Η ιστορία:
Αφού έφυγαν ο Σπύρος με τον Τάκη, σηκώθηκα και έκανα ένα γρήγορο ντουζάκι που με αναζωογόνησε. Όλη την ώρα σκεφτόμουν πόσο τυχερός ήμουν που έπεσα πάνω τους και πόσο με καύλωνε όλη αυτή η κατάσταση που επικρατούσε. Έβαλα ένα ποτάκι, κάθισα στον καναπέ και άνοιξα την τηλεόραση να χαζέψω. Έλα όμως που το μυαλό μου ήταν στην επιστροφή του Σπύρου και της Άννας. Ήμουν ακόμα καυλωμένος από την προηγούμενη φάση και δεν μπορούσα να περιμένω να γυρίσουν να με ξεκαυλώσουν όπως ήξεραν.
Πέρασαν περίπου δυο ώρες και είχα σχεδόν αποκοιμηθεί στον καναπέ, όταν άκουσα να ανοίγει η εξώπορτα. Κράτησα λοιπόν κλειστά τα μάτια και περίμενα να δω τι είχαν στο μυαλό τους για τη συνέχεια ο Σπύρος με την Άννα. Άκουσα τότε μια άγνωστη γυναικεία φωνή, να λέει ψιθυριστά, με έκπληκτο τόνο:
- «Ποιος είναι αυτός καλέ; Και είναι και γυμνός!»
- «Ένας φίλος μας είναι χαρά μου. Βρεθήκαμε εδώ και μένει μαζί μας…»
- «Ο Σπύρος δεν έχει πρόβλημα να κυκλοφορεί έτσι γυμνός;»
- «Κανένα» της απάντησε γελώντας η Άννα. «Περνάμε πολύ καλά οι τρεις μας. Αυτή ήταν η έκπληξη που σου είπα».
- «Καλά, βρε Άννα μου, είπαμε, με τον Τάκη έχουμε ατονήσει, αλλά από εκεί μέχρι να το κάνω με τον μικρό, είναι άλλο πράγμα. Άσε που έτσι και έρθει ο Σπύρος και με δει, ποιος με ξεπλένει μετά στον Τάκη!»
Ένιωσα την Άννα να μου δένει τα μάτια με το φουλάρι της πάλι και έκανα ότι ξύπνησα εκείνη την ώρα.
- «Γυρίσατε, κυρία Άννα;»
- «Ναι μικρέ μου, γύρισα. Και επειδή έχω πει σε μια φίλη μου πόσο καλός είσαι, θέλω να την περιποιηθείς, ναι;»
- «Ότι θέλετε κυρία Άννα».
- «Είδες πόσο υπάκουος είναι;» είπε η Άννα στην φίλη της.
Εκείνη της είπε ψιθυριστά:
- «Όχι βρε Άννα μου, σου είπα, δεν γίνεται…»
- «Δεν γίνεται, δεν γίνεται, αλλά τα μάτια σου στον πούτσο του είναι! Και οι ρωγίτσες σου γιατί καύλωσαν έτσι, αν δεν θέλεις;»
Άκουσα ένα βογκητό, και μετά:
- «Ααααχ βρε Άννα, μη! Αφού το ξέρεις ότι με τρελαίνει αυτό!»
- «Αν σε τρελαίνει να σου τις χαϊδεύω εγώ, σκέψου να στις χαϊδέψει ο μικρός. Έλα να δούμε, μέχρι όπου του πω θα πάει. Έτσι δεν είναι μικρέ;»
- «Μάλιστα, κυρία Άννα».
- «Έλα γλυκιά μου, κάθισε εδώ στην πολυθρόνα. Περίμενε, να σου βγάλω κι αυτό πριν καθίσεις. Σ’ αρέσει, ε; Όσο πας και καυλώνεις! Κάτσε να δω…»
- «Αχ, Άννα μη! Ντρέπομαι. Μη με χαϊδεύεις εκεί!»
