Η ιστορία:
Ήταν Φλεβάρης του 2009. Ο όμιλος που εργάζομαι, αποφάσισε να κάνει έναν κύκλο σεμιναρίων σε διάφορα κράτη που έχει διασυνδέσεις. Από την μια έχει τα καλά του, το να βλέπεις άλλα μέρη και μάλιστα με πληρωμένα όλα τα έξοδα από την εργοδοσία σου - πλην του φαγητού σου, αλλά από την άλλη λίγο βαρεμάρα, να παρακολουθείς ή να ενημερώνεις τους ανάλογους συνεργάτες σου. Έτσι, ο κλήρος μου ήταν τον Μάρτιο να πάω εγώ στην Τιφλίδα για τον δικό μου κύκλο σεμιναρίων.
Ετοίμασα την βαλίτσα μου κλπ., αξεσουάρ (ξυριστικά, κολόνιες) πήρα τα έγγραφα μου παρέλαβα το εισιτήριο μου, και να ‘μαι στο Ελ. Βενιζέλος πρωί - πρωί Τρίτης και ώρα 05:30 για τσέκιν και επιβίβαση. Είχα ωραίο ταξίδι, κι έφτασα 10:00 π.μ. (με στάση στην Τουρκία πρώτα). Φτάνω στο αεροδρόμιο Τιφλίδας, περνάω τους σχετικούς ελέγχους και βγαίνω να πάρω ταξί να με πάει στο ξενοδοχείο όπου και θα έμενα για τέσσερις μέρες (τόσο θα κρατούσε το σεμινάριο).
Φτάνω στο ξενοδοχείο, κάνω ένα ντουζάκι, βγάζω τα ρούχα μου από την βαλίτσα μου και ξαπλώνω να κοιμηθώ για λίγο. Εξάλλου όλη αυτή η ημέρα θα ήταν για μένα ελεύθερη μιας και οι συναντήσεις μου θα ξεκινούσαν την επόμενη μέρα. Κατά τις τέσσερις το απόγευμα ξύπνησα. Βγήκα στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου να δω την θέα και να πιω εκεί τον καφέ μου. Αν και Μάρτυς είχε καλό καιρό - ανοιξιάτικο θα έλεγα.
Η πλευρά του ξενοδοχείου που έμενα ήταν η πλαϊνή. Είχε σχήμα κουπαστής καραβιού θα μπορούσα να πω και είχα πρόσβαση να χαζέψω και τα υπόλοιπα μπαλκόνια. Η θέα που είχα ήταν απίστευτη. Αποφάσισα να ετοιμαστώ και να κατέβω κάτω στην αυλή του ξενοδοχείου. Είχε πισίνα και μεγάλους φοίνικες που γύρω - γύρω από αυτούς είχαν πεταχτεί μικρά λουλούδια, με διάφορα χρώματα. Πήρα μερικές βαθιές ανάσες κι έκατσα σε ένα από τα τραπεζάκια που είχε. Η ώρα είχε πάει κοντά στις 7:00 μ.μ.
Παρήγγειλα μια μπίρα (στα αγγλικά) στο γκαρσόνι του ξενοδοχείου. Έπινα την μπιρίτσα μου και χάζευα εδώ κι εκεί. Κόσμος δεν υπήρχε πολύς. Όμως... Έτσι όπως χάζευα... Πέφτει το μάτι μου σε έναν κούκλο άντρα, που απ’ ότι κατάλαβα με βλεφάριαζε κι εκείνος. Έκανα πως δεν τον είδα. Όμως... Μηχανικά... Το κεφάλι μου και η ματιά μου ξαναγύρισαν να τον δω αν εξακολουθεί να με κοιτάζει κι εκείνος, ή ήταν σύμπτωση. Με κοίταζε... Και μου σκάει ένα φιλικό ας το πω χαμόγελο. Του το ανταπέδωσα κι εγώ δείχνοντας την ανάλογη ευγένεια μου.
