Η ιστορία:
Ήταν απόγευμα και ξάπλωνα στον καναπέ του σαλονιού, ώσπου μπήκαν μέσα ο Θοδωρής και ο Τηλέμαχος, τα δυο μου αδέλφια. Έξω έβρεχε κι αυτοί έτρεξαν στο δωμάτιο του Τηλέμαχου. Σηκώθηκα και πήγα έξω από την πόρτα του δωματίου για να ακούσω τι λένε. Μου είχε φανεί περίεργο που μπήκαν φουριόζοι μέσα και δεν είπαν κουβέντα.
- «Ρε μαλάκα… και δεν θα το καταλάβει;», είπε ο Τηλέμαχος.
- «Στα αρχίδια σου ρε κι αν το καταλάβει. Και εκτός αυτού, έχεις κάτι καλύτερο να προτείνεις;», απάντησε ο Θοδωρής.
- «Δίκιο έχεις. Μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει! Τα πράγματα τα αγόρασες;», ρώτησε ο Τηλέμαχος.
- «Ναι. Όλα είναι μέσα στην τσάντα μου!», απάντησε ο Θοδωρής.
Δεν καταλάβαινα τι έλεγαν και τι σκόπευαν να κάνουν... αλλά εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η φωνή της μάνας μου να φωνάζει:
- «Παιδιά ελάτε, τρώμε».
Εγώ δεν μπόρεσα να μείνω έξω από την πόρτα και έτσι έτρεξα στην κουζίνα. Μετά από λίγα εμφανίστηκαν και τα δυο αδέρφια μου.
- «Τι κάνεις μικρέ;» είπε ο Θοδωρής και μου ανακάτεψε τα μαλλιά.
- «Σώπα εσύ ρε μεγάλε! Μόνο δυο χρόνια τον περνάς τον μικρό και άμα μείνεις κι άλλη μια φορά στο σχολείο, στο ίδιο θρανίο θα κάθεστε…», είπε ο Τηλέμαχος στον Θοδωρή.
- «A! Έτσι ξηγιέσαι εσύ; Ζήτα να σε ξαναβοηθήσω… Τα αρχίδια μου θα πάρεις!», απάντησε ο Θοδωρής.
- «Σταματήστε τα βρομόλογα!», φώναξε η μάνα μου. «Αχ! Παιδιά σας παρακαλώ, να κάνετε σήμερα ησυχία γιατί εγώ θα πάω στο γραφείο να βοηθήσω τον μπαμπά σας και δεν θέλω όταν έρθω να μου κάνει ο διαχειριστής παρατηρήσεις».
- «Ok εντάξει. Θα φροντίσω εγώ να κάνουν ησυχία…», υποσχέθηκα στην μαμά μου.
- «Θα μας κλάσεις τα αρχίδια!», είπε ο Τηλέμαχος.
- «Έλα…», έβαλε τάξη για άλλη μια φορά η μαμά μου. «Λοιπόν, εγώ φεύγω. Καλά; Αν γίνεται μετά μαζέψτε το τραπέζι και αν γίνεται πλύντε και τα πιάτα σας και μην φάτε όλο το ταψί, που δεν γίνεται αλλά να γίνει!», είπε η μαμά μου και εξαφανίστηκε.
Μισή ωρίτσα αργότερα ξάπλωνα στο δωμάτιο μου και κοιταζόμουν στο καθρέφτη αλλά μπήκαν μέσα και οι δυο οι μαλάκες, τα αδέλφια δηλαδή.
- «Επ, επ, επ! Τι κάνεις εδώ;», ρώτησε ο Θοδωρής.
- «Πλέκω!», απάντησα εγώ. «Τι να κάνω; Δεν βλέπεις; Ξαπλώνω».
- «Να σε ρωτήσω ρε μπόμπιρα κάτι; Έχεις γκόμενα;», ρώτησε ο Τηλέμαχος.
- «Ότι θέλω έχω!», είπα εγώ.
- «Πες ρε!», φώναξε ο Θοδωρής.
- «Όχι ρε, δεν έχω. Εσένα τι σε νοιάζει;», ρώτησα εγώ.
- «Και να σου πω… Το τσουτσουνάκι σου το παίζεις καθόλου;», ξαναρώτησε ο Τηλέμαχος.
- «Ρε, μαλάκες είστε; Τι πήρατε μεσημεριάτικα; Σηκωθείτε και βγείτε έξω από το δωμάτιο μου!», είπα και σηκώθηκα να τους πετάξω έξω.
Όμως ξέχασα πως και οι δυο μου έριχναν δυο κεφάλια και ήταν και γεροδεμένοι. Δεν κώλωσα όμως και βάρεσα τον Θοδωρή στο μπράτσο και προσπάθησα να τον πετάξω έξω.
- «Τι κάνεις μωρή πούστρα;», είπε και με έπιασε από τα χέρια και με έριξε στο κρεβάτι.
Εγώ τρόμαξα και δεν κουνήθηκα καθόλου. Ο Θοδωρής βγήκε έξω από το δωμάτιο και πήγε και έφερε μια σακούλα, έβγαλε από μέσα δυο κόκκινα εσώρουχα και μου τα πέταξε πάνω μου.
- «Φόρεσε τα!», είπε και δεν σήκωνε αντίρρηση.
Καθόντουσαν και οι δυο και περίμεναν να φορέσω τα γυναικεία εσώρουχα. Εγώ τα πήρα από το πάτωμα και τα έβαλα δίπλα μου, όμως εκείνη την στιγμή αυτοί ήθελαν εγώ να φοβάμαι κι εγώ δεν ήθελα να τους κάνω το χατίρι. Έτσι, σηκώθηκα και έβγαλα την μπλούζα μου και έπειτα το παντελόνι μου. Όμως τους γύρισα πλάτη και έσκυψα για να βγάλω το σλιπάκι μου ώστε να τονίσω τον κώλο μου. Μετά από λίγα λεπτά, αφού έβαλα με ευκολία τα εσώρουχα, έκατσα στο κρεβάτι.
