Τα πρώτα πόδια που μου κέντρισαν το ενδιαφέρον ήταν του πατέρα μου, ο οποίος παρεμπιπτόντως, για την ηλικία του, ήταν ωραίος άντρας. Θυμάμαι ερχόταν από τη δουλειά και η πρώτη του κίνηση ήταν να βγάλει τα παπούτσια, να καθίσει στην πολυθρόνα του σαλονιού και να βάλει τα πόδια με τις κάλτσες στο τραπέζι. Δεν καλοκαταλάβαινα τι μου άρεσε ή τι σήμαινε «με φτιάχνει», αλλά κάτι ένιωθα, μια έλξη γι’ αυτά τα πόδια. Φορούσε 43 νούμερο κι ενώ έκανε σχετικά βαριά δουλειά είχε απαλές, ομοιόμορφες, καθαρές πατούσες, με μακριά καλοσχηματισμένα δάχτυλα και περιποιημένα νύχια.
Ένα μεσημέρι καλοκαιρού, η μητέρα μου είχε ξαπλώσει. Εκείνος ήρθε, έβγαλε τα παπούτσια και μπήκε να κάνει ένα μπάνιο. Εκείνη την ώρα, ασυναίσθητα, πήγα στην παπουτσοθήκη, πήρα τα παπούτσια, έχωσα τη μύτη μου μέσα και άρχισα να τα μυρίζω με μανία. Σε λίγη ώρα βγήκε, άλλαξε και πήγε να φάει. Εγώ μπήκα στη τουαλέτα και πήρα τις κάλτσες από τα άπλυτα κι άρχισα να τις μυρίζω κι αυτές σαν τρελός. Φυσικά, η «φαντασίωσή» μου, αν μπορείς να τη πεις έτσι, να του γλείψω τα πόδια, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, όμως αυτό με τα παπούτσια και τις κάλτσες γινόταν κάθε μέρα. Σκέφτηκα να κάνω καμιά απόπειρα όταν κοιμόταν, αλλά δυστυχώς έκανε ελαφρύ ύπνο. Μόνο μία φορά κατάφερα κάτι, αλλά όχι όπως το ήθελα.
Καθόταν στη πολυθρόνα με τα πόδια στο τραπέζι, φορώντας τις σαγιονάρες του, κάτι που έκανε τα πόδια του ακόμα πιο ελκυστικά. Καθόμουν στο τραπέζι, έκανα ότι έγραφα ασκήσεις ή ότι ζωγράφιζα – δε θυμάμαι – και τις κοίταζα κάπου-κάπου κλεφτά. Κάποια στιγμή σηκώθηκε, έβγαλε τις σαγιονάρες και τον είδα που ξάπλωσε στον μεγάλο καναπέ. «Θα πάρω έναν υπνάκο, ξύπνησέ με σε καμιά ωρίτσα.», μου είπε. Λίγα λεπτά αργότερα γύρισε στο πλάι με το πρόσωπο στη πλάτη του καναπέ. Περίμενα λίγο ακόμα και η λαγνεία νίκησε τις αναστολές. Σηκώθηκα, βεβαιώθηκα ότι κοιμόταν και κοιτώντας τη πόρτα του σαλονιού για καμιά δυσάρεστη είσοδο, πλησίασα τόσο τις πατούσες του που ήταν ενωμένες, που σχεδόν η μύτη μου ακουμπούσε στη μία. Μύριζα την ποδαρίλα του με μανία. Ήταν μια μυρωδιά αντρίλας και σαγιονάρας.
