Το e-mail μου είναι το:
Το να ντύνομαι γυναικεία, έγινε το φετίχ μου. Μετρούσα ένα - ένα τα λεπτά να μείνω μόνος μου στο σπίτι, να βάλω τις κιλότες και τα σουτιέν της μάνας μου, γόβες κι από πάνω κομπινεζόν, νυχτικά, φορέματα ή φουστίτσες. Κοιταζόμουν στον καθρέπτη, χάιδευα όλο μου το κορμί, έπαιρνα πρόστυχες πόζες, κι έχυνα χώνοντας στο «μουνάκι» μου όλο και μεγαλύτερα αντικείμενα. Το αγαπημένο μου, ήταν ένα χωριάτικο λουκάνικο από το χασάπικο της γειτονιάς. Το ζέσταινα λιγάκι και ήταν σα να είχα ένα ζωντανό τεράστιο καυλί μέσα μου.
Έτσι περνούσαν τα χρόνια, αλλά αντί να εκδηλώσω το πάθος μου, λέγω ενοχών και της συντηρητικότητας της εποχής, το κατέπνιγα. Έκανα σχέσεις με κοπέλες, είχα σεξουαλικές επαφές, αλλά την καύλα που έβρισκα μόνος μου, πουθενά. Για να μην τα πολυλογώ, τα χρόνια περνούσαν, έκανα δική μου δουλειά, πήγε πολύ καλά και στα 24 μου παντρεύτηκα την Άννα, παλιά μου συμμαθήτρια.
Τα πρώτα χρόνια, όπως σε όλους φαντάζομαι, ήταν ιδανικά. Όλα καλά! Και πολύ σεξ, καρπός του οποίου τα δύο παιδιά μας. Μετά την πρώτη επταετία, όλα άρχισαν να αλλάζουν. Αυξημένες ευθύνες, λιγότερος ελεύθερος χρόνος, λιγότερη επαφή με την Άννα. Όλα αυτά, μαζί με την πρώτη μου επαφή με το ίντερνετ, άρχισαν να ξυπνάνε το πάθος που σιγόκαιγε μέσα μου. Τα κιλοτάκια της Άννας άρχισαν να αντικαθιστούν τα σλιπάκια μου.
Έφευγα από το μαγαζί, δήθεν για δουλειές, πήγαινα σπίτι, όπου ήμουν μόνος μου (η Άννα στο γραφείο της και τα παιδιά σχολείο) γδυνόμουν και ξαναντυνόμουν γυναικεία. Πολλές φορές, έβαζα προφυλακτικό σε κάποιο μικρό αντικείμενο (συνήθως κολοκυθάκι) το έχωνα στο «μουνάκι» μου, φόραγα ένα κιλοτάκι της Άννας, τα ρούχα μου και επέστρεφα στο μαγαζί. Έκανα τις δουλειές μου και ήμουν μονίμως καυλωμένος. Αυτό κατέληγε συνήθως με χύσιμο στην τουαλέτα του μαγαζιού.
Έτσι περνούσαν τα χρόνια και ο καημός μου να νιώσω ένα αντρικό καυλί μέσα μου μεγάλωνε. Η ευκαιρία μου δόθηκε όπως προανέφερα πέντε χρόνια πριν, τον Αύγουστο. Εκείνο το καλοκαίρι, θα έκανα ανακαίνιση στο μαγαζί, οπότε δεν θα μπορούσα να πάω διακοπές με την Άννα. Τα παιδιά είχαν πια μεγαλώσει και έφευγαν μόνα τους, η Άννα πήγε στο νησί της, οπότε έμεινα μόνος στην Αθήνα. Οι δουλειές στο μαγαζί προχωρούσαν, χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο κι εγώ κάθε απόγευμα γύρναγα σπίτι, έκανα ένα ντουζάκι άλειφα το κορμάκι μου με κρέμα, φόραγα ένα στρινγκάκι της Άννας και κυκλοφορούσα έτσι στο σπίτι μαλακιζόμενος σε διάφορα δωμάτια. Τα συνεργεία στο μαγαζί έφευγαν το ένα μετά το άλλο και τότε ήρθαν οι μπογιατζήδες.