Σηκώνει το ποτό του (ουίσκι έπινε), και μου έκανε νόημα «Στην υγεία μας» όπου και πάλι εγώ του το ανταπέδωσα σηκώνοντας το δικό μου ποτήρι μπίρας. Πέρασε κανένα δεκάλεπτο, ρίχνοντας ο ένας ματιές κρυφές και πονηρές στον άλλον, όπου τον κόβω, να κάνει την κίνηση να έρθει να κάτσει μαζί μου. Τα έχασα εγώ. Έτρεμαν τα πόδια μου και η καρδιά μου ανέβασε γρήγορα παλμούς. Ήταν ένας κούκλος κοντά στο 1.87, μαύρο - γκρι μαλλί κοντό, κόντρα ξυρισμένος κάπου στα 95 κιλά, γεροδεμένος. «Πω πω! Τι κούκλος!» είπα με τον εαυτό μου. «Τι παίδαρος!». Ήταν 46 χρονών κι έδειχνε για σαραντάρης καθαρός. Πλησίασε σε μένα, και με ρώτησε:
- «Μιλάς αγγλικά;»
- «Η αλήθεια είναι, ότι δεν μιλάω πολύ καλά αγγλικά. Είμαι γνώστης ιταλικών…» του απαντώ με εγγλέζικη προφορά.
- «Κανένα πρόβλημα!» μου λέει. «Μιλάω ιταλικά κι εγώ».
Στην αρχή συστηθήκαμε. Τον έλεγαν Ραφαέλο. Κι έτσι άρχισε ο διάλογος μας στα ιταλικά. Εγώ έλληνας στην καταγωγή, κι αυτός ήταν Καναδός γεννημένος στην Βιέννη. Τουλάχιστον έτσι μου είπε. Παρόλα αυτά μίλαγε κι ελληνικά, όχι πολλά, αλλά σπαστά και μάλιστα πολύ καλά. Μου είπε πως ερχόταν συχνά Ελλάδα λόγω της δουλειάς του, πόσο θαύμαζε την Ελλάδα και τον πολιτισμό της και ήταν κατά την δική του δήλωση λάτρης του Παναθηναϊκού και της Αλεξίου.
Αρχίσαμε και μιλάγαμε για διάφορα θέματα. Για το πως είναι η ζωή μου και η ζωή του στους τόπους που ζούμε, για την δουλειά μας, για τις οικογένειες μας, για τις παρέες μας... Και βρήκαμε να έχουμε πολλά κοινά που μας άρεσαν. Εγώ με τρόπο διακριτικό, τον έκοβα από πάνω μέχρι κάτω. Πολλές φορές η ματιά μου καθηλωνόταν στο φούσκωμα που είχε στο παντελόνι του. Κάποιες φορές, σα να έδειχνε πως το καταλάβαινε και έκανε την κλασική κίνηση που κάνουν οι περισσότεροι γαμιάδες, να τα βολεύει μέσα στο εσώρουχο του. Κατάλαβα, ότι το παιχνίδι είχε αρχίσει για τα καλά…
Με την κουβέντα και μ’ αυτά, φτάσαμε να μιλάμε τελικώς περισσότερο με ελληνική προφορά και οι δυο. Το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά και η ώρα, που ούτε κατάλαβα πως είχε περάσει, έδειχνε 9:30 μμ.. Είχαμε πιει τα ποτά μας και υπήρχε μια θετική αύρα κι από τους δυο. Τώρα, το ξενοδοχείο φωτιζόταν με μικρούς προβολείς που ήταν πολύ ρομαντικά θα έλεγε κανείς. Ανάψαμε ένα τσιγάρο, οπότε μου λέει:
- «Πάμε να περπατήσουμε να το καπνίσουμε στην βόλτα;»
Δεν αρνήθηκα. Δέχτηκα με πολύ ενθουσιασμό. Ξεκινήσαμε λοιπόν, να κάνουμε κύκλους γύρο από το ξενοδοχείο. Μετά περίπου από κανένα 25λεπτο βόλτας, νιώθω ότι θέλει να με πιάσει από το χέρι, σαν ερωτευμένο ζευγάρι. Του άπλωσα κι εγώ το δικό μου και κάναμε μερικά βήματα ώστε να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα μας δει κάποιο αδιάκριτο βλέμμα κάποιου περαστικού ή κάποιου που έμενε στο ξενοδοχείο.