Με τα πολλά, πέρασε καιρός, μπήκε ο χειμώνας και σπάνια έβλεπα τα πόδια του. Κάθε φορά που ένιωθα να ξεσηκώνομαι, κλεινόμουν στο δωμάτιό μου, έφερνα τις δικές μου πατούσες στη πρόσωπό μου. Μύριζα τη ποδαρίλα μου. Έγλειφα τις φτέρνες, τις πατούσες, τα δάχτυλα των ποδιών μου, αλλά και ανάμεσα στα δάχτυλα. Επίσης, τσιμπούκωνα τα μεγάλα δάχτυλά μου, σαν να είναι πούτσες. Θυμάμαι μάλιστα, όταν πια μαλακιζόμουν κανονικά και συχνά, ήθελα να δοκιμάσω το σπέρμα μου. Σκέφτηκα, λοιπόν, το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Δίπλωσα το ένα πόδι και έφερα τη πατούσα δίπλα στη πούτσα μου. Έτριβα το πουτσοκέφαλο στη φτέρνα και έχυσα πάνω στη πατούσα μου. Αντί να ξενερώσω μετά το χύσιμο, φτιάχτηκα περισσότερο. Ένωσα τις πατούσες και τώρα τα χύσια ήταν και στα δύο πόδια. Πέρασα ώρα που τις έγλειφα και τις καθάριζα κι αυτό είναι κάτι που ομολογώ, όταν έχω ευκαιρία, και τώρα.
Λίγο καιρό αργότερα, γύρω στα 13, είδα και έπιασα για πρώτη φορά τη πούτσα κάποιου άλλου. Είναι μια ιστορία που «τράβηξε» αρκετά και τη θυμάμαι είκοσι χρόνια μετά σαν να έγινε χθες. Απέναντι από το σπίτι ήταν ένα πάρκο, που υπάρχει ακόμη. Εκεί μαζευόμασταν παιδιά της γειτονιάς και παίζαμε. Ένα απόγευμα, είχαμε μείνει λίγοι και καλοί λόγω καλοκαιρού. Ήμασταν εγώ, ο Θανάσης (δεν είναι πραγματικό όνομα), που ήταν λίγο μεγαλύτερος και ακόμα ένα παιδί, λίγο μικρότερο. Με τον Θανάση ήμασταν από το νηπιαγωγείο έως και το λύκειο μαζί, στην ίδια τάξη και στο τέλος και στο ίδιο θρανίο. Επίσης, ήμασταν γείτονες και οι μητέρες μας ήταν φίλες. Είναι ψηλός, ωραίος με ανοιχτόχρωμα μάτια, λίγο μεγάλη μύτη, υπέροχα πόδια για γλείψιμο, με τεράστια ψωλή, χοντρή με υπέροχο πουτσοκέφαλο, καλοσχηματισμένη με απαλό, καθαρό δέρμα και με μία ελαφριά φορά προς τα πάνω. Έχω δει, πιάσει και τσιμπουκώσει πολλές πούτσες έως τώρα, αλλά καμία σαν αυτή.
Με πρόταση του Θανάση φύγαμε από το πάρκο και βρεθήκαμε στον ακάλυπτο χώρο στο πίσω μέρος της πολυκατοικίας που έμενα εγώ. Εκεί ο Θανάσης έλεγε στον άλλον να βγάλει τον πούτσο του, αλλά εκείνος δίσταζε. Τότε, τα κατέβασε εκείνος πρώτα και έβγαλε το «θηρίο» του. Ακολούθησε ο άλλος και στο τέλος βρέθηκαν να είναι αντίκρυ και ο ένας να πιάνει τη πούτσα του άλλου και να τη χαϊδεύει, ενώ τις κοιτούσαν και γελούσαν χαμηλόφωνα. Εμένα μου το πρότεινε δυο τρεις φορές, αλλά αρνήθηκα και δεν επέμεινε. Οι πούτσες τους είχαν σηκωθεί για τα καλά, όμως ακούστηκε ένας θόρυβος. Σήκωσαν εσώρουχα και παντελόνια και βρεθήκαμε και πάλι στο δρόμο, μέσα στον κόσμο. Οι πούτσες τους δεν είχαν πέσει τελείως και είχαν γυρίσει πλάτη στο δρόμο. Μπροστά μου συζητούσαν για το που θα συνεχίσουν. Τελικά, τη λύση την έδωσε το άλλο παιδί που έμενε δύο πολυκατοικίες παραπέρα. Στην είσοδο της δικής του οικοδομής, υπήρχε μια μικρή αποθηκούλα στην οποία έβαζε η καθαρίστρια απορρυπαντικά, σκούπες κτλ.