- «Έτσι μπράβο! Και γαμώ τα πουτανάκια είσαι τώρα!», είπε ο Τηλέμαχος. «Τώρα κάτσε με ανοιχτά τα πόδια και περίμενε λίγο...»
Ο Τηλέμαχος έβγαλε την μπλούζα του και ξεκούμπωσε το παντελόνι του.
- «Να βάλω και καπότα;», ρώτησε τον Θοδωρή.
- «Όχι βρε μαλάκα. Αφού όσες φορές πήγες με κοπέλα φορούσες, αυτό το τσουλάκι να μην έχει πηδηχτεί χωρίς καπότα;», απάντησε ο Θοδωρής.
Ο Τηλέμαχος με πλησίασε και με σήκωσε από το σουτιέν.
- «Το έχεις ξανακάνει ποτέ μωρή Λούλα;», με ρώτησε.
- «Όχι!», απάντησα εγώ.
- «Ωραία! Σε πιστεύω. Άρα θα φας γερό χύσι!», απάντησε αυτός.
Ο Τηλέμαχος με ξάπλωσε στο κρεβάτι μπρούμυτα και ήρθε από πάνω μου, πέταξε την πούτσα του έξω και ακούμπησε το κωλαράκι μου.
- «Θοδωρή, προσπάθησε να μην φανεί το πρόσωπο του. Κι εσύ μωρή καριόλα κανόνισε μόνο να βογκάς. Μην μιλήσεις καθόλου!»
Ο Θοδωρής έβγαλε μια κάμερα και άρχισε να βγάζει φωτογραφίες εμάς, ή μάλλον τον Τηλέμαχο που γαμούσε εμένα. Ύστερα από ένα πεντάλεπτο είπε ο Θοδωρής:
- «Ok αδελφέ. Τώρα άσ’ τον ήσυχο και άφησε την κάμερα πάνω στο θρανίο».
- «Γιατί ρε μαλάκα; Μια χαρά πουτανάκι είναι και είναι και παρθένο. Γιατί να το αφήσουμε στα χέρια άλλων;»
- «Δίκιο έχεις!», είπε ο Θοδωρής και πέταξε κι αυτός έξω την πούτσα του.
Αλλά αυτός ήρθε από το πρόσωπο μου και άνοιξε με τα δάχτυλα του το στόμα μου και έβαλε απότομα μέσα την χοντρή και τριχωτή πούτσα του και άρχισε να μου γαμάει το στόμα για τα καλά. Ο Τηλέμαχος έσκισε το στρινγκάκι και έχωσε την ψωλή του μέσα στην τρυπούλα μου. Όμως πονούσα και μετά από αρκετή ώρα λέει ο Θοδωρής σε εμένα:
- «Σήκω όρθιος. Όμως μην με ακουμπήσεις με τα αρχίδια σου!»
Έτσι εγώ σηκώθηκα και ξανά έκατσα πάνω στην πούτσα του και άρχισα να γαμιέμαι σαν σωστό τσουλάκι. Και τότε έχωσε και ο Τηλέμαχος την πούτσα του στον κώλο μου και φώναξα πολύ δυνατά από τον πόνο.
- «Σκάσε μωρή!», είπε ο Θοδωρής και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.
Αυτό μου άρεσε πολύ και έσκυψα και τον φίλησα κι εγώ αλλά εκείνη την στιγμή ο Τηλέμαχος έχωσε δυο δάχτυλα στον κώλο μου και είπε:
- «Άμα συνεχίσεις να τον φιλάς θα χώσω κι άλλα! Έχουμε έναν πούστη αδερφό, θα αποκτήσουμε κι άλλον;», είπε.
Εγώ όμως ξανά έσκυψα και τον φίλησα με γλώσσα, όμως του άρεσε. Τότε ο Τηλέμαχος σήκωσε με τα χέρια του την μέση μου και έβαλε στο στόμα μου τα δυο δάχτυλα που είχε στον κώλο μου. Εγώ άρχισα να του τα γλείφω κι αυτός άρχισε να με γαμάει πιο δυνατά. Ένιωσα κάτι υγρά στο κωλάντερο, όμως ο Τηλέμαχος είπε στο Θοδωρή:
- «Δεν την βγάζω ακόμη.. Θα περιμένω να χύσεις κι εσύ…»
Ο Θοδωρής μετά από δυο λεπτά έχυσε και μετά άφησαν ήσυχη την τρύπα μου. Όμως ο Θοδωρής έβαλε το χέρι του στην τρύπα μου και περίμενε μέχρι να βγάλω όλα τα χύσια, ώσπου τα έβγαλα και μου τα έδωσε να τα γλείψω. Όταν τελείωσα, ο Θοδωρής κούμπωσε το παντελόνι του και είπε φεύγοντας:
- «Θα γίνεις το πουτανάκι μας. Ακούς; Θα σε γαμάμε όποτε το γουστάρουμε και μην τολμήσεις να ανοίξεις το στοματάκι σου γιατί θα στο κλείσω με την πούτσα μου!»
Όταν έφυγε ο Τηλέμαχος από το δωμάτιο, ο Θοδωρής μάζεψε τα πράγματα, με πλησίασε και μου είπε στο αφτί:
- «Δεν τα εννοούσα αυτά που είπα. Έτσι το είπα για να μην λέει μαλακίες ο άλλος».
Έτσι με γύρισε ανάσκελα και με φίλησε στο στόμα. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό!
(Copyright protected OW ref: 13302)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.