Η ιστορία:
Ένα βράδυ ξάπλωνα στο κρεβάτι μου και άκουσα κλειδιά στην πόρτα. Είχε επιστρέψει ο μπαμπάς μου με έναν φίλο του. Πήραν μπίρες και έκατσαν να δουν μπάλα.
- «Πώς θα τα καταφέρουμε ρε μαλάκα;» άκουσα τον μπαμπά μου να λέει.
- «Έτσι όπως τα βγάζουμε πέρα τόσο καιρό. Έχω βαρεθεί να γαμάω γριές για εικοσάρικα ρε μαλάκα» απάντησε ο φίλος του.
- «Εμένα δεν πάει καθόλου καλά το μαγαζί. Δεν έχει καθόλου κίνηση και το ξέρεις ότι έχω σταματήσει να πληρώνομαι για να γαμάω κόσμο» είπε ο μπαμπάς μου.
- «Πρέπει να βάλουμε νέο κόσμο στην δουλειά. Εντάξει, όλες τις γριές τις έχουμε εξασφαλισμένες εμείς αλλά ρε μαλάκα έχουμε τόσους φίλους που πληρώνουν πολύ καλά μόνο για μια πίπα» είπε ο φίλος του.
- «Και τι μου λες ρε μαλάκα; Να στήσω κώλο για να βγάλω λεφτά;» απάντησε ο μπαμπάς μου.
- «Όχι, αλλά έχω να σου προτείνω κάτι άλλο…»
- «Τι;» ρώτησε ο μπαμπάς μου.
- «Τον γιο σου την πούστρα γιατί δεν τον βγάζεις στο κλαρί;»
- «Τι λες ρε μαλάκα;» είπε ο μπαμπάς μου με ένα ύφος ότι αυτά δεν γίνονται.
- «Καλά, άστον να τον γαμάει όλο το χωριό τζάμπα».
- «Το έχω σκεφτεί κι εγώ ρε αλλά δεν γίνεται χωρίς την θέληση του» είπε ο μπαμπάς μου.
- «Όταν σε έστειλε ο μπαμπάς σου να γαμήσεις κοριτσάκια που πέθαναν για πούτσο το έκανες. Βοήθησες τον μπαμπά σου, τώρα είναι η σειρά του... Και μη σου πω ότι θα το ευχαριστηθεί κιόλας!» είπε ο φίλος του.
- «Άσε με να το σκεφτώ…»
Την επόμενη ημέρα είχα ξαπλώσει και σκεφτόμουν αυτά που έλεγε ο μπαμπάς μου και ο φίλος του. Η αλήθεια ήταν ότι ήμουν πολύ μεγάλη πούστρα. Δεν είχα γαμηθεί και έπρεπε να βοηθήσω τον μπαμπά μου και εκεί που ξάπλωνα με το βρακάκι μου κάτω από τα σεντόνια, μπήκε στο δωμάτιο μου ο μπαμπάς μου. Άναψε τα φώτα και με ξεσκέπασε. Με σήκωσε από το χέρι και μου είπε:
- «Έλα…»
Με πήγε στο μπάνιο και μου κατέβασε το βρακάκι μου. Ο μπαμπάς μου ήταν πολύ ψηλός σε σχέση με εμένα. Εντάξει, τώρα ψήλωσα κι άλλο αλλά τότε ήμουν και πιο κοντός. Εκτός αυτού ήταν υδραυλικός χρόνια και είχε κοιλίτσα αλλά πολύ γυμνασμένα μπράτσα και ένα δασύτριχο στέρνο. Αφού μου κατέβασε το βρακί, έβγαλε το τηλέφωνο από το μπάνιο και άνοιξε την βρύση στο δυνατό.
- «Πάρε το λάστιχο, χώσ’ το στην κωλοτρυπίδα σου, γέμισε όσο περισσότερο νερό γίνεται, άδειασε το στην χέστρα κι αυτό κάντο μέχρι να καθαρίσεις καλά την σούφρα σου και ξυρίσου παντού» είπε και πέταξε μέσα στην μπανιέρα ένα ξυραφάκι.