Για καλή μας τύχη η αποθηκούλα ήταν ξεκλείδωτη και το κλειδί από μέσα. Μπήκαμε γρήγορα, κλείδωσα εγώ που μπήκα τελευταίος σιγά-σιγά και πριν προλάβω να γυρίσω το κλειδί, είχαν γδυθεί. Είχαν κατεβάσει τα παντελόνια, τα εσώρουχα και είχαν ανεβάσει τις μπλούζες. Η εικόνα ήταν η ίδια. Εγώ ήμουν απλός θεατής. Ο Θανάσης το προχώρησε λίγο αυτή τη φορά. Άρχισε να του χαϊδεύει το κωλαράκι. Ο άλλος είχε παραδοθεί. Πριν γίνει βέβαια κάτι περισσότερο και πάλι αναγκαστήκαμε να το διαλύσουμε, γιατί συνέχεια ακουγόταν θόρυβοι και φοβηθήκαμε. Στην αποθηκούλα πήγαμε πέντε έξι φορές, χωρίς να ολοκληρωθεί κάτι, τουλάχιστον όσο ήμουν κι εγώ και μετά στοπ τελείως. Τα σχολεία ξεκίνησαν και τα πράγματα άλλαξαν. Το άλλο παιδί βγήκε από το σκηνικό μια και καλή και μπήκα εγώ.
Ένα απόγευμα πήγαμε σπίτι του επίσκεψη, γιατί η μητέρα μου είχε γραφτεί σε ένα σύλλογο που διοργάνωνε εκδρομές και πήγε να το προτείνει και στη φίλη της. Μόλις φτάσαμε ο Θανάσης μου πρότεινε να πάμε στο δωμάτιό του. Μπήκαμε, έκλεισε τη πόρτα και κάτσαμε δίπλα-δίπλα. «Μαλάκα! Θες να δεις μια τσόντα που έφερε ο αδερφός μου;», με ρώτησε και φυσικά είπα ναι. Ήταν μια τσόντα με γυναίκες. Ο Θανάσης είχε καυλώσει τρελά, η ώρα πέρναγε, αλλά δεν την έβγαζε έξω. Έχοντας την ασφάλεια αυτών που είχα δει, άπλωσα το χέρι και του τον χάιδεψα πάνω από τη νάιλον φόρμα. Εκείνος, σαν να μην έτρεχε τίποτα, ούτε γύρισε να με κοιτάξει. Όταν πήγα να κατεβάσω τη φόρμα, φώναξαν για να φύγουμε. Τράβηξα το χέρι και ένα λεπτό μετά ήμασταν έξω στο σαλόνι να λέμε καληνύχτα. Είχα τέτοια νεύρα που δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Η αλήθεια είναι ότι είχα νευριάσει πρώτα με τον εαυτό μου που δεν συμμετείχα κανονικά στις φάσεις στην αποθηκούλα και μετά με εκείνον που δεν έκανε καμία κίνηση γενικά.
Στο σχολείο τότε καθόμουν με ένα άλλο παιδί. Ο Θανάσης ήταν ακριβώς πίσω μου. Σε ένα μάθημα, στο άσχετο, ένιωσα το γόνατό του να ακουμπά τον κώλο μου και να τον πιέζει. Μετά το σοκ, αντί να τραβηχτώ, προσπαθούσα να πάω τον κώλο μου όλο και πιο πίσω. Τα κωλομάγουλα άνοιξαν τόσο που αισθανόμουν το γόνατό του να τρίβει τη τρύπα μου. Εκείνος πίεζε και έτριβε. Στα διαλλείματα λες και δεν έτρεχε τίποτα και το θεϊκό; Γυρνούσαμε μαζί σπίτια μας. Στο δρόμο κουβέντα γι’ αυτό το θέμα. Ένα μεσημέρι σχολάσαμε, φύγαμε παρέα με άλλα παιδιά και όπως πάντα τα τελευταία δύο τετράγωνα τα περπατήσαμε μόνοι. Πάντα με άφηνε στην είσοδο, λέγαμε για δυο τρία λεπτά άλλα αντί άλλων και στο τέλος ένα «καλό μεσημέρι!» κι εγώ ανέβαινα από τις σκάλες, ενώ τον έβλεπα απογοητευμένος να φεύγει. Ένα μεσημέρι, όμως, τα πράγματα, ευτυχώς για μένα, κύλισαν διαφορετικά.
