Με το που τελείωσε λοιπόν η εξεταστική, αποφάσισα την ίδια μέρα κιόλας, να φύγω για να τη δω. Έμενε προς τα βόρεια και αναγκάστηκα να πάρω το τρένο. Δεν κρατιόμουν να τη σφίξω στην αγκαλιά μου. Ωστόσο ο συρμός άργησε μισή ώρα και επειδή οι αγρότες είχαν στήσει μπλόκα και όλος ο κόσμος ταξίδευε με το τρένο, ήμασταν υπερβολικά πολλοί εκεί μέσα. Η διαδρομή ήταν απαίσια. Βρώμα, στριμωξίδι, κλάματα, φασαρίες, κουτσομπολιό, καβγάδες και γκρίνιες. Κάπου όμως πέτυχα για καλή μου τύχη μια γνωστή κι έτσι το ταξίδι έγινε κάπως πιο υποφερτό. Ήρθε και κάθισε μαζί μου. Μιλήσαμε λίγο και αργότερα πήραμε από μισό ζάναξ των 0,5 και κοιμηθήκαμε πλάι-πλάι. Αυτή κατέβαινε μετά από μένα. Ξύπνησα κατά τις 6 όταν ήταν να κατέβω δηλαδή. Γύρισα να χαιρετίσω τη φίλη μου αλλά κοιμόταν. Ομορφούλα, στα 20 της, με μπουκλωτό πορτοκαλί μαλλί, γλυκιά φατσούλα και γυαλάκια. Οι πρωινές καύλες μου δε βοηθούσαν καθόλου. Πήρα το σάκο μου και κατέβηκα. Τα πράγματα δεν ήταν απλά όμως έπρεπε να πάρω ακόμα ένα τρένο για να φτάσω στον προορισμό μου.
Χώθηκα στην τοπική καφετέρια και παράγγειλα έναν καφέ και ένα σάντουιτς. Μέχρι να έρθει πήγα γρήγορα στο μπάνιο και άρχισα να βαράω μια δυνατή μαλακία, σκεπτόμενος τη φίλη μου να με τσιμπουκώνει λίγο πριν με αποχαιρετίσει στο τρένο. Όνειρα θερινής νύχτας θα μου πείτε. Όνειρα για έναν πιο ανθρώπινο κόσμο θα σας απαντήσω. Τέλος πάντων, ωραία η μαλακία, ωραίο το σάντουιτς, ωραίος και ο καφές, πήρα το τρένο έφτασα εκεί που ήταν να φτάσω. Έλειπε όμως ακόμα ένα κτελ. Για κακή μου τύχη το κτελ θα αργούσε πολύ παραπάνω απ’ το συνηθισμένο. Θα έκανε κάπου 4 ή 5 ώρες. Δεν είχα τίποτα να κάνω. Η ώρα ήταν 10 το πρωί και θα φεύγαμε στις 2 30. Το μωρό μου με περίμενε στωικά και στοργικά, εγώ ήμουν στους 3 καφέδες ήδη, στις 2 μαλακίες και στα 2 διαβασμένα βιβλία και ήμουν κυριολεκτικά απελπισμένος ως προς το τι θα μπορούσα να κάνω. Τέλος πάντων, άφησα τα πράγματα μου στη μίζερη καφετεριούλα του τοπικού κτέλ και πήγα μέχρι το σουπερ μάρκετ της περιοχής.
Όντας σε πλήρη απόγνωση έκανα κάτι που δε συνηθίζω. Αγόρασα 2 λίτρα κρασί, 2 μισόλιτρες μπύρες και μια βότκα και γύρισα χαρούμενος πίσω. Άρχισα να τα πίνω ποτήρι-ποτήρι διαβάζοντας το τρίτο βιβλίο μου. Ούτε που το κατάλαβα για πότε έφτασε η ώρα να μπω στο κτελ αν και όταν πια μπήκα, δεν είχε μείνει τίποτα απ’ τα ποτά και παραπατούσα λίγο. Έδειξα με κόπο το εισιτήριο μου και πήγα να κάτσω τέρμα πίσω στη γαλαρία. Το μυαλό μου έπαιζε περίεργα παιχνίδια εναντίον μου. Σκέφτηκα "3 καφέδες, 3 βιβλία, πρέπει να κάνω 3 και τις μαλακίες" σωστά; Θυμήθηκα λοιπόν, όντας σε πλήρη αποχαύνωση αλλά κάπως το θυμήθηκα, ότι μια φίλη μου στην Αθήνα είχε χωρίσει πριν καμιά βδομάδα και μου την είχε πέσει αρκετά χοντρά ένα βράδυ που είχα βγει για να εισπράξει μια ευγενική απόρριψη. Ωραίο γκομενάκι σκέφτηκα. Κοίταξα τριγύρω μου, δεν καθόταν κανείς. Την έβγαλα, την έπαιξα, έχυσα στον κάθισμα του μπροστινού. Είχα ίσα-ίσα προλάβει να την βάλω μέσα όταν λιποθύμησα. Ξύπνησα μια ώρα μετά. Ο οδηγός με ταρακουνούσε.
