Θέλω να σας διηγηθώ και εγώ με την σειρά μου κάποιες από τις (λιγοστές είναι η αλήθεια) ομοφυλοφιλικές εμπειρίες μου, έτσι για να περάσει η ώρα μας ευχάριστα.
Θέλω να σας πω από την αρχή ότι δεν είμαι ομοφυλόφιλος με την γνωστή εικόνα, εκείνη δηλαδή ενός μασκαρεμένου άντρα που κουνιέται και λυγιέται που μιλάει γυναικεία και λιγώνεται όταν βλέπει κάποιον να του αρέσει.
Από την αρχή της σεξουαλικής μου ζωής, μου άρεσε πάντα το ωραίο, είτε αυτό εκφραζόταν με τα καλλίγραμμα πόδια κάποιας κοπέλας, είτε με τα στιβαρά μπράτσα ενός άντρα. Είχα πάντα την άποψη ότι η ομορφιά δεν έχει φύλο, είναι απλά ομορφιά και έχουμε το δικαίωμα να την απολαμβάνουμε όλοι.
Θα μπορούσα λοιπόν να αυτοχαρακτηριστώ ομοφυλόφιλος, μια και ο όρος bisexual μου φαίνεται χαζός και συνήθως πίσω από αυτόν κρύβονται οι άνθρωποι που δεν έχουν το θάρρος να παραδεχτούν την αλήθεια. Έτσι το bisexual, ακούγεται κάτι σαν το «ολίγον έγκυος».
Τα χαρακτηριστικά μου επίσης είναι εντελώς αντρικά. Οι τρόποι μου, οι κινήσεις μου, η ομιλία μου και κυρίως η νοοτροπία μου και η συμπεριφορά μου. Είναι ωραίο να είσαι άντρας και δεν θα το άλλαζα με τίποτα. Το σώμα μου είναι κανονικά τριχωτό και θα έλεγα σχεδόν γυμνασμένο, όχι επειδή πηγαίνω στο γυμναστήριο συστηματικά, αλλά μάλλον από τον σωματότυπο του από την φτιαξιά του.
Η ερωτική μου ζωή με τις γυναίκες είναι επίσης κανονική. Οι γυναίκες που ήταν κατά καιρούς μαζί μου, ήταν όλες όμορφες, όχι στο στιλ της πλαστικής γκόμενας, της Barbie. Απλά, όμορφες καθημερινές γυναίκες από αυτές που ευτυχώς συναντάμε συχνά στον δρόμο. Και είχαν όλες τύπο και προσωπικότητα. Αυτό είναι κάτι που προσέχω πρώτο σε μια όμορφη γυναίκα και είναι αυτό που την κάνει επιθυμητή στα μάτια μου.
Αυτά σαν συστάσεις, για να πάρετε μια ιδέα για μένα, όσο γίνεται από μια περιγραφή.
Σήμερα θα σας αφηγηθώ την πρώτη μου εμπειρία με άντρα, που συνέβη όταν υπηρετούσα την θητεία μου στο ΚΕΥΠ στην Λαμία, πριν από δέκα χρόνια περίπου. Παρουσιάστηκα μετά τις σπουδές μου, χωρίς κανένα άγχος και πρόβλημα. Ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει και θα γινόταν. Ούτε πίστευα ότι το στρατιωτικό είναι χαμένος χρόνος από τη ζωή σου. Το στρατιωτικό είναι και αυτό μια εμπειρία και καμία εμπειρία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί χαμένος χρόνος. Ο χρόνος κυλούσε ομαλά. Εκπαίδευση (στο ΚΕΥΠ δεν είναι και η σκληρότερη που υπάρχει) καινούργιες γνωριμίες, παρέες, χαβαλές, έξοδοι, τα γνωστά.
Όταν πέρασα στα ΛΥΒ, το διπλανό κρεβάτι από μένα το έπιασε ένα παιδί από τα Γιάννενα. Δεν θα αναφέρω καν το μικρό του όνομα. Δεν θα ήθελα αν τυχόν διαβάσει κάποιος άλλος την ιστορία, να μπορεί να καταλάβει τα πρόσωπα, όχι τόσο για μένα, όσο για τον φίλο μου. Όπως ήταν φυσικό πιάσαμε κουβέντα με τον καινούργιο γείτονά μου (πριν τα ΛΥΒ ήμασταν σε διαφορετικούς θαλάμους και δεν γνωριζόμασταν) και σιγά σιγά γίναμε φίλοι.
