Το e-mail μου είναι το:
Ήμουν επτά χρονών όταν οι γονείς μου πάντρεψαν ένα αρκετά νεότερο από αυτούς ζευγάρι. Όπως έμαθα πολύ αργότερα, η νύφη στον γάμο ήταν ήδη τεσσάρων μηνών έγκυος.
Η παράδοση που επικρατούσε ήταν, το πρώτο παιδί να το βαφτίσει ο κουμπάρος. Δηλαδή ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου όμως επειδή ήταν μεγάλος και επειδή ο Νουνός έπρεπε να παντρέψει τη βαφτισιμιά, αποφάσισε το κοριτσάκι αυτό να το βαφτίσω εγώ. Έτσι λοιπόν στα δέκα μου χρόνια έγινα Νουνός. Το όνομα που έδωσα στο κοριτσάκι ήταν Αντιγόνη.
Αυστηρών αρχών, ως προς τις παραδόσεις ο πατέρας μου, με υποχρέωσε να μάθω πολύ καλά τον ρόλο του Νονού. Χριστούγεννα, Πάσχα, γενέθλια κλπ., έπρεπε να θυμάμαι να του ζητώ χρήματα και με τη βοήθεια της μάνας μου να παίρνουμε κάποιο δώρο για την μικρή Αντιγόνη. Εκείνο που μου τόνιζε σε κάθε ευκαιρία ήταν, την ευθύνη που είχα για την ανατροφή αυτού του παιδιού, γιατί όπως έλεγε: «Είναι μεγάλο πράγμα να αλείψεις λάδι».
Για να πω την αλήθεια δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει αλλά, μου άρεσε αυτός ο ρόλος και τηρούσα κατά γράμμα αυτά που μου έλεγε.
Η Αντιγόνη μεγάλωνε και είχε γίνει ένα πανέμορφο αλλά και πανέξυπνο κοριτσάκι. Με τα δώρα και όλα αυτά που έκανα, ακόμα και βόλτες με το καρότσι, με είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία. Όταν έλεγε ο Νουνός μου, το στόμα του έσταζε μέλι. Τολμώ δε να πω ότι ήμουν πιο τυχερός απ’ όλους τους άλλους συγγενείς, θείους, θείες, εξαδέλφια κλπ., διότι μου χάριζε πάντα τα φιλιά της, κάτι που επιδεικτικά απέφευγε προς τους άλλους. Ήταν κάτι που χαιρόμουν ιδιαίτερα και πολλές φορές από το χαρτζιλίκι μου, της αγόραζα μικρές κουκλίτσες και διάφορα άλλα μικρά δωράκια.
Όταν έγινε δέκα ετών αρχίσαμε και συζητούσαμε πολύ όμορφα. Οι απορίες της ήταν πολλές και ορισμένες φορές δύσκολες. Όταν συζητούσαμε, της άρεσε να κάθεται στα πόδια μου σαν σε άλογο, να με κοιτά και να παίζει με το πρόσωπό μου. Εγώ ανταποκρινόμενος στα παιχνιδάκια αυτά, του χάιδευα τα μπουτάκια της και το κωλαράκι της λέγοντας ότι «άλειψα λάδι σ’ ένα θαυμάσιο κορμάκι».
Μια μέρα μου είπε:
- «Νουνέ θα σε λέω Κωνσταντίνε».
- «Δεν έχω πρόβλημα. Άλλωστε δεν είμαι τόσο μεγάλος κι εσύ πλέον είσαι ολόκληρη κοπέλα».
Πλησίαζε η λήξη της σχολικής περιόδου εκείνης της χρονιάς κι εγώ ήμουν πανέτοιμος για τις εξετάσεις. Είχα βάλει στόχο το μαθηματικό της Θεσσαλονίκης. Η επιτυχία μου ήταν δεδομένη. Όπως και έγινε.