Νιώθω, ότι άφησε το χέρι του από το δικό μου και το πέρασε στον ώμο μου. Αυτό ήταν. Άρχισα να μουδιάζω από καύλα. Τα βήματα μας, γίνονταν όλο και πιο αργά. Μέχρι που σταματήσαμε... Γύρισε και με κοίταξε βαθιά στα μάτια... Κι εγώ άρχισα να πλησιάζω τα χείλια μου στα δικά του κι εκείνος στα δικά μου. Ήταν απόλαυση. Αρχίσαμε να φιλιόμαστε με τρελό πάθος, με τόση λύσσα λες και δεν είχαμε ξαναφιλήσει ποτέ στην ζωή μας. Άρχισαν να μπερδεύονται οι γλώσσες μας, να μας φεύγουν μερικά σάλια στα πλαϊνά των χειλιών μας και να κάνουμε σαν λυσσασμένοι ποιος θα μαζέψει του άλλου.
Μείναμε να φιλιόμαστε κανένα τέταρτο. Με χάιδευε και τον χάιδευα. Ξαφνικά νιώθω την παλάμη του χεριού του που με χάιδευε στην πλάτη, να κατεβαίνει και να με χαϊδεύει πια στα κωλομέρια. Δεν έχασα κι εγώ όμως την ευκαιρία και κατέβασα το χέρι μου στο καυλί του που ήταν ένα θηρίο ανήμερο μέσα στο εσώρουχο του παντελονιού του. Του κατέβασα το φερμουάρ και του τον πέταξα έξω. Αν και χαμηλός φωτισμός, διέκρινα ένα παλούκι δίχως υπερβολή 24 πόντων και δυο μεγάλα βαρβάτα αρχίδια σαν γεμάτες δεξαμενές με χύσια.
Έσκυψα κι άρχισα να του γλείφω το ψωλοκέφαλο του και σιγά σιγά όσο μπόρεσε να πάρει το στόμα μου από αυτόν τον 24ποντο πούτσο. Είχε αρχίσει να βγάζει τα πρώτα σπερματικά υγρά, που τα έγλειφα σαν λυσσάρης. Τον ένιωθα που το απολάμβανε. Μου μιλούσε πότε αγγλικά, πότε ελληνικά, πότε ιταλικά. Με έλεγε τσιμπουκλή, καριόλη αδερφή πως κατάλαβε από την αρχή τι ψωλοαρπάχτρας είμαι κλπ. κλπ. ώσπου άρχισε να πρήζεται η πούτσα του, σημάδι ότι θα έχυνε.
Άρχισε να με χύνει μες στο στόμα και μου κρατούσε το κεφάλι, δίχως να μπορώ να αντιδράσω και μην μπορώντας να κάνω αλλιώς, τα κατάπια όλα. Τώρα, δίχως υπερβολή, αν αυτά τα χύσια τα έχυνε σε καπότα μέσα, τουλάχιστον η μισή και παραπάνω θα γέμιζε. Ο τύπος μιλάμε δεν ξέρει τι έχυνε από ποσότητα. Προς στιγμή ψιοθυμις γιατί νόμιζα πως μετά το χύσιμο θα τερμάτιζε το γλέντι της καύλας. Γελάστηκα όμως. Μου είπε πως θα πάμε να συνεχίζαμε, αν δεν είχα πρόβλημα, στο δωμάτιο του.
