Διαβάστε την ακούγοντας: https://www.youtube.com/watch?v=qREKP9oijWI
Αττική, Καλοκαίρι, βραχώδης Παραλία γυμνιστών οπού συχνάζουν μόνο άντρες, πήγα με έναν κολλητό μου πρώτη μου φορά, για γυμνισμό και χαλάρωση. Ακουγόταν μόνο η θάλασσα. Φτάσαμε, δεν είχε πολύ κόσμο. Γδυθήκαμε. Πέταξα το στενό σλιπάκι μου στα βράχια. Όμως η ανάγκη της τρύπας μου για «περιπέτεια», με έκανε να μην βγάλω τις χοντρές μου κάλτσες και τα πάνινα παπούτσια μου.
- Δεν θα βουτήξω, θέλω να πάω να εξερευνήσω το μέρος, είπα στον κολλητό μου για δικαιολογία και άρχισα να περπατώ στα βράχια αναζητώντας ένα μέρος να βουτήξω με χαμογελαστούς ορεξάτους άντρες.
Είμαι μελαχρινός με ωραίο απαλό άτριχο δέρμα και όμορφο λεπτό σώμα. Δεν είχα μαυρίσει καθόλου μιας και ήταν το πρώτο μου μπάνιο. Καθώς προχωρούσα γυμνός ανάμεσα σε διάφορους άνδρες, κοιτούσαν το φουσκωτό μου κωλαράκι που είχε κοκκινίσει από τον ήλιο και ντρεπόμουν. Με ερέθιζε να περπατώ στα βράχια και να με βλέπουν γυμνό. Όταν ένιωσα τις ρώγες μου να έχουν πεταχτεί ντράπηκα ακόμα περισσότερο, έβλεπα ότι μου χαμογελούσαν οι περαστικοί και χάιδευαν τις ψώλες τους. Άλλοι γέροι με τεκνά, άλλοι παντρεμένοι σαραντάρηδες, που ήρθαν να χαλαρώσουν από το γραφείο, άλλοι που ζητούσαν την ησυχία τους και εγώ τους τη χάλαγα.
Ξαφνικά βλέπω ένα μαυριδερό κορμί από μακριά να ψαρεύει. Άρχισα να πλησιάζω. Ήταν ένας ψαράς, 50αρης, χωρίς μπλούζα, με μια βερμούδα τζιν και παντόφλες. Με τριχωτό στήθος, κοιλιά, μουστάκι, μπράτσα χοντρά, ποδιά χοντρά και χοντρές γάμπες με τεράστιες πατούσες, μαυριδερός. Τι άντρας, θεέ μου, αν να με έπιανε με τα μπράτσα του να με έβαζε κάτω. Προσπάθησα να μη μου σηκωθεί γιατί θα ντρεπόμουν ακόμα περισσότερο. Πλησίασα. Δεν μου έριξε βλέμμα, ήταν σαν να μην έψαχνε αγοράκια να γαμήσει. Ψάρευε. Λες να του φανεί παράξενο αν πάω προς την απομονωμένη καβάτζα του καυλωμένος;
- Πιάσαμε τίποτα; Του λέω χαμογελαστά.
Γύρισε με κοίταξε, με ένα βλέμμα απορίας και προβληματισμού.
- Μπα…
μου κάνει και γυρνάει την πλάτη. Κατέβηκα και έκατσα κοντά στο μοναχικό άντρακλα. Το δικό μου λευκό γυμνό σώμα έμοιαζε γυναίκειο μπροστά στο δικό του τεράστιο μαύρο κορμί. Έμοιαζε να ενοχλείται, μάλλον θα τον ενοχλούν συχνά ή δεν ξέρει που βρίσκεται σκέφτηκα.
- Έρχεσαι καιρό εδώ; Προσπάθησα να τον ψαρέψω.
- Αμέ.