- Έχυσες τον καφέ…
έκρωξε σαν υστερική μανία. Εγώ είχα ξεχάσει τελείως ότι είχα πάρει και καφέ μαζί μου. Προφανώς μου είχε πέσει απ’ τα πρώτα λεπτά που είχα μπει μέσα στο κτελ, αλλά σίγουρα δεν ήταν το μόνο που είχα χύσει. Τέλος πάντων τον αγνόησα και προσπάθησα να κατέβω όταν άκουσα τον εξής διάλογο.
- Τον ξέρεις αυτόν;
- Καλέ ναι είναι το αγόρι της Χριστίνας.
- Τι πρεζάκιας είναι αυτός; Βρωμάει χύσια εκεί που κάθισε. Θα μιλήσω με τον πατέρα της.
Πάγωσα. Γύρισα αργά-αργά να κοιτάξω. Α μάλιστα, ήταν η Πηνελόπη, φίλη της κοπέλας μου της Χριστίνας που ήξερε προφανώς τον οδηγό που ήξερε προφανώς τον πατέρα της Χριστίνας, που όπως προφανώς καταλάβατε ήταν η κοπέλα μου. Αλλά ήμουν ακόμα πολύ μεθυσμένος για να με νοιάζουν όλα αυτά. Έκανα μια δυο βόλτες το σταθμό του κτελ. Ξαφνικά ένιωσα δυο χέρια να με τυλίγουν.
- Έλα εδώ μικρό γατί…
είπε μια γνώριμη φωνή και τα χέρια με τύλιξαν Η Χριστίνα με αγκάλιασε και εγώ έπεσα τελείως λιώμα στην αγκαλιά της. Βρωμοκοπούσα περισσότερες χημικές ενώσεις απ’ όσες μπορώ να περιγράψω, αλλά την φίλησα παθιασμένα και άρχισα να τη χαϊδεύω πρώτα στη μέση και μετά στον κώλο. Μετά παραλίγο να λιποθυμήσω για δεύτερη φορά μες τη μέρα.
- Να δω πως θα με γαμήσεις…
μου είπε γελώντας, χαμογέλασα κι εγώ άσπρος σαν το πανί αν και η ψυχολογική μου κατάσταση ήταν να είμαι κόκκινος σαν το πατζάρι. Τελικά με πήρε απ’ το χέρι και με πήγε ως το σπίτι της. Με πέταξε στο κρεβάτι, μου έβγαλε ένα-ένα τα ρούχα και με καβάλησε. Πηδιόμασταν για ώρα. Δε μπορούσα να χύσω με τίποτα και αναγκάστηκα να τη γυρίσω στα 4 για να τελειώσω κι εγώ. Κρίμα, γατί της αρέσει η οπτική επαφή και δε θέλω να της την στερώ. Αλλά δε θέλω να στερώ κι από μένα την απόλαυση να χύνω. Ειδικά μετά από ένα μήνα αγαμίας. Ήταν θαύμα πως κρατήθηκα να βγω έξω απ’ το θεσπέσιο μουνάκι της πριν χύσω πάντως. Ίσως ήταν κάποιο ένστικτο αυτοσυντήρησης που επικράτησε πάνω στο ένστικτο αναπαραγωγής. Ποιός ξέρει, πάντως τα κατάφερα. Και ευτυχώς γιατί προφυλακτικά δεν είχα εκείνη τη φορά και δε νομίζω άλλωστε να κατάφερνα να φορέσω κιόλας όπως ήμουν. Μετά κοιμήθηκα. Έπειτα ξύπνησα. Είδαμε μια ταινία αγκαλίτσα. Ήταν κάτι Ρώσσοι που σκοτώνονταν για γκόμενες και ναρκωτικά κάπου στη Σιβηρία. Άλλα δεν έχει σημασία το ποιοί και το που, όλη η ανθρωπότητα για ντρόγκα και για σεξ σκοτώνεται. Όταν αρχίσει να σκοτώνεται και για το ροκ εν ρολ, ίσως αλλάξουν τα πράγματα.
Ξαναγαμηθήκαμε. Πήρα πάλι το μωρό μου στα τέσσερα. Το πως μου αρέσει να την πιάνω απ’ τη μεσούλα της ενώ χτυπιέται πάνω μου είναι το κάτι άλλο. Σκέτη απόλαυση. Άφησα τα χύσια μου στην πλάτη της και έπεσα για 3η ή 4η ή 5η φορά μες τη μέρα για ύπνο. Αλλά δεν ήταν γραφτό. Με ξύπνησε η αγάπη μου.
