύχτα, στη μέση του πελάγους, κάθεται μόνος ένας ρωμαλέος άντρας με μόνο του όνειρο να την πηδήξει έξαλλα και δυνατά. Κι αυτή, η χαζή, προβληματίζεται και προσπαθεί να πάει κόντρα στη φύση της!
Στο τέλος, δεν άντεξε και, παραμερίζοντας τα ταμπού της, πήρε ξαφνικά φόρα και κατευθύνθηκε προς την ανοιχτή πόρτα. Χτύπησε ντροπαλά, και η αντρική φωνή από μέσα της απάντησε:
- «Καλώς την. Έλα, γλυκιά μου, επιτέλους!»
Η Μίνα μπήκε στην καμπίνα και, κλείνοντας την πόρτα, στάθηκε κοιτάζοντας σαν χαμένη τον ολόγυμνο άντρα που της άνοιγε την αγκαλιά του. Αντικρίζοντας γυμνό, το θεόρατο αντρικό όργανο που της τριβόταν προηγουμένως, απέβαλε κάθε ενδοιασμό και, πλησιάζοντας, έπεσε δίπλα του στο κρεβάτι. Εκείνος γύρισε στο πλάι και, ακουμπώντας την ψωλή του στο μπούτι της, άρχισε να την χαϊδεύει τρυφερά και να τη γλείφει σε όλο της το κορμί. Πότε τα χείλη της, πότε το λαιμό, πότε τις ρώγες της, πότε τον αφαλό της. Μετά, χαμηλώνοντας, της έβγαλε την κιλότα κι ανοίγοντάς της τα πόδια, άρχισε να της πιπιλάει αχνά και γαργαλιστικά την κλειτορίδα και τα μουνόχειλα.
Η νεαρή κοπέλα τα έχασε. Ούτε είχε καταλάβει πως βρέθηκε ξαφνικά στην αγκαλιά ενός αγνώστου, μεσοπέλαγα. Αισθάνθηκε να παραλύει απ’ τη γλύκα κι απ’ την προσμονή της στιγμής που αυτός θα διεισδύσει μέσα της κι αφέθηκε έρμαιο στις ερωτικές πρωτοβουλίες του. Ένιωσε τη γλώσσα του να αυξάνει προοδευτικά την πίεση και να βυθίζεται ανάμεσα στα μουνόχειλα της, μέσα στον κόλπο της.
- «Γλυκό μου αγριοκάτσικο…», της ψιθύρισε. «Όσο αντιδρούσες, τόσο πιο πολύ με καύλωνες και μ’ έκανες μανιακό για σένα. Τώρα, θα το πληρώσεις το καψόνι που μου έκανες. Θα σε πιω ολόκληρη, αυτές τις δυο μέρες. Θα ρουφήξω όλα σου τα υγρά. Θα σε στεγνώσω. Σε θέλω αφάνταστα!»
Και σέρνοντας τη γλώσσα του προς τα κάτω, μέσα στα σκέλια της, της έγλειψε κυκλικά την κωλοτρυπίδα όλο γλύκα. Αφού την πέθανε στο γλείψιμο επί μισή ώρα και παραπάνω και τη φούντωσε όσο δεν έπαιρνε άλλο, σκαρφάλωσε επάνω της κι ακούμπησε τον θεόρατο πούτσο του στην είσοδο των μουνόχειλων της, ψιθυρίζοντας στ’ αφτί της:
- «Ήρθε η ώρα να σε τρυπήσω. Να χωθώ μέσα στα σπλάχνα σου και να σε σκίσω. Αν δεν μου ερχόσουν μόνη σου, θα σε βίαζα απόψε, δεν θα μου γλίτωνες».
Η Μίνα ηλεκτρίστηκε κι αισθάνθηκε παράλυτη. Χωρίς ο Μάκης να καταβάλει καμιά προσπάθεια, το σκαμπανέβασμα του σκάφους και του κρεβατιού απ’ το κύμα, έσπρωχνε το κορμί της προς τα πάνω και το καυλί του Μάκη βυθιζόταν μέσα της. Νιώθοντας τη χοντρή ψωλάρα του άντρα της φίλης της να γλιστράει σιγά - σιγά στην τρύπα της, κυριεύθηκε από μια πρωτόγνωρη ερωτική γλύκα, που αυξανόταν κατακόρυφα όσο το αντρικό μόριο προχωρούσε βαθύτερα, στο εσωτερικό της κοιλιάς της.
