Με τις χειροπέδες στα χέρια ο Νίκος παρακολουθούσε από το μικρό παράθυρο της κλούβας. Απόλυτη ερημιά, στη μέση του πουθενά, αριστερά «δεξιά του δρόμου μόνο δέντρα και τίποτα άλλο.
Στην αρχή ο Νίκος ανακουφίστηκε. Περίμενε καμιά πιο βαριά τιμωρία. Τώρα όμως συνειδητοποιούσε ότι η κλούβα τον είχε βγάλει έξω από την πόλη και ότι για πολλή ώρα έτρεχε μέσα στην απόλυτη ερημιά. Πού ήταν αυτό το Κέντρο και τι θα έβρισκε εκεί;
Η κλούβα φρέναρε απότομα και ο Νίκος έκατσε και πάλι στη θέση του περιμένοντας την πόρτα να ανοίξει. Βήματα από βαριές στρατιωτικές αρβύλες ακούστηκαν στο χώμα από έξω και η πόρτα άνοιξε. Στο άνοιγμα, οι δύο ειδικοί φρουροί που τον συνόδευαν, ο οδηγός και ο ένοπλος συνοδός.
- «Κατέβα κάτω ρε!», διέταξε ο συνοδός.
Ο Νίκος νομίζοντας ότι έφτασαν κατέβηκε από την κλούβα και έριξε μια ματιά γύρω του, σκοτάδι και ερημιά. Πού ήταν;
- «Προχώρα!», είπε ο οδηγός. «Και το κεφάλι κάτω!»
- «Πού είμαστε; Δεν είναι εδώ το Κέντρο!»
Ένα χτύπημα με το βαρύ λαστιχένιο κλομπ του συνοδού στα πόδια τον έκανε να χάσει την ισορροπία του και να πέσει στην άσφαλτο.
- «Δεν θα σου δώσουμε λογαριασμό ρε πούστη που είμαστε!», του είπε ο οδηγός που ήρθε να σταθεί από πάνω του λιώνοντας του το κρανίο με τη χοντρή στρατιωτική του αρβύλα.
- «Ας τον και θα τον στρώσω εγώ!», είπε ο συνοδός και άρπαξε τον Νίκο από το σβέρκο και τον έσυρε σαν το σκυλί ως την άκρη του δρόμου δίπλα στα δέντρα.
- «Τι λες συνάδελφε; Δεν είναι κρίμα να ευχαριστηθούν τέτοιο καριολάκι οι συνάδελφοι στο Κέντρο πριν τον χαρούμε κι εμείς;», είπε ο οδηγός ανάβοντας τσιγάρο.
Ο Νίκος μπήκε στο νόημα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα υπέκυπτε σε μπάτσους ή ειδικούς φρουρούς για να ξεφύγει τη σύλληψη στα σκοτεινά πάρκα όπου συνήθως τριγύριζε. Πάντα ένα τσιμπούκι βοηθούσε την κατάσταση κάνοντας τα όργανα της τάξης να κάνουν τα στραβά μάτια.
Έτσι λοιπόν προετοιμάσθηκε στην ιδέα ότι θα έπρεπε να τσιμπουκώσει τους συνοδούς του και απόψε .. δεν ήταν και μεγάλη υπόθεση...
Οι δύο ειδικοί φρουροί που τον είχαν αναλάβει ήταν δύο απίστευτα καυλιά. Ψηλοί γεροδεμένοι γύρω στα 25 με φαρδιές πλάτες και γυμνασμένα ποντίκια. Κοντοκουρεμένοι με τις μαύρες στρατιωτικές μονόχρωμες στολές τους, δερμάτινες φαρδιές ζώνες με τις εξαρτήσεις σε δερμάτινες θήκες και χειροπέδες να κρέμονται μαζί με το κλομπ στο πλάι. Περίστροφο σε βαριά θήκη δεμένη στο πόδι, γάντια και χοντρά στρατιωτικά μαύρα άρβυλα.
