-
Υπόθεση: Ο Μιχάλης κάνει μια βόλτα στο λιμάνι έχοντας μαζί του την φωτογραφική του μηχανή για να βγάλει μερικές φωτογραφίες που είναι το πάθος του. Προχώρησε αρκετά όμως και μπήκε σε απαγορευμένη ζώνη, όπου κάποια στιγμή τον αντιλήφθηκε κάποιος λιμενικός. Προσπάθησε να δικαιολογηθεί κι ο λιμενικός τον έβαλε στο αυτοκίνητο για να τον οδηγήσει στην έξοδο. Στη διαδρομή όμως, ο λιμενικός άρχισε να του ζητάει ανταλλάγματα για να μην τον παραδώσει εξηγώντας του ότι για την παράβαση του οι επιπτώσεις είναι μεγάλες. Τι θα κάνει ο Μιχάλης…; Θα ενδώσει στις απαιτήσεις του;
Η ιστορία:
Η ιστορία που διηγούμαι συνέβη όταν στα είκοσι μου απολάμβανα τη φοιτητική ζωή μακριά από το πατρικό σπίτι μου, στη Θεσσαλονίκη. Το δεύτερο μεγαλύτερο πάθος μου, μετά τα μαθηματικά, είναι η φωτογραφία. Συχνά, όταν παίρνω τους δρόμους με τη φωτογραφική μηχανή μου, ξεχνάω να επιστρέψω στο μικρό, φοιτητικό σπίτι μου. Μου αρέσει να ανακαλύπτω ανεξερεύνητες και απομονωμένες περιοχές της πόλης.
Η άνοιξη είχε φτάσει στο τέλος της και έκανε αρκετή ζέστη με υγρασία. Οι υποχρεώσεις με τα μαθήματα είχαν λιγοστέψει εν όψει εξεταστικής περιόδου, έτσι αποφάσισα να κάνω μια μεγάλη βόλτα στο λιμάνι. Όταν έφτασα στον Α’ Προβλήτα, αργά το μεσημέρι, το φως ήταν πολύ καλό για ατμοσφαιρική φωτογράφιση των παλαιών αποθηκών. Σύντομα έφτασα στο τέλος της περιοχής του επιβατικού λιμένα, εκεί που άρχιζε η ελεγχόμενη εμπορευματική ζώνη.
Η περιέργειά μου ήταν πολύ μεγάλη για να με αποτρέψουν οι απαγορευτικές πινακίδες να τη διασχίσω. Εντοπίζω ένα κενό στην περίφραξη, ελέγχω βιαστικά μήπως παρακολουθεί κανείς και περνάω απέναντι. Είχα προχωρήσει αρκετά χωρίς να συναντήσω κανέναν. Υπέθεσα ότι, λόγω της προχωρημένης ώρας, όλοι είχαν σχολάσει. Αναθάρρησα και προχώρησα πιο βαθιά, φωτογραφίζοντας ότι τραβούσε την προσοχή μου.
Θα είχε περάσει κανένα δίωρο όταν εντόπισα στο βάθος του ορίζοντα ένα μικρό φορτηγάκι με καρότσα να κατευθύνεται αργά προς το μέρος μου. Έκρυψα διακριτικά τη φωτογραφική μηχανή στην τσάντα μου και υποχώρησα μερικά βήματα, κοιτάζοντας αδιάφορα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ένιωθα το φρέσκο αεράκι της θάλασσας να χαϊδεύει ευχάριστα το κορμί μου. Το μακό που φορούσα είχε κολλήσει πάνω μου από τον ιδρώτα. Είχε σχηματιστεί ένα ποτάμι στην πλάτη μου που μούλιαζε αργά τη βερμούδα και το στενό σλιπάκι μου.
