Η ιστορία:
Σάββατο βράδυ και δεν είχα κανονίσει τίποτα. Βαριόμουνα αφάνταστα και δεν ήμουν σίγουρος αν ήθελα να βγω ή να μείνω στο σπίτι. Τελικά όμως αποφάσισα να βγω. Ήταν γύρω στις δέκα και μίση. Μπήκα για μπάνιο και καθαρίστηκα καλά ενώ ξύρισα και την τρυπούλα μου. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί σκέφτηκα. Όταν τελείωσα, ντύθηκα με ένα στενό τζιν που ξέρω ότι με κολάκευε και ένα κολλητό φανελάκι. Δεν είχα καθόλου διάθεση για κανένα κλαμπ της μόδας με εκατοντάδες θαμώνες που θα μεθάνε και θα χορεύουνε με εκκωφαντική μουσική. Διάλεξα λοιπόν ένα μικρό μπαράκι, που συχνάζουν συνήθως φανταράκια για κανένα ποτό, μοναχικές ψυχές που δεν έχουν παρέα, φίλοι που έρχονται για κανένα μπιλιάρδο και να χαλαρώσουν ακούγοντας σιγανά μουσική. Όταν έφτασα εκεί, η ώρα ήταν ήδη έντεκα και μισή και υπήρχαν σκόρπια τραπεζάκια με λίγους πελάτες. Κάθισα στο μπαρ. Ο μπάρμαν ήρθε προς το μέρος μου και με καλησπέρισε.
- «Τι θα πάρεις;» μου είπε.
Παράγγειλα το ποτό μου και έμεινα να χαζεύω τους άλλους. Τέσσερα παλικάρια παίζανε μπιλιάρδο στο βάθος του μαγαζιού κάνοντας φασαρία, σε ένα τραπέζι κάθονταν τρεις φαντάροι από την Ελλάδα που φαίνονταν να βρίσκονται σε κέφι, σε ένα άλλο τραπέζι δύο νεαροί φλερτάρανε με δύο κορίτσια και πιο κάτω ήταν ένα τραπέζι που τα πίνανε και μάλλον άρχισαν να μεθάνε τέσσερεις στρατιώτες των Ηνωμένων Εθνών. Στο μπαρ κάθονταν άλλα τρία άτομα, ο καθένας μόνος του. Ο μπάρμαν μου έφερε το ποτό μου και άρχισε να κουβεντιάζει με έναν από τους άντρες που κάθονταν στο μπαρ. Ήταν ένας νεαρός με μακριά μαλλιά πιασμένα σε κοτσίδα, και ήταν αξύριστος δυο τρεις μέρες, ξεσκισμένο τζιν, και ξεχειλωμένο μπλουζάκι. Φορούσε άρβυλα και τα κορδόνια τα είχε λυτά. Μιλούσε με τον μπάρμαν και γελούσε. Φαινόταν ότι γνωρίζονταν γιατί ήταν οικείοι μεταξύ τους. Αφηρημένα τους παρακολουθούσα όταν πρόσεξα ότι ο νεαρός με την κοτσίδα άρχισε να μου ρίχνει ματιές. Μπορεί να ήταν τυχαίο εμένα όμως μου άρεσε κι έτσι άρχισα να τον φλερτάρω με τα μάτια. Με κοίταξε μια δυο φορές και αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν έκανε λάθος άρχισε να με καρφώνει με τα μάτια. Ο μπάρμαν γύρισε στη δουλειά του κι αυτός συνέχισε να με κοιτάζει με νόημα. Το ίδιο βέβαια έκανα κι εγώ. Αυτό έγινε για λίγα ακόμα λεπτά όταν ξαφνικά πήρε το ποτό του και ήρθε και έκατσε δίπλα μου.
- «Καλησπέρα» μου είπε. «Τι γίνεται;»
- «Τι να γίνει; Εδώ.. σκοτώνοντας την ώρα..» είπα και το μετάνιωσα αμέσως για
την ανοησία που ξεστόμισα.
- «Δεν σε έχω ξαναδεί εδώ. Πρώτη φορά έρχεσαι;»
- «Έτυχε να ξανάρθω αλλά δεν θα έλεγα ότι είμαι και τακτικός».