- «Εντάξει μπαμπά» απάντησα εγώ.
- «Όταν τελειώσεις έλα στην αποθήκη γυμνός. Μην δω όμως να φοράς ούτε κάλτσες κακομοίρη μου!» μου φώναξε.
- «Εντάξει μπαμπά» είπα και έκλεισε την πόρτα του μπάνιου.
Εγώ καθάρισα την τρύπα μου και ξύρισα τις λίγες τρίχες που είχα. Έτσι κι αλλιώς έκανα παντού αποτρίχωση, απλώς φρεσκαρίστηκα. Αφού τελείωσα απ’ ότι μου είπε να κάνω ο μπαμπάς μου, βγήκα από το σπίτι γυμνός και κατέβηκα την μαρμαρένια σκάλα. Ήταν βράδυ, το σπίτι μας ήταν απόμερο και δεν θα με έβλεπε κανείς στα μαύρα μεσάνυχτα. Πάτησα με τα γυμνά μου πόδια στα χαλίκια και περπάτησα μέχρι την αποθήκη. Άνοιξα την πόρτα και είδα τον μπαμπά μου και τον φίλο του τον Ανδρέα. Ο μπαμπάς μου κάπνιζε και ο φίλος του είχε βάλει μια τσόντα σε μια τηλεόραση. Η αποθήκη δεν ήταν όπως ήταν πάντα, είχαν βάλει στην μέση την παλιά κρεβατοκάμαρα των γονιών μου, έναν καθρέφτη, μια κρεμάστρα με ρούχα και την τηλεόραση που είχαμε στην κουζίνα.
- «Έλα στον θείο» είπε ο φίλος του μπαμπά μου.
Εγώ πλησίασα.
- «Κάτσε σε εκείνο το κομοδίνο με τον καθρέφτη και θα σου πω τι θα κάνεις».
Εγώ χωρίς να φέρνω αντίρρηση πήγα και έβαλα την κωλάρα μου στο κρύο σκαμνάκι και ο Ανδρέας ήρθε από πάνω μου.
- «Τα βλέπεις όλα αυτά τα καλλυντικά;» με ρώτησε και μου έδειξε πάνω στο κομοδίνο.
- «Ναι» απάντησα εγώ.
- «Και όλα αυτά τα ρούχα και τα παπούτσια;» με ξαναρώτησε και μου έδειξε την κρεμάστρα
- «Ναι» ξανά απάντησα εγώ.
- «Είναι για σένα. Τα πήραμε εγώ και ο μπαμπάς για να σε κάνουμε κοριτσάκι. Τώρα σαν καλή πουτανίτσα που είσαι θέλω να ντυθείς πόρνη και να έρθεις και να μας καυλώσεις. Εντάξει κοριτσάκι μου;» είπε.
Κοίταξα τον μπαμπά μου και είδα ότι δεν σταμάτησε να καπνίζει.
- «Εντάξει» είπα και ξεκίνησα να βάφομαι.
Μετά έβαλα ένα στρινγκ, ένα σουτιέν και ένα στράπλες φόρεμα, διάλεξα και κάτι δίπατες γόβες και τις φόρεσα. Μετά κοίταξα πάνω σε ένα ντιβάνι και είδα κάτι περούκες αλλά όχι σαν αυτές που πουλάνε στα καρναβάλια, ήταν καλής ποιότητας. Ήταν της μαμάς μου. Τις είχε γιατί είχαμε κατάστημα με ρούχα πριν φύγει στην Γερμανία και έτσι διάλεξα μια κόκκινη πολύ μακριά και την φόρεσα. Σηκώθηκα προκλητικά και σήκωσα το φόρεμα μου ώστε να μπορεί να φανεί πολύ εύκολα το κωλαράκι μου. Περπάτησα προς τον Ανδρέα κι αυτός χάιδεψε τον καβάλο του.
