Η ιστορία:
Μένω σε ένα χωριό κοντά στο Κιλκίς και εκεί ο κόσμος δεν γνωρίζει για τους πούστηδες και όλες τις άλλες ανωμαλίες. Εγώ έχω μιλήσει στους γονείς μου και δεν έχουν κανένα πρόβλημα. Μια μέρα μπήκα να δω τα μηνύματα μου και είδα ένα μήνυμα από έναν τύπο και μου έλεγε πως με έχει μπανίσει στην πλατεία και έψαξε και βρήκε το mail μου. Μου είχε στείλει και κάτι φωτογραφίες που ήταν αυτός και δυο άλλοι άντρες. Ήταν κοντά στα 40 με 45 και στο μήνυμα μου έγραφαν πως μου δίνουν όσο - όσο για να περάσω ένα Σαββατοκύριακο μαζί τους. Οι τύποι ήταν του γούστου μου. Βέβαια δεν έβλεπα φάτσες αλλά ήταν μεγαλόσωμοι, τριχωτοί, δεν είχε αγγίξει τίποτα την κωλοτρυπίδα τους και γούσταραν να γαμάνε ότι κινείται.
Απάντησα στο μήνυμα και του είπα πως θέλω να το σκεφτώ, όμως την επόμενη ημέρα έστειλα ξανά μήνυμα και τον ρώτησα πόσα μου δίνουν και που θα είμαστε για να μη μας δει κανείς. Πήρα μήνυμα μετά από ένα τέταρτο ενώ ήταν online και έλεγε πως μου δίνουν 200 ευρώ και μου είπε και το μέρος που έχουν την καβάτζα τους εκεί. Χωρίς καμιά άλλη σκέψη είπα στην μάνα μου και τον πατέρα μου πως θα πάω το Σαββατοκύριακο σε μια φίλη που μένει Θεσσαλονίκη και ετοιμάστηκα για να φύγω. Έκανα ένα σάκο με στρινγκ και προκλητικά σορτσάκια και φανελάκια. Ντύθηκα κανονικά και αποχαιρέτησα την μάνα μου και τον πατέρα μου που νόμιζαν ότι θα πήγαινα να πάρω το λεωφορείο. Πήγα μέχρι την στάση του λεωφορείου και πήρα ένα ταξί, του έδωσα την διεύθυνση και του είπα να με αφήσει λίγο πιο μακριά από το σπίτι. Κατέβηκα και το σπίτι ήταν μες στα χωράφια. Έβγαλα το τζιν μου και από κάτω φορούσα ένα σορτς και άρχισα να περπατάω μέχρι το σπίτι. Χτύπησα την πόρτα και μου άνοιξε ένα μανάρι που με περνούσε τρία κεφάλια.
- «Παιδιά, ήρθε το πουτανάκι μας» φώναξε.
Εγώ πέρασα μέσα και είδα ένα σπίτι που ήταν αχούρι. Είχε μπίρες παντού, πίτσες και καπότες. Ήρθαν από ένα δωμάτιο και τα τρία τα μανάρια και μου λέει ένας από αυτούς:
- «Πρέπει να μάθεις τους κανόνες για τις πουτάνες μας».
- «Πρώτον, οι πουτάνες είναι πάντα γυμνές» πετάχτηκε κάποιος άλλος.
- «Δεύτερον, οι πουτάνες ποτέ δεν συμμαζεύουν, και τρίτον οι τρυπούλες τους ποτέ δεν είναι άδειες».
- «Ωραία! Μπορώ να μάθω τα ονόματα σας;» είπα.
- «Αυτός είναι ο Γιώργος, αυτός ο Παύλος κι εγώ είμαι ο Γιάννης» είπε και έκατσε στον καναπέ και με μια κίνηση του ποδιού του άδειασε όλο το τραπεζάκι.
Όλοι έμοιαζαν μεταξύ τους, δηλαδή, ήταν κοντοκουρεμένοι, στο ίδιο ύψος με κοιλιά μπράτσα και όλοι μανάρια.
- «Βγάλε τα ρούχα σου και χαλάρωσε» είπε ο Παύλος.
- «Και δεν θα μας λες με τα ονόματα μας αλλά κύριε Παύλο, κύριε Γιώργο κτλ. Κατάλαβες;» είπε ο Γιάννης.
- «Ναι» είπα εγώ.
Έβγαλα την μπλούζα μου και μετά το σορτσάκι μου, έμεινα με το στρινγκάκι και κάθισα στον καναπέ σταυροπόδι. Ο Παύλος με πλησίασε και μου είπε:
- «Σήκω».
Κι εγώ σηκώθηκα.
- «Δεν σου είπαμε ότι οι πουτάνες είναι πάντα γυμνές;»
- «Συγγνώμη» είπα και κατέβασα το στρινγκάκι μου.
- «Έχεις ξαναγαμηθεί;» με ρώτησε.
- «Όχι» απάντησα.
- «Θα το δούμε αυτό…» είπε και έκατσε στον καναπέ. «Ξάπλωσε στα πόδια μου!» διέταξε κι εγώ το έκανα.
Άρχισε να ψάχνει την τρύπα μου και να την τρίβει. Άνοιγε τα κωλομάγουλα και τα ξανάκλεινε και έχωσε μέσα απότομα ένα δάχτυλο. Εγώ έκανα «Άουτς!» κι αυτός με πέταξε στο πάτωμα.