Ο φίλος μου ήταν ένα όμορφο ψηλό και γεροδεμένο παιδί και το σημαντικότερο, ενώ ήξερε ότι είναι όμορφος, αυτό δεν τον έκανε κωλόπαιδο όπως συμβαίνει με πολλούς και με πολλές, που η ομορφιά αλλάζει τον χαρακτήρα τους και τους κάνει να συμπεριφέρονται αλαζονικά.
Ήταν δυο χρόνια μικρότερος από μένα και απολαμβάναμε ο ένας την παρέα του άλλου μιλώντας για την μέχρι τότε ζωή μας και βέβαια για γκόμενες. Τον είχα δει βέβαια αρκετές φορές ολόγυμνο στο μπάνιο. Είχε ένα όμορφο, μελαχρινό και δουλεμένο αντρίκιο σώμα, με αρκετές τρίχες και εκείνο που έκανε εντύπωση ήταν ο βαρύς πούτσος που κρεμόταν ανάμεσα στα πόδια του. Ήταν αρκετά χοντρός, αλλά το πιο εντυπωσιακό σημείο ήταν το πουτσοκέφαλο.
Επειδή μικρός είχε κάνει περιτομή, ήταν χωρίς πετσάκι και τόσο χοντρό και βαρύ που κρατούσε κρεμασμένο χαμηλά όλη την ψωλή του, σαν ένα μεγάλο βαρίδι. Σε συζήτηση που είχαμε κάνει, μου είχε πει ότι είχε κάνει περιτομή μικρός γιατί είχε φίμωση. Το πετσάκι ήταν στενό, δεν τραβιόταν πίσω και όταν του σηκωνόταν, το τράβηγμα του δέρματος τον πονούσε.
- «Πιο πετσάκι βρε μαλάκα ήταν στενό;», του έλεγα πειράζοντας τον. «Το πετσάκι έφταιγε ή η βαριοπούλα που έχεις για πουτσοκέφαλο; Τι σου έφταιγε το πετσάκι και το έκοψες; Κανονικά έπρεπε να πας σε τόρνο, να σου φάει λίγο το κεφάλι!»
Ξεκαρδιζόμασταν με τέτοια πειράγματα. Άλλες φορές πάλι που τύχαινε να αλλάζει σώβρακο δίπλα στο κρεβάτι μου, στο μικρό κενό που χώριζε τα κρεβάτια μας και ο πούτσος του κουνιόταν πέρα - δώθε σαν βαρύ εκκρεμές και εγώ τύχαινε να κάθομαι στο κρεβάτι μου, του έλεγα:
- «Πρόσεχε κατά που κουνιέται! Θα μου έρθει καμία στο κεφάλι και θα με ρίξει κάτω!»
- «Έλα μαλάκα και δεν πας πίσω!», μου έλεγε γελώντας.
Εννοείται όλα αυτά όταν δεν ήταν άλλοι κοντά. Μερικές φορές τύχαινε το πρωί να κατουράμε δίπλα - δίπλα στις τουαλέτες και έτσι όπως δεν υπήρχε διαχωριστικό, είχαμε δει τις ψωλές μας σηκωμένες από την πρωινή καύλα.
Ένα άλλο καλοκαιρινό πρωινό, ξύπνησα κατά τις τέσσερις και μισή να πάω για κατούρημα. Έκανε πολύ ζέστη και κοιμόμασταν όλοι μόνο με τα εσώρουχα και χωρίς φανελάκι. Το σεντόνι το ρίχναμε τις πιο πολλές φορές πάνω μας μόνο για τα κουνούπια. Γυρνώντας από την τουαλέτα - είχε φωτίσει αρκετά - βλέπω τον φίλο μου να έχει γυρίσει και να κοιμάται ανάσκελα, με το ένα πόδι ελαφρά λυγισμένο και από το ξεκούμπωτο άνοιγμα στο μποξεράκι να έχει βγει η ψωλή του, ντούρα, σε όλο της το μεγαλείο.