- «Πώς με βρίσκεις;» ρώτησα.
- «Σωστή πουτάνα!» απάντησε. «Τώρα κάτσε στον κρεβάτι και πάρε αυτό» είπε και μου πέταξε έναν δονητή αλλά πολύ μεγάλο.
Εγώ έκατσα και σήκωσα το φόρεμα από την μεριά του κώλου, έγλειψα τον δονητή και άρχισα να τον χαϊδεύω στον κώλο μου. Έφτυσα στο χέρι μου και το άλειψα πάνω στην κωλοτρυπίδα μου. Μετά έχωσα μέσα τον δονητή και άρχισα να το απολαμβάνω. Ο Ανδρέας πήγε την καρέκλα του κοντά στον μπαμπά μου και του είπε:
- «Καλά τα πάει η κόρη σου. Έλα όμως που πρέπει να μάθει από τους καλύτερους…»
Έβγαλε την ψωλή του και άρχισε να την παίζει. Αμέσως μετά την έβγαλε και ο μπαμπάς μου και μου έκανε νόημα να πάω προς αυτόν. Έβγαλα τον δονητή και τον κρατούσα στο χέρι μου. Σηκώθηκα και πήγα και έκατσα πάνω στην πούτσα του. Δεν την έχωσα στον κώλο μου αλλά την άφησα να χαϊδεύει την κωλοτρυπίδα μου. Ο μπαμπάς μου, μου σήκωσε το φόρεμα από μπροστά και μου κατέβασε το στρινγκ ώστε να δει την τσουτσού μου και είπε στον φίλο:
- «Πρέπει να βρούμε λεφτά για να την κόψουμε αυτήν».
- «Ευτυχώς δεν έμοιασε σε εσένα. Σκέψου να είχε την πούτσα σου. Πώς θα την κρύβαμε;»
- «Και δυο βυζάρες θα του βάλω εγώ του γιου μου» είπε ο μπαμπάς μου και χάιδεψε το άδειο σουτιέν.
Εγώ σηκώθηκα από τα πόδια του μπαμπά μου και πήγα προς το κρεβάτι, έβγαλα το φόρεμα και έμεινα με τα εσώρουχα και τα δίπατα.
- «Ποιος θέλει να με γαμήσει αγόρια;» είπα και τούρλωσα την αγάμητη κωλάρα μου.
- «Ο καλύτερος φυσικά!» είπε ο Ανδρέας.
- «Ίσα ρε γαμιά...» είπε ο μπαμπάς μου και τον βάρεσε μπουνιά στο μπράτσο.
- «Μεγαλύτερη την έχω από εσένα ρε μαλάκα. Τι θες τώρα;» φώναξε ο Ανδρέας.
- «Τον γιο μου εγώ θα τον γαμήσω» είπε ο μπαμπάς μου.
- «Μπορείτε και οι δυο μαζί ρε παιδιά» είπα εγώ και ήρθαν προς το μέρος μου.
Ακούμπησαν τις πούτσες τους στον κώλο μου και μου έσκισαν το στρινγκ. Μετά κάποιος από τους δυο μου έχωσε δάχτυλο και μετά ο Ανδρέας ξάπλωσε από κάτω μου και χάιδευε με την πούτσα του τον κώλο μου. Ο μπαμπάς μου με πίεσε να κάτσω πάνω της και μετά έχωσε κι αυτός την δική του στην τρύπα μου.
- «Ορέ τι πουτάνα γιο που έχω εγώ! Καμιά δεν το κάνει εδώ στα μέρη μας» είπε ο μπαμπάς μου.
- «Θα σε κάνω υπερήφανο μπαμπά» είπα εγώ. «Θα γαμιέμαι κάθε μέρα για να βγάλουμε λεφτά».