- Θέλει να σου μιλήσει ο πατέρας μου!
"Ωχ…" σκέφτηκα και ντύθηκα πρόχειρα. Πήγα στο σαλόνι όπου με περίμενε ο "Πατέρας".
- Καλησπέρα κύριε Ιάκωβε, είπα χαρούμενος. Πως είστε, χρόνια πολλά!
- Καλά είμαι, εσύ;…
με ρώτησε ευγενικά. Το ύφος του ήταν ευχάριστο αλλά κάτι προμήνυε μπελάδες.
- Καλά, λίγο κουρασμένος απ’ το ταξίδι.
- Ναι κάτι μου είπε ο Παντελής.
- Ο Παντελής;… τον ρώτησα.
- Ο οδηγός του κτελ που ήρθες… μου είπε λιτά.
- Ε κοιτάξτε να δείτε… του απάντησα θαρραλέα, αλλά και μαζεμένα ταυτόχρονα. Ο φίλος σας με αποκάλεσε πρεζάκια ενώ εγώ απλά ήμουν ζαβλακωμένος απ’ τον ύπνο. Είχαμε μεγάλη καθυστέρηση ενδιάμεσα των σταθμών και δεν είχα καταφέρει να κοιμηθώ πουθενά κανονικά.
Έδειξε να με πιστεύει, χαμογέλασε.
- Ο Παντελής μου ανέφερε και κάτι άλλα πράγματα, αλλά τέλος πάντων, σίγουρα υπερέβαλλε…
μου είπε καθησυχαστικά και έκανε να φύγει. Κοντοστάθηκε για λίγο γύρισε και μου είπε.
- Πάμε για κυνήγι αύριο;
- Βεβαίως…
του απάντησα εγώ που αν και όχι φαν του κυνηγιού, έκανα σκοποβολή 2 χρόνια τουλάχιστον.
- Να έρθω;…
τον παρακάλεσε η Χριστίνα.
- Όχι αγάπη μου, της είπε εκείνος. Είναι μόνο για άντρες!
Την επόμενη μέρα το πρωί, ξεκινήσαμε μαζί με τον πατέρα της για το δάσος. Όπλο μου έδωσε αυτός αφού δεν είχα φέρει το δικό μου από Αθήνα, μια παλιά μεταχειρισμένη κυνηγετική καραμπίνα. Η δικιά του προφανώς ήταν καλύτερη και πιο σύγχρονο μοντέλο. Καθώς περπατούσε χαλαρά μπροστά μου και μου έδειχνε το μονοπάτι πρόσεξα πρώτη φορά πόσο όμορφος ήταν ή μάλλον όχι, δεν ήταν καν όμορφος, είχε κάτι το ιδιαίτερο πάνω μια τσαχπινιά και μια περιέργεια, σα να κουβαλούσε τόνους γνώσεων πάνω στη ζωή, τα οποία όμως δε θα μοιραζόταν μαζί μου. Πάντα μου άρεσαν οι έξυπνοι άνθρωποι και αυτός ήταν ένας τέτοιος. Στήσαμε ενέδρα σε δυο λαγούς, πιθανώς ήταν ζευγάρι. Με άφησε να πυροβολήσω πρώτος. Σημάδεψα καλά, πυροβόλησα και φυσικά αστόχησα.
- Δεν το κρατάς καλά το όπλο…
μου είπε και περνώντας στον ώμο την καραμπίνα του ήρθε να με βοηθήσει. Έπιασε το χέρι και το όπλο μου και το κοπάνησε με δύναμη πάνω μου.
- Έτσι, μου είπε. Σαν άντρας θα το έχεις το όπλο, όχι σαν αδερφή. Αν πηδάς την κόρη μου όπως πυροβολείς, δε θα μείνετε πολύ μαζί.
Με σκάλωσε πολύ αυτή του η δήλωσε και έκανα να γεμίσω το όπλο μου μπας και επιστρέφαμε στο κυνήγι αλλά αυτός συνέχισε.
- Για πες τη γαμάς καλά;
- Ε... τι να σας πω; Δε γκρινιάζει.
- Ωραία-ωραία! Δηλαδή έχεις καλή πούτσα!
- Πιστεύω.
- Μπορώ να τη δω;
- Κοιτάξτε κύριε Ιάκωβε...
- Όχι Διονύση μου... εσύ να κοιτάξεις. Πηδάς την κόρη μου, έχω κι εγώ μερικά δικαιώματα δε νομίζεις; Και άλλωστε τόσο αδιάφορος σου περνάω;
- Δε μου περνάτε αδιάφορος αλλά...
- Κατέβασε το παντελόνι σου!...