Δίχως άλλη σκέψη είπα ναι. Βρακωθήκαμε και ξεκινήσαμε για να πάμε στο δωμάτιο του. Ανάψαμε ένα τσιγάρο, και μου έλεγε πόσο το ευχαριστήθηκε, πως είμαι καλός στο γλείψιμο και μου υποσχέθηκε πως τώρα θα νιώσω και θα καταλάβω σεξ με άντρα γαμιά, τώρα που θα με πάει στο δωμάτιο του. Εγώ ακολουθούσα σαν να μην είχα πρωτοβουλία. Είχα υπνωτιστεί από αυτόν τον άντρακλα. Σαν σκυλάκι τον ακολουθούσα.
Φτάσαμε στο δωμάτιο του. Μπήκαμε μέσα, έβαλε μουσική σε ένα φορητό ράδιο cd που είχε φέρει μαζί του και πήγε στο μπαρ του δωματίου να ετοιμάσει ποτά. Του είπα να μπω να κάνω ένα ντουζάκι μέχρι να τα ετοιμάσει και μου έγνεψε κουνώντας το κεφάλι του θετικά. Μπήκα στο μπάνιο, έκανα ένα καλό καυτό μπανάκι, έπλυνα και καθάρισα άλλη μια φορά την τρύπα μου, έβαλα την πετσέτα του μπάνιου στη μέση μου και βγήκα. Έκατσα κοντά του.
Σηκώθηκε, χαμήλωσε τα φώτα, κι άρχισε να γδύνεται κι εκείνος. Τον είδα να μένει μόνο με το σλιπάκι του, ένα τέλειο σλιπ ελαστικό, χαμηλοκάβαλο, που χιλιοστό ήθελε να αρχίσει από την καυλωμένη πάλι πούτσα του να σπάσει το λάστιχο. Τα στέρνο του ήταν ελαφρά τριχωτό και λίγο φουσκωτό μπορώ να πω. Τα πόδια του σφιχτά με πεταγμένες φλέβες στις γάμπες του και δυο μπράτσα αντρικά σιδερένια - άτριχα, μόνο χνούδι και μια καρδιά κατακόκκινη με ένα μαύρο βέλος σε τατουάζ. Η πλάτη του, λες και την είχε σκαλίσει γλύπτης από τα σπασίματα που έκανε. Τον ρώτησα:
- «Κάνεις γυμναστική καυλιάρη μου;»
- «Έκανα!» μου λέει. «Κάθε μέρα ήμουν πέντε ώρες στο γυμναστήριο κι έκανα βάρη… κλπ. κλπ.».
Ούτε τα θυμάμαι να σας τα πω αυτά που έκανε.
- «Σου αρέσω;» με ρωτάει με ένα ύφος λες και δεν ήξερε την απάντηση.
- «Τέλειος είσαι! Παίδαρος με τα όλα του!»
- «Δυο λεπτά…» μου λέει. «Δεν θα αργήσω. Πιες το ποτάκι σου, να κάνω κι εγώ ένα ντους κι έρχομαι».
Έκλεισε την πόρτα του μπάνιου, κι άκουσα το νερό από τη βρύση να τρέχει δυνατά. Μου πέρασε η ιδέα να πάω να κάνω μπανιστήρι από την κλειδαριά, αλλά ατύχησα. Είχε μόνο ασφάλεια η πόρτα. Κι έτσι παρέμεινα στον καναπέ πίνοντας το ποτό μου, κι ακούγοντας την μουσική που είχε βάλει. Μετά από κανένα πεντάλεπτο βγαίνει κι εκείνος με μια πετσέτα τυλιγμένη στη μέση του. Έκατσε κοντά μου, πήρε το ποτό του και ήπιε μια γουλιά και πήρε να ανάψει τσιγάρο. Έστριψε το πακέτο προς εμένα και πήρα κι εγώ ένα τσιγάρο.