- «Ντρέπεσαι, αλλά στάζεις ολόκληρη! Αφού το βλέπω ότι σ’ αρέσει, μην μου κάνεις νάζια!»
- «Ναι βρε Άννα μου, αλλά… Δεν θα το μάθει αυτό κανείς, έτσι; Εγώ κι εσύ, μόνο».
- «Ναι βρε χαζό. Γιατί νομίζεις έστειλα τον Σπύρο με τον Τάκη μόνους στα μπαρ; Ένα δωράκι ήθελα να σου κάνω. Και απ’ ότι βλέπω, σ’ αρέσει όλο και περισσότερο. Κάτσε εσύ έτσι, να πω και στον μικρό να ξέρει».
Ήρθε πίσω μου και ψιθυριστά, αλλά τόσο ώστε να ακούγεται μέχρι την φίλη της, μου είπε:
- «Λοιπόν, απέναντι σου στην πολυθρόνα, είναι καθισμένη με ανοιχτά τα πόδια της η φίλη μου. Θέλω να πας στα τέσσερα ανάμεσα τους και να την γλείψεις, όπως αρέσει σ’ εμένα. Και ότι σου λέω, αυτό θα κάνεις. Ξεκίνα!»
Μόλις ξεκίνησα, άκουσα την φίλη της απορημένη:
- «Μα καλά, ότι και να του πεις το κάνει; Πολύ με φτιάχνει αυτό! Να του λέω εγώ; Μπορώ;»
- «Όχι γλυκιά μου. Ότι του λέω εγώ θα σου κάνει. Αν θέλεις κάτι, θα το ζητάς από εμένα. Ξεκίνα μικρέ! Τι περιμένεις;»
Έχωσα το κεφάλι μου ανάμεσα στα πόδια της και άρχισα να γλείφω, όπως ήξερα ότι αρέσει στην Άννα, αργά, βασανιστικά. Την ένιωθα να τινάζεται συνεχώς, σαν να την περνούσε ρεύμα. Έγλειφα, ερεθισμένος κι εγώ από την σκηνή που φανταζόμουν και δεν μπορούσα να δω.
- «Σ’ αρέσει φιλενάδα;» άκουσα την Άννα να ρωτάει μ’ εκείνη την χαρακτηριστική της βραχνάδα στην φωνή.
- «Αααααχχχ, ναι! Καύλα είναι!»
- «Σ’ αρέσει που σου στρίβω και τις ρωγίτσες σου, ε; Στάζει μικρέ το μουνάκι της;»
Έβγαλα ένα «Μμμμ…» χωρίς να αφήσω το μουνί που έγλειφα ούτε δευτερόλεπτο.
- «Πιάσε του το κεφάλι και δίνε του τον ρυθμό. Του αρέσει».
Αμέσως τα χέρια της μου άρπαξαν τα μαλλιά και με κόλλησαν πάνω στο μουνί της. Σαν από ένστικτο, έχωσα όλη μου τη γλώσσα μέσα, κολλώντας τα χείλη μου στα μουνόχειλα της σαν να την φιλούσα στο στόμα με γλώσσα. Αμέσως άρχισε να τινάζεται και να φωνάζει:
- «Χριστέ μου, δεν αντέχω! Θα χύσω! Ααααααααααααχχχχχχχ!»
Ένιωσα τα υγρά της να τρέχουν και ρουφούσα σαν τρελός το μουνί της ανταμειβόμενος με συνεχόμενους σπασμούς και άναρθρες κραυγές. Συνέχισα να γλείφω και να ρουφάω, μέχρι που την ένιωσα να χαλαρώνει.
- «Μη σταματήσεις εσύ μικρέ!» άκουσα την φωνή της Άννας.