Στο μάθημα έκανε το ίδιο πράγμα. Στο γυρισμό για το σπίτι ήταν αμίλητος. Δεν μου έλεγε ούτε τις γνωστές βλακείες για άσχετα πράγματα. Φτάσαμε στην είσοδο της πολυκατοικίας που έμενα. «Άνοιξε», μου είπε και μου χούφτωσε τον πούτσο. Ξεκλείδωσα, μπήκαμε μέσα και έκλεισα τη πόρτα της εισόδου πίσω μας. Με κόλλησε πάνω του. Ένιωσα τον πούτσο του να γίνεται το γνωστό θηρίο που ήξερα. «Θέλω να τον παίξουμε», μου δήλωσε. Εκείνη την περίοδο ο πατέρας μου ήταν διαχειριστής και είχε το κλειδί από το λεβητοστάσιο που βρισκόταν στο υπόγειο. Πήρα το κλειδί από το ντουλάπι, ξεκλείδωσα, κατεβήκαμε μερικά σκαλιά, κλείδωσα πίσω μου, ενώ μου χάιδευε τη πούτσα. Άναψα τη μία και μοναδική λάμπα στο υπόγειο, αφήσαμε σε ένα παλιό ξύλινο τραπεζάκι τις σχολικές τσάντες και ο Θανάσης δεν έχασε δευτερόλεπτο.
Με φίλησε στα χείλη μιας και δεν ξέραμε από γλωσσόφιλα, ενώ ο ένας χάιδευε την πούτσα του άλλου πάνω από τη φόρμα. Μου κατέβασε τη φόρμα και το εσώρουχο και ένα δευτερόλεπτο μετά του έκανα το ίδιο. Παίζαμε ο ένας τη ψωλή του άλλου με μανία. Τα στόματά μας ήταν ανοιχτά και σε απόσταση ενός χιλιοστού για να ενωθούν. Έπιασα τα αρχίδια του που ήταν πρησμένα και τα έτριβα απαλά. Είχε μεγάλη ψωλή, αλλά όχι μεγάλα αρχίδια, σε αντίθεση με μένα που είχα πολύ μικρότερη πούτσα, αλλά μεγάλα αρχίδια. Έκανε το ίδιο. Βόγκηξε χαμηλόφωνα και η ανάσα του έγινε αργή και βαριά, λες και ήταν κανένας 40αρης μπετατζής. Τρελάθηκα από καύλα! Ξαφνικά με γύρισε στον τοίχο και βρέθηκε πίσω μου. Μου άνοιξε τα κωλομέρια και η ψωλάρα του βρέθηκε να τρίβεται πάνω στη σούφρα μου. Λίγο η ζέστη του χώρου, πολύ η ζέστη της καύλας και τα προσπερματικά του, η τρύπα μου ήταν υγρή σαν μουνάκι. Ταυτόχρονα έβαλα τα χέρια πίσω και έπαιζα τα αρχίδια του, ενώ εκείνος είχε περάσει τα δικά του μπροστά και έπαιζε γρήγορα τη πούτσα μου. Δεν άργησα να χύσω.
Πήγα από πίσω του. Με το ένα χέρι του χάιδευα το κωλαράκι και με το άλλο έπαιζα τη ψωλάρα του. Όταν το κωλοδάχτυλο μου ακούμπησε την τρυφερή του τρυπούλα, μού το τράβηξε. Καταλάβαμε και οι δύο ποιος είναι ο ρόλος του καθένα. Έτσι, πέρασα και το άλλο χέρι μπροστά και του έπαιζα τα αρχίδια. Άρχισα να του γλείφω τον σβέρκο (χωρίς να ξέρω τι κάνω) και μετά τον δεξί λοβό. Έκανε τα χέρια γροθιές και τα ακούμπησε στον τοίχο. Η πούτσα του έκαιγε και λίγα δευτερόλεπτα μετά την ένιωσα να κάνει συσπάσεις, τα χέρια του χτύπησαν τον τοίχο και τα μάτια του έκλεισαν σφιχτά. Σαν πελάτης που είχε πάει σε πουτάνα, μόλις πέταξε και την τελευταία σταγόνα σπέρμα, ντύθηκε, ανέβηκε στις σκάλες, αφού πήρε τη σάκα του και με περίμενε στην πόρτα της εισόδου του λεβητοστασίου. Την ώρα που έκλεινα το φως, παρατήρησα τον τοίχο. Δύο ρυάκια από σπέρμα σε μικρή απόσταση έτρεχαν προς το πάτωμα. Ξεκλείδωσα και βρεθήκαμε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Άνοιξε την πόρτα της εισόδου και πριν φύγει, κόλλησε πάνω μου και μου έπιασε τον κώλο τόσο δυνατά που το ένα του δάχτυλο σχεδόν μπήκε στη σούφρα μου και έφυγε.