Ο πάγος είχε σπάσει και αρχίσαμε να μιλάμε για διάφορα πράγματα ενώ αυτός δεν έχανε ευκαιρία, πότε να με ακουμπάει με το πόδι του, πότε να μ’ αγγίζει με το χέρι του και πότε - πότε να αγγίζει την πούτσα του που ήταν φανερό ότι είχε καυλώσει. Τα παιδιά που παίζανε μπιλιάρδο, τέλειωσαν την παρτίδα τους και αφού πλήρωσαν έφυγαν με φασαρία.
- «Θες να παίξουμε;» με ρώτησε κι εγώ πάγωσα γιατί δεν κατάλαβα τι εννοούσε.
- «Μπιλιάρδο εννοώ» μου είπε με νόημα.
- «Δεν είμαι πολύ καλός στο μπιλιάρδο και θα γίνω ρεζίλι» του είπα.
- «Ρεζίλι σε ποιο; Είμαστε σχεδόν μόνοι μας. Μην ντρέπεσαι, θα σε μάθω εγώ να παίζεις» μου είπε και με τράβηξε απαλά από τα χέρια.
Πήγα με στο βάθος του μαγαζιού που ήταν το μπιλιάρδο.
- «Διάλεξε στέκα» μου είπε.
Πήρα κι εγώ μια στέκα χωρίς να έχω ιδέα πως διαλέγεις μια στέκα. Τοποθέτησε τις μπάλες και τις έσπασε. Έπαιξε κάνα δυο φορές και μου είπε:
- «Η σειρά σου να παίξεις».
Μια κουβέντα ήταν. Πήρα την στέκα, και έγειρα στο τραπέζι για να παίξω.
- «Δεν την κρατάς καλά» μου είπε και ήρθε δίπλα μου για να μου δείξει πως να την πιάσω.
Πήρε τα δάχτυλά μου και τα τοποθέτησε εκεί που πρέπει να είναι, ήρθε από πίσω μου, κόλλησε το κορμί του στο δικό μου και πήρε τα χέρια μου για να μου δείξει πως να ρίξω. Τα έχασα. Ένιωσα την ανάσα του στο σβέρκο μου.. τα πόδια του είχαν κολλήσει στα δικά μου και ο καυλωμένος πούτσος του τριβόταν στο τουρλωμένο κωλαράκι μου. Δεν είμαι κανένας πρωτάρης, αλλά ποτέ δεν μου έτυχε να εκδηλώνομαι δημόσια. Έριξα μια ματιά γύρω και είδα ότι κανένας δεν ασχολείται μαζί μας. Πίνανε και γελούσανε με τις παρέες τους και ούτε μια ματιά δεν μας έριχναν. Όλο όμως αυτό το σκηνικό με εξίταρε πολύ. Έπαιζε αυτός και όποτε ήταν η σειρά μου κολλούσε πάνω μου για να μου δείξει πως να πιάνω τη στέκα, πως να στήνω το κορμί μου, πως να χτυπάω τα μπαλάκια. Σιγά - σιγά άρχισε να γίνεται πιο τολμηρός. Γιατί να μην γίνει; Στο κάτω - κάτω εγώ τον προκαλούσα πότε τουρλώνοντας περισσότερο τον κώλο μου και πότε τρίβοντας τον πάνω στον καυλωμένο πούτσο του. Κολλούσε πάνω μου σφιχτά, τριβόταν πάνω μου περισσότερη ώρα απ’ ότι χρειαζόταν, κολλούσε τα χείλη στο λαιμό μου και μου ψιθύριζε στο αφτί μου ότι φανταστείς.
- «Θέλεις να δοκιμάσεις και την δική μου στέκα αγορίνα μου;» με ρωτούσε. «Τι λες να παίξεις και με τα δικά μου μπαλάκια; Καλά το κατάλαβα ότι διψάς για πούτσο».
Είχαμε πια ανάψει και οι δύο και γίναμε απρόσεκτοι. Ξεχάσαμε που ήμασταν και άρχισε αυτός να μου χουφτώνει το κωλαράκι κι εγώ να τρίβω τον πούτσο του πάνω από το τζιν του. Αυτός κόλλησε πάνω μου, με άρπαξε από το σβέρκο με το ένα χέρι αναγκάζοντάς με να σκύψω στο τραπέζι, ενώ με το άλλο με κρατούσε από το στήθος. Έσκυψε κι αυτός πάνω μου, δάγκωσε τ’ αφτί μου και μου ψιθύρισε ότι θα ήθελε να με ξεσκίσει. Τότε ήταν που κατάλαβα ότι υπήρχε ησυχία στο μπαρ και ο μπάρμαν στεκόταν πλάι μας. Ήταν πια αργά και στο μπαρ ήταν ακόμα η παρέα με τα τρία φανταράκια και ένα νεαρός γύρω στα 25 που καθόταν στο μπαρ. Όλοι είχαν γυρίσει προς το μέρος μας και απλά μας κοιτούσαν.