Γιατί όχι λοιπόν μια καλή φάση μαζί με αυτούς τους καυλιάρηδες παιδαράδες στη μέση του πουθενά;
Οι φρουροί είχαν μια διαφορετική αντίληψη του πράγματος. Στη διαδρομή σχεδίαζαν ότι σαν καθαρόαιμα αρσενικά δεν έπρεπε να χάσουν την ευκαιρία να βγάλουν το σαδισμό τους πάνω στον ανυπεράσπιστο κρατούμενο τους.
Τραβώντας τον δεκαοκτάχρονο Νίκο από τις χειροπέδες τον κόλλησαν σε ένα από τα μεγάλα δέντρα στο πλάι του δρόμου. Ο οδηγός είχε ήδη πάρει ένα κομμάτι σχοινί και γρήγορα ο Νίκος βρέθηκε δεμένος στο δέντρο με χέρια και πόδια ανοικτά και γυμνός από τη μέση και πάνω.
Οι δύο παιδαράδες στάθηκαν μπροστά του και έβγαλαν τα μαύρα χιτώνια τους μένοντας γυμνοί από τη μέση και πάνω. Τα ελαφρώς τριχωτά στήθια τους με τις καυλωμένες ρώγες γυάλιζαν από τον ιδρώτα μέσα στο μισοσκόταδο ενώ είχαν ήδη αρχίσει να τρίβουν με τα δερμάτινα γάντια τους τα παντελόνια όπου οι ψωλές τους είχαν ήδη αρχίσει να φουσκώνουν.
Πριν το καταλάβει ο Νίκος ένα μπουκέτο προσγειώθηκε στο στομάχι του κόβοντας του την αναπνοή. Ο πόνος ήταν έντονος. Δεν είχε «αν και σχετικά γυμνασμένος «σε κάτι τέτοιο.
- «Τι συμβαίνει ρε πούστη; Πόνεσες;», είπε ο συνοδός.
- «Ακόμα δεν είδες τίποτα!», γέλασε ο οδηγός βγάζοντας ένα πλακέ παγούρι με ουίσκι από την πλαϊνή τσέπη του στρατιωτικού παντελονιού του.
Ο συνοδός πλησίασε τον Νίκο και του έσφιξε μέσα στα δερμάτινα γάντια του τη μούρη σαν το σκυλί. Η καυτή ανάσα του συνοδού έπεφτε στα μούτρα του.
- «Άκου εδώ καριόλη, αν νομίζεις ότι θα τη βγάλεις καθαρή με ένα τσιμπούκι κάνεις μεγάλο λάθος. Θα βλαστημήσεις την ώρα και τη στιγμή που σε αναλάβαμε εμείς. Απόψε θα το μετανιώσεις πικρά που έπεσες στα χέρια μας!»
Ο Νίκος τρόμαξε στο άκουσμα του τυπά. Δεν ήταν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο και δεν το ήθελε. Τι μπορούσε όμως να κάνει;
Τα μπουκέτα από τα γυμνασμένα μπράτσα του παιδαρά έπεφταν βροχή στο στομάχι και στο στήθος του. Ο συνοδός με την πούτσα του να καυλώνει ολοένα και περισσότερο μέσα στο παντελόνι έδινε τα ρέστα του ξεθυμαίνοντας πάνω στο δεμένο πουστόσκλαβο του.
Ο οδηγός της κλούβας έχοντας φτιαχτεί με το ουίσκι που είχε κατεβάσει, είχε ήδη ξεκουμπώσει το στρατιωτικό παντελόνι του και είχε βγάλει έξω την καυλωμένη ψωλάρα του. Όρθιος με τα πόδια ανοικτά, με το ένα γαντοφορεμένο χέρι χάιδευε τις καυλωμένες ρώγες στα σφιχτά στήθια του ενώ με το άλλο μαλάκιζε τα χοντρά, γεμάτα σπέρμα αρχίδια του.
Μετά από κάνα δεκάλεπτο και όταν ο συνοδός ένιωσε να κουράζεται από τα μπουκέτα που έριξε έδωσε τη θέση του στον οδηγό που πλησίασε με άγριες διαθέσεις.