Τη νέα σχολική περίοδο, λίγο πριν φύγω για να εγκατασταθώ, ως φοιτητής, στην Θεσσαλονίκη, ήρθε στο σπίτι η Αντιγόνη. Όπως μιλούσαμε, παρατήρησα ότι ήταν λίγο σκεφτική. Την έβαλα στα πόδια μου και την ρώτησα:
- «Τι έχεις μωράκι μου;»
- «Τίποτα…» είπε παραπονιάρικα.
- «Ε.. πώς τίποτα; Κάτι έχεις. Μήπως σε μάλωσε κανείς; Πες μου και θα τον σκοτώσω».
- «Όχι, δεν έχω τίποτα». Με το ίδιο ύφος.
- «Για κοίταξέ με στα μάτια καλά, θα καταλάβω».
Αντί να σηκώσει το βλέμμα του, έγειρε στην αγκαλιά μου και δεν μίλησε. Έμεινε έτσι για αρκετή ώρα κι εγώ της χάιδευα τα μαλάκια προσπαθώντας να καταλάβω τι έγινε.
Σε μια στιγμή αισθάνθηκα το στήθος μου υγρό. Έπιασα με τα χέρια μου το προσωπάκι της και την σήκωσα από την αγκαλιά μου. Είδα ότι από τα ματάκια της έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα. Τα σκούπισα με τις παλάμες μου, της έδωσα μερικά φιλάκια στα μάγουλα και την ρώτησα:
- «Θα μου πεις τι έχεις;»
- «Στενοχωριέμαι που θα φύγεις. Ποιός θα με παίζει και θα με χαϊδεύει τώρα;»
Έγειρε πάλι στην αγκαλιά μου και συνέχισε να κλαίει με λυγμούς. Χωρίς να το καταλάβω άρχισα να την χαϊδεύω απρόσεκτα. Τα χέρια μου περνούσαν από κάθε σημείο του κορμιού της. Ήταν επόμενο να χάσω τον έλεγχο και να αρχίσω να ερεθίζομαι. Ο πούτσος μου φούσκωσε και όπως καθόταν καβάλα στα πόδια μου πιεζόταν από το μουνάκι της. Έπιασα με τα δυο μου χέρια το κωλαράκι της και τα δάκτυλά μου μπήκαν κάτω από το λάστιχο του βαμβακερού που φορούσε. Κόνευα να τρελαθώ. Γρήγορα όμως ανέκτησα τον έλεγχό μου, σηκώθηκα την πήγα στην τουαλέτα και την παρακάλεσα να πλυθεί.
Δεν μπορώ να ξέρω τι θα γινόταν αν συνέχιζα. Θα ομολογήσω ότι ήμουν πολύ επιρρεπής στην μαλακία και πολύ φοβόμουν ότι δεν ήθελα και πολύ να τον βγάλω και να αρχίζω να τον παίζω μπροστά της.
Πέρασαν τρία χρόνια και η Αντιγόνη θα πήγαινε δευτέρα γυμνασίου. Είχε γίνει μια τέλεια γκόμενα. Διάλεξα το δώρο που θα της έκανα την Πρωτοχρονιά. Είχα δει μια πολύ ωραία χρυσή καρδούλα με διαμαντάκια σ’ ένα κοσμηματοπωλείο της Θεσσαλονίκης και αποφάσισα να την αγοράσω με μια αλυσίδα για τον λαιμό της.
Όταν της το έδωσα τα ματάκια της έλαμψαν από χαρά. Το έβγαλε από το κουτάκι άνοιξε την αλυσίδα και μου το έδωσε να της το φορέσω. Το κούμπωσα και της έδωσα ένα φιλάκι στο μάγουλο. Η Αντιγόνη όμως σήκωσε τα μακριά μαλλιά της, έγειρε το κεφάλι και μου πρότεινε τον λαιμό της. Κατάλαβα ότι ήθελε να την φιλήσω τον λαιμό και ακούμπησα τα χείλη μου λέγοντας:
- «Είσαι μια τέλεια κούκλα!»