- «Ρε συ Άρη, αν θα συνεχίσετε εδώ πες το μου να κλείσω το μαγαζί» του είπε και ο Άρης τον ρώτησε αν τον πείραζε να συνεχίσουμε εκεί.
- «Δεν με πειράζει καθόλου και απ’ ότι βλέπω ούτε τους πελάτες» απάντησε ο μπάρμαν.
Η αλήθεια είναι ότι πανικοβλήθηκα ακούγοντας όλα αυτά αλλά ο Άρης, με γύρισε προς το μέρος του, χούφτωσε τα κωλομάγουλά μου, με σήκωσε και με έβαλε να κάτσω στο τραπέζι του μπιλιάρδου, άνοιξε τα πόδια μου και κόλλησε πάνω μου, με φίλησε βάζοντας τη γλώσσα του στο στόμα μου.
- «Χαλάρωσε καυλιάρη μου και είναι όλα υπό έλεγχο» μου είπε. «Ξέρω τι κάνω».
Συνέχισε να με φιλάει και να με δαγκώνει ενώ παράλληλα μου έβγαλε το μπλουζάκι που φορούσα. Άρχισε να μου γλείφει το λαιμό και τις ρώγες ενώ μου σήκωσε τα πόδια ανασηκώνοντας το κωλαράκι μου και κολλώντας το καυλί του πάνω του. Δεν τολμούσα να ρίξω έστω και μια ματιά προς τον κόσμο που μας έβλεπε, αλλά ξέροντας πως μας παρακολουθούσαν και ίσως καύλωναν μαζί μας, με άναβε αφάνταστα. Του έβγαλα κι αυτονού το μπλουζάκι και αρχίσαμε να γλείφουμε ο ένας τον άλλο. Κάθισε στο τραπέζι και ξάπλωσε πίσω. Τότε εγώ άνοιξα το τζιν του και το τράβηξα μαζί με το σλιπάκι του προς τα κάτω και το καυλί του πετάχτηκε σημαδεύοντας το ταβάνι σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Σκληρό, χοντρό και αρκετά μακρύ. Και δύο μπαλάκια γεμάτα σπέρμα. Άνοιξα το στόμα μου και τον πήρα με την πρώτη όλο μέσα. Αυτός άρχισε να μουγκρίζει από ηδονή. Άρπαξε το κεφάλι μου με το ένα του χέρι και το πίεζε στο καυλί του για να το καταπιώ όλο. Ένιωσα το πουτσοκέφαλό του να περνά το λάρυγγά μου και να προχωρά. Έγλειψα το κοντάρι του με πάθος βάζοντάς το βαθιά στο στόμα. Του έγλειφα τα αρχίδια ρουφώντας πότε το ένα και πότε το άλλο.
- «Έτσι μπράβο πουτανάκι μου. Γλείψε τα όλα. Παίξε με τη στέκα μου και τα μπαλάκια μου. Καύλωσε με καλά για να τα χώσω όλα στην τρυπούλα σου» μου έλεγε ενώ εγώ έβγαζα έξω την υγρή μου γλώσσα για να τον τρελάνω στο γλείψιμο.
Με άρπαξε από τα μαλλιά, έφερε το πρόσωπό του στο πρόσωπό μου και μου έχωσε τη γλώσσα του στο στόμα μου. Κατέβηκε από το τραπέζι, με έβαλε να σκύψω στο τραπέζι και μου έβγαλε το τζιν και το σλιπάκι. Με άφησε γυμνό και με διέταξε να βγω στα τέσσερα στο τραπέζι. Τον υπάκουσα και τότε αυτός πλησίασε το πρόσωπό του στην φρεσκοξυρισμένη τρυπούλα μου, την έφτυσε και άρχισε να την γλείφει. Η ηδονή ήταν υπέροχη. Σήκωσα το κεφάλι μου πάνω ενώ ήμουν στα τέσσερα και είδα μπροστά στο πρόσωπό μου τον πούτσο του μπάρμαν. Γύρω του στέκονταν οι άλλοι, όλοι είχανε πετάξει τον πούτσο τους έξω και τον παίζανε. Ο μπάρμαν με άρπαξε από τα μαλλιά και μου τον έχωσε στο στόμα.