Έλυσε τη δερμάτινη βαριά ζώνη του και την πέταξε στο χώμα. Έκοψε με ένα μαχαίρι τα σχοινιά που συγκρατούσαν τον καριόλη στο δέντρο. Με το που λάσκαραν τα σχοινιά ο Νίκος σωριάστηκε στο έδαφος, μια όμως κλωτσιά του οδηγού τον έκανε να συνέλθει αμέσως.
Δεν πρόλαβε να ανασηκωθεί και ο συνοδός προσγειώθηκε επάνω του. Κάθισε στο σβέρκο του πατώντας του τα ανοικτά χέρια με τα χοντρά άρβυλα του και αφήνοντας εκτεθειμένες πλάτες, κώλο και πόδια στη θέα του οδηγού που μαζεύοντας τη δερμάτινη ζώνη του από το χώμα ήρθε και στάθηκε όρθιος μπροστά στον ακινητοποιημένο Νίκο.
Με μια κίνηση κατέβασε τη βερμούδα που φορούσε ο Νίκος από τη στιγμή της σύλληψης του.
Η θέα ήταν καταπληκτική για τον συνοδό που με την εικόνα της γυμνής κωλάθρας του μπάσταρδου και το καυλάκι του να σέρνεται στο χώμα έκανε την πούτσα του να τινάξει τα πρώτα χύσια του στον αέρα.
Ο Νίκος προσπαθούσε να πάρει ανάσα, έχοντας το βαρύ γυμνασμένο κορμί του συνοδού στις πλάτες του. Δεν πρόλαβε να συνηθίσει σε αυτή τη στάση και ένα άγριο χτύπημα από την υπηρεσιακή δερμάτινη ζώνη του οδηγού προσγειώθηκε στα κωλοκαπούλια του κάνοντας τον να βογκήξει.
Η ζώνη έχοντας καρφιά και μεταλλικές αγκράφες για το κλομπ και τον υπόλοιπο εξοπλισμό σακάτευε το σημείο όπου έπεφτε. Ένα δεύτερο, τρίτο, τέταρτο χτύπημα έπεσαν συνεχόμενα με αποτέλεσμα τα πρώτα δάκρυα να έρθουν αυθόρμητα στα μάτια του Νίκου.
Ο συνοδός κατακαυλωμένος από την φάση και λιώνοντας με τα άρβυλα του τα χέρια του καριόλη βολεύτηκε ακόμα καλύτερα πιέζοντας περισσότερο τη μούρη του Νίκου στο χώμα.
Με την πούτσα έξω τραβούσε μια άγρια μαλακία καπνίζοντας και παίρνοντας μάτι την πούτσα του οδηγού που κατακαυλωμένος συνέχιζε το άγριο μαστίγωμα του σκλάβου.
Μετά από λίγη ώρα τόσο η πλάτη όσο και τα κωλομέρια του Νίκου είχαν γίνει κατακόκκινα από τα χτυπήματα και οι ψωλές των μπάτσων έτοιμες να εκραγούν.
Ο οδηγός ξαναφόρεσε τη ζώνη του και με την ψώλα να κρέμεται καυλωμένη έξω από το παντελόνι, γονάτισε μπροστά στην κωλάθρα του Νίκου.
Με μοναδικό λιπαντικό λίγο σάλιο και τον ιδρώτα που μάζεψε από τα γεροδεμένα στήθια του ακούμπησε το ψωλοκέφαλο του στην κωλότρυπα του δούλου.
Τη στιγμή εκείνη, ο συνοδός ανασηκώθηκε απελευθερώνοντας το σώμα του Νίκου που είχε γίνει ένα με το χώμα. Ο Νίκος μην έχοντας εικόνα του τι γίνεται προσπάθησε να ανασηκωθεί με αποτέλεσμα η ψώλα του οδηγού να καρφωθεί στην κωλότρυπα του σχεδόν με τη μία.