- «Εσύ φταις Κωνσταντίνε…»
- «Γιατί καλό μου;»
- «Που με «άλειψες λάδι» όλο μου το κορμί» είπε με νόημα.
Η Αντιγόνη τελείωσε την δευτέρα Λυκείου. Παρ’ όλο που είχε γίνει πλέον μια γυναικάρα ποτέ δεν σταματήσαμε εκείνα τα παιχνιδάκια με τα χαδάκια και τα φιλάκια, όσες φορές ερχόμουν από την Θεσσαλονίκη. Τώρα μάλιστα που ήξερε τα πάντα για το σεξ, χωρίς να μου έχει πει βέβαια εάν είχε κάνει, την πείραζα λέγοντας:
- «Πρέπει να είσαι προσεκτική γιατί μπορεί να γίνει κανένα… ατύχημα χωρίς να το καταλάβω».
- «Εσένα δεν σε φοβάμαι Κωνσταντίνε».
- «Γιατί; Νομίζεις ότι δεν είμαι σε θέσει»;
- «Όχι καλέ ίσα – ίσα είσαι παίδαρος. Εσύ όμως με «άλειψες λάδι» όλο μου το κορμί και το ξέρεις καλά…»
Μια μέρα λοιπόν αρχές Ιουλίου την χρονιά εκείνη, πίνοντας ένα ποτό μου είπε:
- «Δεν μου λες Κωνσταντίνε, θα πας φέτος διακοπές;»
- «Μάλλον ναι…»
- «Έχεις προγραμματίσει πού θα πας;»
- «Λέω για Κρήτη, γιατί ρωτάς;»
- «Άσε, τίποτα…»
- «Έλα λέγε και άσε τα σάπια. Κάτι θέλεις να μου πεις».
- «Αν πήγαινες Χαλκιδική... Αλλά εσύ θα βρήκες καμιά Κρητικοπούλα και θες να πας εκεί».
- «Όχι, δεν υπάρχει κάτι τέτοιο».
- «Τότε ρε ‘συ πήγαινε Χαλκιδική σε παρακαλώ».
- «Θέλεις να πας εσύ, όπως κατάλαβα. Έχουμε κανένα αίσθημα;»
- «Έλα ρε μη ρωτάς, θα με πας;»
- «Όπα!! Να και ο νταλγκάς! Τι; Προχωρήσαμε… και δεν ξέρω τίποτα δηλαδή;»
- «Έλα ρε μη γίνεσαι σπαστικός. Λέγε θα τα κανονίσεις;»
- «Μπορώ να σου χαλάσω χατίρι;»
Πετάχτηκε από τη θέση της ήρθε κοντά μου και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη λέγοντας:
- «Γι’ αυτό σ’ αγαπώ πολύ».
- «Να δω πότε θα σταματήσω να σ’ αγαπώ εγώ…»
- «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό εσύ. Είπαμε ότι με «άλειψες λάδι». Ακόμα δεν το κατάλαβες;»
Βρήκα μια καλή δικαιολογία ότι θα είμαστε μια παρέα από συμφοιτητές και συμφοιτήτριες και πήρα το ok από τους γονείς της. Ο πατέρας μου βέβαια, ήταν αυτός που μου τόνισε πολλές φορές την ευθύνη που έχω για την Αντιγόνη. «Να την προσέχεις, είναι κάτι παραπάνω από αδελφή σου».
Της μετέφερα αυτές τις ανησυχίες, που τις θεωρούσα κι εγώ λίγο σωστές και της τόνισα πριν ξεκινήσουμε ότι θα πρέπει να προσέχει εκεί που θα πάμε. Η Αντιγόνη γέλασε και μου είπε να μην ανησυχώ.
- «Θα είμαι κορίτσι υπόδειγμα!», τόνισε.