Φαινόταν σαν ενοχλημένος προσπαθούσε να μην το δείξει. Δεν ήξερα πως να πιάσω κουβέντα. Ησυχία, για λίγο υπήρχαμε μόνο εγώ και αυτό το απόλυτο αρσενικό. Και ο ήχος της θάλασσας. Η καύλα μου είχε φθάσει στο 100 και όσο κι αν προσπαθούσα να το κρύψω τόσο πιο πολύ έκανε πως δεν με κοίταζε.
- Εγώ δεν το κατέχω με το ψάρεμα, του λέω, καθόλου όμως.
- Ε... αυτά είναι αντρικές δουλειές…
μου λέει κοιτάζοντας με αυστηρά, βάζοντας νέο δόλωμα.
- Ναι, εγώ δεν της μπορώ καθόλου τις ανδρικές δουλειές.
Ένιωσα την τρύπα μου να υγραίνεται σα μουνί. Άρχισα να δαχτυλώνομαι διακριτικά μπροστά του. Γυρνά και με κοιτάζει με ένα πατρικό θυμωμένο βλέμμα.
- Πόσο χρονών είσαι;… μου λέει.
- 24.
- Καλά ρε μικρέ... και ακόμα δεν έχεις βγάλει τρίχες στο στήθος; Σώμα απαίδευτο. Έχεις δουλέψει ποτέ; Ο πατέρας σου το ξέρει πως γυροφέρνεις σε τέτοια μέρη; Εμένα ο γιος μου είναι 18 και έχει πιο πολλές τρίχες από σένα. Από τα 15 οικοδομή.
Συνέχισα να δαχτυλώνομαι, ένιωθα πως θα χύσω, δε με πείραζε και μονάχα να ακούω αυτόν το άντρακλα να μιλάει για αντρικά πράγματα.
- Το ξέρω ότι καυλώνεις με αυτά που σου λέω, αλλά δε γαμάω αγοράκια, πιτσιρίκο. Πήγαινε δαχτυλώσου αλλού.
- Σε παρακαλώ, τουλάχιστον άσε με να δαχτυλώθω μπροστά σου, είσαι ο τέλειος άντρας. Άρχισα να παραμιλάω όσο δαχτυλωνόμουν μπροστά του.
- Να κοιτά την τρυπά μου, σα μουνάκι είναι, είπα και του στήθηκα σα γυναίκα. Θα βογκάω σαν κοριτσάκι άμα θες, θα είμαι όσο πιο πολύ κοριτσένιος μπορώ. Αν δε θες να με γαμήσεις, τουλάχιστον χτύπα με ή κατούρησε με.
Ο ψαράς γυρνάει και μου ρίχνει ένα βλέμμα απορίας στην τρύπα μου.
- Καλά ρε δεν ντρέπεσαι να παρακαλάς για πούτσο; Αλλά θα μου πεις, αφού βγήκες έτσι γηναικοτός μόνο για πούτσο είσαι. Από τι ηλικία σε γαμάνε;
- Από τα 14, είπα εγώ.
- Από τα 14; Πω, πω, όντως σαν μουνί είναι η τρύπα σου. Σαν κοριτσάκι σε έχουνε γαμήσει ποτέ;
- Αμέ! Παντρεμένοι με τους γιούς τους, συνήθως με γαμάνε με στρινγκάκι.
- Τι; Τι να σου πω τώρα; Εσύ γυρισμό δεν έχεις από την ξευτίλα. Έλεγα μήπως σε έβαζα στον ίσιο δρόμο αλλά εσένα σου αρέσει να υπηρετείς γαμιάδες. Εγώ δε γαμάω άντρες, γαμάω κοριτσάκια. Όχι ότι εσύ είσαι άντρας. Δε γαμιέται. Πουστράκο σε πουτάνα έχω καιρό να πάω. Έλεγα να μην σε διαλύσω, αλλά αφού παρακαλάς, φόρα αυτό…
και τότε μου χώνει κάτι στο στόμα. Ήταν να μαύρο στρινγκάκι.
- Είναι της γκόμενας του γιου μου, βαλ’ το. Θα φας ένα γαμήσι, να πας κλαίγοντας στον πατερά σου, να μάθεις να γυναικοφέρνεις.