Το ένιωθε να προχωράει, να προχωράει, να προχωράει, ατέλειωτα! Λες και ήταν ο μακρύτερος πούτσος που είχε κάνει η φύση. Είχε φτάσει στα έγκατα των σπλάχνων της, κι ακόμα έσπρωχνε. Ένας ηδονικός πόνος την κυρίευσε και, τότε, κατάλαβε γιατί η Ξένια γκάριζε πριν και γιατί είχε δεχτεί να ξενοπηδιέται ο άντρας της: Τέτοιο πήδημα, δεν αντέχεται συχνά. «Όμως, για κάπου - κάπου, είναι το τέλειο!», σκέφτηκε. Κι αισθάνθηκε ευτυχής τελικά, και για την πρόσκληση και για την επιμονή των φίλων της να τη γλυκάνουν. Έτσι, αφέθηκε να απολαμβάνει το ωραιότερο γαμήσι της ζωής της, με το λίκνισμα στο ρυθμό του κύματος...
Στο μεταξύ ο Μάκης, φτάνοντας στο τέρμα του κόλπου της, πέφτει ξαφνικά μ’ όλη του τη δύναμη επάνω της, τη σφίγγει με τα γερά του μπράτσα κι αρχίζει να σπρώχνει βίαια μέσα της την καυλάρα του. Αυτή νιώθει το μουνί της να ξεπατώνεται κι αρχίζει να βογκάει, κραυγάζοντας απ’ τον πόνο κι απ’ την ηδονή. Οπότε κι αυτός, ακούγοντάς την να ωρύεται, ερεθίζεται περισσότερο και σπρώχνει όλο και πιο βαθιά και άγρια την πούτσα του μέσα στο μουνάκι της, μουγκρίζοντας σαν ξετρελαμένο ζώο. Το σκάφος αρχίζει έντονο σκαμπανέβασμα και το πέλαγος αντηχεί απ’ τις κραυγές και τα μουγκρητά του ζευγαριού που γαμιέται άγρια, μέσα στη μπουνάτσα και στην ησυχία. Τα δυο κορμιά αναπηδούν πάνω στο κρεβάτι και φτάνουν σ’ έναν πολύ μακρύ οργασμό, όλο καύλα και γλύκα, ενώ δίπλα η Ξένια κοιμάται βαριά, ξεθεωμένη απ’ το ζωώδες γαμήσι.
Ο Μάκης γαμάει ορμητικά τη φιλενάδα της γυναίκας του και, ταυτόχρονα, τη φιλάει στο στόμα, της ρίχνει χαϊδευτικά σκαμπίλια, της δαγκώνει τις ρώγες και τις βυζάρες της και, χουφτώνοντας τον κώλο της, της βάζει κωλοδάχτυλο. Ώσπου δεν κρατιέται άλλο και χύνει μέσα της με ορμή, αφήνοντας το σπέρμα του να πλημμυρίσει τα σπλάχνα της. Νιώθοντας εκείνη, το αντρικό υγρό να κυλά μέσα της και τον συμπαθητικό αυτό άντρα να έχει αποκτηνωθεί επάνω στο κορμί της και να εκτονώνει όλα του τα πρωτόγονα ένστικτα, αισθάνθηκε έναν πολύ έντονο οργασμό να έρχεται απ’ τα κατάβαθα της ψυχής της και του κορμιού της και να την περιχύνει ολόκληρη. Αρχίζει να χύνει κι αυτή, με μια πρωτόγνωρη γλύκα σαν τσούξιμο, και να νιώθει για πρώτη φορά τόσο ολοκληρωμένη σαν γυναίκα.
- «Έτσι, ρε παιδαρά!», του φωνάζει. «Πήδα με, τρύπα με. Χύσε όλη σου την καύλα μέσα μου. Γκάστρωσέ με, να έχω ένα παιδί από σένα, για να θυμάμαι αυτό το υπέροχο γαμήσι σ’ όλη μου τη ζωή».
Αυτός τότε, τραβάει την ψωλή του απ’ το μουνί της, κι όπως ήταν πασαλειμμένη με τα χύσια του και τα καυλοϋγρά της, τη χώνει βαθιά μέσα στο στόμα της.
- «Ρούφα τη, γαμιόλα!», της φωνάζει. «Μάσα την. Πόνεσέ την. Χαλάλι σου, με γλύκανες πολύ».