με διέταξε, κι εγώ υπάκουσα.
- Και τα υπόλοιπα…
πρόσθεσε αυστηρά αλλά με τη φωνή του ελαφρώς πιο μαλακωμένη. Ήταν το μόνο που είχε μαλακώσει πάνω του. Υπάκουσα ξανά. Με πλησίασε με το μάτι του να με σκανάρει συνεχώς, πότε το πρόσωπο μου πότε την πούτσα μου. Έβγαλε το όπλο του από τον ώμο και μου έτριψε με αυτό τα χείλη.
- Είσαι παλικάρι όμως Διονύση, το λέει η καρδιά σου…
είπε βλέποντας την πούτσα μου να φουσκώνει.
- Ότι διατάξετε, ψιθύρισα.
- Όχι, όχι, δεν έχω να διατάξω τίποτα... ακόμα...
είπε με έναν μυστηριώδη τόνο και έπεσε στα γόνατα μπροστά μου. Αμέσως εξαφάνισε το όργανο μου μέσα στο στόμα του και άρχισε να το δουλεύει με τη γλώσσα. Κατόπιν άρχισε να γλείφει τα αρχίδια μου. Ένιωθα απίστευτη έκσταση στην ιδέα ότι έπαιρνα κόρη και πατέρα. Κοίταξα το γαλανό ουρανό. Ούτε ένα σύννεφο. Ήταν μια όμορφη μέρα να πεθάνει κανείς, εκεί στη μέση του δάσους, με δυο καραμπίνες πεταμένες στο χορτάρι και την πούτσα σου στο στόμα του πατέρα της κοπέλας σου, αλλά δεν πέθανα, απλά έχυσα λίγα δευτερόλεπτα μετά. Και ο Ιάκωβος τα κατάπιε όλα. Σηκώθηκε και με φίλησε, ενώ λίγα χύσια έσταζαν ακόμα απ’ το στόμα του. Αμέσως πήρε το όπλο του και με σημάδεψε.
- Και τώρα στα γόνατα πουτανάκι.
Άλλο που δεν ήθελα. Έπεσα στα γόνατα όπως είχε κάνει αυτός πιο πριν. Συνέχισε να με σημαδεύει. Δεν είχε καμία πρόθεση να ξεκουμπώσει αυτός το τζιν του και άρα έπρεπε να το κάνω εγώ. Το έκανα και απελευθέρωσα το τέρας που έκρυβε. Άρχισα να το χαϊδεύω πρώτα με το ένα και μετά με τα δύο χέρια. Τρίφτηκα πάνω του. Ήταν ώρα να το γλείψω. Δε το είχα ξανακάνει αυτό αλλά πόσο δύσκολο μπορεί να ήταν τέλος πάντων; Το πήρα στο στόμα μου. Με πίεζε αφόρητα τραβώντας με απ’ το μαλλί να το δεχτώ όλο μέσα, αλλά πόναγα. Δεν άντεχα άλλο. Έβλεπα ότι του άρεσε όμως και δεν αντιδρούσα γιατί με έφτιαχνε και μένα πολύ αυτό. Δεν ξεκολλούσα τα χείλη μου από πάνω του και τα πήγαινα συνέχεια πάνω κάτω. Λίγα δευτερόλεπτα μετά τον ένιωσα να τρέμει και να έχει σπασμούς που γίνονταν όλο και πιο έντονοι. Πέταξε για δεύτερη φορά το όπλο του και με κράτησε απ' το κεφάλι και με τα δύο χέρια. Κατάλαβα ότι ήταν η ώρα να τα δώσω όλο και τον ρούφηξα με όλη μου τη δύναμη. Ένα βογκητό ακούστηκε και το στόμα μου γέμισε με σπέρμα. Τραβήχτηκε από μέσα μου, την έβαλε μέσα και κουμπώθηκε. Εγώ τα έφτυσα όλα στο χώμα.
- Πάμε σπίτι τώρα;…
μου είπε λαχανιασμένος.
- Ναι πάμε…
του απάντησα Καθώς προχωράγαμε προς το αμάξι γύρισα προς το μέρος του.
- Δε θα με ρωτήσεις αν είσαι καλύτερος απ’ την κόρη σου στις πίπες;
- Πολύ τηλεόραση βλέπεις μικρέ! Είναι απλά σεξ, μπες μέσα, και να την προσέχεις, την αγαπάμε.
- Και εγώ την αγαπώ…
και γυρίσαμε σπίτι με τη ντροπή του αποτυχημένου κυνηγού που δε φέρνει φαί στο σπιτικό, μιας και ο κύριος Ιάκωβος δε δέχτηκε να αγοράσουμε ένα λαγό από κάποιον άλλο κυνηγό.
(Copyright protected OW ref: 92421)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.