Οι φλέβες πετάγονταν γεμάτες από αίμα και το χοντρό πουτσοκέφαλο ήταν κόκκινο και πρησμένο. Κοίταξα να βρω το σεντόνι του για να τον καλύψω, αλλά το είχε διπλωμένο κάτω από το μαξιλάρι του. Δεν ήθελα να τον ξυπνήσω και έτσι αφού έριξα μια ματιά γύρω και είδα ότι όλοι ροχάλιζαν του καλού καιρού, έπιασα τον πούτσο του και τον τακτοποίησα απαλά μέσα στο μποξεράκι του κουμπώνοντας και το κουμπί. Άνοιξε τα μάτια και με κοίταξε.
- «Τι έγινε ρε;», με ρώτησε χαμηλόφωνα και νυσταγμένα.
- «Σε κούμπωσα γιατί έκανες πρωινές αποκαλύψεις…», του είπα. «Μαζέψου!»
Έβαλε το χέρι του και αφού διαπίστωσε και μόνος του ότι όλα ήταν εντάξει, χαμογέλασε και ξανακοιμήθηκε.
Την επόμενη μέρα ούτε που το σχολιάσαμε. Είχαμε αποκτήσει μια μεγάλη οικειότητα μεταξύ μας σαν να ήμασταν χρόνια φίλοι. Μέρα με την μέρα αισθανόμασταν όλο και πιο κοντά. Εγώ είχα και την μηχανή κοντά και στις διήμερες άδειες μας, είχαμε έρθει μαζί στην Αθήνα, στο σπίτι μου, όπως είχαμε πάει και στο δικό του. Προς το τέλος των ΛΥΒ, ένα τριήμερο που είχαμε και οι δύο άδεια, έριξε την ιδέα:
- «Ρε μαλάκα, δεν μένουμε εδώ, σε ένα ξενοδοχείο δυο βράδια, να το παίξουμε τουρίστες στην Λαμία; Όλο με το άγχος της ώρας είμαστε όταν βγαίνουμε έξοδο. Θα ξεκουραστούμε, θα βγούμε το βράδυ, κι αν μας τη δώσει πάμε και πουθενά εδώ κοντά με τη μηχανή».
Το αποφασίσαμε και Παρασκευή απόγευμα, πήγαμε στο ξενοδοχείο και ανεβήκαμε στο δωμάτιό μας, κάνοντας σχέδια για το βράδυ. Το πρώτο πράγμα που κάναμε όταν μπήκαμε στο δωμάτιο, ήταν να μπούμε στο μπάνιο. Πρώτος γδύθηκε και μπήκε εκείνος. Βγήκε με την πετσέτα γύρω από την μέση. Γδύθηκα και μπήκα κι εγώ.
Αφού τελείωσα το απολαυστικό μπάνιο, βγήκα κρατώντας την πετσέτα σκουπίζοντας ακόμα το σώμα μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Ο φίλος μου ξαπλωμένος στο δικό του, με το τηλεκοντρόλ στα χέρια έκανε ζάπινγκ. Είχε λύσει την πετσέτα από τη μέση του και είχε καλύψει ίσα - ίσα τα αρχίδια του, χωρίς όμως καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια να τα κρύψει. Εγώ έμεινα στο κρεβάτι τελείως γυμνός και άναψα τσιγάρο.
Κάποια στιγμή κάνοντας ζάπινγκ, έπεσε πάνω σε κάτι χορευτικά. Γκομενίτσες με καυτά σορτσάκια έκαναν κουνήματα και νάζια.
- «Κόψε ρε μαλάκα!», μου λέει.
Διαλεγμένα ένα προς ένα τα μουνάκια. Ξανθά, μελαχρινά, ποικιλία μεγάλη. Για όλα τα γούστα, ή όλα μαζί για πολλά γούστα. Αρχίσαμε να σχολιάζουμε μία - μία τις πιτσιρίκες, με το χέρι μας ασυναίσθητα, να έχει κατέβει και να χαϊδεύει τον πούτσο μας, συνηθισμένη κίνηση όταν μιλάγαμε αραχτοί για γκόμενες. Η ξανθιά κάνει καλές πίπες! Φαίνεται από το πως σουφρώνει τα χειλάκια. Η καστανή με το πεταχτό κωλαράκι είναι εξπέρ στο πισωκολλητό και άλλα τέτοια.
Κάποια στιγμή, κουβέντα στην κουβέντα, ο πούτσος μου είχε γίνει πέτρα.