Είχα μετανιώσει που φόρεσα τα πάνινα σταράκια, οι κάλτσες μου ήταν από ώρα μούσκεμα. Σκεφτόμουν να κάνω ένα διάλειμμα εδώ πριν πάρω το δρόμο της επιστροφής όταν συνειδητοποίησα πως το φορτηγάκι είχε σταματήσει σχεδόν δίπλα μου με τη μηχανή αναμμένη. Αποφάσισα ότι δεν μπορούσα να το αγνοώ άλλο και πλησίασα το παράθυρο του συνοδηγού. Ο οδηγός, ένας 45χρονος κύριος με σκούρα καστανά μαλλιά, μου είπε με αυστηρό ύφος:
- «Ο χώρος είναι ελεγχόμενος. Τι κάνεις εδώ;»
- «Έκανα βόλτα στο λιμάνι… δεν κατάλαβα ότι μπήκα σε απαγορευμένη ζώνη. Ζητώ συγνώμη…» απάντησα όσο πιο αποφασιστικά μπορούσα αλλά μάλλον δεν έπειθα κανέναν.
- «Μπες μέσα στο αυτοκίνητο. Θα σε οδηγήσω στην έξοδο».
Δεν είχα καταλάβει αν ήταν εντολή ή πρόσκληση. Ήμουν αναποφάσιστος. Κοίταξα γύρω μου, δεν υπήρχε ψυχή. Η έξοδος ήταν μακριά. Είχα αρχίσει να κουράζομαι. Άνοιξα διστακτικά την πόρτα και κάθισα όπως - όπως στο κάθισμα του συνοδηγού. Ο οδηγός έβαλε ταχύτητα και το αυτοκίνητο άρχισε να κινείται αργά. Δεν μπορούσα να διακρίνω πίσω από τα γυαλιά ηλίου τα μάτια του για να διαπιστώσω τις προθέσεις του. Τα ρούχα του, τζιν και καρό κοντομάνικο πουκάμισο, ήταν ελαφρώς φθαρμένα και ταλαιπωρημένα. Συμπέρανα πως δούλευε στο λιμάνι.
- «Δεν έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ».
- «Το ξέρω. Σας ζητώ συγνώμη…» απάντησα κοφτά χωρίς να τον κοιτάζω.
- «Πώς σε λένε;»
- «Μιχάλη».
- «Είσαι από εδώ;»
- «Όχι, εδώ σπουδάζω».
Έβγαλε ένα μικρό επιφώνημα, λες και η απάντησή μου τον διασκέδασε. Μετά από μια μικρή παύση επανήλθε.
- «Πού πηγαίνεις τώρα;»
- «Στο κέντρο. Με περιμένουν».
Ήταν ψέματα. Δεν είχα κανονίσει κάτι. Στην πραγματικότητα κανείς δεν ήξερε που βρισκόμουν.
- «Θα σε αφήσω στην πλαϊνή έξοδο, εδώ πιο κάτω. Από εκεί περνούν πολλά λεωφορεία για το κέντρο. Θα φτάσεις πιο γρήγορα έτσι στο ραντεβού σου.
Τελειώνοντας τη φράση του με κοίταξε επίμονα σαν να με ειρωνευόταν. Ένιωθα ότι είχε καταλάβει πως του έλεγα μαλακίες. Ανακάθισα στη θέση μου. Άρχισα να ιδρώνω πάλι καθώς τα μάτια του δεν ξεκολλούσαν από πάνω μου. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα πρόσθεσε:
- «Είναι κλειδωμένη η έξοδος αλλά έχω κλειδιά. Είμαι λιμενικός ξέρεις. Πολύ δύσκολη δουλειά. Είμαι από τις 5:30 το πρωί εδώ. Μεγάλη βάρδια».