- «Μα Άννα μου…»
Κάτι πήγε να πει. Δεν κατάλαβα τι της έκανε και σταμάτησε να μιλάει. Την ένιωσα όμως να τεντώνεται και να κολλάει πάλι πάνω στο στόμα μου, βογκώντας. Συνέχισα να γλείφω, αργά πάλι, από την αρχή. Άκουσα και την Άννα να βογκάει και ήχους φιλιών και μετά…
- «Μμμμμμ… Ξανακαύλωσες φιλενάδα;»
- «Μ’ αυτά που μου κάνεις Άννα μου, τι περιμένεις;»
- «Σου έχω κι άλλα, ομορφιά μου», της απάντησε η Άννα. «Μικρέ, σήκω κι έλα εδώ».
Με έβαλε στο δίπλα στο μπράτσο της πολυθρόνας. Ήμουν όρθιος, στο πλάι της φίλης της, και καυλωμένος σαν πέτρα!
- «Σ’ αρέσει μωρό μου; Είδες πώς τον έχεις κάνει; Δεν είναι ωραίος έτσι σκληρός που είναι;»
Την ένιωσα πίσω μου να μου πιάνει με το δεξί χέρι τον πούτσο και να μου τον παίζει, πολύ αργά, σχεδόν τραβώντας με μπροστά. Ξαφνικά, γέλασε. Εκείνο το βραχνό της, καυλωμένο γέλιο που με τρέλαινε.
- «Καλέ εσύ ξερογλείφεσαι! Πες του το να το ακούσει. Πες του τι σκέφτεσαι!»
- «Θέλω να τον γλείψω βρε Άννα! Τι άλλο;»
- «Όχι γλυκιά μου, όχι έτσι. Αυτά στον Τάκη! Πες της μικρέ τι θέλει!»
Καταλαβαίνοντας που το πήγαινε, απάντησα:
- «Να μπουκωθεί με πούτσα θέλει!»
Άκουσα μια τσιρίδα.
- «Τι; Τι λες βρε;»
Και μετά σιωπή. Ήχοι φιλιών και πάλι. Ένα βογκητό. Και μετά:
- «Αφού δίκιο έχει. Αυτό θέλεις. Πες του το!»
- «Ναι βρε Άννα μου, αλλά…»
- «Τι; Τι θα σκεφτεί φοβάσαι; Ότι είσαι μια γυναίκα που της αρέσει η πούτσα και δεν ντρέπεται να το πει. Έλα, βγες απ’ το καβούκι σου μωρό μου. Πες το έτσι όπως το σκέφτεσαι. Πες του το να το ακούσει».
Κι εκεί, τελείωσαν οι ντροπές. Την φανταζόμουν να το λέει κοκκινισμένη και καύλωνα μόνο με την ιδέα.
- «Να, πάντα φαντασιωνόμουν κάποιον να μου γαμήσει το στόμα. Αυτό θέλω! Πες του να το κάνει!»
Ξανά το βραχνό γέλιο της Άννας.
- «Μωρό μου, εσύ αν έμενες μαζί μας μια βδομάδα θα γινόσουν πιο πουτάνα από εμένα. Ότι θέλεις, λοιπόν».
- «Έλα, ξάπλωσε έτσι».
Άκουσα θορύβους, άλλαζαν θέση. Ξαφνικά, πάλι η Άννα πίσω μου, να μου τον παίζει πηγαίνοντας με εκεί που ήθελε.
- «Έτσι, καλά είναι;»
- «Αχ, Άννα μου μέσα το μυαλό μου είσαι!»
Ξανά το γέλιο.
- «Μωρό μου, έτσι ακριβώς το φαντασιωνόμουν κι εγώ! Τώρα όμως, θα κάνω κι ένα δώρο στον μικρό, επειδή είναι τόσο υπάκουος, ναι;»
- «Εσύ ξέρεις Άννα μου…»
Κι εκεί με μια κίνηση, μου βγάζει το μαντίλι από τα μάτια, εξηγώντας συγχρόνως:
- «Να σε βλέπει πόσο καύλα είσαι όσο θα σου γαμάει το στοματάκι. Να σε βλέπει που θα γίνεσαι πουτάνα, σαν την φίλη σου».