Το φοράω. Νιώθω ξανά την αίσθηση του κορδονιού στα μπούτια μου. Ρίχνει τη βερμούδα στα βράχια. Γυρνώ. Τον βλέπω, το εργαλείο του! Ένα μαυριδερό τριχωτό τέρας με φλέβες.
- Μην το κοιτάς καθόλου, σε λίγο θα παρακαλάς να βγει.
Με πλησιάζει. Με γονατίζει και μου το χώνει όλο στο στόμα. Το τέρας με έκανε να δακρύζω κάθε φορά που χώνονταν στο λαρύγγι μου. Όταν έπαιρνα ανάσα, μου έριχνε σφαλιάρα. Με πέθανε.
- Κοιτά δω! Ά ρε ξευτιλισμένο. Εσύ είσαι για πιάτσα.
Βγάζει την πούτσα του από το στόμα μου.
- Κράτα το στοματάκι σου ανοιχτό. Θα πιείς κάτουρα τώρα.
Κάτουρο άρχισε να κυλάει στο ηλιοκαμένο σώμα μου. Εγώ κοίταγα στα ματιά με σεβασμό το αρσενικό που με ξευτέλιζε. Όσοι κάνανε μπάνιο στην μεριά αυτή έκατσαν και με παρακολουθούσαν. Τον ευχαρίστησα για αυτό καθαρίζοντας του την ψώλη.
- Σε ευχαριστώ.
Κοιτούσα με σεβασμό και δάκρυα αυτό τον γαμιά που με σφαλιάρωνε.
- Δεν ντρέπεσαι να γαμιέσαι έτσι; Άμα σε είχα γιο θα είχες φάει περισσότερο ξύλο, στήσου τώρα να πάρεις το μάθημα σου… μου λέει.
- Μάλιστα αγάπη μου, του λέω.
- Τι αγάπες; Τι έγινε ρε μαλακισμένο; Ερωτεύτηκες το μπάρμπα που σε γαμάει;
Πιάσε τώρα την ψωλή μου και χωσ’ τη στη μούνα σου. Αυτή είναι η δουλειά σου. Έτσι έγινε, την άρπαξα και σιγά-σιγά τη χώνω στη μούνα μου. Αρχίσει να με ανοίγει όλο και περισσότερο. Βόγκαγα σαν κοριτσάκι.
- Πονάω…
φώναζα. Οι άλλοι άντρες άκουσαν τα βογγητά μου και ήρθαν να δουν ποιος γινότανε γυναίκα.
- Σε ανοίγω μωρή πούστρα, αφού δεν θες να γίνεις άνδρας, θα σε κάνω γυναίκα. Θα χύσω στη μούνα σου. Ο άντρας θέλει να γκαστρώσει…
φώναζε και μας ακούσανε. Άρχισε να περνάει κόσμος και να βλέπει και να παίζει την ψωλή του. Εγώ βόγκαγα σαν κοριτσάκι όσο με ανήγε το τέρας. Μου έριχνε δυνατές ψωλιές.
- Πονάω, βγες σε παρακαλώ…
φώναζα. Πήγα να τραβηχτώ.
- Όχι, τα κοριτσάκια δεν τραβιούνται…
λέει και το χώνει όλο εντελώς μέσα. Πέθανα!
- Τα κοριτσάκια ξεμουνιάζονται. Να μάθεις παλιοπούστη να με καυλώνεις με τα παρακάλια σου.
Είχα πεθαίνει από τον πόνο. Δεν άντεχα. Με βίαζε. Με βίαζε και κατά βάθος μου άρεσε. Πονούσα αλλά προσπαθούσα να αντέξω. Γιατί μου άρεσε όλο αυτό το ξεφτίλισμα; Από πού ξυπνάει μια τέτοια ανάγκη; Αποδέχτηκα τη μοίρα μου. Είμαι ένα πουτανάκι. Αυτό ήθελα να είμαι. Ήθελα να δει ο κόσμος τη θυσία που έκανα για πάρτη του. Δημόσια έγινα το δικό του πουτανάκι. Ήθελα να ήμουν γοργόνα να με κάρφωνε με το αγκίστρι του. Να με σκότωνε. Να με κράταγε στην αγάλια του για πάντα. Με γύρισε και με ξάπλωσε στα βράχια και μου άνοιξε τα πόδια. Ήθελε να με βλέπει; Τώρα τον έβλεπα κι εγώ. Μου την ξανάχωσε, απότομα αυτή τη φορά. Έβλεπα το αντρίκιο σώμα του να με γαμάει. Τον κοίταζα στα μάτια. Σταμάτησα να τον παρακαλώ να βγει. Όσο άγρια με γαμούσε αυτός τόσο πιο απαλά του χάιδευα της τρίχες στο στήθος. Μου έριξε κι άλλη σφαλιάρα.