- «Μαλάκα, πρέπει να χτυπήσουμε καμιά γκόμενα απόψε, γιατί αλλιώς… βλέπω να κινδυνεύω…!», με πείραξε γελώντας ο φίλος μου. «Και έτσι όπως κοιμάμαι και βαριά, είδηση δεν θα πάρω…»
Όμως και ο ίδιος ήταν στην ίδια κατάσταση. Του είχε σηκωθεί σαν στειλιάρι και το χοντρό πουτσοκέφαλο γυάλιζε.
- «Καλά, άσχημη προβλέπεται η βραδιά!», του απάντησα. «Ευτυχώς που έχουμε διαφορετικό κρεβάτι…»
- «Να σε ρωτήσω κάτι;», μου λέει σοβαρεύοντας. «Τις προάλλες το βράδυ, που με κούμπωσες, δεν σε πείραξε να πιάσεις τον πούτσο μου;»
- «Γιατί, θα ‘πρεπε;», του απάντησα. «Το σεντόνι ήταν διπλωμένο, δεν ήθελα να σε ξυπνήσω και είχα δύο επιλογές: ή έμενες έτσι σε δημόσια θέα ή στον έβαζα μέσα και σου κούμπωνα το σώβρακο».
- Εγώ νομίζω δεν θα το έκανα…», μου λέει. «Μου φαίνεται πολύ προχωρημένο…»
- «Εγώ το έκανα. Μου φάνηκε απλό!», του απάντησα.
- «Δηλαδή δεν σε πείραξε που έπιασες τον σηκωμένο πούτσο ενός άλλου άντρα;»
- «Δεν ήταν ενός ξένου, ήταν ο δικός σου. Έχει διαφορά. Και να σου πω; Έτσι όπως σε βλέπω τώρα ξαπλωμένο γυμνό, θα γούσταρα να σου πάρω μια πίπα. Είσαι φίλος μου, είσαι παιδαράς και θέλω να δω πως είναι. Αν βέβαια γουστάρεις και δεν φρικάρεις με την ιδέα…»
Το τελευταίο το είπα εντελώς αυθόρμητα και φυσικά, σαν να ζητούσα τσιγάρο. Δεν ήταν σχεδιασμένο. Απλά έτσι βγήκε.
- «Αν δεν κάνεις καμιά από τις συνηθισμένες μαλακισμένες πλάκες σου, εγώ δεν έχω πρόβλημα…», μου απάντησε.
Ούτε και γι’ αυτόν ξέρω πως απάντησε έτσι θετικά αμέσως. Το είχε σκεφτεί ξανά; Το είχε σχεδιάσει; Δεν έχω ιδέα. Σηκώθηκα και πήγα και γονάτισα δίπλα στο κρεβάτι του. Έσκυψα πάνω από την ψωλάρα του και άρχισα να του γλείφω σιγά - σιγά το κεφάλι, από τη βάση της διχάλας, μέχρι την σχισμή της ουρήθρας του. Από την στάση του, κατάλαβα ότι του άρεσε. Βολεύτηκε καλά ανάσκελα και έβαλε τα χέρια πίσω από το κεφάλι, ανασηκώνοντας την λεκάνη του κάθε φορά που σταματούσα για λίγο δείχνοντας μου έτσι ότι ήθελε να συνεχίσω.
Κατέβηκα στα αρχίδια του και αφού τα έγλειψα καλά, τα ανασήκωσα και άρχισα να τα φιλάω και να τα γλείφω από την βάση τους, στο πλάι, ανάμεσα στα σκέλια, ενώ με το χέρι μου είχα χουφτώσει την ψώλα του που την ένιωθα να πάλλεται και την μαλάκιζα αργά. Από τα αρχίδια, αφού χόρτασα να τα γλείφω, ανέβηκα σιγά - σιγά ψηλότερα.
Η γλώσσα μου γλιστρώντας σε όλο το μήκος της ψωλάρας του έφτασε ξανά στο χοντροκέφαλο, κι αυτή την φορά άνοιξα το στόμα μου προσπαθώντας να χωρέσει μέσα αυτό το όμορφο χοντρό μανιτάρι. Όταν έγινε και άρχισα να ανεβοκατεβάζω το κεφάλι μου πάνω κάτω, ρουφώντας τον, βόγκηξε από καύλα.