Όταν την ρώτησα αν κανόνισαν πού θα μένουν και κάθε πότε θα βλεπόμαστε, γέλασε και μου είπε:
- «Ας πάμε πρώτα εκεί και βλέπουμε…»
Φτάσαμε στην Χαλκιδική και πριν πάω να ψάξω για δωμάτιο την ρώτησα πού θα βρούμε το αγόρι της. Ήθελα να κάνουμε ένα πρόγραμμα πού και πότε θα βρισκόμαστε. Γέλασε πάλι.
- «Καλά βρε είσαι τρελός; Δεν θα μένω μαζί του. Θα μένουμε μαζί. Αυτός είναι εδώ με τους γονείς του. Αν τον πετύχουμε κάπου θα σου δείξω».
- «Καλά και γιατί δεν μου το είπες αυτό από την αρχή;», τσατισμένος.
- «Έλα ρε μη τσατίζεσαι. Μπορεί να έλεγες όχι, αν στο έλεγα απ’ την αρχή!», παραπονιάρικα.
Δεν μίλησα. Ψάξαμε και βρήκαμε λίγο δύσκολα ένα νοικιαζόμενο δωμάτιο. Ήταν πολύ καλά εξοπλισμένο, αλλά λίγο τσιμπημένο στην τιμή.
Τακτοποιήσαμε τις αποσκευές και πήγαμε για μπάνιο. Το βράδυ κάναμε βόλτα και αργά καταλήξαμε σ’ ένα μπαράκι. Η Αντιγόνη ήπιε γρήγορα δυο ποτά και απολάμβανε την μουσική λικνίζοντας το υπέροχο κορμί της. Όταν είπε για το τρίτο ποτό την ρώτησα αν αισθάνεται καλά. Και μου απάντησε:
- «Είναι ένα όνειρο!»
Παρασύρθηκα και άρχισα να πίνω κι εγώ στον ρυθμό της Αντιγόνης. Έτσι φτάσαμε τα τέσσερα και είχαμε κοκκινίσει για τα καλά. Το μυαλό μου άρχισε να ταξιδεύει εκεί που δεν ήθελε. Ο πειρασμός που τον έλεγαν Αντιγόνη έγινε μεγάλος. Ιδιαίτερα όταν κολλούσε επάνω μου και λίκνιζε εκείνο το κορμάκι τρελαινόμουν. Την αγκάλιαζα βέβαια και την χάιδευα. Αυτό όμως ήταν κάτι που κάναμε κάθε φορά. Τώρα τι ακριβώς ήθελε;
Κουνούσα ξανακουνούσα το κεφάλι μου, αλλά τα μαθηματικά που γνώριζα με υποχρέωναν να καταλήξω στον ίδιο παρονομαστή. Δεν τολμούσα όμως να δείξω κάτι, διότι η συμπεριφορά της Αντιγόνης ήταν αυτή ακριβώς που ήξερα. Κάναμε αυτά που κάναμε και στα μπαρ της πόλης μας όταν πηγαίναμε.
Τελειώσαμε το τέταρτο ποτό μας και είπα να φύγουμε. Η ώρα ήταν αρκετά προχωρημένη. Η Αντιγόνη ήθελε να πιούμε κι άλλο. Από τη ομιλία της καταλάβαινα ότι είχε ζαλιστεί και της είπα όχι. Εκείνο όμως που είπε:
- «Σε παρακαλώ γλυκέ μου, ένα ακόμα…»
Με υποχρέωσε να της κάνω το χατίρι. Έτσι, παράγγελλα από ένα ακόμη ποτό. Πίναμε βότκα με πορτοκάλι. Με δυο γουλιές έφτασε το νέο ποτήρι στη μέση. Της το άρπαξα από το χέρι και της είπα:
- «Έλα, φρόνημα. Όχι έτσι, θα γίνεις γκολ σε λίγο».
- «Κωνσταντίνε… μη μου το χαλάς. Εσύ λες ότι μ’ αγαπάς!»