Η σύντομη παύση του μου φάνηκε αιώνας. Πού το πήγαινε…; Δεν τόλμησα να διακόψω. Οι επόμενες φράσεις του με άφησαν εμβρόντητο:
- «Έχω πιαστεί ολόκληρος από τη δουλειά. Δεν μπορώ να κουνηθώ καθόλου. Θα ήθελα ένα καλό τρίψιμο στην πλάτη. Μπορείς να με τρίψεις λίγο;»
Δεν πίστευα στ’ αφτιά μου. Δεν μπορεί να μου ζήτησε να του τρίψω την πλάτη. Κάτι δεν είχα καταλάβει καλά. Προσπάθησα να αποφύγω την απάντηση με ότι μου κατέβηκε στο κεφάλι:
- «Ναι, δύσκολη δουλειά. Φαντάζομαι πως έχει και ευθύνες…»
- «Δε λες τίποτα. Όλη μέρα στο άγχος και την πίεση. Λοιπόν, τι λες για εκείνο το τρίψιμο; Δε θα σε καθυστερήσω πολύ. Να, εδώ είναι η έξοδος που σου έλεγα…»
Δεν είχα καταφέρει τίποτα. Κοίταξα γύρω μου. Το τοπίο δεν ήταν καθόλου γνώριμο. Εγκαταλειμμένες αποθήκες, βαριά μηχανήματα που σκούριαζαν αργά, μια ψηλή μάντρα από τσιμεντόλιθους και στο βάθος η εξίσου ψηλή μεταλλική πόρτα. Το μόνο που υπενθύμιζε την παρουσία της πόλης πίσω από την περίφραξη ήταν ο γνώριμος ήχος της κίνησης των αυτοκινήτων.
Άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά το ενδεχόμενο να πρέπει να ενδώσω στις ορέξεις του λιμενικού. Βρήκα το θάρρος να τον κοιτάξω. Δεν ήταν άσχημος. Φαινόταν γεροδεμένος. Τα εκτεθειμένα στον ήλιο μπράτσα του φανέρωναν δύναμη και αρρενωπότητα. Είχα μερικές ομοφυλοφιλικές εμπειρίες στο παρελθόν, με φίλους από το σχολείο και τη σχολή. Τίποτα ολοκληρωμένο όμως. Περισσότερο παίζαμε παρά οτιδήποτε άλλο. Δεν είχα αποκλείσει το ενδεχόμενο του ομοφυλοφιλικού σεξ απλά δεν ήμουν σίγουρος αν ήθελα να γίνει έτσι. Χωρίς να το σκεφτώ διεξοδικά αποφάσισα να περάσω στην αντεπίθεση. Τα λόγια μου ξάφνιασαν περισσότερο εμένα παρά τον λιμενικό μου:
- «Ξέρετε, οι περισσότεροι πόνοι στην πλάτη μπορούν να αντιμετωπιστούν με ένα καλό τρίψιμο στα πόδια».
Το φορτηγάκι σταμάτησε απότομα. Νομίζω ότι κατάφερα να τραβήξω την προσοχή του για τα καλά τώρα. Με κοίταξε επίμονα αλλά δεν έβγαλε τα γυαλιά του. Άνοιξε την πόρτα του και με είπε επιτακτικά:
- «Μπορεί να έχεις δίκιο. Έλα από εδώ να μου δείξεις. Μην ανησυχείς, είναι πολύ ήσυχα εδώ. Δε θα μας διακόψουν».
Τι είχα κάνει! Μήπως άνοιξα το κουτί της Πανδώρας; Θα μπορούσα να φέρω εις πέρας αυτό που μόλις είχα υποσχεθεί; Είχα διαπιστώσει από παλιά ότι είχα μια αδυναμία στα ανδρικά πόδια. Στα αποδυτήρια του γυμναστηρίου, μετά την άσκηση, πάντα έριχνα κλεφτές ματιές στα ιδρωμένα πόδια των φίλων μου. Συχνά φορούσα για μέρες τις ίδιες αθλητικές κάλτσες για να ωριμάσουν τα αρώματα του ποδιού μου. Τις έφερνα στη μύτη μου και τραβούσα μαλακία μπροστά στον καθρέφτη για να βλέπω το πρόσωπό μου να θάβεται μέσα στο βρώμικο βαμβακερό ύφασμα. Τώρα έπρεπε να αποδείξω ότι μπορώ να κάνω κάτι παραπάνω από αυτό. Άνοιξα την πόρτα μου και πέρασα απέναντι.