- «Καλά, τρελή είσαι;» πρόλαβε να πει όλο κι όλο.
- «Ναι, εγώ είμαι τρελή…; Εσύ είσαι που είσαι ξαπλωμένη και περιμένεις την πούτσα στο στόμα φιλενάδα! Δώστης τον μικρέ, βαρέθηκα να κουβεντιάζω. Δείξε της αν είναι ή όχι πουτάνα!»
Έπιασα με το ένα χέρι από κάτω τον σβέρκο της και με το άλλο άρχισα να της τρίβω τον πούτσο μου στα χείλια. Άνοιξαν σαν από μόνα τους. Της τον έβαλα μέσα σχεδόν τον μισό και σαν αντανακλαστικό η γλώσσα της άρχισε να κουνιέται σαν φίδι μέσα στο στόμα της. Η Άννα ξαναγέλασε. Γονάτισε από την άλλη πλευρά της πολυθρόνας και ανοίγοντας τα πόδια της φίλης της με μια κίνηση, κόλλησε τα χείλια στο μουνί της. Ένα βογκητό σαν αναστεναγμός βγήκε από το στόμα της φίλης της, ενώ η γλώσσα της τυλιγόταν γύρω από τον πούτσο μου.
- «Έτσι φιλενάδα. Έτσι είναι οι καλές πουτάνες! Το χαίρονται. Πες μου, σ’ αρέσει;»
Και ξανακόλλησε τα χείλια στο μουνί της φίλης της κάνοντας την να σπαρταρήσει πάνω στον πούτσο μου. Τραβήχτηκε για λίγο από το μουνί της φίλης της, ίσα - ίσα για να μου πει:
- «Μικρέ, να της γαμήσουν το στόμα ήθελε. Δείξε της. Μέχρι τον λαιμό. Αργά - αργά και προσεκτικά».
Άλλο που δεν ήθελα! Κρατώντας την από τον σβέρκο με το ένα χέρι, παίζοντας με τις ρώγες της με το άλλο, άρχισα αργά αλλά σταθερά, να της γαμάω το στόμα. Ελαφρά, αλλά χωρίς να την αφήνω να τραβηχτεί κάθε λίγο τον έβαζα και πιο μέσα. Μόλις έβλεπα ότι συνήθιζε, κι άλλο και μετά από λίγο κι άλλο. Μέχρι που έφτασε να τον παίρνει όλο στο στόμα της. Τα χείλια κολλημένα σχεδόν στα αρχίδια μου, με το στόμα γεμάτο, το λαιμό τεντωμένο και να βογκάει από το γλείψιμο της Άννας. Πρέπει να τελείωσε δυο φορές στο στόμα της Άννας προσπαθώντας να μην πνιγεί από τον πούτσο μου την ώρα που προσπαθούσε να φωνάξει.
