Η ιστορία:
Η ιστορία που θα σας διηγηθώ, συνέβη το καλοκαίρι του 2004. Με τη λήξη της εξεταστικής του Ιουνίου και με πέντε μαθήματα φορτωμένος για Σεπτέμβριο, ξεκινούσα για το νησί μου, για να χαρώ το καλοκαίρι. Εκεί, εκτός από την γκρίνια των γονιών μου για τα αποτελέσματα των εξετάσεων, θα συναντούσα ευτυχώς τους κολλητούς μου και τα ξαδέρφια μου, που είχα να τους δω από το προηγούμενο Πάσχα.
Με όλα μου τα ξαδέρφια έχω καλή σχέση, αλλά με τον Τάσο είμαστε ίδια ηλικία και έχουμε δεθεί από μικροί μαζί. Ο Τάσος ασχολείται με οικοδομικές εργασίες και ανακαινίσεις χώρων σαν τον θείο μου. Ακόμα δεν έφτασα στο νησί και άρχισαν οι δικοί μου τα παράπονα:
- «Εμείς στερούμαστε για να σπουδάσεις κι εσύ τα γράφεις όλα...» κ.τ.λ.
Δεν άντεχα άλλο, τηλεφώνησα στον Τάσο να βγούμε για καφέ και να τα πούμε. Αφού του είπα για τα δικά μου, τον ρώτησα τι ‘’μαστορεύει’’ αυτόν τον καιρό. Εκεί μου είπε για μια δουλειά που μόλις είχε κλείσει και που θα αναλάμβανε από την επόμενη εβδομάδα. Ήταν ένα παλαιοημερολογίτικο γυναικείο μοναστήρι από την πίσω πλευρά του νησιού όπου θα έπρεπε να πλακοστρώσει τις αυλές και να ντύσει με πέτρες τις κολώνες του μοναστηριού. Έτσι έσκασε και η πρόταση:
- «Ρε μαλάκα, κάθεσαι που κάθεσαι, δεν έρχεσαι να με βοηθήσεις; Και το χαρτζιλίκι σου, όπως πρέπει. Άντε μπας και σταματήσουν και οι δικοί σου...»
Δεν ήταν και άσχημη ιδέα. Εξάλλου, δεν θα ήμουν με ξένο, και με τον Τάσο περισσότερο χαβαλέ θα είχα παρά δουλειά. Όταν φτάσαμε, αντικρίσαμε τη βαριά μαύρη σιδερένια πόρτα της μονής. Το Μοναστήρι απείχε περίπου δώδεκα ώρες από την πρωτεύουσα του νησιού όπου μέναμε. Μας υποδέχτηκε μια μικρή μοναχή που ξεχώριζε από τις άλλες γιατί φορούσε γκρι ράσο, ενώ οι άλλες μαύρο. Αργότερα μάθαμε πως ήταν δόκιμη στην μονή.
Ήταν ευγενέστατη, γύρω στα είκοσι και τα επιβλητικά γαλάζια μάτια της έδιναν έναν διαφορετικό τόνο σε αυτό το γκρίζο θέαμα. Αφού μας οδήγησε στην ηλικιωμένη ηγουμένη όπου συζητήσαμε με λεπτομέρειες την δουλειά που έπρεπε να γίνει, ξεκινήσαμε με τις αυλές. Με την δουλειά ξεχαστήκαμε και η μέρα έφυγε. Όταν νύχτωσε για τα καλά, με τα λιγοστά φώτα του μοναστηριού δεν βλέπαμε ούτε την μύτη μας. Είπαμε να διακόψουμε και να συνεχίσουμε την επομένη. Καθώς μαζεύαμε, ακούσαμε μια γλυκιά φωνή μέσα στην ήσυχη νύχτα:
- «Έχω συνεννοηθεί με την Αγία Ηγουμένη και σας παραχωρεί έναν ξενώνα για να περάσετε την νύχτα και να ξεκινήσετε αύριο πρωί, πρωί...»
Ήταν η Μαρία, η μικρή μοναχή που μας είχε υποδεχτεί. Αφού μας έδειξε μια πόρτα, μας είπε πως εκεί θα μέναμε και πως θα περνούσε αργότερα με την αδερφή Μαγδαληνή για να δει αν χρειαζόμασταν κάτι. Μπήκαμε στο δωμάτιο, φάγαμε κάτι και αφού κάναμε ένα μπάνιο, ξαπλώσαμε στα δυο κρεβάτια που υπήρχαν στον χώρο και ήμασταν έτοιμοι για ύπνο, ψόφιοι από την κούραση, όταν ακούσαμε το πόμολο να γυρίζει. Ήταν η Μαρία και η Μαγδαληνή χωρίς τα μαντίλια και τα ράσα. Δεν είχα ξαναδεί ωραιότερες γκόμενες στη ζωή μου.