- «Σ’ αγαπώ γι’ αυτό στο λέω».
- «Μια γουλιά ακόμη κούκλε μου, σε παρακαλώ. Βλέπω το όνειρό μου τώρα…»
Η έκφρασή της ήταν για γέλια. Πραγματικά ήταν πλέον πολύ ζαλισμένη, για να μη πω μεθυσμένη. Της έδωσα με το χέρι μου να πιει μια γουλιά και αμέσως τερμάτισε. Έγειρε επάνω μου και κρεμάστηκε από τον λαιμό μου και άρχισε να παραμιλά. Εγώ ήμουν καλά, ήλεγχα απόλυτα την κατάσταση. Πλήρωσα και την ρώτησα αν μπορεί να προχωρήσει για να πάμε σπίτι. Απάντηση όμως δεν πήρα. Δεν μου ήταν δύσκολο να φορτωθώ στην πλάτη τα πενήντα περίπου κιλά της. Τόσο για το ύψος μου, 1.85, όσο και για τα ενενήντα κιλά μου, η Αντιγόνη ήταν ένα παιχνιδάκι. Το αυτοκίνητο ήταν λίγα μέτρα πιο κάτω από το μπαράκι.
Φτάσαμε σπίτι. Η Αντιγόνη ήταν λιώμα. Ένα άδειο σακί που δεν μπορούσες να το στηρίξεις πουθενά. Ωστόσο, έλεγε συνέχεια για κάποιο όνειρό της, που δεν καταλάβαινα.
Αποφάσισα να την ξεντύσω και να την βάλω να κοιμηθεί. Άλλωστε τι να της έβγαζα μια μπλουζίτσα που από κάτω δεν φορούσε σουτιέν και μια μίνι φουστίτσα. Θεώρησα σκόπιμο να μη το κάνω. Όταν θα ξυπνούσε μπορεί να ντρεπόταν.
Την ξάπλωσα στο ένα κρεβάτι και της έλυσα τα δετά πέδιλα που φορούσε. Η φουστίτσα ανέβηκε πολύ και όλα τα μπουτάκια της ήταν μπροστά μου. Στο κέντρο κυριαρχούσε το μικρό λευκό της κιλοτάκι που φαινόταν σχεδόν όλο. Ένα τέλειο θέαμα. Όμορφα και καλλίγραμμα πόδια. Μπουτάκια μόνο για γλύψιμο. Προσωπάκι αγγελικό που το πλαισίωναν μακριά ανακατεμένα μαλλάκια. Σκέτη ζωγραφιά.
Κάθισα δίπλα της και της χάιδεψα τα μπουτάκια. Έφτασα μέχρι το κιλοτάκι της και σταμάτησα. Παρά το γεγονός ότι είχα ερεθιστεί, θεώρησα ότι ήταν χαζό να χαϊδεύω ένα κορμί που δεν καταλάβαινε τίποτα εκείνη την ώρα. Την φίλησα στο πρόσωπο και ξάπλωσα στο άλλο κρεβάτι. Ήμουν πολύ ερεθισμένος και σκέφτηκα να τραβήξω μια μαλακία απολαμβάνοντας την θέα αυτού του υπέροχου κορμιού για να εκτονωθώ. Προτίμησα όμως και πάλι να σβήσω το φως και να κοιμηθώ.
Την άλλη μέρα ξύπνησα πρώτος από το φως του ήλιου που κτύπησε στα μάτια μου. Είχα ξαπλώσει στο κρεβάτι δίπλα στο παράθυρο και δεν πρόσεξα τις κουρτίνες που ήταν τραβηγμένες στην άκρη. Το ρολόι έδειχνε δέκα και είκοσι. Κοίταξα την Αντιγόνη που κοιμόταν ακόμη. Είχε γυρίσει μπρούμυτα και το κωλαράκι της φάνταζε τουρλωμένο, αφού το μικρό της φουστανάκι είχε φτάσει στην μέση της.
