- Γιατί δεν παίρνεις τον γιό μου; Θα κωλοβαράει όλο το καλοκαίρι. Τα γράμματα δεν τα παίρνει, ίσως μάθει να εργάζεται στα χωράφια. Θα του δίνεις και κάτι έτσι;
- Ένα πεντακοσάρικο τη μέρα…
(αρκετά χρήματα για εκείνη την εποχή αφού το μεροκάματο του εργάτη ήταν 1-2 χιλιάρικα). Στην αρχή δε μου άρεσε η ιδέα. Όμως σας πήγα στα χωράφια του θείου και είδα δέκα αλβανούς να εργάζονται γυμνοί από την μέση και πάνω μέσα στα χωράφια και τις λάσπες, καύλωσα. Είχε και κοντά θάλασσα σε αυτό το χωριό έξω από τη Λαμία και θα έκανα και τα μπάνια μου. Έπιασα αμέσως δουλειά. Έφερνα στους αλβανούς εργάτες το κολατσιό, τους πήγαινα νερό, έβλεπα που άλλαζαν στο ύπαιθρο και τραβούσα μαλακία πίσω από τους θάμνους. Όλοι φορούσαν καφέ στρατιωτικές σαγιονάρες. Ο θείος μου ήταν στρατιωτικός πριν πάρει σύνταξη και είχε προμηθευτεί – κλέψει - πριν φύγει αρκετά ρούχα και σαγιονάρες. Άλλωστε κι αυτός τέτοιες φορούσε. Με ανάγκασε μάλιστα να φοράω κι εγώ, λέγοντας ότι ήταν γερές και θα άντεχαν περισσότερο από τις κυριλέ σαγιονάρες που έφερα από το σπίτι.
Η καύλα με οδηγούσε πολλές φορές να κάνω πράγματα αλόγιστα. Πολλές φορές πλησίασα στο μέρος που άλλαζαν κι έκλεβα κάλτσες ιδρωμένες, ανταλλάσσοντας τες με καθαρές. Μύρισε όλη νύχτα τον βρώμικο ιδρώτα των αλβανών και έχυνα. Μια μέρα όμως χωρίς να το πάρω χαμπάρι, ένας από τους Αλβανούς Εργάτες, ο Σωκράτης, ή Σοκράτ όπως ήθελε να τον λέω, με έπιασε στα πράσα. Χειροδύναμος ως ήταν με έπιασε από το σβέρκο και με οδήγησε αμέσως στον Θείο μου, που ημίγυμνος την είχε αράξει σε μια καρέκλα έξω από το σπίτι. Ο θείος με κοίταξε στα μάτια και μου είπε:
- Ανιψιέ πήγαινε στην αποθήκη που έχω τα εργαλεία και περίμενε μας.
Έντρομος τους περίμενα στην αποθήκη, η οποία ήταν μακριά από κατοικημένα σπίτια, έρημο. Κάθισα σε έναν μπλε πάγκο, αναλογιζόμενος ποια θα ήταν η τιμωρία μου. Εκτός από εργαλεία, η αποθήκη είχε και δεκάδες ζευγάρια από τις γνωστές καφέ στρατιωτικές παντόφλες, διαφόρων αποχρώσεων και νούμερων. Δεν άργησαν να έλθουν. Μπήκαν και κλείδωσαν την πόρτα.
- Γδύσου και ξάπλωσε στον πάγκο…
είπε σαν να ήταν το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Υπάκουσα χωρίς διαμαρτυρία. Ξάπλωσα μπρούμυτα, και ο Σωκράτης με δύο ιμάντες με έδεσε στον πάγκο από τη μέση και στο ύψος των γλουτών ακινητοποιώντας τον κώλο μου.
- Εδώ νεαρέ δεν κλέβουμε ούτε το κάτουρο του άλλου…
είπε και διάλεξε από τη συλλογή του ένα ζευγάρι σαγιονάρες Όλυμπος 45 νούμερο. Μου έβαλε την μία ανάμεσα στα δόντια και μου είπε να την δαγκώσω δυνατά.
- Δε θέλω να φωνάζεις. Να το υποστείς σαν άνδρας. Άλλωστε θαρρώ πως όλο το καλοκαίρι θα το συνηθίσεις αφού θα σε δείρω πολλές φορές…
είπε και απευθύνθηκε στον Σωκράτη.
- Σωκράτη θα τον μαστιγώσεις εσύ ή εγώ.
- Εσύ αφεντικό. Δώσε μου μόνο να ρίξω τις τελευταίες είκοσι.
Ο θείος άρχισε να με δέρνει δυνατά στον ανυπεράσπιστο κώλο μου. Η σαγιονάρα έτσουζε τρομερά. Έτρωγα εναλλάξ στην αρχή σε κάθε κωλομέρι, από 40 μετά άρχισε να επαναλαμβάνει ανά δέκα σε κάθε κωλομέρι, κι αυτό ήταν ανυπόφορο, γιατί δεν υπήρχε χρόνος ανάπαυσης.