Έφερε τα χέρια του και πιάνοντας το κεφάλι μου, άρχισε να το κουνάει πάνω - κάτω στο καυλί του, δίνοντας τον ρυθμό που ήθελε στην πίπα, ανεβοκατεβάζοντας ταυτόχρονα και τη λεκάνη του. Έπαιρνα με δυσκολία ανάσα από την μύτη, αλλά δεν ήθελα να διακόψω τον ρυθμό του βγάζοντας τον πούτσο του και έτσι συνέχισα… Κάποια στιγμή τον ένιωσα να συσπάται και να φουσκώνει ακόμη περισσότερο.
- «Χύνω…», μούγκρισε και προσπάθησε να τραβηχτεί έξω από το στόμα μου.
Δεν τον άφησα και άρχισε μέσα στο στόμα μου να χύνει ζεστό και αλμυρό το ψωλόχυμα του. Το κατάπια όλο και προς το τέλος έβγαλα τον πούτσο του και κόλλησα τα χείλη μου στην σχισμή της ουρήθρας, ρουφώντας και γλείφοντας με την γλώσσα μου και την τελευταία σταγόνα. Αφού έχυσε, έμεινε ένα λεπτό χαλαρός, βαριανασαίνοντας.
Μου έκανε χώρο και ξάπλωσα δίπλα του. Άναψα τσιγάρο, τράβηξα μια - δυο ρουφηξιές και του το έδωσα. Είχε μια αμηχανία και φαινόταν.
- «Δεν το έχεις ξανακάνει;», με ρώτησε.
- «Όχι, πρώτη φορά…»
- «Και πώς τον πήρες τόσο καλά;»
- «Ξέρω τι γουστάρω εγώ, όταν μου παίρνει πίπα γκόμενα. Απλά έκανα ότι μου αρέσει να μου κάνουν».
- «Όταν έχυνα, πήγα να τραβηχτώ, για να μην στα ρίξω στο στόμα».
- «Γιατί;», ρώτησα. «Γούσταρα να τα καταπιώ. Το ψωλόχυμα σου ήταν».
- «Πάντως ήταν καταπληκτικό! Εσύ τώρα;», ρώτησε δείχνοντας μου με νεύμα τον πρησμένο ακόμα πούτσο μου.
- «Θα τον παίξω…», του είπα.
- «Δεν μπορώ να ανταποδώσω, ότι μου έκανες».
- «Κουλάρισε, δεν ζήτησα τίποτα. Απλά εγώ γούσταρα και σου πήρα πίπα».
Ξεκίνησα να τον παίζω αργά. Τα σώματα μας ήταν γυμνά και ακουμπούσαν το ένα δίπλα στο άλλο, μούσκεμα στον ιδρώτα. Με κοιτούσε καθώς έπαιζα με την ψωλή μου και διστακτικά έβαλε το χέρι του στο στήθος μου και άρχισε να με χαϊδεύει.
- «Δεν πειράζει, χύνω και χωρίς βοήθεια…», του είπα. «Άστο αν σου έρχεται δύσκολο…»
- «Όχι. Μέχρι εκεί γουστάρω!»
Κατέβασε ακόμα πιο κάτω το χέρι του. Άρχισε να μου χαϊδεύει τα πόδια ανάμεσα στα σκέλη. Η ψωλάρα του είχε ξανασηκωθεί. Μου χάιδεψε τα αρχίδια και ένιωσα το δάχτυλο του, να ψάχνει την τρύπα μου. Ανασήκωσα λίγο το πόδι μου για να τον διευκολύνω. Έβαλε στο στόμα μου το δάχτυλο του και του το σάλιωσα καλά.
Μετά το έφερε στην άκρη της τρύπας μου και άρχισε να μου την πιέζει ρυθμικά χωρίς να το βάζει ακόμη μέσα. Ήταν μάστορας σε αυτό. Σε συζητήσεις μας μου είχε πει ότι το καλύτερο του ήταν να γαμάει κώλο. Είχα αρχίσει και φτιαχνόμουν για τα καλά. Ξανασάλιωσε το δάχτυλο του και αυτή την φορά άρχισε σιγά - σιγά να το βυθίζει στην κωλοτρυπίδα μου.
- «Θέλεις να με γαμήσεις;» τον ρώτησα.