Προσπάθησα να μη κάνω θόρυβο την ώρα που ετοίμαζα ένα καφέ. Στην τσάντα είχαμε κάτι μπισκότα και άνοιξα ένα πακέτο. Ο ήχος της ζελατίνας έγινε αφορμή να γυρίσει ανάσκελα και να ανοίξει τα ματάκια της. Τεντώθηκε και είδε ότι έπινα καφέ. Έμεινε έτσι στο κρεβάτι κοιτάζοντας για αρκετά λεπτά, χωρίς να μιλάει. Έσπασα πρώτος την σιωπή.
- «Να σου ετοιμάσω ένα καφέ;»
- «Όχι».
- «Θα κοιμηθείς κι άλλο;»
- «Όχι».
- «Τότε γιατί δεν θέλεις καφέ;»
- «Θέλω πρώτα να έρθεις με ξυπνήσεις και μετά».
Κατάλαβα ότι το κοριτσάκι ήθελε παιχνιδάκια και πήγα κοντά της. Χάιδεψα τα μαλλιά της και την φίλησα στο μάγουλο λέγοντας:
- «Ξύπνησε το μωράκι μου;»
- «Ναι».
- «Να σου κάνω καφεδάκι να συνέλθεις;»
- «Όχι».
- «Τι θέλεις μωράκι μου;»
- «Πάρε με αγκαλίτσα να σηκωθώ. Δεν μπορώ μόνη. Είμαι ακόμα μεθυσμένη…» και τέντωσε τα χέρια της.
- «Εχθές σε πήρα στην πλάτη».
- «Το θυμάμαι. Τώρα θέλω αγκαλίτσα».
Την αγκάλιασα και την σήκωσα από το κρεβάτι. Έβαλε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου και με κοίταξε στα μάτια, λέγοντας:
- «Άσε με κάτω και φέρε σε παρακαλώ το αντηλιακό».
- «Τι το θες;»
- «Μη μιλάς σε παρακαλώ. Κάνε αυτό που σου λέω».
Έφερα το αντηλιακό και πήγα να της το δώσω. Εκείνη όμως την στιγμή έβγαλε την μπλούζα της και την πέταξε στο κρεβάτι. Τα τέλεια βυζάκια της ήταν μπροστά στα μάτια μου ολοστρόγγυλα σαν δυο πορτοκάλια. Οι ροζ ρώγες της ήταν λίγο πεταγμένες.
- «Έλα άλειψέ μου λαδάκι σε παρακαλώ».
- «Αντιγόνη…»
- «Είπα να μη μιλάς. Θα το καταλάβεις καμιά φορά αυτό;»
Είχαμε φτάσει, όπως κατάλαβα στον… παρανομαστή. Μέχρι πού όμως θα το πήγαινε; Ήξερε και της είχα πει ότι θα μπορούσε να γίνει κανένα… ατύχημα. Πήγα κοντά της και άρχισα να της αλείφω το αντηλιακό στα χέρια και στην πλάτη.
- «Έτσι με «άλειψες λάδι»; Είπε με νόημα.
- «Όχι».
- «Τότε κάνε αυτό που ξέρεις. Προχώρα γιατί έχεις πολύ δουλειά ακόμη. Μη χάσουμε την μέρα μας!»
Η Αντιγόνη ήταν φανερό ότι το είχε πάρει απόφαση. Το κόλπο με τον δήθεν φίλο στην Χαλκιδική το έκανε επίτηδες για να βρεθούμε μόνοι. Ήμουν πλέον πεπεισμένος. Άρχισα να της βάζω αντηλιακό στα βυζάκια και να τα χαϊδεύω. Προχώρησα στην κοιλιά της και σταμάτησα στην φουστίτσα. Με μια κίνηση την έβγαλε και την πέταξε. Είχε μείνει μόνο με το κιλοτάκι. Έκανα ότι κατεβαίνω αλλά σταμάτησα στο λάστιχο.
