Η ιστορία:
Μετά την εμπειρία με τον θείο του φίλου στην Κέρκυρα, πέρασαν πολλά χρόνια χωρίς να κάνω κάτι άλλο. Όχι πως δεν ήθελα, αλλά δεν έτυχε κάτι. Δεν το έψαχνα συνειδητά. Μέχρι που, δώδεκα χρόνια μετά συνάντησα πάλι σε διακοπές τον Σπύρο και την Άννα. Πρώτη βραδιά στο νησί, και βγήκαμε με την παρέα για ποτά.
Στο μπαρ από την πρώτη στιγμή που μπήκαμε μου χτύπησε στο μάτι μια γυναίκα, άλλο πράγμα! Ξανθό κοντό μαλλί κομμένο αγορίστικα, με ένα κορμί κόλαση. Μεγάλο βαρύ στήθος, μακριά πόδια, καμπύλες όπου και να κοίταγες και το πιο σημαντικό ένα βλέμμα που έκαιγε. Την χάζευα για ώρα πριν σκεφτώ να κοιτάξω προσεκτικά τον τύπο δίπλα της. Ήταν κι αυτός το αντίστοιχο της. 45άρης όπως αποδείχτηκε μετά, ψηλός λεπτός όχι γυμνασμένος ιδιαίτερα αλλά πολύ συμμετρικός. Πολύ αρρενωπά χαρακτηριστικά και κινήσεις. Ωραίο ζευγάρι, σκέφτηκα. Ταιριαστό. Τους χάζευα για ώρα, προσπαθώντας να μην καρφώνομαι. Πιο πολύ την γυναίκα για να είμαι ειλικρινής, αλλά και τον άντρα κάποιες στιγμές.
Σε κάποια τέτοια στιγμή, συναντήθηκαν οι ματιές μας με την γυναίκα και μου χαμογέλασε και ύψωσε το ποτήρι της από μακριά. Κοίταξα να δω αν έβλεπε ο τύπος και προς μεγάλη μου έκπληξη, έκανε και αυτός ακριβώς το ίδιο. Καταλήξαμε στο μπαρ, να συζητάμε περί ανέμων και υδάτων και όσο περνούσε η ώρα η συζήτηση αποκτούσε υπονοούμενα, πονηρά γελάκια και αγγίγματα από την Άννα προς εμένα και μετά που ξεθάρρεψα και από μένα σ' εκείνη. Ο Σπύρος την χάιδευε την φιλούσε που και που και την πείραζε με πολύ ωραίο τρόπο, χωρίς να με ακουμπήσει ούτε μια φορά. Μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι η Άννα ήθελε παρτούζα και ο Σπύρος την άφηνε να διαλέξει τον δεύτερο. Είχα φτιαχτεί τόσο πολύ από το κλίμα, που όταν η παρέα μου, μου είπε να φύγουμε τους είπα ότι θα μείνω με τα παιδιά.
Φύγαμε από το μαγαζί σχεδόν ξημερώματα. Στον δρόμο αγκαλιές γέλια με την Άννα και όταν φτάσαμε μπροστά στο σπίτι που έμεναν με προσκάλεσαν να πιούμε ένα τελευταίο. Είπα μέσα μου: αποφασίστηκε τελικά. Και ανέβηκα, έχοντας σίγουρη την παρτούζα όπου θα γαμούσαμε και οι δυο την Άννα. Βάλαμε τα ποτά, κάθισαν εκείνοι στον καναπέ κι εγώ απέναντι, σε μια πολυθρόνα. Ο Σπύρος, άρχισε μετά από λίγο να φιλάει και να χουφτώνει την Άννα που είχε κοκκινίσει από την έξαρση και μου έριχνε πλάγιες ματιές συνέχεια. Είπα λοιπόν, για να τους δώσω την ευκαιρία να με προσκαλέσουν αν ήθελαν.
- «Παιδιά να φύγω σιγά σιγά. Και σας ενοχλώ και ε... είμαι και αγοράκι τελικά και μόνος μου να βλέπω εσάς έτσι, δεν λέει…»
Η Άννα χωρίς να χάσει δευτερόλεπτο, μου λέει:
- «Γιατί καλέ να φύγεις; Έτσι θα σε αφήσω εγώ να πας για ύπνο; Έλα εδώ πιο κοντά λιγάκι…»
Μόλις πήγα δίπλα της και έκατσα από την άλλη πλευρά έχοντας την στην μέση με τον Σπύρο, μου είπε:
- «Έλα, βοήθησε με να το βγάλω αυτό».
Σηκώθηκα πάλι και της τράβηξα πάνω από το κεφάλι το κοντό κολλητό μαύρο φόρεμα που φορούσε. Μόλις ελευθερώθηκαν τα χέρια της πάλι το χέρι της χούφτωσε τον πούτσο μου πάνω από το παντελόνι και τα μάτια μου κόλλησαν στο στήθος της. Στρογγυλό, βαρύ, στητό δεν μπορούσα να ξεκολλήσω. Το είδε και μου είπε:
- «Μμμμ… Τι έχουμε εδώ;»
Και γελώντας:
- «Έλα, φίλησε τα. Από νωρίς τα χαζεύεις!»