Ένα άγριο ουρλιαχτό βγήκε από μέσα του ενώ τα δύο κτήνη κατακαυλωμένα χασκογελούσαν, ο οδηγός με την πούτσα του καρφωμένη στο κωλάντερο του πιτσιρίκου και ο συνοδός όρθιος πλέον με τα άρβυλα ακόμα πάνω στα απλωμένα στο χώμα χέρια του δούλου και την πούτσα του μέσα στο στόμα του οδηγού.
Το βαρβάτο ξέσκισμα δεν κράτησε πάνω από δέκα λεπτά. Πρώτος ο οδηγός άδειασε τα αρχίδια του μέσα στη σκατότρυπα του Νίκου και σχεδόν αμέσως μετά ο συνοδός τίναξε το ψωλόχυμα του στις πλάτες του.
Ο Νίκος αφέθηκε για όχι πάνω από δύο λεπτά να πάρει ανάσα όσο οι δύο ειδικοί φρουροί ντύνονταν. Αυτό που ήθελε τώρα ήταν να τον αφήσουν να ξεκαυλώσει και εκείνος γιατί κακά τα ψέματα, παρά τον πόνο και την τρελή ξεφτίλα, το γαμησάκι ήταν σούπερ και οι καυλιάρηδες γαμάτοι.
Οι φρουροί είχαν όμως εντελώς διαφορετική άποψη. Ο συνοδός γονάτισε επάνω του λιώνοντας του την μέση με το γόνατο και ανοίγοντας του διάπλατα τα πόδια.
Ο οδηγός πήρε μια αρκετά μακρόστενη πέτρα από το χώμα και πασαλείβοντας την με λίγο από το σπέρμα του, την έχωσε χωρίς δισταγμό στην κωλότρυπα του Νίκου που μετά το καυλί του μπάτσου ήταν έτοιμος πλέον για όλα.
Οι δύο φρουροί ανασηκώθηκαν, ανέβασαν τη βερμούδα του Νίκου και του ξαναπέρασαν χειροπέδες. Τι συνέβαινε;
- «Περπάτα!», τον διέταξε ο συνοδός τραβώντας τον από το σβέρκο.
Με σπρωξιές και γελώντας τα γομάρια οδήγησαν τον Νίκο που τρεκλίζοντας περπατούσε, στην κλούβα και τον πέταξαν μέσα.
- «Μα έχω ακόμα την πέτρα μέσα μου…», τόλμησε να πει ο Νίκος.
- «Ακριβώς! Μια πολύ ευχάριστη έκπληξη για τους συναδέλφους που θα σε ψάξουν στο Κέντρο και θα χαρούν πολύ να σε παραλάβουν "έτοιμο"!», είπε ο οδηγός και έκλεισε με θόρυβο την μεταλλική πόρτα.
Ο Νίκος τους άκουσε να γελάνε περπατώντας γύρω από την κλούβα, να βάζουν τη μηχανή εμπρός και να ξεκινάνε.
Το μικρό παραθυράκι που χρησιμεύει για τον έλεγχο των κρατουμένων από την καμπίνα οδήγησης άνοιξε όσο η κλούβα έτρεχε προς το Κέντρο.
Η καυλιάρα φάτσα του συνοδού φάνηκε στο άνοιγμα και έριξε μια ματιά στο Νίκο που με χειροπέδες στα χέρια και πεταμένος στο πάτωμα αγωνιούσε.
- «Και που είσαι πούστη... έχε υπόψη ότι μόνος σου δε θα μπορέσεις να τη βγάλεις ποτέ. Μην ανησυχείς όμως, η βραδινή φρουρά θα έχει πολύ χρόνο στη διάθεση της για να σε "βοηθήσει"!»
Ο φρουρός έφτυσε και έκλεισε το παραθυράκι ενώ ο Νίκος έκλεισε τα μάτια σκεπτόμενος τι τον περίμενε στο Κέντρο όση ώρα η μαύρη κλούβα πλησίαζε στο τεράστιο στρατόπεδο που μέσα στη μέση του πουθενά τον περίμενε με άγριες διαθέσεις.
(Copyright protected OW ref: 8804)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.