Ο λιμενικός μου ξάπλωσε αναπαυτικά στα καθίσματα αφήνοντας τα πόδια του να κρέμονται έξω από το φορτηγάκι. Επιβεβαίωσα ότι δεν μας έβλεπε κανένας και γονάτισα μπροστά τους. Το παλιό και ταλαιπωρημένο Timberland μποτάκι υποχώρησε σχετικά εύκολα κάτω από την πίεση των νευρικών χεριών μου, αποκαλύπτοντας μια χοντρή και πολυφορεμένη αθλητική κάλτσα. Πλησίασα το πρόσωπό μου στο πόδι του λιμενικού και πήρα βαθιά ανάσα. Περίμενα να αντιδράσω πολύ άσχημα. Συνέβη ακριβώς το αντίθετο.
Απήλαυσα στο έπακρο τα μεστά αρώματα που έκρυβε στις πτυχές του το υγραμένο από τον ιδρώτα ύφασμα. Αναθάρρησα και έπιασα με τα δυο μου χέρια την εντυπωσιακά μεγάλη πατούσα του λιμενικού. Άκουσα βογκητά ικανοποίησης που μου έδωσαν ακόμη περισσότερο θάρρος. Άρχισα να τρίβω επίμονα και μεθοδικά. Δεν ήθελα να αφήσω ούτε τετραγωνικό εκατοστό αυτού του υπέροχου πέλματος απεριποίητο. Έδωσα ιδιαίτερη έμφαση στην καμάρα και τα δάχτυλα. Οι αντίχειρές μου διέγραφαν μικρές κυκλικές πορείες στο ανάγλυφο της πατούσας προκαλώντας κύματα ευχαρίστησης στον λιμενικό, κρίνοντας από τα διαρκώς αυξανόμενα σε ένταση και διάρκεια μουγκρητά του.
Πλησίασα ακόμη περισσότερο στο επίμαχο σημείο. Η μύτη μου βρισκόταν σε απόσταση εκατοστών από την υπέροχα αρωματισμένη κάλτσα, τόσο κοντά που δυσκολευόμουν να εστιάσω το βλέμμα μου. Οι μυρωδιές έκαιγαν τα ρουθούνια μου και ξυπνούσαν ανομολόγητους πόθους. Έδειξα την ίδια προσοχή και επιμέλεια με την άλλη πατούσα. Η κάλτσα είχε υγρανθεί από τους ανδρικούς χυμούς της σκληρής δουλειάς. Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ πολύ περισσότερο και βύθισα με δύναμη το πρόσωπό μου στο φοβερό πέλμα.
Τα μουγκρητά επικρότησης έστρεψαν την προσοχή μου στον λιμενικό, ο οποίος είχε αρχίσει να τρίβει αργά και ηδονιστικά τον καβάλο του. Το έντονο φούσκωμα πρόδιδε τη μεγάλη ικανοποίησή του. Ένιωσα μια αντίστοιχη ικανοποίηση χαμηλά στο στομάχι μου. Είχα αρχίσει να καυλώνω κι εγώ. Η πίεση στο σλιπάκι μου είχε γίνει αφόρητη. Δεν έκανα κάτι γι’ αυτό. Ήθελα να υπηρετήσω τα υπέροχα πόδια που τόσο γενναιόδωρα μου προσέφερε ο λιμενικός μου.
Ήθελα να θέσω σε λειτουργία τη γλώσσα μου, που τόσο εκθείαζε η κοπέλα μου. Άρχισα να βγάζω βασανιστικά αργά την κάλτσα του λιμενικού μου. Ένα νέο κύμα ηδονικών αρωμάτων κατέκλεισαν τη μύτη μου. Σιγά - σιγά, αποκαλύφθηκαν η φτέρνα, η καμάρα, και τέλος, τα δάχτυλα. Πίεσα την κάλτσα δυνατά στη μύτη μου ώστε να μη χάσω ούτε ίχνος από το πολύτιμο άρωμα. Ξεκούμπωσα τη βερμούδα μου και έτριψα τη χρησιμοποιημένη κάλτσα στο σκληρό πούτσο μου, πάνω από το σλιπ. Στη συνέχεια, την εναπόθεσα με το σεβασμό που αρμόζει σε λάφυρο μέσα στο σλιπάκι, πάνω στο πούτσο μου.