- Αυτό ήταν η προθέρμανση ανιψιέ… είπε και μου έβγαλε την σαγιονάρα από τα δόντια. Τώρα θέλω να σε ακούσω να μετρήσεις. Η κύρια τιμωρία είναι 100 δυνατές. Έτσι και ουρλιάξεις να προσθέτω άλλες για κάθε ουρλιαχτό. Πρέπει να το υποστείς σαν άνδρας αυτό…
είπε κι άρχισε αφού έφτυσε τη σόλα της σαγιονάρας και κτυπά με αργό ρυθμό αλλά δυνατά. Μέτραγα, ένιωθα τσούξιμο σαν να με έσφαζαν, Μου πήρε λίγο χρόνο να συνειδητοποιήσω τον πόνο ενώ μου φώναζε να συνεχίσω το μέτρημα. Μετά την 70κοστή άρχισα να δακρύζω, και να κλαίω.
- Το δάκρυ επιτρέπεται ανιψιέ, κλάψε όσο θέλεις…
είπε αυξάνοντας την δύναμη του κτυπήματος. Στα 80 σταμάτησε, όπως υποσχέθηκε έδωσε τη σαγιονάρα στον Σωκράτη για τον επίλογο. Όμως ο Σωκράτης έβγαλε την δική του σαγιονάρα, μια βρώμικη γεμάτη χώμα και σφηνωμένες πετρούλες χωμένες στις τρυπούλες της σαγιονάρας. Με πάτησε στην πλάτη με το γυμνό του πόδι κι άρχισε με όλη του τη δύναμη να με κτυπάει δυνατά στον ήδη μπλαβί κώλο μου. Κάθε φορά η παντόφλα του Αλβανού εργάτης έπεφτε με δύναμη και σε άλλο σημείο και μου προκαλούσε έντονο πόνο και τσούξιμο, καύλα στον πούτσο μου και μικρές κραυγές. Κάποια στιγμή τα χτυπήματα έγιναν πιο δυνατά και σε λίγο άρχισα να κλαίω σαν μικρό παιδί. Όλος ο κώλος μου, σε όλη του την έκταση έτσουζε απίστευτα, έκαιγε, τσουρούφλιζε, παντού πόναγα τρελά. Με έλυσαν και με έβαλαν να γονατίσω στη μέση της αποθήκης.
- Ο κώλος σου ανιψιέ έχει πάρει το χρώμα που του αξίζει. Κόκκινος και μπλε κατά τόπους. Τώρα θα πρέπει να μας ευχαριστήσεις για το μαστίγωμα που σου προσφέραμε και γι' αυτό το όμορφο χρώμα του κώλου σου…
είπε και έκανε νόημα στον Σωκράτη. Αυτός κατέβασε τη φόρμα του και γρήγορα έχωσε τον πούτσο του στο στόμα μου. Η ψωλή του ήταν καμιά 15αριά πόντους με περιτομή, ωραία αρχίδια, όχι πολύ μεγάλα ιδρωμένα και μύριζαν χώμα και λάσπη. Μου γαμούσε το στόμα μπροστά στον θείο μου για ένα τέταρτο, ώσπου αγκομαχώντας έχυσε στο λαρύγγι μου, λέγοντας… «παρ' τα γαμιόλη, πουτάνα, ρούφα τα…» και τα έριξε στο στόμα μου. Είχε να χύσει μέρες γιατί ήταν πολύ πηχτά. Έμεινα εκεί να του ρουφάω το πουτσοκέφαλο και να τον καθαρίζω καθώς με είχε πιάσει από τα μαλλιά.
Ήλθε η σειρά του θείου μου. Καυλωμένος συνέχισε αυτό που είχε ξεκινήσει ο Αλβανός εργάτης του. Πολύ γρήγορα το σπέρμα του αφεντικού συνάντησε το σπέρμα του αλβανού εργάτη στο λαρύγγι μου. Έπειτα με έσυραν στον ξύλινο τοίχο της αποθήκης, με έδεσαν καθισμένο με τα χέρια ψηλά γυμνό, βγάλανε πάλι τις ψωλές τους και με κατούρησαν.
- Σωκράτη, δέσε καλά το κλεφτρόνι, και άφησε τον όλη τη νύχτα κλειδωμένο εδώ. Ίσως μετανιώσει για τις πράξεις του.
- Μάλιστα αφεντικό, ότι πεις.
Πράγματι με άφησαν στην αποθήκη, με τον κώλο πρησμένο από το ξύλο, κατουρημένο, δεμένο γυμνό και το σπέρμα τους να έχει ήδη ξεραθεί στα χείλη μου. Όλη τη νύχτα.
Copyright protected OW ref: 148225
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.