- «Εσύ;», με ρώτησε εκείνος. «Εγώ γουστάρω έτσι όπως έγινε η φάση. Εσύ όμως θέλεις;»
- «Σαν τρελός!», του είπα.
- «Γύρνα λίγο στο πλάι για να σου δουλέψω πρώτα λίγο την τρύπα…», μου είπε. «Πρέπει να στην ανοίξω πρώτα, γιατί αλλιώς θα μας ακούσει όλο το ξενοδοχείο…!»
Γύρισα την πλάτη μου και έμεινα ξαπλωμένος στο πλάι. Σηκώθηκε, πήρε ένα μικρό βαζάκι βαζελίνη από τον σάκο του (για ώρα ανάγκης μου είχε πει κλείνοντας μου πονηρά το μάτι όταν πριν ανεβούμε στο ξενοδοχείο το είχε αγοράσει από το φαρμακείο) και ξαναξάπλωσε δίπλα μου.
- «Χαλάρωσε…», μου ψιθύρισε στο αφτί.
Έβαλε βαζελίνη στο δάχτυλο του και άρχισε να την απλώνει γύρω από την τρύπα μου, κάνοντας μου ταυτόχρονα μασάζ στην περιοχή.
- «Πάμε καλά;» με ρώτησε.
- «Συνέχισε…», του είπα.
Συνέχισε και σιγά - σιγά, άρχισε να βάζει και να βγάζει το δάχτυλό του, πιέζοντας ταυτόχρονα προς τα έξω τα τοιχώματα της τρύπας μου προκειμένου να την ανοίξει κι άλλο. Μετά ένιωσα και το δεύτερο δάχτυλο να συμμετέχει στην προθέρμανση και μετά και το τρίτο.
- «Τώρα είσαι εντάξει!», μου είπε μετά από κανένα δεκάλεπτο ζέσταμα. «Μείνε έτσι όπως είσαι στο πλάι. Θα κολλήσω πίσω σου. Θέλεις να βάλω καπότα ή έτσι;»
- «Αν δεν έχεις κάνει επικίνδυνα πράγματα, προτιμώ έτσι. Εγώ με τις γκόμενες φοράω πάντα καπότα…», του είπα.
- «Κι εγώ!», μου απάντησε. «Οπότε μαζί, πάμε έτσι, χωρίς…»
Αισθάνθηκα όλο το σώμα του να κολλάει στην πλάτη μου. Ένιωθα το τριχωτό του στέρνο στην πλάτη μου και αισθάνθηκα το χοντρό του πουτσοκέφαλο ανάμεσα στα πόδια μου.
- «Χαλάρωσε…», μου ξαναψιθύρισε. «Αλλιώς θα πονέσεις».
Έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένος στο πλάι κι αυτός κολλημένος πίσω μου, μου τράβηξε στην άκρη το κωλομάγουλο, για να βρει στόχο και ταυτόχρονα έβαλε το γόνατο του ανάμεσα στα λυγισμένα πόδια μου για να ανασηκώσει λίγο το ένα. Ένιωσα το χοντρό του πουτσοκέφαλο να ακουμπά στην κωλοτρυπίδα μου και να σπρώχνει μαλακά για να εισχωρήσει.
Μάλλον είχε κάνει καλή δουλειά προηγουμένως γιατί αισθανόμουν την τρύπα μου σχετικά χαλαρή. Βοηθούσα κι εγώ. Είχα χαλαρώσει τελείως και δεν έσφιγγα καθόλου. Αισθανόμουν να έχει βάλει το μισό κεφάλι μέσα και ένιωθα ήδη πολύ τεντωμένη την τρύπα μου.
- «Σε πονάω;», με ρώτησε και ήταν η φωνή και το τρυφερό ενδιαφέρον του αγαπημένου μου φίλου.
- «Όχι, συνέχισε…», ψιθύρισα. «Άμα πονέσω θα σου πω».
Έσπρωξε λίγο ακόμη. Αισθάνθηκα το πουτσοκέφαλο του σαν μια μεγάλη βαριά μπίλια μέσα μου.
- «Χαλαρά;», με ρώτησε.
- «Ναι, νομίζω το πιο δύσκολο πέρασε…», του είπα.
Έσπρωξε κι άλλο και αισθανόμουν την πουτσάρα του, να προχωράει εκατοστό - εκατοστό μέσα μου.