Το ίδιο ακριβώς σκηνικό, λες και ήταν ταινία σε επανάληψη, γινόταν για πολύ καιρό σχεδόν κάθε μέρα, έως που μια μέρα σταμάτησε ξαφνικά και χωρίς εξηγήσεις, όπως και με τον άλλον. Μάταια περίμενα κάθε μέρα την παρενόχλησή του στο μάθημα ή τα χέρια του να με αγγίξουν στο γυρισμό. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους ήρθε και η εκδρομή με τον σύλλογο που ανέφερα παραπάνω.
Αν θυμάμαι καλά, ήταν ο γύρος της Πελοποννήσου. Δυστυχώς σε κάθε κατάλυμά μας ήταν και οι μητέρες μας. Αυτό που θυμάμαι πολύ καλά όμως, ήταν ότι ήμασταν στο δρόμο για το γυρισμό και το λεωφορείο κινούνταν σε έναν επαρχιακό δρόμο και με τον κλιματισμό να βγάζει αρκετό κρύο. Εγώ με το Θανάση καθόμασταν πίσω από όλους, σχεδόν γαλαρία. Εκείνος ήταν από τη μεριά του παραθύρου κι εγώ δίπλα του. Ήταν κουρασμένος και έκανε το κάθισμα πίσω, όσο πήγαινε. Δίπλα μας και πίσω μας κανείς, αλλά μέχρι και οι μπροστινές και οι μπροστά διαγώνιες θέσεις γεμάτες κόσμο. Πήρε ένα λεπτό μπουφάν και σκεπάστηκε. Το μπουφάν κάλυπτε από τα γόνατα μέχρι το στήθος περίπου. Αφηρημένος κοιτούσα την ομορφιά του τοπίου, όταν παρατήρησα ότι ο Θανάσης είχε το αριστερό χέρι του πίσω από το κεφάλι για στήριγμα και το δεξί στη πούτσα του και την έπαιζε σε χαλαρό ρυθμό για να μην τον πάρουν χαμπάρι. Σε ανύποπτο χρόνο πήρε το αριστερό μου χέρι και το έβαλε κάτω από το μπουφάν του, πάνω στη πούτσα του που την είχε βγάλει έξω. Του την έπαιζα χαλαρά για να μην μας πάρουν χαμπάρι. Το πουτσοκέφαλο ήταν τόσο στεγνό που άρχισε να πονάει. Έως εκείνη την ώρα είχε κλειστά τα μάτια και προφανώς, επειδή πόνεσε, τα άνοιξε και με κοίταξε με χαμόγελο.
Έβγαλα το χέρι αργά, το έβαλα μπροστά στο στόμα μου, σάλιωσα τη παλάμη και συνέχισα. Την ώρα που έφερα τη παλάμη ανοιχτή στο πρόσωπό μου, μύρισα τη πουτσίλα του. Είχε μια μυρωδιά από σπέρμα και κάτουρο και στο γλείψιμο γεύτηκα λίγο σπέρμα. Μάλλον, στη τελευταία στάση, είχε πάει τουαλέτα και είχε βαρέσει μαλακία ή δεν πρόλαβε να χύσει και το «θηρίο» χρειαζόταν εκτόνωση. Επειδή δε μπορούσα να του τη παίξω ολόκληρη, κατέβασα το πετσάκι και του έπαιζα γρήγορα το σαλιωμένο πουτσοκέφαλο. Μετά από αρκετά λεπτά, τέντωσε τα πόδια, άνοιξε τα μάτια που κόντρα στον ήλιο ήταν καταγάλανα, μισοάνοιξε τα χείλη και το χέρι μου γέμισε καυτά χύσια. Πήρα το χέρι μου, έβαλε το δικό του, ανέβασε εσώρουχο και παντελόνι και κοιμήθηκε. Εγώ (με είδε δε με είδε δεν ξέρω), έγλειφα τη παλάμη μου και τη μύριζα για ώρα. Αυτό ήταν! Δεν ξανάγινε τίποτα.
