Η ιστορία:
Η πρώτη μου γκέι εμπειρία και εναρκτήρια βέβαια για την μετά πορεία μου στον γκέι έρωτα, όχι ότι επειδή έγινε, έγινα γκέι, ήμουν πάντα, απλά αυτή η εμπειρία μου έδωσε το έναυσμα.
Ήταν μεσημέρι όταν αποχαιρετίσαμε τον ξάδελφο μου τον Άκη (ας πούμε) με το απαίδευτο αγύμναστο σώμα του για να πάει να υπηρετήσει την πατρίδα. Ο Άκης, παρότι είχε απαίδευτο σώμα, ήταν ένας ωραίος νεαρός στα 23 του (είχε σπουδές γι’ αυτό άργησε να πάει φαντάρος) μελαχρινός, με παιχνιδιάρικο βλέμμα, μάγκικο στιλ, ένα σωστό αντράκι, εγώ δεκαεπτά τότε. Όταν έφυγε για φαντάρος, τον ζήλευα, ήθελα να πάω κι εγώ για να ξεσκιστώ με φαντάρους. Ναι, αυτή την φαντασίωση είχα. Δεν είχα ξεσπάσει τις καύλες μου σε πίπα ή γαμήσι για να ξεθυμάνω και σκεφτόμουν σενάρια, τσόντας.
Ήρθε μετά την ορκωμοσία του αλλά δεν έγινε τίποτα τότε. Έξι μήνες μετά έμαθα ότι θα έπαιρνε άδεια. Έτσι πήγα στο σπίτι των θείων μου να το περιμένω και να τον καλωσορίσω. Όταν μπήκε μέσα, ήταν αγνώριστος, μαυρισμένος και ψημένος. Η όψη του είχε κρατήσει το μάγκικο στιλ αλλά πιο αντρίκιο, και το σώμα του από την φανέλα που φορούσε, αχ ένα σώμα, αναρωτιόμουν τι τους έκαναν εκεί και γύρισε μοντέλο.
Αφού άφησε πράγματα και τακτοποιήθηκε, φάγαμε, μας είπε μερικά για τον στρατό, και μετά με ρώτησε αν ήθελα να μείνω σπίτι τους για να τα πούμε (δεν φάνηκε περίεργο γιατί το κάναμε και παλιά αυτό, να μένω μαζί τους για να τα λέμε με τον ξάδερφο). Εγώ ήθελα φυσικά. Θα κοιμόμουν μαζί του και θα έλεγα και όχι; (πάντα κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι).
Είχε βραδιάσει κι εγώ είχα ξαπλώσει γιατί είχαμε κουραστεί από το γλέντι που είχαν για τον ξάδερφο. Μετά από λίγο ήρθε και ο ξάδερφος. Έβγαλε μπλούζα, το σώμα διέκρινα, τους κοιλιακούς και σε συνδυασμό με τις τρίχες στο στήθος του ήταν απλά καύλα. Τρίχες όχι πολλές, αλλά αρκετές για να καυλώσεις. Μετά έβγαλε και το τζιν, έμεινε με το μαύρο στενό μποξεράκι του. Το εξόγκωμα τεράστιο, ενώ οι γάμπες του και τα πόδια γενικά γυμνασμένα και σφιχτά. Αυτός έφυγε παιδί από εδώ και γύρισε άντρας κανονικός.
Περίμενα να φορέσει τίποτα, άλλα έπεσε έτσι στο κρεβάτι, ήταν και καλοκαίρι… Ένιωθα λίγο άβολα, γιατί ήθελα να πιάσω, αλλά φοβόμουν μην φάω καμιά μπουνιά. Είχα πει στον ξάδερφο μια φάση ότι με ανάβουν τα αγόρια, αλλά δεν το είχα συζητήσει πολύ. Είχε κάτσει με τα χέρια πίσω από το κεφάλι. Το σεντόνι σκέπαζε μόνο την μέση και κάτω, και πήρε μια ανάσα να χαλαρώσει.
- «Αχχχ… Καύλες! Πολλές καύλες ξαδερφάκι! Όταν πας θα καταλάβεις…», είπε.