- Έκανες άουτς;» με ρώτησε.
- «Συγγνώμη…» είπα εγώ.
- «Δεν μπορείς να αντέξεις ένα δάχτυλο και αντέξεις το καυλί μου;» ρώτησε και έβγαλε την ψωλάρα του. «Πώς θα το αντέξεις ρε μαλάκα;» με ξαναρώτησε και με βάρεσε κλοτσιά με την αρβύλα του στο στέρνο. E; ούρλιαξε και με ξαναβάρεσε στον κώλο. «Σήκω!» διέταξε και σηκώθηκα. «Περπάτα!» είπε.
Με πήγε σε ένα υπνοδωμάτιο κι όλοι οι άλλοι έμεναν απαθέστατοι.
- «Κάτσε εκεί και μην μιλάς!» διέταξε και έφυγε στο σαλόνι. «Ρε Γιάννη, τι μας τον κουβάλησες αυτόν εδώ; Δεχτήκαμε να γαμήσουμε μια πούστρα, να την πληρώσουμε και ούτε καν μπορεί να μας καυλώσει!» φώναξε και ήρθε πάλι σε εμένα.
Άρχισε να ψάχνει σε ένα συρτάρι και βρήκε έναν τεράστιο ψεύτικο πούτσο, βρήκε και βαζελίνη και με μια κίνηση τον έχωσε στον κώλο μου. Εγώ ξεκίνησα να φωνάζω. Αυτός βρήκε και μια μονωτική ταινία και έδεσε τον πούτσο στα μπούτια μου ώστε να μην βγει. Μου έδεσε και τα χέρια και με άφησε εκεί για καμιά ώρα. Μπήκαν στο δωμάτιο και οι τρεις ολόγυμνοι με τις πούτσες τους κάγκελα. Μου έβγαλαν την ψεύτικη πούτσα και με έλυσαν και ο Παύλος ξεκίνησε να με γαμάει. Μέσα σε ένα τρίλεπτο είχε τελειώσει και ο κώλος μου ξερνούσε τα χύσια του. Μετά με ανέλαβαν ο Γιώργος και ο Γιάννης και με γαμούσαν μαζί. Αυτοί άργησαν πάρα πολύ αλλά όταν έχυσαν κι αυτοί μες στον κώλο μου ήρθε ξανά ο Παύλος και άρχισε να με βαράει χαστούκια και να μου χώσει στον κώλο ολόκληρη την παλάμη του και επειδή εγώ είχα καταλάβει τι γούσταρε έλεγα:
- «Ναι μωρό μου... Γάμα με! Χώσε μου όλο σου το χέρι!»
Αυτός την έβρισκε. Μου την έχωσε στο στόμα και κόντεψε να με πνίξει. Εμένα με πήρε ο ύπνος καθώς με γαμούσανε για ώρες και ξύπνησα το επόμενο πρωί μες στα χύσια. Ο Γιάννης θυμάμαι μου έχωνε ένα τενεκεδένιο μπουκάλι μπίρας και ήταν ακόμα στον κώλο μου. Το έβγαλα και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Οι άλλοι ήταν τύφλα και κομιζόντουσαν. Εγώ πήγα, καθάρισα τον κώλο μου και τον πέρασα ένα ξύρισμα για να είναι πιο αστραφτερός, έβαλα λάδι και πήγα ξάπλωσα ξανά στο κρεβάτι. Ο κώλος μου ήταν πολύ άδειος και έπρεπε με κάτι να τον γεμίσω. Άρχισα να παίζω την πούτσα του Γιάννη και να γλείφω του Παύλου. Ο Παύλος άνοιξε τα μάτια του και είδε τι έκανα και με πάτησε κλοτσιά για να σταματήσω. Όταν ξύπνησαν βγήκαν γυμνοί στο χωράφι και άρχισαν να παίζουν μπάλα. Φορούσαν μόνο τις μπότες τους. Εγώ έβαλα τα σπορτέξ μου και βγήκα με εκείνη την ψεύτικη πούτσα στο χέρι, έκατσα στα μαρμαρένια σκαλοπάτια και την έχωσα στον κώλο μου. Αυτοί δεν μου έδωσαν σημασία και ήρθε και με πήρε ο Παύλος.
- «Νομίζεις ότι είσαι πουτάνα;» με ρώτησε.
- «Δεν το νομίζω, είμαι» είπα.
- «Είσαι το χειρότερο γαμήσι που έχω κάνει ποτέ ρε μαλάκα! Σήκω φύγε από εδώ!» είπε.
Με έριξε πάνω στο τραπέζι, έβγαλε δυο αγγούρια από το ψυγείο και μου τα έχωσε στον κώλο κι αυτός την έπαιζε. Μπήκε μέσα ο Γιάννης, μου τα έβγαλε από τον κώλο και άρχισε να με γαμάει άγρια πάνω στο τραπέζι. Μετά με τράβηξε από το χέρι ο Γιάννης και με έστησε στον τοίχο. Με γαμούσε στα όρθια για μισή περίπου ώρα και αφού έχυσε στο πάτωμα και με έβαλε να τα φάω, πήρε την τσάντα μου, την πέταξε έξω και μετά πέταξε και εμένα στην μαρμαρένια σκάλα. Μου πέταξε δύο ευρώ και έφυγα.
(Copyright protected OW ref: 52520)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.