Μου δόθηκαν πολλές ευκαιρίες, αλλά η δειλία μου – σε σημείο βλακείας – δε με άφησε να το ζήσω όπως ήθελα. Η τελευταία ευκαιρία μου ήταν αρκετά χρόνια μετά, στην εφταήμερη εκδρομή της τρίτης λυκείου. Το σχολείο μας είχε αποφασίσει να πάμε Κέρκυρα κι επειδή είμαστε από μακριά, ο νόμος προβλέπει εφτά αντί για πέντε μέρες. Πρώτη στάση για ύπνο ήταν στην Καλαμπάκα, μετά Κέρκυρα και τέλος Θεσσαλονίκη. Στην Καλαμπάκα και τη Θεσσαλονίκη ήμασταν εφτά νομά σ’ ένα δωμά, που λέει και το τραγούδι. Στην Κέρκυρα όμως, ήμασταν μαζί, σ’ ένα υπέροχο ξενοδοχειακό συγκρότημα έξω από την πόλη.
Τις περισσότερες μέρες ή θα ήμασταν σε άλλα δωμάτια ή σε εμάς θα ήταν κόσμος ή θα ήμασταν σε έξοδο. Κι επειδή μία φίλη και συμμαθήτρια είχε χωρίσει (για 100στη φορά) μας είχε γίνει στενός κορσές και τα βράδια. Τέλος πάντων! Το τελευταίο βράδυ που θα ήμασταν στην Κέρκυρα είχαμε κανονίσει να κάνουμε ένα παρτάκι στη σάλα του ξενοδοχείου μιας και δεν είχε και τον καλύτερο καιρό για έξω. Έκανα μπάνιο, ντύθηκα και πήγα. Οι ώρες περνούσαν, η μουσική χαμηλή, δεν ήταν ό,τι καλύτερο. Γύρω στις έντεκα συνειδητοποίησα ότι ο Θανάσης δεν είχε εμφανιστεί καθόλου ή τουλάχιστον εγώ δεν τον είχα δει. Αφού έβγαλα στη παρέα μου το πάρτι πιο άχρηστο απ’ ό,τι ήταν και τελείωσα το ένα και μόνο ποτό που ήπια, προφασίστηκα ότι είμαι κουρασμένος και θα πάω για ύπνο, ούτως ώστε το άλλο βράδυ να μην κοιμάμαι όρθιος στα μπουζούκια στη Θεσσαλονίκη. Και μπροστά σε αυτή τη δικαιολογία δεν αντιλέγει κανείς. Αυτό που θα ακολουθούσε το μετανιώνω σε όλη μου τη ζωή.
Άνοιξα, μπήκα και κλείδωσα πίσω μου με σκοπό να μην μπει η άλλη και να με πρήξει για μια ακόμη φορά. Το να γίνει κάτι με τον Θανάση, το είχα πια ξεχάσει. Στο δωμάτιο ήταν αναμμένες δύο λάμπες χαμηλού φωτισμού που βρισκόταν δεξιά κι αριστερά στον μεγάλο καθρέφτη, απέναντι από το κρεβάτι. Αριστερά ήταν το μπάνιο. Η πόρτα ήταν τραβηγμένη, αλλά όχι κλειστή. Από μέσα είχε φως και ακουγόταν νερό να τρέχει. «Θανάση», φώναξα. «Εδώ!», μου απάντησε και κατάλαβα ότι έκανε μπάνιο. Η πρώτη κίνηση που ήθελα να κάνω ήταν να μπω στο μπάνιο και όπως θα κρεμόταν η πούτσα του πεσμένη να τη πάρω στο στόμα. Έτι μία φορά κώλωσα. Είχε περάσει καιρός και φοβόμουν ότι ίσως άλλαξε τελείως γούστα και γίνω ρεζίλι. Βασικά… δικαιολογίες. Απλώς κώλωσα. Άλλαξα και ξάπλωσα. Λίγα λεπτά αργότερα βγήκε ο Θανάσης με την πετσέτα τυλιγμένη στη μέση. Η τρύπα μου άρχισε να συσπάται μόνη της. Δεν τον είχα δει ποτέ έτσι. Τα μαλλιά του βρεγμένα, το σώμα του «δεμένο», καλοσχηματισμένο και άτριχο, να τρέχουν οι σταγόνες και τα πόδια του, επίσης βρεγμένα, ήθελα να τα στεγνώσω με τη γλώσσα. Και το αποκορύφωμα η πετσέτα ποτισμένη με νερά να τα διαγράφει όλα. Όχι ότι χρειαζόταν και προσπάθεια.