Ο μαστρο Νίκος είχε το συνεργείο στο οποίο δούλευε και ο Αντώνης, ένας 30άρης Αλβανός που από την πρώτη στιγμή που τον είδα, έκανε το «μουνάκι» μου να ανοιγοκλείνει από καύλα! Είχε κάτι τραχύ πάνω του που με έκανε να μαλακίζομαι τρελά για πάρτη του. Τότε το πήρα απόφαση. Προφασιζόμενος ότι ήθελα να βάψω κάτι στο σπίτι, ζήτησα στον μαστρο-Νίκο να μου στείλει τον Αντώνη για το μερεμέτι. Αυτός δέχτηκε χαμογελώντας.
Αφού τελείωσε η δουλειά στο μαγαζί, συνεννοηθήκαμε για το επόμενε πρωί ,τους έδωσα την διεύθυνση και χωρίσαμε. Όλο το βράδυ σχεδόν δεν έκλεισα μάτι. Νωρίς το πρωί σηκώθηκα, έκανα ένα αφρόλουτρο, φόρεσα ένα μαύρο στρινγκάκι της Άννας, από πάνω ένα μακό εφαρμοστό σορτσάκι και μια διχτυωτή αμάνικη μπλούζα. Το μόνο που δεν φόρεσα ήταν γόβες, αλλά δεν μπορούσα να καρφωθώ τόσο πολύ. Κοιτάχτηκα στον καθρέπτη, τούρλωσα το κωλί μου, είδα το στρινγκ να ξεχωρίζει από το λάστιχο του σορτς και τρελάθηκα από την καύλα.
Έφτιαξα έναν φραπέ και έκατσα στο σαλόνι περιμένοντας. Στις οκτώ παρά χτύπησε το κουδούνι. Κοίταξα στην οθόνη και είδα τον Αντώνη να χαμογελά. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά τρελά! Για μια στιγμή, σκέφτηκα να μην απαντήσω, αλλά τελικά η καύλα μου νίκησε κάθε δισταγμό. Θα το τράβαγα και όπου έφτανε. Άνοιξα την εξώπορτα και λίγο μετά χτύπησε το κουδούνι του διαμερίσματος. Κοντοστάθηκα λίγο, πήρα μια βαθιά ανάσα και άνοιξα την πόρτα. Ο Αντώνης σάστισε για λίγο βλέποντας με έτσι, αλλά δεν του άφησα περιθώρια.
- «Καλώς τον Αντωνάκη!», του είπα. «Πέρνα μέσα, εδώ είναι η δουλειά».
- «Καλημέρα κύριε Σταύρο!», μου απάντησε.
- «Άσε τα κυριλίκια. Αφού σου είπα να με φωνάζεις Σταύρο».
- «Εντάξει Σταύρο…», μου είπε.
- «Κάτσε…», του λέω. «Να φτιάξω καφέ;»
- «Ας δούμε πρώτα τη δουλειά…», μου λέει.
- «Από εδώ…»
Του δείχνω και τον οδηγώ στο μπάνιο όπου είχε πετάξει υγρασία. Με το που μπήκαμε, ανεβαίνω στην λεκάνη για να του δείξω το σημείο στο ταβάνι και τουρλώνω το κωλί μου. Ρίχνοντας μια ματιά στον καθρέπτη, βλέπω το λάστιχο του στρινγκ να ξεχωρίζει από αυτό του σορτς και τα μάτια του Αντώνη να έχουν πεταχτεί έξω. «Ωραία!», σκέφτηκα. «Πάμε καλά!». Κατέβηκα από την λεκάνη και τον οδήγησα στην κρεβατοκάμαρα…
- «Εδώ θέλω αλλαγή χρώματος…», του λέω.
Βγάζει το χρωματολόγιο, κάνω να το πιάσω και το αφήνω να μου πέσει. Κάνω μια επίκυψη να το πιάσω και ξανά τουρλώνω το κωλί μου. Το σηκώνω και τον ρωτάω:
- «Ποιο χρώμα λες να ταιριάζει;»
Πάει να απαντήσει, αλλά φωνή δεν έβγαινε από το στόμα του… είχε ξεραθεί από την αμηχανία.
- «Έλα να πιούμε έναν καφέ να ξυπνήσουμε…», του λέω.
