Προηγούμενο μέρος: Η Αμαλία και οι σκληροί του Μαϊάμι (2ο μέρος) - Η Ωραία στα χέρια του Κτήνους
"Η Κάρεν δε θα είναι μαζί μας;" ρώτησε με έντονη απορία η Αμαλία τον Τζιάκομο. Ήταν νωρίς το πρωί και μόλις είχε αποβιβαστεί από την κατάμαυρη Cadillac Lincoln του συζύγου της, στην προκυμαία της «μαρίνας των πλουσίων», που έμοιαζε σαν ένα αχανές εκθετήριο για πλωτά παλάτια.
Όταν την είδα εκείνο το βράδυ στο καφέ της παλιάς μας γειτονιάς, ήταν σαν να κόπηκε ο χρόνος στα δύο, όπως τότε που χωρίσαμε, καθώς αναγκάστηκε να φύγει για δουλειά σε άλλη πόλη. Δε χαμογέλασα. Δε χρειάστηκε. Τα μάτια μας μίλησαν πρώτα.
Το καλοκαίρι ήλθε επιτέλους, δεκαοκτώ χρονών παιδιά, μέσα στις κάψες μας, θέλαμε να πάμε διακοπές. Η παρέα μας, πέντε αγόρια, τουρίστριες γεμάτος ο τόπος (1990), με δύο σκηνές πιάσαμε μια ωραία παραλία στα νότια της Κρήτης.
Απόγευμα Παρασκευής χτυπάει το τηλέφωνο. Έχουμε βλάβη σε νησί, στα Δωδεκάνησα, πρέπει να πας, θα σε πάρουμε σε λίγο για λεπτομέρειες, θα σου κλείσουμε εμείς τα εισιτήρια και όλα τα υπόλοιπα, οκ; Τι να πω και εγώ; Οκ, απαντάω...
Μια καυτή βραδιά του Αυγούστου, ήμασταν με τον άντρα μου σε ένα παραλιακό μπαράκι για ποτό. Χαμηλός φωτισμός, χαλαρή μουσική, πολύ ρομαντική ατμόσφαιρα, και όλοι γύρω μας πολύ χαλαροί. Θα πίναμε εκεί ένα πρώτο ποτό και μετά θα πηγαίναμε σε ένα beach party κάπου 20 λεπτά μακριά με το αυτοκίνητο.
Δεν ξέρω αν ήταν η πανσέληνος ή απλώς η μοναξιά που με έσπρωξε εκείνο το βράδυ. Η Λευκωσία έμοιαζε να ανασαίνει βαριά κάτω από το φως του φεγγαριού, κι εγώ, μόνη στο διαμέρισμά μου, ένιωθα το αίμα μου να βράζει.
Είμαι η Νικολέτα, 36 χρονών, παντρεμένη και μένω στα βόρεια προάστια της Αθήνας. Γενικά μου αρέσει πολύ να με προσέχουν οι άλλοι και να με κοιτάνε. Είμαι 1.65 περίπου στο ύψος, 50 κιλά, καστανοξανθη και εχω μεγάλο στήθος σε σχέση με το σώμα μου (3αρι γεμάτο).
Αφού είχα ξεκινήσει την φοιτητική μου ζωή στην Θεσσαλονίκη, για κάποιους μήνες ερχόταν και με έβρισκε η θεία μου (αυτή που με ξεπαρθένιασε). Δεν ξέρω τι δικαιολογίες έβρισκε ούτε και ρωτούσα. Την ξεμούνιαζα επανειλημμένα, άλλωστε γι' αυτό ερχόταν.
Η Άννα άνοιξε το παλιό παράθυρο του ξενώνα και άφησε τον καλοκαιρινό αέρα να γεμίσει το δωμάτιο. Είχε έρθει στο χωριό για να ξεφύγει, μα ο Αλέξανδρος δεν την άφηνε να ξεχάσει. Τον είχε γνωρίσει λίγες μέρες πριν, αλλά κάθε του βλέμμα, κάθε χαμηλή κουβέντα στο καφενείο, την έκανε να νιώθει σαν να ήταν γυμνή μπροστά του. Και ίσως αυτό ήθελε.
Η Κατερίνα ήταν μια γυναίκα γνωστή για τα μοναδικά της χαρακτηριστικά. Είχε μικρό στήθος, αλλά συνοδευόταν από μεγάλες, ευαίσθητες θηλές που πάντα τραβούσαν την προσοχή. Τα χείλη της ήταν γεμάτα και βελούδινα, πάντα σαν να παρακαλούσαν να τα φιλήσουν και ο κώλος της, αν και μικρός, ήταν σφιχτός, ένα τέλειο ροδάκινο που οι άντρες δε μπορούσαν παρά να θέλουν να πιάσουν και να σφίξουν.
Τον κ. Δημήτρη, τον επικεφαλής γιατρό, που κουράρισε τον πατέρα μου στο ιδιωτικό νοσοκομείο μέσα στις γιορτές, είχα να τον συναντήσω από το Αποκριάτικο πάρτι στο σπίτι του, ένα πάρτι που εξελίχθηκε σε μια οργιαστική ερωτική βραδιά, με γνωστούς, αλλά και άγνωστους συμμετέχοντες.
Μπήκε στο γραφείο μου διστακτικά, με τη φούστα της ανεβασμένη λίγο πιο πάνω απ' όσο έπρεπε, και το πουκάμισο μισάνοιχτο.