Εγώ του απάντησα:
- «Ε, βρες να ξεθυμάνεις ρε συ!»
Εκείνος με κοίταξε λίγο και μετά είπε:
- «Θυμάσαι που μου είχες πει ότι σου αρέσουν τα αγόρια;»
Εγώ απάντησα κουνώντας καταφατικά το κεφάλι μου κι εκείνος συνέχισε:
- «Βρήκες χρόνο να πειραματιστείς πάνω σε αυτό; Να δεις αν σου αρέσει;»
Το είπε ενώ κατέβασε το σεντόνι και τώρα έβλεπα και το μποξεράκι του.
- «Όχι δεν βρήκα χρόνο, ούτε το κατάλληλο άτομο…» είπα, αλλά χωρίς να εννοώ κάτι.
Τότε κατέβασε απαλά το μποξεράκι, και η σηκωμένη χοντρή πούτσα του, έπεσε πάνω στον αφαλό του.
- «Θες να πειραματιστείς απόψε;»
Θα έλεγα «όχι» γιατί έτσι έκανα πάντα, αποτραβιόμουν κατευθείαν γιατί απλά δεν ήμουν σίγουρος, αλλά η πούτσα τώρα, παλλόμενη με την μυρωδιά της να με χτυπάει… λέω «Ναι» και συνειδητοποίησα ότι ήμουν έτοιμος. Ο ξάδερφος δεν κινήθηκε, είχε καθίσει με τα χέρια πίσω από το κεφάλι και την παλλόμενη ψωλή του να είναι πεσμένη στον αφαλό και πρησμένη.
Εγώ έκανα αυτό που είχα δει στις τσόντες. Με την γλώσσα, ξεκίνησα από τα μαλλιαρά αρχίδια του, και ανέβηκα πάνω, στον κορμό και μετά στο κάτω μέρος του πουτσοκέφαλου. Το βογγητό του επιβεβαίωσε ότι το έκανα σωστά. Ξανακατέβηκα στα αρχίδια του, κρέμονταν μεγάλα, τριχωτά και περήφανα. Τα έγλειψα με την γλώσσα πάλι. Ο ξάδερφος είχε τρελαθεί.
- «Τώρα πάρ’ τον στο στόμα!», είπε.
Τον σήκωσα, ήταν σκληρός και καυτός, και τον πήρα στο στόμα. Άρχισα να ρουφάω σαν να ήταν καλαμάκι και έπρεπε να πιω τον χυμό. Σιγά - σιγά ο ξάδερφος με το χέρι του, με έσπρωξε πάνω. Έμπαινε πιο πολύ στο στόμα, τώρα ο μισός ήταν μέσα, και με δυσκολία έπαιρνα ανάσες, αλλά συνέχιζα να ρουφάω. Δεν ξέρω πως.. απλά άκουσα τον αναστεναγμό του ξάδερφου και μετά ένιωσα τα καυτά υγρά να σκάνε στον ουρανίσκο και στην γλώσσα μου μέσα. Κόντεψα να πνιγώ, ήταν πολλά, και ο ξάδερφος ψέλλιζε με κλειστά μάτια:
- «Πάρ’ τα καριόλαααα!!!»
Κατάπια χωρίς δεύτερη σκέψη, αν και με λίγη δυσκολία, και τότε ακούσαμε και οι δύο ένα βήξιμο πίσω μας. Ο θείος μου μας κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια. Ο ξάδερφος σήκωσε το μποξεράκι, κι εγώ ανακάθισα χεσμένος από φόβο πίσω. Τελικά μας είπε:
- «Δεν θα πω τίποτα. Μην σας ξαναπιάσω όμως να κάνετε τέτοια. Είναι ανωμαλία. Ξαδέρφια είστε, πώς μπορέσατε;»
Ενώ έδειχνα ότι όντως με άγγιζαν τα λόγια του, υποκρινόμουν. Θα το ξαναέκανα όποτε ήθελε ο ξάδελφος μου. Παραήταν ωραίος για να τον αφήσω...
(Copyright protected OW ref: 12670)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.