- «Υπάρχουν εμπόδια».
- «Ήμουν τελείως γυμνή τότε;»
- «Τελείως…»
- «Έτσι ήμουν;», έβγαλε και το κιλοτάκι.
- «Ναι».
- «Ήμουν μικρούλικο και με ξεγέλασες ε;»
Βγάζοντας το κιλοτάκι είδα το μουνάκι της που ήταν φρεσκοξυρισμένο. Προχώρησα με το αντηλιακό και το άλειψα όλο βάζοντας άφθονο σ’ εκείνο το σημείο. Γονάτισα μπροστά του και προσπάθησα να την γλύψω. Τραβήχτηκε λέγοντας:
- «Όχι… έχεις πολύ δουλειά ακόμα. Προχώρα!»
Είχα τρελαθεί από την καύλα. Ο πούτσος είχε γίνει πολύ σκληρός και με ενοχλούσε το σορτσάκι που φορούσα. Το έβγαλα με μια κίνηση και συνέχισα το αντηλιακό στα μπούτια. Η μικρή είχε καταστρώσει καλό σχέδιο. Το περίεργο όμως ήταν η ψυχραιμία που έδειχνε σε όλο αυτό το παιχνίδι που έστρωσε. Έφτασα στις πατούσες και άλειψα όλα της τα δάχτυλα με το αντηλιακό. Δεν είχε που αλλού να βάλω.
Πήγα να σηκωθώ αλλά με συγκράτησε πιέζοντας τους ώμους. Άρχισα να γλύφω τα δακτυλάκια της και σιγά – σιγά να ανεβαίνω. Έφτασα στο μουνάκι της που γυάλιζε μπροστά μου. Το άνοιξα με τα δάχτυλα και το έγλυφα ολόκληρο. Μόλις έβαλα μέσα στα χείλια μου την κλειτορίδα της και την έσφιξα μερικές φορές, άρχισε να τρέμει ολόκληρη. Έπιασε τα μαλλιά και τα τράβηξε δυνατά. Υποχρεώθηκα να σηκωθώ. Με μια κίνηση έπεσα στο κρεβάτι και την έβαλα από πάνω μου. Σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα, γύρισε στο κρεβάτι ανάσκελα και με έφερε από πάνω της λέγοντας:
- «Έτσι με υποχρέωσες να το ονειρεύομαι για πολλά χρόνια. Πάρε με τώρα!!!»
Μπήκα μέσα της και αμέσως κατάλαβα ότι ήταν παρθένα. Οι δυνατές τσιρίδες που έβγαλε, ήταν πόνου και ηδονής. Πριν προλάβω να κάνω δυο κινήσεις άρχισε να κλαίει και να λέει.
- «Νομίζω ότι χύνω Κωνσταντίνε. Χύυυυυνωωω γλυκέ μου, δεν βαστάω άλλο!!! Τι γλύκα είναι αυτή!!! Χύσε κι εσύ παίδαρέ μου, χύσε μέσα μου τώρα…»
Μερικές κινήσεις ήταν αρκετές για να αρχίσω να βογκάω αφήνοντας μέσα της την ζεστή μου λάβα.
Οι επόμενες μέρες ήταν όλες μια τρέλα. Μου επιβεβαίωσε το κόλπο με τον φίλο και μου είπε πολλές φορές ότι, από τότε που κατάλαβε τον εαυτό της, ζούσε ένα όνειρο. Ζούσε γι’ αυτή την στιγμή.
Οι διακοπές τελείωσαν. Η Αντιγόνη μεγάλωσε και θα παντρευόταν. Το έθιμο στο χωριό μας έλεγε ότι κουμπάρος έπρεπε να είναι ο νουνός. Και έγινα κουμπάρος, κρατώντας την παράδοση.
Το αντηλιακό πάντως δεν τελείωσε ακόμα!
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.