Πριν τελειώσει όμως την δεύτερη φορά, άνοιξε η πόρτα πολύ αργά και μπήκε ο Σπύρος. Μου έκανε νόημα να συνεχίσω αυτό που έκανα και άρχισε να γδύνεται. Γδύθηκε εντελώς, κοιτάζοντας μας. Η πούτσα του σηκωνόταν όσο μας έβλεπε και όταν έφτασε πίσω από την Άννα ήταν ήδη καυλωμένη. Έσκυψε και είπε κάτι στο αφτί της Άννας κι εκείνη τραβήχτηκε στην άκρη. Ο Σπύρος μου έκανε νόημα να την κρατήσω καλά από τον σβέρκο και χωρίς να περιμένει καν της τον έβαλε όλο στο μουνί με μια κίνηση, απότομα. Εκείνη τινάχτηκε, πήγε να σηκωθεί. Αλλά από την μια ο Σπύρος την κρατούσε από την μέση από την άλλη εγώ από
τον σβέρκο με τον πούτσο χωμένο στον λαιμό της, το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να ξαναπέσει πίσω μ’ ένα βογκητό και ένα ήχο αγωνίας. Η Άννα ήρθε πάνω από το κεφάλι της, και αφού της φίλησε τις ρώγες, της είπε:
- «Σε αφήνω εγώ τώρα. Απόλαυσέ το. Θα είναι το μυστικό όλων μας. Αν είσαι καλή πουτάνα μαζί τους, ο Τάκης δεν χρειάζεται να μάθει τίποτε. Εντάξει γλυκό μου;»
Εκείνη, με γουρλωμένα μάτια με τον Σπύρο να μπαινοβγαίνει στο μουνί της κι εγώ στο λαιμό της κοίταξε τον Σπύρο σαν να ζητούσε επιβεβαίωση. Κι εκείνος χωρίς να σταματήσει καν, γαμώντας την της είπε:
- «Όπως στα λέει είναι πουτανάκι. Τόσο καιρό θέλω να σε πηδήξω. Αν κάνεις ότι θέλουμε, δεν θα μάθει ο Τάκης τίποτε. Εντάξει;»
Με το εντάξει, χώθηκε όλος μέσα της με μια απότομη κίνηση, που την έκανε να βογκήξει.
- «Μικρέ, άστην να μιλήσει. Θέλω να την ακούσω να το λέει».
Μόλις τραβήχτηκα από το στόμα της, της τον ξαναέχωσε με βία.
- «Ακούω, πουτανάκι. Τι θα κάνεις;»
Στο τέλος κάθε πρότασης, την κάρφωνε με τον πούτσο του.
- «Λέγε!»
Με την φωνή της να τρέμει, απάντησε:
- «Ότι θέλετε. Μόνο θα μείνει εδώ, μεταξύ μας».
- Έτσι μπράβο!» της είπε ο Σπύρος, με τα μάτια του να αστράφτουν. «Σήκω τώρα από ‘κει. Όρθια!»
Μόλις σηκώθηκε, πήγε ο Σπύρος και κάθισε στην καρέκλα και κάνοντας της νόημα της είπε:
- «Έλα εδώ και κάτσε πάνω μου. Με την πλάτη σ’ εμένα. Θέλω να σε βλέπει η φίλη σου πώς γαμιέσαι!»
Ενώ το έκανε και εκείνη κι εγώ κοιτάξαμε την Άννα. Καθισμένη στον καναπέ απέναντι, με μισόκλειστα μάτια χαϊδευόταν σαν τρελή. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ άλλο.
- «Μικρέ, στα γόνατα και γλείφε!»
Σαν παιδάκι που μου είχαν δώσει γλειφιτζούρι, έπεσα στα γόνατα και άρχισα να γλείφω ότι έβρισκα. Το μουνί της φίλης, την πούτσα του Σπύρου, και τα δυο μαζί. Η φίλη τους, με την πούτσα του Σπύρου βαθιά μέσα της κουνιόταν λες και τα είχε ξεχάσει όλα. Βογκούσε, φώναζε, χαμένη στην ηδονή της. Ποιος ξέρει τι γινόταν στο μυαλό της με όλα αυτά; Λίγο μετά, την έβαλε ο Σπύρος να καθίσει επάνω του κανονικά. Έβαλε εμένα όρθιο, δίπλα στο μπράτσο της καρέκλας να την πιπώνω όσο χοροπηδούσε, από μόνη της πια πάνω στον πούτσο του. Εγώ, με κλειστά μάτια απολάμβανα το στόμα της κρατώντας την από τα μαλλιά μέχρι που σε κάποια στιγμή που τινάχτηκε έντονα και άνοιξα τα μάτια να δω τι γινόταν, είδα την Άννα γονατιστή πίσω της, να της γλείφει τον κώλο. Ήταν σαν όνειρο! Χαμένοι όλοι μέσα στην ηδονή, απολαμβάναμε απλά τη στιγμή. Ένιωσα ένα χτύπημα στο κωλομέρι. Κοίταξα τον Σπύρο δίπλα μου, που μου έκανε νόημα να πάω πίσω της. Μου είπε κουνώντας τα χείλια του μόνο:
- «Το βραβείο σου, μικρέ!»