- «Βούλωστο και γαμήσου τώρα μωρή σκρόφα!» είπε ο Ανδρέας και έσφιγγε την πούτσα μου στην παλάμη του.
- «Παρ’ τον μωρή!» έλεγε ο μπαμπάς μου.
- «Γάμα την, την πουτάνα!» έλεγε ο Ανδρέας και έσφιγγε τα αρχίδια μου. «Θα στα ξεριζώσω εγώ ρε. Δεν χρειάζεσαι γιατρό» έλεγε και τα στριφογύριζε.
- «Χύνω! Χύνω!» έλεγα εγώ και έχυσα στα χέρια του Ανδρέα.
Δεν μου είχε σηκωθεί αλλά με δυο πούτσες στον κώλο μου να μου βαράνε τον προστάτη και έναν μαλάκα και να μου σφίγγει τα μπαλάκια, του έκανα μούσκεμα τα χέρια.
- «Γλείφ’ τα τώρα!» και μου έδωσε την παλάμη του να τα γλείψω.
- «Ανδρέα περίμενε να χύσουμε μαζί στο κωλάντερο του» είπε ο μπαμπάς μου.
- «Δεν αντέχω όμως άλλο. Με έχει ξεζουμίσει η πουτάνα σου!» είπε.
- «Έλα.. εγώ κοντεύω…» είπε ο μπαμπάς μου και την έβαζε και την έβγαζε τόσο γρήγορα.
- «Κι εγώ» είπε ο Ανδρέας.
Ο κώλος μου είχε γίνει σαν πηγάδι από τις πούτσες του.
- «Χύνω!» είπε ο μπαμπάς μου.
- «Κι εγώ!» είπε ο Ανδρέας.
Αφού τελείωσαν, τις έβγαλαν και άναψαν τσιγάρο. Εμένα με άφησαν να κάθομαι στο κρεβάτι.
- «Σαν μουνάκι δεν είναι τώρα ο κώλος του;» είπε ο μπαμπάς μου.
Εγώ έχωσα δάχτυλο και άρχισα να χύνω από τον κώλο τα χύσια τους. Τα έπαιρνα με τα δάχτυλα μου και τα έτρωγα. Χτύπησε κάποιο κινητό και ήταν του μπαμπά μου.
- «Παρακαλώ; Ναι, ναι. Είναι έτοιμη. Σαράντα ευρώ η ώρα είναι. Εντάξει, σε περιμένουμε» είπε κι έκλεισε το τηλέφωνο του. «Ανδρέα κουμπώσου. Έρχεται ο Μάκης. Εσύ μωρή πουτάνα φρεσκαρίσου λίγο. Με τον Μάκη θα πονέσεις πολύ. Και βάλε κάτι δερμάτινο και μια ξανθιά περούκα. Του αρέσουν οι Γερμανίδες» είπε ο μπαμπάς μου.
- «Τι εννοείς θα πονέσω;» ρώτησα.
- «Θα σου κάνει fisting και του αρέσει να είσαι η σκλάβα του. Όλα τα εργαλεία είναι κάτω από το μπαούλο με τις περούκες».
Χτύπησε κάποιος την πόρτα και άνοιξε ο Ανδρέας. Ήταν ο Μάκης, ένας γορίλας 1.80, τριχωτός, με μούσι, γύρω στα πενήντα, νταλικέρης, με κοιλιά και γυμνασμένα μπράτσα. Γαμήθηκα πολύ, μα πάρα πολύ εκείνον τον καιρό. Μάζεψα πολλά λεφτά και έσωσα τον μπαμπά μου. Ο Ανδρέας κανόνισε μετά από ένα μήνα να μπω σε ένα μπουρδέλο και με δέχτηκαν και δεν τους ένοιαζε που είχα τσουτσού. Έτσι κι αλλιώς μερικές φορές μου την σφίγγει ακόμα πολύ γερά ο Ανδρέας και ο μπαμπάς μου.
(Copyright protected OW ref: 52377)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.