Διαπίστωσα πως λίγες σταγόνες σπέρματος είχαν κάνει την εμφάνισή τους στην κορυφή της βαλάνου μου. Έγλειψα το δάχτυλό μου και με ένα χαμόγελο ικανοποίησης επέστρεψα στο κυρίως έργο μου, την πατούσα του λιμενικού μου. Έκανα μια σύντομη παύση για να απολαύσω το θέαμα. Ένα εκπληκτικό ανδρικό πέλμα εξέπεμπε τα αρρενωπά αρώματά του προκλητικά κοντά μου. Το δέρμα έφερε δείγματα ταλαιπωρίας που αρμόζουν σε έναν σκληρά εργαζόμενο άντρα της ηλικίας του. Το απαλό μασάζ που προσέφερα διεκόπη από τον ήχο ενός φερμουάρ.
- «Είχες δίκιο για το τρίψιμο. Με χαλάρωσε πάρα πολύ. Δεν θα σε πειράζει αν έτριβα το καυλί μου ενώ συνεχίζεις αυτό που κάνεις;»
Δεν απάντησα, εξάλλου το ερώτημα ήταν ρητορικό. Ο λιμενικός είχε ήδη αρχίσει να ανοίγει το τζιν του. Με μια επιδέξια κίνηση κατέβασε το λευκό σλιπ του αρκετά ώστε να απελευθερωθεί ένας σκληρός πούτσος, 19 εκατοστών. Η χοντρή βάση του χανόταν σε ένα δασάκι από σκληρές μαύρες τρίχες. Μια διογκωμένη φλέβα διέτρεχε όλο το μήκος μέχρι την κορυφή. Άφησε ένα μικρό αναστεναγμό καθώς κατέβασε αργά το πετσάκι που έκρυβε τη βάλανο. Ήταν κατακόκκινη και χοντρή και γυάλιζε στο απογευματινό φως της άνοιξης.
Σάλιωσε το δεξί του χέρι και άρχισε να τρίβει νωχελικά το υπέροχο καυλί του σε όλο το μήκος. Ένιωσα το στόμα μου να στεγνώνει στο θέαμα αυτό. Εντελώς ασυνείδητα, κρέμασα έξω τη γλώσσα μου και άρχισα να γλείφω την πατούσα του λιμενικού μου σε όλο της το μήκος, στο ρυθμό που τραβούσε μαλακία. Η γεύση της με ξάφνιασε ευχάριστα. Ήταν πικρή αλλά και πικάντικη ταυτόχρονα. Μετά από δέκα - δεκαπέντε επαναλήψεις επικεντρώθηκα στα πανέμορφα δάχτυλα του ποδιού του. Η γλώσσα μου μπαινόβγαινε επιδέξια στα κενά μεταξύ τους καθαρίζοντας αποτελεσματικότατα τα υπολείμματα της πρωινής εργασίας.
Κατάπινα αχόρταγα χωρίς να σκέφτομαι τί είχα στο στόμα μου. Κάθε γουλιά με έφερνε πιο κοντά στην απόλυτη ηδονή. Φιλούσα, δάγκωνα και έγλειφα την πατούσα του λιμενικού ενώ εκείνος τραβούσε μαλακία όλο και πιο εντατικά. Τα μουγκρητά του με καύλωναν πολύ. Έβαλα το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του βαθιά μέσα στο στόμα μου και το έγλειφα επίμονα. Αυτό πρέπει να τον τρέλανε γιατί άρχισε να σπαρταρά στα καθίσματα του φορτηγού. Ο πούτσος του παλλόταν ασταμάτητα. Ήμουν σίγουρος ότι ήταν έτοιμος να χύσει. Αντ’ αυτού άκουσα να μου λέει με βραχνή φωνή:
- «Μιχάλη, είναι ώρα να ασχοληθείς και με το καυλί μου…»
Η αλήθεια ήταν πως δεν είχα σχέδιο. Μου άρεσε να υπηρετώ τα αρωματικά πέλματά του αλλά δεν ήμουν σίγουρος ότι ήθελα να προχωρήσω άλλο. Διέγνωσε το δισταγμό στο βλέμμα μου, σταμάτησε να τρίβει τον πούτσο του και σύρθηκε μέχρι την πόρτα.
