Η ιστορία:
Είμαι ο Αργύρης, είμαι είκοσι ετών, γκέι παθητικός, σχετικά ωραίο παιδί και αρρενωπό. Εγώ κι ένας φίλος μου αποφασίσαμε να πάμε διακοπές στο χωριό του. Απεχθάνομαι τα χωριά, όχι για κάποιον άλλο λόγο, απλά μου αρέσει η πόλη, τα αυτοκίνητα, ενώ στα χωριά, μπορείς να βαρέσεις ένεση από την πολύ ησυχία, αλλά πήγα για την παρέα.
Ο φίλος είναι στρέιτ και δεν έχουμε κάνει τίποτα κι ούτε νομίζω να κάνουμε. Έκανα μια βόλτα εκεί γύρω και πέτυχα ένα καφενεδάκι. Είπα να καθίσω. Εκεί άκουσα κάποιον πίσω μου να βρίζει σιγανά. Κοίταξα και είδα έναν ωραίο άνδρα γύρω στα σαράντα, να προσπαθεί με ένα λάπτοπ να κάνει κάτι. Ήταν ωραίος με μέτριο ανάστημα, γεμάτο δεμένο σώμα, όχι χοντρός, μάγκικο στιλ και πολύ ωραία μάτια. Με κοίταξε και μου λέει:
- «Εσύ ρε φίλε, μήπως ξέρεις από αυτά τα ρημάδια;»
Εγώ αμέσως σηκώθηκα να τον βοηθήσω, όχι ότι ξέρω πολλά, αλλά κάτι λίγα τα ξέρω. Πλησίασα.. το αφτερ σέιβ με τον ιδρώτα με χτύπησαν στο πρόσωπο, τόσο που ήθελα να τον ξεβρακώσω και να του κάτσω άμεσα.
- «Να, εδώ προσπαθώ να δω για το στοίχημα και δεν μπορώ να βρω σελίδα!»
Ο κακομοίρης έγραφε την λέξη «στοίχημα» πάνω στην μπάρα για την διεύθυνση του ίντερνετ. Έτσι του έδειξα πως να βρει σελίδες.
- «Να ‘σαι καλά. Τι να κεράσω;», είπε με προθυμία ο καύλας.
Εγώ πάντα ήμουν ευθύς.
- «Μια πίπα…», απάντησα, ίσα να με ακούει μόνο αυτός.
Με κοίταξε από πάνω ως κάτω και είπε:
- «Χαλάλι!»
Εγώ χαμογέλασα και βγήκα επιδεικτικά έξω. Αυτός μετά από δέκα λεπτά ήρθε.
- «Πάμε σπίτι μου, αλλά με τρόπο…»
Εγώ αναρωτήθηκα:
- «Μένεις μόνος;»
- «Ναι…», απάντησε εκείνος.
Πήγαμε σε ένα σπίτι στην απέναντι μεριά του δρόμου. Έβγαλε τα κλειδιά και πέταξε το μπουφάν στον καναπέ του. Φορούσε ένα μαύρο κλασικό πουκάμισο, ανοιχτό (κλασσικά) στο στήθος μέχρι ένα σημείο, και ένα τζιν πάλι κλασσικό, που ήταν ακριβώς πάνω του, ούτε φαρδύ ούτε στενό, τόνιζε ακριβώς τα σημεία που έπρεπε (όπως τον πούτσο που τώρα είχε πρηστεί ελαφρά). Κάθισε στον καναπέ.
- «Έλα, χάιδεψα το λίγο…», είπε.
Έβαλα το χέρι πάνω στο τζιν κι ένιωσα τη ζέστη που ανέδιδε μαζί με την σκληράδα της ψωλής του. Είχε βάλει τα χέρια στο κεφάλι και απολάμβανε. Του άνοιξα το φερμουάρ. Φορούσε μαύρο σλιπάκι και οι πουτσότριχες φαίνονταν στα πλάγια. Κλασικός σε όλα λοιπόν. Κατέβασα το σλιπάκι και η μυρωδιά της πούτσας με πλημμύρισε. Είχε μια δεκαεφτάρα σε πόντους πούτσα, χοντρή με φλέβες και πουτσότριχες γύρω. Άνοιξα το στόμα μου και με την γλώσσα άγγιξα το πουτσοκέφαλο το οποίο είχε υγρανθεί και παλλόταν. Η γλώσσα μου τον έκανε να αναστενάξει από καύλα.