- Άσε της αγάπες πουστράκο, οι αγάπες είναι για της γυναίκες. Εσείς είστε για όταν δε μας κάθονται η γυναίκες μας.
- Έχεις δίκιο. Φτύσε με, είμαι μια γαμημένη πούστρα…
φώναζα. Με έπιασε σφιχτά από το λαιμό.
- Χύνω πούστρα, σε γκαστρώνω…
και μου τα έδωσε όλα στο μουνί. Τα χύσια του μπήκαν στο φουσκωτό μου κωλαράκι.
- Σε καμαρώνει ο κόσμος που σε γκάστρωσα…
και ρίχνω μια μάτια μισολιπόθυμος και βλέπω πως είχαν μαζευτεί και τον παίζανε τριγύρω.
- Να σε χαίρεται ο πατέρας σου, μου λέει και μου ρίχνει μια χλέπα. Παλιόπουστα!
Τραβάει την ψωλή του. Είχα μείνει με τα πόδια ανοιχτά και κοίταζα τον ήλιο που με έκαιγε. Μάζεψα όσες δυνάμεις είχα και σηκώθηκα. Έβγαλα το στρινγκ και του το έδωσα ευλαβικά, με το ζόρι με κράταγαν τα πόδια. Πήγα να τον πλησιάσω να τον χαϊδέψω αλλά με αγριοκοίταξε. Άρχισε να ντύνεται. Πανικοβλήθηκα, δεν είχα χύσει ακόμα. Άρχισα να δαχτυλώνομαι. Μπας και προλάβω το σώμα του γυμνό. Ήμουν γονατιστός. Δαχτύλωνα την τρύπα μου, χαϊδεύοντας το κατουρημένο, φτυμένο, ηλιοκαμένο μου κορμί. Τότε σαν κουτάβι έσκυψα και του φύλλισα της πατουσάρες του.
- Γύρνα να σου χώσω το πόδι στην τρύπα σου, άμα κλείσει η τρύπα μπορεί και να αρχίσεις να αντρέβεις.
Στήθηκα και άρχισε να χώνει την πατούσα του.
- Πάρε μωρή το πόδι το αντρίκιο στην τρύπα σου να μείνει ξεχειλωμένη για πάντα. Πάει τώρα, τον βρήκες τον δρόμο σου, καλή καριέρα.
Έχυσα. Βόγκαγα σαν κοριτσάκι. Με κλότσησε παραμερίζοντας με.
- Σ αγαπάω…
του είπα. Μου έριξε την πιο δυνατή σφαλιάρα. Σηκώθηκα. Βούτηξα στην θάλασσα, άφησα όλη την ανάσα μου και βυθιζόμουν, ήρεμος, το νερό ξεπλένει τα υγρά μου εντός και εκτός. Ο χρόνος σταμάτησε. Άκουγα τον ήχο του βυθού. Τότε είδα μπροστά μου ένα αγκίστρι. Το αγκίστρι του. Δεν αντέχω μακριά του. Το αρπάζω , το αγκαλιάζω, με καρφώνει. Ο ψαράς. Άρχισε να το τραβά την πετονιά. Όταν τη τράβηξε στην επιφάνεια, είδε μια όμορφη γοργόνα να τον κοιτάζει στα μάτια. Τα έχασε. Ακουγόταν μόνο η θάλασσα.
Copyright protected OW ref: 98410
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.