- «Κοίταξε Μιχάλη. Δεν ξέρω αν αντιλαμβάνεσαι τη θέση σου. Σε συνέλαβα να φωτογραφίζεις σε απαγορευμένες ζώνες του λιμανιού. Οι επιπτώσεις μπορεί να είναι τρομακτικές αν κινηθώ υπηρεσιακά. Σου κάνω μια δίκαιη εναλλακτική πρόταση. Πάρε μου μια πίπα και τα ξεχνάμε όλα. Αυτό θέλω μόνο».
Ντράπηκα και ερεθίστηκα ταυτόχρονα που τον ανάγκασα να χρησιμοποιήσει τη θέση εξουσίας του για να εκμαιεύσει τη συγκατάβασή μου. Μου είχε δώσει μια καλή δικαιολογία για να συναινέσω και αυτό θα έκανα. Του απάντησα αποφασιστικά:
- «Μια πίπα μόνο, τίποτα παραπάνω… Μια πίπα ζητάω για να χαλαρώσω».
- «Όμως, δεν έχω πολύ πείρα. Θα χρειαστώ οδηγίες».
- «Κρίνοντας από το γλείψιμο των ποδιών μου πιστεύω πως θα τα πας μια χαρά. Έλα…»
Υπάκουσα. Άφησα την πατούσα του λιμενικού μου και τύλιξα και το δύο χέρια μου γύρω από το ζεστό καυλί του. Ήταν πολύ πιο εντυπωσιακό από κοντά. Αφιέρωσα μερικά δευτερόλεπτα για να απολαύσω τα αρώματα του. Ήταν μια πολύ διαφορετική μυρωδιά που λειτουργούσε, όμως, εξίσου αφροδισιακά με τις υγρές πατούσες του. Τράβηξα αργά το πετσάκι και άρχισα να παρατηρώ από κοντά τις υπέροχες λεπτομέρειες του πούτσου του λιμενικού. Εκείνος άφησε ένα βογκητό και ξάπλωσε ξανά στα καθίσματα.
Τράβηξα το σλιπάκι του και έφερα το ένα μου χέρι στα αρχίδια του, που αποκαλύφθηκαν μπροστά μου για πρώτη φορά σε όλο τους το μεγαλείο. Κρέμονταν αγέρωχα ανάμεσα στο χοντρά, τριχωτά του πόδια, κάνοντας το όργανό του να φαίνεται ακόμη πιο μεγάλο, σχεδόν τρομακτικό. Άρχισα να τρίβω τους σάκους με το πολύτιμο φορτίο ενώ το άλλο μου χέρι έπαιζε απαλά τον πούτσο του. Δεν ήξερα πως να αρχίσω και τελικά αποφάσισα να φιλήσω το στόμιο της ουρήθρας.
Ο λιμενικός μου βόγκηξε ελαφρώς καθώς συνέχιζα τα φιλιά στη βάλανο, τον κορμό και τ’ αρχίδια του. Κρέμασα τη γλώσσα μου έξω και έκανα κατά μέτωπο επίθεση στα τριχωτά αρχίδια με την ευχάριστη υφή. Προχώρησα αργά στη βάση και τον κορμό, γλείφοντάς τα κατά μήκος της πανέμορφης φλέβας, που είχε φουσκώσει ακόμη περισσότερο. Όταν έφτασα στην κορυφή έγλειψα με πάθος την περιφέρεια της βαλάνου στέλνοντας ρίγη συγκίνησης στον λιμενικό μου.