Και η Μίνα, σαν την πιο ξετσίπωτη πουτάνα, τελείως απελευθερωμένη πια, του παίρνει ένα μακρόσυρτο τσιμπούκι και πίνει όλα τα υγρά του, κάνοντάς τον να ξαναχύσει μέσα στο στόμα της. Ούτε κατάλαβε η γλυκαμένη κοπέλα, πως αποκοιμήθηκε με την αντρική ψωλή μέσα στο στόμα της. Έμεινε ξερή και κοιμήθηκε στην αγκαλιά του άντρα της φίλης της μέχρι αργά το πρωί. Το πρωί, ξύπνησε μπρούμυτα από ένα παράξενο τσούξιμο στον κώλο της. Στην αρχή σάστισε και νόμισε πως ονειρεύεται, αλλά κατόπιν, συνειδητοποίησε πως ο εραστής της την ξύπναγε καυλιάρικα, γαμώντας την πρωκτικά. Ντράπηκε κι έμεινε αμίλητη, κάνοντας πως συνεχίζει να κοιμάται.
Ο ερεθισμένος άντρας μπαινόβγαζε τον πούτσο του γρήγορα μέσα στον πρωκτό της και ξεφυσούσε όλο καύλα. Τον αισθάνθηκε να γλυκαίνεται πολύ και καύλωσε κι αυτή. Τότε αυτός, με την εντύπωση πως άρχισε να την ξυπνάει, της χουφτώνει τα βυζιά από μπροστά και βυθίζεται τελείως μέσα της, κάνοντάς τη να τιναχτεί απ’ τον πόνο.
- «Πάρε με, μωρή πουτάνα!» της φωνάζει. «Με τρέλανες, όταν κατάλαβα πως είσαι παρθένα από πίσω!», συμπληρώνει. «Είμαι ο κωλομπαράς σου, να το ξέρεις. Ποτέ δεν θα δώσεις σε άλλον τον κώλο σου, σε προειδοποιώ, γιατί θα σε σκοτώσω. Πες το, μου το υπόσχεσαι;»
- «Ναι, στο υπόσχομαι», του φωνάζει η Μίνα. «Είσαι ο αποκλειστικός κωλομπαράς μου. Άνοιξε μου την κωλοτρυπίδα, να την έχεις να γλυκαίνεσαι. Όποτε με θέλεις, θα έρχομαι να με γαμάς και να με κωλομπαρεύεις». Και συνέχισε: «Αχ, δεν έχω ξανανιώσει τόση γλύκα. Τέτοιος πούτσαρος να μπαινοβγαίνει μέσα μου δυο μέρες! Θέλω να γαμιόμαστε όλο το Σαββατοκύριακο, αν συμφωνεί κι η Ξένια».
- «Άστην την Ξένια», απάντησε αυτός ασθμαίνοντας. «Πήγε πρωί - πρωί για μπάνιο, να μας αφήσει μόνους μας όλη μέρα. Μανάρα μου, τι κώλος είναι αυτός που έχεις. Ο πιο στρουμπουλός και αφράτος πωπός που έχω δει σε θηλυκό. Με τρελαίνει να βλέπω τον πούτσο μου να βυθίζεται μέσα του».
Κι ανεβαίνοντας μέσα της, αρχίζει να έρχεται ξανά σε οργασμό, χύνοντας αυτή τη φορά στην κωλοτρυπίδα της. Νιώθοντας τον κωλομπαρά της να αδειάζει μέσα στον κώλο της, η Μίνα, άρχισε να αγκομαχά και να χύνει κι αυτή όλο καύλα και γλυκό πόνο. Οι φωνές της ακουγόντουσαν έξω στο πέλαγος και η Ξένια άκουγε ικανοποιημένη τη βοηθό της να γεύεται το αληθινό γαμήσι και να προσφέρει γλύκα στον άντρα της. Για τη Μίνα ήταν το πιο υπέροχο Σαββατοκύριακο που είχε περάσει ποτέ. Στο γυρισμό, την Κυριακή το βράδυ, δεν είχε καμιά απορία για το όνομα του σκάφους. Η λέξη «πάθος» της είχε γίνει πλήρως κατανοητή... και σκεφτόταν πως, από εδώ και πέρα, όταν έπληττε, είχε λύση: Μια υπέροχη κρουαζιέρα, χωρίς τον άντρα της, με το κότερο «Πάθος!»
(Copyright protected OW ref: 44650)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.