Μου άναψε με τον δικό του αναπτήρα ακούμπησε στην πλάτη του καναπέ, κι έβαλε το ένα του πόδι πάνω στο τραπεζάκι που είχαμε ακουμπισμένα τα ποτά. Πέρασε το ένα του χέρι στην μέση μου κι άρχισε να με χαϊδεύει πάνω κάτω στην πλάτη, όπου καμιά φορά έφτανε στα κωλομέρια. Με το άλλο χέρι του κρατούσε το τσιγάρο του και κάπνιζε απολαμβάνοντας της στιγμές. Εγώ τον χάιδευα στο μπούτι του όπου έφτανα κάποιες φορές να ακουμπάω στην άκρη της ψωλής του. Μείναμε σιωπηλοί, χαϊδεύοντας όπως προανέφερα ο ένας τον άλλον, μέχρι που τελείωσαν τα ποτά μας. Οπότε γυρίζω και του λέω:
- «Θα πιούμε ακόμα ένα;»
- «Για σένα έχω άλλο ποτό τώρα…» μου είπε.
Σηκώθηκε όρθιος μπροστά μου, πήρε το ποτήρι μου στα χέρια του, έβγαλε την πετσέτα του, κι άρχισε να κατουράει μες στο ποτήρι μου. Μου το προσφέρει.
- «Πιες αυτό!» μου λέει με σπαστά ελληνικά. «Θα σε τονώσει!»
Δεν είχα άλλη επιλογή. Το ήθελα κιόλας αυτό. Πήρα το ποτήρι μου και ήπια μια ρουφηξιά, καλή μπορώ να πω. Το κράτησα λίγο στο στόμα μου πριν το καταπιώ, όπου τον ακούω να μου λέει:
- «Άσπρο πάτο!»
Κατάπια την προηγούμενη γουλιά που είχα στο στόμα μου, κι ομολογώ ότι ήταν λίγο πικρούτσικη. Το κατάλαβε από έναν ψιλομορφασμό που έκανα. Σηκώνει το ποτήρι του και τσουγκρίζει το δικό μου.
- «Άσπρο πάτο!» πάλι μου ξαναλέει.
Και όντως το ήπια άσπρο πάτο με την μια.
- «Μπράβο καυλό-μπόι μου λέει. Μ’ αρέσεις που είσαι έτσι κίνκι μπόι.
Μου παίρνει το ποτήρι από τα χέρια και πήγε προς το μπαρ.
- «Θα σου κάνω ένα κοκτέιλ…» μου είπε. «Δεν θα σε ζαλίσει. Θα σε φτιάξει όμως πολύ».
Κάπου τρόμαξα. «Λες να μου ρίξει τίποτα ουσίες;» λέω. Επέστρεψε και είχε βάλει, ευτυχώς, μόνο ουισκάκια στα ποτήρια. Μου έβαλε δυο παγκάκια, κι έκανα να πάρω την κόκα κόλα να ρίξω στο ουίσκι.
- «Αααααα... Όχι!» μου λέει. «Όχι κόκα κόλα».
Πιάνει το καυλί του και ρίχνει πάλι κάτουρα.
- «Τώρα είναι έτοιμο το κοκτέιλ σου!» μου λέει και μου τσουγκρίζει ξανά το ποτήρι. «Πιες!»
Άρχισα να το πίνω. σιγά σιγά όμως τώρα. Κάποια στιγμή κι ενώ είχαμε αρχίσει το χαμούρεμα στον καναπέ και ήμασταν και οι δυο γυμνοί πλέον, παίρνει το ποτήρι μου και πίνει μια δυνατή γουλιά. Αμέσως το αφήνει κάτω κι ενώνει το στόμα μου με το δικό του. Άνοιξα το στόμα μου να μπερδέψω τη γλώσσα μου με την δικιά του κι ένιωσα να μου ρίχνει στο στόμα την γουλιά που είχε πιει από το ποτήρι μου. Όταν την κατάπια, μου τραβάει πίσω το κεφάλι, κι όπως ήμουν με ανοιχτό το στόμα μου έριξε ένα δυνατό φτύσιμο.
- «Τώρα είσαι έτοιμος να σε γαμήσω παλιοκαριόλη!» μου είπε.