Γονάτισα ανάμεσα στα πόδια της και άρχισα να ρουφάω και να πιπιλάω εναλλάξ της ρώγες της σφίγγοντας αυτά τα δυο υπέροχα βυζιά. Αφού με άφησε για λίγο, άρχισε να μου πιέζει το κεφάλι να κατέβω προς τα κάτω λέγοντας με βραχνή φωνή:
- «Μμμμ… μωρό μου τέλεια γλείφεις. Θα μου γλείψεις έτσι και το μουνάκι μου;»
Την ώρα που άνοιγε τα πόδια της όσο μπορούσε κι εγώ βολευόμουνα σε θέση να κάνω αυτό που μου ζητούσε, ακούω τον Σπύρο. Άστο το παιδί να κάνει ότι θέλει καύλα μου! Έχω κι εγώ κάτι που θέλει γλείψιμο εδώ.
Όπως την γλείφω, σηκώνω τα μάτια και τον βλέπω όρθιο, με ανοιχτά τα πόδια πάνω στον καναπέ μπροστά στο πρόσωπο της να της τρίβει την πούτσα του στα χείλια. Σχεδόν σταμάτησα το γλείψιμο από την έκπληξη. Είχε μια πούτσα φοβερή! Μακριά και χοντρή, σαν αυτές που έχουν οι πρωταγωνιστές στις τσόντες! Η Άννα βέβαια, δεν ήθελε δεύτερη. Πριν την βάλει στο στόμα της με κοιτάει στα μάτια και μου λέει:
- «Γλείφε εσύ μωρό μου! Μην σταματήσεις αν δεν τελειώσω!»
Και άρχισε να του παίρνει ένα τσιμπούκι τρελό! Τον εξαφάνιζε στο στόμα της, μέχρι τον λαιμό. Έβγαζε την γλώσσα της και του τον έγλειφε κι εκείνος βογκούσε και μούγκριζε από την καύλα. Εγώ την έγλειφα σαν τρελός, σταματούσα και επέμενα όπου έβλεπα ότι βογκούσε. Με τρέλαινε να την βλέπω να βογκάει με το στόμα γεμάτο πούτσα. μετά από λίγο την σταμάτησε ο Σπύρος γελώντας.
- «Μωρό μου, έλα γλείψε και τον μικρό λίγο. Θα σκάσει μου φαίνεται!»
Γέλασε κι εκείνη. Με ξάπλωσε στο πάτωμα, ήρθε από πάνω μου σε 69 και λέει:
- «Μην τυχόν και σταματήσεις να γλείφεις εσύ!»
Άρχισε να παίρνει πίπα πότε σ’ εμένα, πότε στον Σπύρο που είχε γονατίσει πάνω από τα πόδια μου, μπροστά στο πρόσωπο της. Εγώ της έγλειφα το μουνί και μάλλον το έκανα καλά, γιατί δεν σταμάταγε να βογκάει πάνω στις πούτσες μας. Μετά από λίγο ακούω τον Σπύρο να λέει:
- «Μωρό μου δεν αντέχω άλλο. Θέλω να σε πηδήξω!»
Έρχεται πίσω της, γονατιστός πάνω από το κεφάλι μου. Τραβήχτηκα λίγο, για να μπορέσει να της τον βάλει. Της τον έχωσε με μια κίνηση, απότομα. Εκείνη έβγαλε ένα:
- «Ααααααχχχχχ… Θα με πεθάνετε εσείς οι δυο! Γλείφε μου την κλειτορίδα εσύ μικρούλη μου, μην μ’ αφήνεις έτσι».
Η πούτσα του Σπύρου μπαινόβγαινε μέσα στο μουνί της. Πλησίασα πάλι, προσεκτικά έβγαλα την γλώσσα να την γλείψω και τότε ο Σπύρος χωρίς κουβέντα, με μια κίνηση, τον έβγαλε από το μουνί της και μου τον έχωσε στο στόμα, σχεδόν τον μισό. Μαρμάρωσα. Ήταν σκληρός σαν πέτρα, με τα υγρά της Άννας να στάζουν. Έβαλε το χέρι του κάτω από τον σβέρκο μου και μου σήκωσε το κεφάλι κάνοντας με να τον πάρω στο στόμα ακόμα πιο πολύ. Μου έδωσε ένα χαστουκάκι ελαφρό λέγοντας:
- «Έλα να δω πόσο ωραία γλείφεις και την έκανες και βογκούσε έτσι πριν».
Η Άννα έπιασε σφιχτά την βάση της πούτσας μου (που είχε γίνει πέτρα) και γυρίζοντας και κοιτάζοντας μας του είπε:
- «Δεν άντεξες τελικά περίεργε! Του τον έδωσες του μικρού, ε; Του αρέσει πάντως. Να δεις πως πέτρωσε η πούτσα του μόλις του τον έβαλες στο στόμα!» Και μετά σ’ εμένα: Γλείφε του την πούτσα μικρέ μου, αφού σ’ αρέσει. Γλείφε την όπως γλείφω εγώ την δικιά σου. Θα σου μάθω πως του αρέσει να τον πιπώνουν. Θα περάσουμε τέλεια οι τρεις μας, αν είσαι καλό παιδί…»
Είχα χάσει τον κόσμο. Μου έπαιρνε μια πίπα φοβερή κι εγώ έγλειφα την πούτσα του άντρα της με τις ίδιες κινήσεις. Άρχισε να της μιλάει όσο με έγλειφε.