Συνέχισα λίγο στον κορμό της πούτσας. Οι φλέβες του, πάνω στην γλώσσα μου χτυπούσαν πιο δυνατά και η πούτσα του σκλήραινε. Σκλήρυνε τόσο που άρχισε πια να στέκεται μόνη της. Έγλειψα από την κάτω μεριά της πούτσας, πουτσοκέφαλο - κορμό και κατέβασα το σλιπάκι κι άλλο. Τα αρχίδια, δύο μεγάλες τριχωτές μπάλες, που έκαιγαν πάνω στην γλώσσα μου. Όταν άγγιξα τα αρχίδια, γούρλωσε τα μάτια και βόγκηξε ακόμα πιο δυνατά από καύλα, ενώ το χέρι του έπιασε τα μαλλιά μου, δίνοντας ρυθμό τώρα. Η πούτσα έμπαινε όλη μέσα στο στόμα μου με δύναμη. Έδινε περισσότερη δύναμη, άγγιξε λαρύγγι και με έπιασε αναγούλα, αλλά δεν σταμάτησε.
Τελικά η αναγούλα υποχωρούσε όσο το καυλί πηγαινοερχόταν μέσα - έξω, ενώ τα βογγητά του γέμιζαν το δωμάτιο. Κάποια στιγμή σταμάτησε, μου είπε να σηκωθώ και να κατεβάσω το τζιν μου. Το έκανα. Ήξερα τι ήθελε. Με την πλάτη γυρισμένη, μου ζήτησε να στηριχτώ στον καναπέ, ευθυγράμμισε το καυλί του με την τρύπα μου (που ένιωθε την καυτή ψωλή να περιμένει) και την έβαλε λίγο μέσα. Μετά με μια κίνηση μου σήκωσε τα πόδια και καρφώθηκα στην ψωλή του. Ο αναστεναγμός που μου ξέφυγε θα καύλωνε και γάιδαρο, ούτε εγώ δεν κατάλαβα πως μου βγήκε. Πώς να το καταλάβω δηλαδή που τώρα με έκαιγε σαν πυρωμένο σίδερο η ψωλή του;
Κουνούσε την λεκάνη του και χωνόταν μέσα - έξω στην έκπληκτη τρυπούλα μου. Ένιωσα να ξεπαρθενιάζομαι δεύτερη φορά. Ούτε η πρώτη φορά δεν με πόνεσε τόσο, αλλά πάλι η πρώτη φορά δεν περιείχε ένα γνήσιο αρσενικό. Με γύρισε στα τέσσερα και άρχισε να πολιορκεί τον κώλο μου σαν άλλος κατακτητής ενώ οι ανάσες του τώρα συνοδεύονταν από μπινελίκια και χαστουκάκια στο ροδαλό κωλαράκι μου. Εγώ είχα σκύψει το κεφάλι για να δείχνω υποταγή, πάντα τους άναβε αυτό. Ήθελα να φωνάξω από καύλα, τόσο ερεθιστικά με γαμούσε.
Με γύρισε ανάσκελα, έβαλε τα πόδια μου στους ώμους του και τώρα πολιορκούσε με το πρόσωπο του κολλημένο πάνω μου, παρακολουθώντας τις εκφράσεις καύλας που έπαιρνα, ενώ μύριζα τον ιδρώτα του και καύλωνα κι άλλο. Με γαμούσε ανάσκελα για κανένα εικοσάλεπτο και τότε, χωρίς προειδοποίηση, τον τράβηξε έξω, προκαλώντας μου ένα κύμα ερεθισμού από την απότομη κίνηση, που με έκανε να θέλω κι άλλο. Κάθισε στο στήθος μου, τα τριχωτά αρχίδια του, ακουμπούσαν πάνω μου, και με λίγες κινήσεις άρχισε να με χύνει στο πρόσωπο και στο στόμα. Εγώ δεν είχα ξαναπιεί χύσια και έτσι κρατούσα το στόμα κλειστό, αλλά φώναξε:
- «Άνοιξε το στόμα σου!»
Το έκανα και άφησα τις σταγόνες να σκάνε μέσα, γνωρίζοντας για πρώτη φορά την γεύση του σπέρματος. Κατάπια χωρίς να το πει γιατί με κοιτούσε με ένα ύφος που έλεγε «κατάπινε» όταν το έκανα. Σηκώθηκα και έκανα ένα ντους και μετά ανταλλάξαμε κινητά. Τώρα με ξεκωλιάζει συχνά. Δεν περίμενα να εξελιχθεί σε τόσο καλή «φιλία» ένα φτιάξιμο λάπτοπ...
(Copyright protected OW ref: 12398)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.