Με πήρα αγκαλιά και πήγαμε στο κρεβάτι του. Ξαπλώσαμε κι άρχισε ένας έρωτας να γίνεται το κάτι άλλο. Άρχισε να μου κάνει γλειφοκώλι και να μου βάζει μέχρι και τρία δάχτυλα. Ούτε με κρέμα ούτε με σάλιο. Εγώ βογκούσα, πόναγα… το ευχαριστιόμουν. Με έβριζε, με ξεφτίλιζε μου έλεγε πάντα στα ελληνικά:
- «Τι πούστρα βρήκα! Τι κωλοτρυπίδα θα γαμήσω! Τι αδερφάρα είσαι!» και άλλα τέτοια.
Κάποια στιγμή με έστησε στα τέσσερα αλλά τα κωλομέρια μου έξω από το κρεβάτι του. «Τι θα μου κάνει τώρα;» αναρωτήθηκα. Άρχισε να με κατουράει στην κωλοτρυπίδα. Ήταν τόση η καύλα μου που φώναξα:
- «Κι άλλο γαμιά μου... Κι άλλο θέλω...»
Σταμάτησε κι έβαλε λίγη κρέμα στα κωλόχειλα μου. Ακούμπησε το παλαμάρι του και μπήκε το μισό ψωλοκέφαλο του μέσα στην σχισμή της τρύπας μου. Οπότε τον ακούω να μου λέει:
- «Πάρε κάτουρα στην κωλάρα σου πουτάνα!»
Άρχισε να κατουράει για δυο λεπτά τουλάχιστον. Τα ένιωθα καυτά να τρέχουν μέσα μου. Περίεργοι αναστεναγμοί καύλας και πάθους μου έβγαιναν. Όταν τελείωσε, έφερε την ψωλή του στο στόμα μου κι άρχισε να τρομπάρει ως το λαρύγγι μου. Κάθε που πνιγόμουν και σφιγγόμουν, ρουκέτες από κάτουρο έβγαιναν από τα κωλόχειλα μου.
- «Έτσι!» φώναζε. «Θα σε πνίξω μαλακισμένη τσούλα! Θα σου δώσω το κωλάντερο στα χέρια!»
Εγώ ικέτευα να με γαμήσει. Δεν άντεχα άλλο. Παίρνει μια καπότα από το κομοδίνο, την φοράει και δίχως άλλη κρέμα, όπως ήμουν, άρχισε να μου μπήγει αυτή την 24ποντη ψωλή.
- «Αααααααααααααα! Ωωωωωωωχχχχχ! Ναι άντρα μου! Γάμα με! Το θέλω. Με πονάς...»
- «Σκάσε ψωλού κι απόλαυσε πούτσα καριόλα!» μου έλεγε.
- «Γάμα με κωλομπαρά μου! Γάμα με σκίστη μου! Αχχχχχ… Κάνε με να νιώσω τι πραγματικά είμαι!»
- «Ένας πούστης που θέλει πούτσα είσαι! Μια πουτάνα που την βρήκα να θέλει να γαμηθεί και την γαμάω!»
- «Κι άλλοοο! Κι άλλοοοο! Ναι... Ααααχχχχχ...»
Μετά από μισή ώρα ξεκωλιάσματος ανάσκελα και στα τέσσερα, ήταν πια έτοιμος να χύσει.
- «Θα σε χύσω χαμούρα πόρνη! Θα σε χύσω...»
Βγάζει την καπότα κι έρχεται πάνω μου όπου ήμουν ξαπλωμένος ανάσκελα.
- «Άνοιξε το στόμα σου. Τώρα πούστη! Χύνωωωωωω! Ααχχχχχ... Πάρτα μαλάκαααα! Πιες τα πουτάνας γιε. Πιες τα ξεκωλιάρα! Μουνάρα έγινε το κωλοτρυπίδι σου! Πιες πουτάνα χύσια!»