Ένιωθα με την άκρη της δραστήριας γλώσσας μου το ενδιαφέρον ανάγλυφο της βαλάνου. Οι ανεπαίσθητες προεξοχές με εξίταραν περισσότερο από τις λείες επιφάνειες. Η γλώσσα μου είχε πάρει φωτιά αλλά και τα χέρια μου δούλευαν ακατάπαυστα την πούτσα και τ’ αρχίδια του. Με τρέλαινε να βάζω την υγρή γλώσσα μου κάτω από το πετσάκι του και να γλείφω τη βάλανο. Το ίδιο πάθαινε και εκείνος γιατί με μια βαθιά και σεξουαλική φωνή με διέταξε:
- «Ρούφα το καυλί μου τώρα!»
Ένιωσα τα χέρια του να πιέζουν το πίσω μέρος του κεφαλιού μου πάνω στο καυλωμένο όργανό του. Τράβηξα πίσω το πετσάκι για άλλη μια φορά, άνοιξα δειλά το στόμα μου και βύθισα τη βάλανο βαθιά μέσα. Η αίσθηση ήταν τρομερή. Από την καύλα ένιωσα τον πούτσο μου να τρίβεται έντονα πάνω στην κάλτσα του λιμενικού, μέσα στο σλιπ μου. Η γλώσσα μου περιέγραφε γρήγορες κυκλικές κινήσεις γύρω από το αντικείμενο του πόθου. Η έντονη μυρωδιά του πούτσου του λιμενικού είχε σπάσει τη μύτη μου. Ένιωσα ξανά πίεση στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Ήταν ο λιμενικός που με παρότρυνε να συνεχίσω:
- «Ρούφα την όλη! Με έχεις τρελάνει. Ρούφα!»
Ο σκληρός πούτσος του, σαν ισχυρό εργαλείο γεώτρησης, επιθυμούσε να εξερευνήσει τα βάθη του στόματός μου. Υποχώρησα καθώς αύξανα την πίεση γύρω από τον υγρό κορμό του. Όταν ένιωσα την κορυφή στο λαρύγγι μου πανικοβλήθηκα και σταμάτησα. Δεν είχα συνηθίσει σε τέτοιες διεισδύσεις. Ο λιμενικός με ενθάρρυνε:
- «Χαλάρωσε και δοκίμασε ξανά. Έλα…!»
Μετά από μερικές επαναλήψεις κατάφερα να πάρω το μεγαλύτερο μέρος του εκπληκτικού οργάνου στο στόμα μου. Δεν κατάφερα να φτάσω στην τριχωτή βάση, πράγμα που με στεναχώρησε. Δεν πτοήθηκα, συνέχισα με πιο έντονες επαναλήψεις ενώ, ταυτόχρονα, τα χέρια μου επεξεργάζονται αρχίδια και κορμό χωρίς σταμάτημα. Το καυλί του λιμενικού μου είχε πρηστεί και παλλόταν από καύλα. Το ίδιο και το δικό μου αλλά ήμουν πολύ απασχολημένος για να κάνω κάτι γι’ αυτό.
Ρουφούσα ασταμάτητα με φοβερό ρυθμό το στητό και σκληρό πούτσο. Είχε πιαστεί το στόμα μου αλλά δεν ήθελα να σταματήσω. Ούτε κι εκείνος θα ήθελε κάτι τέτοιο. Τα σάλια μου έτρεχαν κατά μήκος του κορμού και μούσκευαν το λευκό σλιπάκι γύρω από τα μπούτια του. Οι μηροί και οι γλουτοί του πάλλονταν στο ρυθμό της φοβερής πίπας μου. Μερικά λεπτά αργότερα τραβήχτηκε απότομα φωνάζοντας με λαχτάρα:
- «Χύνω! Χύνω! Αααααχ…»
Με έσπρωξε βίαια και πήρε το πυρωμένο καυλί στα χέρια του. Έκανα πίσω για να πάρω καλή θέση ώστε να απολαύσω το θέαμα. Εντός ολίγων δευτερολέπτων πηχτά κύματα καυτής λάβας εκσφενδονίστηκαν από τη κόκκινη και γυαλιστερή βάλανο με τρομερή δύναμη. Η ένταση ήταν φοβερή. Η φασαρία του δρόμου έπνιξε τα βογγητά ηδονής του λιμενικού μου. Παρακολουθούσα έκπληκτος το λευκό σπέρμα να κατρακυλά αργά στα μπούτια και τα καθίσματα. Φαινόταν απολύτως γευστικό αλλά δεν τόλμησα να το αγγίξω.