Τα μάτια μου έμειναν να κοιτάζουν την καμπύλη που διέγραφε το «θηρίο» από κάτω πεσμένο με μέγεθος που νόμιζες ότι του είχε σηκωθεί. Άνοιξε τη βαλίτσα, πήρε ένα μαύρο μποξεράκι και το φόρεσε κάτω από τη πετσέτα. Όπως σήκωσε το ένα πόδι, είδα ολοκάθαρα το πουτσοκέφαλο καλυμμένο από το – όπως το θυμάμαι – απαλό δέρμα της πούτσας του να κρέμεται. Έβγαλε την πετσέτα, την πέταξε στο πάτωμα και ξάπλωσε δίπλα μου ανάσκελα. Το μποξεράκι αποτελείωσε αυτό που η πετσέτα εμπόδιζε, να τα δείχνει όλα. Τα μάτια μου κατέβηκαν παρακάτω, στα πόδια του. Όμορφα, δεμένα, με δέρμα χρυσαφί κατέληγαν στις πατούσες του που ήταν απαλές και δάχτυλα καλοσχηματισμένα με νύχια περιποιημένα. Εκείνος έβλεπε τηλεόραση. Εγώ έβραζα. Ειλικρινά αν έκανε μία και μόνο κίνηση, θα τον έκανα να μην έχει άλλη σταγόνα να χύσει για μέρες. Γύρισα στο πλάι και πέταξα τον κώλο μου. Αυτόν τον κώλο που έτριβε με το γόνατο στο σχολείο, που χούφτωνε στην είσοδο και στο λεβητοστάσιο, περιμένοντας. Δυστυχώς, στην πραγματικότητα δεν πάνε όλα όπως τα θέλουμε. Κίνηση δεν έγινε ποτέ από κανέναν.
Ο καιρός πέρασε γρήγορα. Ακολουθήσαμε διαφορετικούς δρόμους. Εκείνος επέλεξε τη στολή, εγώ το πανεπιστήμιο και πολύ αργότερα παντρευτήκαμε. Εκείνος είναι ακόμη στην ίδια πόλη και είμαστε «φίλοι» στο facebook, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά ο ένας από τον άλλον. Πλέον δεν έχω καμία σχέση με την πόλη εκεί, γιατί η ζωή τα έφερε έτσι, αλλά βλέπω τακτικά φωτογραφίες του στο προφίλ του και πάντα τον θυμάμαι. Τελευταία φορά τον είδα το 2011, που πήγα, τυχαία στη γειτονιά. Μιλήσαμε, είπαμε ότι θα κανονίσουμε για έναν καφέ, που δεν έγινε ποτέ. Δεν θα πω ψέματα. Στο μέλλον, κατά τη διάρκεια της φοιτητικής μου ζωής, αλλά και μετά, βρέθηκα με αρκετούς. Άλλους τους πήρα πίπα, άλλους τους έγλειψα και τα πόδια ή με κατούρησαν, με κάποιους είχε και λάιτ σαδομαζοχισμό το σκηνικό και πιο σπάνια γαμήσι. Κανείς δεν με έκανε να ξεχάσω εκείνον. Ίσως κάνω με άλλους, αυτά που τελικά ήθελα να κάνω μαζί του. Αν το διαβάσεις ποτέ Θανάση (ξέρεις εσύ το πραγματικό σου όνομα) πάντα θα περιμένω… και είχα αρκετό χρόνο για να σκεφτώ ακριβώς τι θέλω να σου κάνω.
Copyright protected OW ref: 139353
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.