Έχυνε σαν άλογο. Διπλάσια ποσότητα ένιωσα να τρέχει στο λαρύγγι μου από αυτήν της πρώτης φοράς που του έκανα πίπα στην βόλτα πριν το δωμάτιο του ξενοδοχείου. Του έκανα τσιμπούκι για τουλάχιστον πέντε λεπτά ακόμα. Μέχρι που στράγγιξε η πούτσα του.
- «Έλα, τώρα θα πιεις και το απεριτίφ σου…» μου λέει.
Μου έπιασε με τα δάχτυλα του τα ρουθούνια από την μύτη μου, άνοιξα το στόμα για να πάρω ανάσες μην ξέροντας τι ετοίμαζε, μέχρι που άρχισε να με κατουράει μες στο στόμα απευθείας από την πούτσα του, με ακόμα περισσότερες βρισιές.
- «Πιες μωρή σκύλα! Πιες παλιόπουστα! Έτσι μωρή καριόλα! Θα σε στείλω στην Ελλάδα γκαστρωμένη από χύσια και κάτουρα!»
Αυτό κράτησε άλλα δυο λεπτά μέχρι που δεν είχε άλλα. Τώρα ήρθε η σειρά μου να χύσω. Με πήρε με το ένα χέρι αγκαλιά και με το άλλο έπαιζε την κωλοτρυπίδα μου που την είχε κάνει τριαντάφυλλο από το ξεκώλιασμα. Έβαλε λίγη κρέμα και μου έβαζε κωλοδάχτυλο ενώ μαλακιζόμουν. Ποσότητα πολύ μικρότερη άρχισα να χύνω από την καύλα που είχα. Δεν είχα ούτε την ψωλάρα του ούτε τις αρχιδάρες του που ήταν σαν δεξαμενές.
Όταν τελειώσαμε ανάψαμε και κάναμε τσιγάρο αμίλητοι. Μετά με πήρε από το χέρι με τρυφεράδα τώρα και μπήκαμε μαζί στο μπάνιο. Με έκανε μπάνιο, με έτριψε και του το ανταπέδωσα με παρόμοιο τρόπο. Υπήρχε ένα σαμπουάν με κύριο συστατικό του το λάδι (δεν κυκλοφορεί εδώ). Το πήρα, γονάτισα μπροστά του και με την χούφτα μου του έκανα μασάζ στο καυλί του. Δεν άργησε να ξανακαυλώσει.
- «Κάνε μου πίπα καριόλα!» με διέταξε.
Αμέσως πήρα στο στόμα μου αυτό το μεγάλο παλούκι. Τον τρομπάριζα καλά, μου έκανε κι εκείνος μερικούς πνιγμούς γιατί τον έσπρωχνε βαθιά, αλλά πού να καταπιώ αυτό το καυλωμένο θηρίο; Μόνο η κωλοτρυπίδα μου τον κατάπινε όλο. Μέσα σε είκοσι λεπτά άρχισε να τον παίζει εκείνος ενώ με είχε γονατιστό ακόμα.
- «Γλείψε τα αρχίδια μου μαλάκα!» μου είπε.
Και το έκανα.
- «Έλα... Σε χύνω αδερφάρααααα!» ούρλιαξε. «Χύνωωωωω! Πούστρααααα!!!»
Για άλλη μια φορά δεν έχασα σταγόνα από το καυτό παχύρρευστο χύσι του. Και καμιά σταγονίτσα αν ξέφυγε, την μάζεψε και μου την έδωσε με το δάχτυλο του. Αφού κάναμε μπάνιο, πήγαμε και ξαπλώσαμε μαζί. Με είχε όλο το βράδυ αγκαλιά. Τέσσερις μέρες που έμεινα Τιφλίδα, τέσσερις μέρες με γαμούσε και με κατουρούσε. Ήταν μαγεία! Ένας θεός επί της γης… που δεν νομίζω όμοιο του να βρω ποτέ.
(Copyright protected OW ref: 31397)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.