Πήγα πίσω της σαν χαμένος. Ήταν όλο κανονισμένο από την αρχή. Στάθηκα πίσω της, η Άννα μου έπιασε τον πούτσο και τον έβαλε πάνω στην τρύπα. Την άκουσα να λέει:
- «Μη Άννα. Όχι αυτό. Όχι έτσι, σε παρακαλώ…»
Χωρίς απάντηση, η Άννα με τα δυο χέρια της άνοιξε τον κώλο, έσκυψε στο αφτί μου και ψιθύρισε:
- «Πάρ’ την μικρέ. Ήρεμα, αργά. Άνοιξε της τον».
Πέρασε το χέρι της αργά πάνω από τον πούτσο μου. Την ένιωσα να μου βάζει αλοιφή, να την απλώνει και μετά κρατώντας πάλι ανοιχτά τα κωλομάγουλα μου είπε:
- «Πάρ’ την!»
Ο Σπύρος την κρατούσε ακίνητη από την μέση. Έμπαινα μέσα της πολύ αργά. Σταμάτησα. Ο Σπύρος, κοιτάζοντας με στα μάτια, άρχισε να την κουνάει πολύ αργά μπρος - πίσω. Έμεινα ακίνητος. Ήταν υπέροχη αίσθηση! Με την κίνηση του Σπύρου την ένιωθα σε κάθε κίνηση να παίρνει και λίγο ακόμα πούτσο στον κώλο της. Την άκουσα να κάνει ένα «Μμμμμ…». Εκεί κατάλαβα ότι πλέον δεν την κουνούσε ο Σπύρος. Κουνιόταν μόνη της. Με τα μάτια κλειστά, δαγκώνοντας τα χείλια της, αργά αλλά σταθερά με έπαιρνε μέσα της. Ακούμπησα τα χέρια στον κώλο της. Έσφιξα. Κι άλλο βογκητό. Κουνήθηκα λίγο, για δοκιμή. «Μμμμμ…» ήταν η αντίδραση. Άρχισα να κουνιέμαι αργά, χωρίς να μπαινοβγαίνω.
- «Ααααααχχχχ! Ναι! Έτσι!»
Άρχισε και ο Σπύρος να κουνιέται στον ίδιο ρυθμό, πολύ ελαφρά. Όσο την βλέπαμε να αντέχει, δυναμώναμε. Και εκεί έγινε η αποκάλυψη! Άρχισε να φωνάζει, να κουνιέται σαν τρελή. Να μας ζητάει να την γαμήσουμε, να λέει ότι είναι πουτάνα και γαμιέται και το γούσταρε, να κολλάει τα κωλομέρια στις πούτσες μας, να κουνιέται έτσι που να μας παίρνει και τους δυο βαθιά μέσα της. Την ώρα που έχυνε έβγαλε ένα μακρόσυρτο βογκητό, σαν να την έσφαζαν. Ένιωθα τις συσπάσεις της, που με παρέσυραν σε ένα τρελό χύσιμο μέσα στον κώλο της, με φωνές, μουγκρητά, χαστούκια στον κώλο. Ούτε που ήξερα τι έκανα και τι έλεγα. Όταν μπόρεσα να καταλάβω τι γινόταν πάλι, ο Σπύρος ήταν καθισμένος στην κορυφή της πλάτης της πολυθρόνας, με τον πούτσο στο λαρύγγι της και έχυνε κοντεύοντας να την πνίξει.
Μετά από λίγο, και αφού έκανε ντους, την πήραν ο Σπύρος με την Άννα να την πάνε εκεί που έμενε με τον Τάκη. Ούτε το όνομά της δεν έμαθα εκείνο το βράδυ.
(Copyright protected OW ref: 38144)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.