Όταν σταμάτησε να χύνει άρχισε να επιβραδύνει τη μαλακία. Στο τέλος, έστυψε το καυλί του για να απελευθερώσει τα τελευταία ψήγματα σπέρματος από την ουρήθρα του. Είχε αρχίσει να χαλαρώνει αλλά αυτό έκανε τον πούτσο του ακόμη πιο ελκυστικό. Πήρε δυο ανάσες και με κοίταξε λέγοντάς μου:
- «Τράβηξε κι εσύ μια μαλακία να ξαλαφρώσεις».
Πάλι δεν είπα τίποτα. Σηκώθηκα αργά. Τα γόνατά μου πονούσαν από τη στάση που είχα πάρει. Κατέβασα βερμούδα και σλιπάκι μέχρι τον αστράγαλο και ξεκίνησα να τρίβω το καυλί μου. Είχα ξεχάσει την κάλτσα του λιμενικού που είχε μουσκέψει ξανά από τον ιδρώτα μου και τις σταγόνες σπέρματος. Την έφερα στη μύτη μου και ρούφηξα με βουλιμία τα ώριμα αρώματα της. Είχα μια από τις καλύτερες στύσεις. Ο πούτσος μου ήταν σκληρός, 17 εκατοστά και με ικανοποιητικό πάχος. Ο λιμενικός με κοιτούσε σιωπηλός ενώ έτριβε αργά το χαλαρό ανδρισμό του. Ήταν θέμα δευτερολέπτων να χύσω άγρια. Άφηνα συγκρατημένες κραυγές ηδονής με κάθε δόση σπέρματος που εκσφενδόνιζα στο τζιν του λιμενικού μου. Δεν είχα καλά - καλά τελειώσει όταν σηκώθηκε, κουμπώθηκε και μου είπε:
- «Ωραία πίπα. Δεν σου είπα πως θα τα πας καλά;»
Χαμογέλασα δειλά και κουμπώθηκα χωρίς να βρω κάτι να σκουπιστώ. «Καλύτερα!» σκέφθηκα. «Θα πάω σπίτι πασαλειμμένος με ψωλόχυμα. Ίσως βάλω την κοπέλα μου να με γλείψει…».
Οι σκέψεις μου διαλύθηκαν όταν άκουσα τον ήχο της μηχανής του αυτοκινήτου.
- «Πάρε τα πράγματά σου και έλα να σου ανοίξω».
Τον ακολούθησα στην μεταλλική πόρτα, σχεδόν στεναχωρημένος που αυτή η φοβερή εμπειρία τελείωνε έτσι. Ευτυχώς διαψεύστηκα. Αφού ξεκλείδωσε τη μεγάλη συρόμενη πόρτα με πλησίασε και μου έδωσε ένα κομμάτι χαρτί λέγοντάς μου:
- «Είναι το τηλέφωνο στο γραφείο. Ζήτησε τον κύριο Τάκη όποτε θες να τα ξαναπούμε».
Δεν είπα τίποτα. Χαμογέλασα ξανά και βγήκα στο δρόμο της πόλης. Καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω μου σκεφτόμουν ότι θα ξαναδώ τον κύριο Τάκη πολύ σύντομα…
(Copyright protected OW ref: 10289)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.