- «Άννα, μιλάμε είναι τέλεια πίπα ο μικρός! Να δεις ρούφηγμα με γλείψιμο μαζί. Μαθαίνει, και γρήγορα και καλά.. Έτσι, ρούφα καύλα μου. Γλείφε μου την πούτσα!»
Μετά από λίγο γυρνάει η Άννα και του λέει:
- «Έτοιμος να χύσει είναι ο μικρός, δεν κρατιέται. Θα χύσεις κι εσύ, έτσι;»
- «Ναι!, της απαντάει εκείνος. «Πιες του τα όλα, γιατί εγώ θα τον βάλω να τα πιει τα δικά μου».
Πήγα να τραβηχτώ να μιλήσω αλλά μου κράτησε γερά τον σβέρκο και με κόλλησε πάνω στο καυλί του..
- «Εσύ δεν θα μιλάς!» μου είπε. «Δεν σε ρώτησε κανείς! Θα τα πιεις θες δεν θες!»
Η Άννα έσκασε στα γέλια.
- «Του αρέσουν οι αγριάδες καύλα μου. Τεντώθηκε η πούτσα του μόλις του μίλησες έτσι».
Ο Σπύρος μου έδωσε ένα όχι πολύ ελαφρύ χαστουκάκι στο μάγουλο έτσι που με είχε με την πούτσα του ως το λαιμό.
- «Αυτό του άρεσε μωρό μου;» την ρώτησε.
Εκείνη γελώντας του είπε:
- «Ακόμα πιο πολύ! Έλα να χύσετε τώρα και βλέπουμε μετά…»
Άρχισε εκείνη να με ρουφάει πιο γρήγορα, ενώ ο Σπύρος άρχισε να μου πηγαινοφέρνει το κεφάλι πάνω στην πούτσα του, ενώ μου έδινε χαστουκάκια και μου έλεγε:
- «Έλα πουτανάκι. Κάνε την πούτσα μου να χύσει! Ρούφα! Τελείωνε. Όλα θα τα πιεις! Σταγόνα δεν θα βγει έξω! Όλα στο λαιμό θα στα δώσω!»
Άρχισε να χύνει σαν τρελός, καρφώνοντας την πούτσα στον λαιμό μου ποτίζοντας με, με τα χύσια του με το ζόρι. Έχυσα σαν τρελός στο στόμα της Άννας, μουγκρίζοντας μπουκωμένος και καταπίνοντας τα χύσια του Σπύρου, προσπαθώντας να μην πνιγώ. Δεν με άφησε να τραβηχτώ, παρά μόνο αφού ήπια και την τελευταία σταγόνα, και με χαστουκάκια με έβαλε να του τον ρουφήξω και να τον γλείψω μέχρι να γυαλίσει. Όλα αυτά, ενώ η γυναίκα του έκανε ακριβώς το ίδιο σ’ εμένα. Σηκώθηκε και πριν φύγει, έσκυψε πολύ κοντά μου και μου είπε:
- «Εσύ μην τυχόν και σηκωθείς αν δεν χύσει η Άννα, ε;»
Και γυρίζοντας στην Άννα:
- «Θα τον κρατήσουμε αυτόν όλη την εβδομάδα μωρό, ε; Τι λες;»
Η Άννα σηκώθηκε, έκατσε στον καναπέ και μου είπε:
- «Έλα, καυλάκι, τελείωνε. Θέλω να χύσω κι εγώ!»
Μόλις κόλλησα τα χείλια μου στο μουνί της και έβαλα την γλώσσα στη κλειτορίδα της, είπε στον Σπύρο:
- «Και βέβαια μωρό μου. Τέτοιο πουτανί, έτσι θα το αφήσουμε να φύγει;»
Κι εκεί που μιλούσε άρχισε να μου τραβάει τα μαλλιά, κολλώντας με πάνω στο μουνί της.
- «Ααααααααααααχχχχχ… Πουτανάκι! Σε χύνωωωωω.. Όλα ρούφα τα! Σαν του Σπύρου! Γλείφε και ρούφα, καυλάκι μου!»
- «Ααααααχχχχχ… Χύνωωωωωωωωωω!»
Μόλις τελείωσε και της έγλειψα το μουνί από τα υγρά της, με έσπρωξε λέγοντας:
- «Πήγαινε στο κρεβάτι, ξεκωλάκι. Εδώ θα κοιμηθείς σήμερα!»
Και μόλις πήγα να ανοίξω το στόμα:
- «Κουβέντα μην πεις! Δεν είναι προς συζήτηση. Θα κοιμηθείς εδώ. Έχουμε συνέχεια το πρωί…»
Συνεχίζεται…
(Copyright protected OW ref: 31739)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.