Φτάνουμε στο σαλόνι και παρατηρώ το φούσκωμα στο παντελόνι του να μεγαλώνει. Γρήγορα - γρήγορα, ετοιμάζω τον καφέ, του γεμίζω και ένα ποτήρι νερό, τα βάζω σε ένα δίσκο και πάω στο σαλόνι. Φτάνω μπροστά του… νιώθω το καυλάκι μου να έχει σηκωθεί και τα αρχιδάκια μου να ξεχωρίζουν από το στρινγκ δεξιά και αριστερά. Τον βλέπω να με κοιτάει εκεί. Κάνω μεταβολή και φέρνω το κωλί μου μπροστά του για τρίτη φορά. Αυτό ήταν! Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η ‘καλή’ του ώρα. Όπως έχω σκύψει, αισθάνομαι το ένα χέρι του Αντώνη, να αρπάζει το ένα κωλομέρι μου, ενώ το άλλο πέρασε ανάμεσα από τα πόδια μου και χούφτωσε τα αρχιδάκια μου.
- «Αααχ…», άφησα έναν αναστεναγμό να βγει από μέσα μου. «Τι μου κάνεις Αντωνάκη; Μήπως δεν είναι σωστό;», είπα για να κάνω την δύσκολη.
- «Σκάσε μωρή πουστάρα!», ακούω τον Αντώνη. «Με καύλωσες καλά - καλά και μου κάνεις και την δύσκολη; Θα φας το γαμήσι που ζητάς!»
Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει! Γυρνάω προς στο μέρος του, αρπάζω την μπλούζα του, και την βγάζω. Πέφτω στο γυμνό του στέρνο και αρχίζω να το γλείφω. Σιγά - σιγά, κατεβαίνω στην σφιχτή κοιλιά του ενώ τα χέρια μου έχουν αρχίσει να ξεκουμπώνουν το παντελόνι του. Σε λίγα δευτερόλεπτα, έχει μείνει γυμνός! Ακόμη δεν είχα δει το καυλί του… απλά έγλειφα όλο και πιο χαμηλά…
Και τότε, το ένιωσα να πιέζει τον λαιμό μου. Τρελάθηκα από καύλα! Τόσα χρόνια προσμονής και επιτέλους θα βίωνα το πάθος μου. Τράβηξα το πρόσωπο μου και είδα μια χοντρή και μακριά ψωλάρα που κατέληγε σε δυο μεγάλα αρχίδια να με περιμένει. Άνοιξα το στόμα, έκλεισα τα μάτια και άρχισα να το παίρνω στο στοματάκι μου. Είχα γλείψει και είχα γλείψει διάφορα αντικείμενα, αλλά η αίσθηση του πραγματικού να πάλλεται μέσα στο στοματάκι μου με τρέλαινε. Το καυλάκι μου ξερόχυνε μέσα στο σορτσάκι κι εγώ χούφτωσα τις αρχιδάρες του Αντώνη και άρχισα να ανεβοκατεβάζω το κεφάλι μου πάνω στην ψωλάρα του.
- «Έτσι μωρή τσιμπουκλού! Ρούφα τον πούτσο μου!», γρύλιζε ο Αντώνης. «Σου αρέσει μωρή γαμιόλα; Κάντον να χύσει!»
Λέγοντας αυτά, ένιωσα τα χέρια του να κατεβαίνουν στην πλάτη μου και να προσπαθεί να μου βγάλει το σορτσάκι. Επειδή όμως πήγαινε να βγάλει και το στρινγκάκι μαζί (κάτι που δεν ήθελα) κούνησα το κωλί μου για να χάσει την επαφή για λίγο, ξεχώρισα τα δύο ρούχα και τον άφησα να μου βγάλει το σορτς. Στη συνέχεια, τα δάχτυλα του χάιδευαν τα κωλομέρια μου και σιγά - σιγά έφτασαν στην τρυπούλα μου. Αυτό κι αν ήταν καύλα! Η αίσθηση ενός ξένου χεριού να με πασπατεύει πίσω με τρέλαινε.
- «Αααααχ…», ξαναβόγκηξα.
- «Σκούξε μωρή πουστάρα!», τον άκουσα να λέει. «Σε λίγο που θα σου γαμάω την κωλάρα, να δω τι θα λες…!»
Και λέγοντας αυτά, χώνει τους δύο μέσους του στην τρυπούλα μου και αρχίζει να τραβάει σε αντίθετες κατευθύνσεις.
- «Έτσι γαμιά μου…», του λέω. «Άνοιξε με… ετοίμασε με για την ψωλάρα σου να με σκίσει!»
- «Γλείφε γιατί σε λίγο χύνω…», μου λέει.