- «Βάλτο όλο!», του είπα. «Μέχρι τα αρχίδια».
Τον αισθανόμουν να προχωράει μέσα μου, αργά και ηδονικά. Έτσι όπως με το γόνατο μου είχε ανασηκώσει το πόδι, με το χέρι του μου είχε χουφτώσει τον πούτσο. Καθώς εγώ κινούμουν ελαφρά μπρος - πίσω για να διευκολύνω την διείσδυση, ένιωθα την ψωλή μου να κουνιέται μπρος πίσω μέσα στην χούφτα του.
Είχα αρχίσει και πονούσα με όλο αυτό τον χοντροκέφαλο ψώλο μέσα μου, αλλά δεν ήθελα να σταματήσει. Κάποια στιγμή ένωσα την λεκάνη του να πιέζει τον κώλο μου. Ήταν όλος μέσα. Άρχισε να κάνει μικρές κινήσεις. Ίσα - ίσα που τραβιόταν κάνα δυο εκατοστά και μετά ξαναπάτωνε.
- «Σου αρέσει;», με ρώτησε βαριανασαίνοντας στο αφτί μου.
- «Καύλα!», του απάντησα. «Πάρε τον ρυθμό που θέλεις. Είναι εντάξει τώρα».
Τα μικρά μέσα - έξω, άρχισαν να γίνονται μεγαλύτερα. Τώρα τον έβγαζε σχεδόν έξω και τον ξαναβύθιζε μέσα μου μέχρι τον πάτο. Ο ρυθμός του είχε γρηγορέψει. Κάποια στιγμή, τον τράβηξε, αφήνοντας μέσα μόνο το κεφάλι και άρχισε ένα γρήγορο σπρώξιμο βάζοντας και βγάζοντας μέσα - έξω το πουτσοκέφαλο. Είχα λιώσει στην καύλα. Αλλά και ο φίλος μου φαινόταν να έχει πάθει το ίδιο.
- «Πού γουστάρεις να χύσω;», με ρώτησε.
- «Θα γυρίσω μπρούμυτα και θέλω να χύσεις πάνω και γύρω στην ανοιγμένη τρύπα μου…», του είπα. «Και μετά θέλω με τον πούτσο σου να μου σπρώξεις σταγόνα - σταγόνα το ψωλόχυμα μέσα στον κώλο…»
Τον αισθανόμουν να κοντεύει. Ένιωθα σχεδόν κάθε φλέβα από το παλαμάρι του στα τοιχώματα της τρύπας μου. Κι εγώ ήμουν σχεδόν έτοιμος να χύσω.
- «Γύρνα!», τον άκουσα να μου λέει και με το σώμα του πίεσε το δικό μου να έρθει μπρούμυτα.
Γύρισα και τον ένιωθα να με έχει καβαλήσει. Ήταν στα τελευταία κουνήματα της λεκάνης του πριν αδειάσει.
- «Χύνωωωω! Πάρ’ ταααα!!!», μούγκρισε και έβγαλε με μιας την ψωλάρα του από μέσα μου, κρατώντας όμως το κεφάλι κολλημένο στην τρύπα μου.
Αισθάνθηκα το ψωλόχυμα ζεστό στην ανοιγμένη τρύπα μου, να δημιουργεί ένα ζεστό τσούξιμο. Ταυτόχρονα, έτσι όπως τριβόταν ο πούτσος μου στο σεντόνι, έχυσα κι εγώ, βογκώντας από ευχαρίστηση. Ο φίλος μου με το πουτσοκέφαλο του σαν πινέλο, άρχισε να πασαλείβει το ψωλόχυμα του γύρω - γύρω στην τρύπα μου αλλά και μέσα στην άκρη της.
Έτσι όπως ήταν ανοιγμένη από το γαμήσι και λιπασμένη από το ψωλόχυμα, την έκανα να ανοιγοκλείνει για να τραβήξω μέσα όσο πιο πολύ μπορούσα. Τον αισθάνθηκα να ξαπλώνει ξέπνοος πάνω μου, μπρούμυτα κι εκείνος. Η αναπνοή του λαχανιασμένη στον σβέρκο μου.
- «Από τα καλύτερα γαμήσια μου!», μου είπε.
- «Εμένα το πρώτο…», απάντησα και κυριολεκτούσα.
(Copyright protected OW ref: 9122)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.