Η Μαρία ήταν φυσική ξανθιά με σπαστές μπούκλες, με κατάλευκη επιδερμίδα και δυο μέτρια σε μέγεθος στητά βυζιά. Η Μαγδαληνή, 28 χρονών, ψηλότερη και πιο γεμάτη με δυο τεράστιες βυζάρες με χοντρές ρώγες που διαγράφονταν και που τα πρωινά, έκρυβαν τα μαύρα ράσα, κοκκινομάλλα με ίσιες τρίχες, πράσινα μάτια. Φορούσαν η καθεμιά τους από ένα σατέν μαύρο μπέιμπι ντολ και με πολλή προσοχή κλείδωσαν την πόρτα του ξενώνα. Εμείς τα χάσαμε. Οι ψωλές μας, άρχισαν να σαλεύουν και να παίρνουν τον ανήφορο μέσα στα μποξεράκια μας.
- «Μαρία, δεν νομίζεις πως πρέπει να ευχαριστήσουμε τα παιδιά, για την καλή δουλειά που μας κάνουν...;»
- «Εννοείται Μαγδαληνή. Μου φαίνονται και ψωλαράδες...!» είπε η Μαρία.
- «Τι λέτε μάγκες; Θα μας ξεκαυλώσετε καθόλου, τώρα που ψοφάει η κωλόγρια;» εννοούσε την ηγουμένη. «Άντε, γιατί έχουμε γίνει μούσκεμα!»
- «Έχουμε να φάμε ψωλή εδώ και τέσσερις μήνες, όταν φτιάξαμε τα υδραυλικά της μονής...» είπε η Μαγδαληνή.
Πριν προλάβουμε να καταλάβουμε τι είχε παιχτεί, βρέθηκαν τα καυλιά μας, στα στόματα τους. Τσιμπούκωναν και οι δυο με μανία, ενώ η Μαγδαληνή μαλάκιζε με το άλλο της χέρι, το ξυρισμένο μουνάκι της Μαρίας. Μετά αλλάξαμε θέση. Η Μαγδαληνή ανάσκελα, μου έπαιρνε πίπα, η Μαρία της έκανε γλειφομούνι στο ελαφρώς τριχωτό της μουνάκι, και ο Τάσος γαμούσε τη Μαρία πισωκολλητό. Όταν κουραστήκαμε, ανέλαβα εγώ την Μαρία και ο Τάσος την Μαγδαληνή. Και οι δυο ήταν λυσσασμένες για πούτσο.
- «Σκίστε με, πουτσαράδες μου!» έλεγε η Μαγδαληνή που την γαμούσα πλέον εγώ από τον κώλο και ο Τάσος από το μουνί, ενώ εκείνη ρουφούσε, την κλειτορίδα της Μαρίας.
Τα χύσια μας δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνιση τους, αφού πετάχτηκαν πηχτά και καυτά στην πλάτη και στην κωλάρα της Μαγδαληνής. Η Μαρία από τη μια τα έγλειφε και με τα δάχτυλα της κερνούσε την Μαγδαληνή σπέρμα. Μετά, μας καθάρισαν τα πουτσοκέφαλα, γυάλισαν τις πούτσες μας με τις γλωσσίτσες τους και ζήτησαν τσιγάρα. Τις ρώτησα πως και τέτοιες καύλες βρέθηκαν εκεί. Μας εξήγησαν πως ήταν λαθραίες στην Ελλάδα και κατέληξαν στο μοναστήρι για να κρυφτούν από την αστυνομία. Η καύλα τους, όμως δεν τις άφηνε να ‘’αγιάσουν’’.
Εμείς καθυστερούσαμε την δουλειά όσο μπορούσαμε. Επί έναν μήνα, γαμούσαμε κάθε νύχτα και τις δυο εναλλάξ. Με τον Τάσο ορκιστήκαμε να μην το αποκαλύψουμε ποτέ σε κανέναν και βρεθεί σε δύσκολη θέση το μοναστήρι. Ήταν ένα από τα πιο καυλωτικά καλοκαίρια που είχα ζήσει. Όποτε κατεβαίνω στο νησί, απαραίτητα πηγαίνω για ‘’προσκύνημα’’ και για κανένα ‘’μερεμέτι’’ στο μοναστήρι της ακολασίας...
(Copyright protected OW ref: 33111)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.