Ακούγοντας ότι μου είπε, του έσφιξα τα αρχίδια και μπουκώθηκα με το παλαμάρι του. Είχε φτάσει στο λαρύγγι μου… δάκρυα έτρεχαν από το πνίξιμο και η γλώσσα μου με δυσκολία δούλευε στη βάλανο του. Παρόλα αυτά, σε λίγα δευτερόλεπτα τον είδα να γέρνει το κεφάλι πίσω, να κλείνει τα μάτια, να τεντώνει το κορμί του και αισθάνθηκα χοντρά χύσια να πετάγονται μέσα στο στοματάκι μου. Κατάπια τα πρώτα, και μετά τράβηξα το κεφάλι μου και δέχτηκα τρεις ριπές στη μούρη. Μάτια, μύτη, γέμισαν χύσια.
Ο Αντώνης κάτι έλεγε στα Αλβανικά κι εγώ ξανάπεσα με τα μούτρα στο καυλί του. Έβγαλα τη γλώσσα και άρχισα να το καθαρίζω. Παρόλο το χύσιμο, η ψωλάρα του στεκόταν όρθια και σκληρή. Σε λίγο ο Αντώνης είχε ηρεμήσει από το χύσιμο και άρχισε να ασχολείται πάλι μαζί μου. Μου μάλαζε τα κωλομάγουλα στέλνοντας κύματα καύλας σε όλο μου το κορμί.
- «Μη με τυραννάς… Σε θέλω!», του λέω.
- «Πες μου τι θέλεις;», με ρώτησε.
- «Πως…;», αποκρίθηκα.
- «Πες μου τι θέλεις μωρή πουστάρα;»
Και μου χώνει μια σφαλιάρα στο μάγουλο. Έλιωσα από την καύλα της υποταγής...
- «Θέλω να με γαμήσεις! Θέλω να νιώσω την ψωλάρα σου να με σκίζει!», του λέω.
Και λέγοντας αυτά, ανέβηκα στον καναπέ, πέρασα τα πόδια μου δεξιά και αριστερά του και άρχισα να κατεβαίνω. Έπιασα την ψωλάρα του με το χέρι και οδήγησα την τρυπούλα μου στο κεφάλι της. Η επαφή με το καυτό κεφαλάκι με διέλυσε. Μη μπορώντας να αντέξω την προσμονή, λύγισα τα γόνατα και άφησα το κορμί μου να πέσει προς τα κάτω. Το καυλί του με εμβόλισε στην κυριολεξία! Το είχα πάρει όλο μέσα μου! Ένα τσούξιμο κι ένα κάψιμο απλώθηκε σε όλη την περιοχή της τρύπας μου.
- «Σ’ αρέσει μωρή πουτάνα ο πούτσος μου;», ακούω τον Αντώνη.
- «Με τρελαίνει γαμιά μου! Δεν ξέρεις πόσα χρόνια περίμενα να το νιώσω…», του απαντάω.
Και λέγοντας αυτά, το καυλάκι μου που είχε βγει από την μια μεριά του στρινγκ, άρχισε να εκτοξεύει τα χυσάκια μου στις κοιλιές και των δυο μας.
- «Χύνωωωω! Χύνει το μουνάκι μου!», του λέω.
- «Χύσε μωρή πουστάρα! Θα σε χύσω κι εγώ σε λίγο. Ξαναπές μου… πού θέλεις να σε χύσω μωρή ξεκωλιάρα;»
- «Μέσα μου!», του απάντησα. «Θέλω να με γκαστρώσεις!»
Είχα χάσει κάθε έλεγχο! Ανεβοκατέβαινα μανιασμένα πάνω στην ψωλάρα του. Το καυλάκι μου έχυνε δεξιά… αριστερά… ασταμάτητα… και λαχταρούσα να νιώσω τα χύσια του μέσα μου! Όπως και έγινε. Κάνα δυο λεπτά αργότερα, ένιωσα το καυλί του να «χοντραίνει» μέσα μου και αμέσως μετά, τα χύσια του να μου σβήνουν την κάψα.
- «Χύνωωωω! Χύνω πουστάρα!», μου λέει ο γαμιάς μου. «Πάρ’ τα στην κωλάρα σου!»
- «Ναι άντρα μου! Χύσε με την αδέλφω! Γάμα με όπως μου αξίζει! Κάνε με να μην ξαναγαμήσω ποτέ! Μόνο για κατούρημα να το έχω το ψωλάκι μου!»
Η απόλυτη καύλα μέσα στο σπίτι μου! Με γαμούσε ένας Αλβανός και το απολάμβανα τρελά! Το δε ψωλάκι μου, συνέχιζε να βγάζει χυσάκια, παρότι είχε ζαρώσει και μαλακώσει πλήρως.
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.