- «Γλείψε τον πουτάνα. Κάνε με να χύσω στο στόμα σου. Θέλω να τα καταπιείς όλα!» μου είπε ξεψυχισμένα ενώ μου γαμούσε το στόμα.
Οι άλλοι πλησιάσανε πολύ ο ένας τον άλλο και τον ενθάρρυναν να μου πηδάει το στόμα. Ο Άρης συνέχισε να μου γλείφει την τρυπούλα και να μου βάζει ένα - ένα τα δάχτυλά του.
- «Τι κωλάρα είναι αυτή ρε πούστη μου; Θα σε γαμήσουμε να μην μπορείς να κάτσεις μετά!» μου είπε.
Και ενώ έπαιζε με την τρυπούλα μου, ξαφνικά πήρε μια στέκα και άρχισε σιγά - σιγά να την χώνει μέσα μου. Άρχισα να φωνάζω από καύλα.
- «Γλείψε και το φιλαράκι μου εδώ» μου είπε ο μπάρμαν και οδήγησε το κεφάλι μου στο καυλί του φαντάρου που στεκόταν στα δεξιά του.
- «Ωχ, γαμιόλη, θα σου σκίσω το λάρυγγα!» μου είπε το φανταράκι και έσπρωχνε το καυλί του μέχρι τέρμα στο λαιμό μου.
Ο Άρης συνέχισε να μου χώνει τη στέκα βάζοντάς την μια μέσα μια έξω, κάνοντας την τρυπούλα μου να ανοίξει για να δεχτεί την σκληρή καυλωμένη ψωλή του. Παράλληλα τσιμπούκωνα εναλλάξ και τα πέντε παλικάρια που βρίσκονταν μπροστά μου και είχα τα καυλιά τους και τα αρχίδια τους καυλωμένα στα μούτρα μου.
- «Ποιος θα γαμήσει πρώτος;» ανακοίνωσε ο Άρης.
- «Θα τον γαμήσω εγώ τον ξεκωλιάρη!» είπε ο μπάρμαν και ανέβηκε στο τραπέζι και πήρε θέση πίσω μου.
Ο Άρης βρέθηκε μπροστά μου να μου μπουκώνει το καυλί του και με τα χέρια του να μου ανοίγει τα κωλομάγουλα για να μου τον χώσει ο μπάρμαν. Μπήκε μέσα μου με την μία. Δεν νοιάστηκε ούτε αν πονούσα, ούτε τίποτα. Τον έβαζε όλο και πάλι τον έβγαζε όλο κι αυτό συνεχίστηκε για αρκετή ώρα. Οι άλλοι μου τον χώνανε στο στόμα καυλωμένοι αφάνταστα και περιμένοντας την σειρά τους για να γαμήσουν κι αυτοί. Ξαφνικά μου τον έχωσε όλο ενώ τον ένιωσα να τεντώνεται.
- «Χύνω μωρή πούστρα! Χύνω στον κώλο σου. Πάρ’ τα όλα μέσα σου!» μου έλεγε ενώ οι άλλοι του φώναζαν να με γαμήσει άγρια.
Δεύτερος ήταν ο Άρης. Με έριξε ανάσκελα στο τραπέζι, έβαλε τα πόδια μου στους ώμους του και μπήκε μέσα μου, εύκολα πια. Το κεφάλι μου κρεμόταν από το τραπέζι και έτσι οι υπόλοιποι σταθήκανε γραμμή για να μου γαμήσουνε το στόμα. Ο Άρης με γαμούσε σα να ήμουν η πουτάνα του και οι υπόλοιποι με το κεφάλι μου να κρέμεται με αυτό τον τρόπο βοηθούσε για να μπαίνει ο σκληρός τους πούτσος πολύ βαθιά στο λαιμό μου. Το γαμήσι ήταν μοναδικό. Ο Άρης σίγουρα ήξερε να γαμάει και οι υπόλοιποι του έδιδαν οδηγίες για το πως να με ξεσκίσει.
- «Θα χύσω πούστη μου!» είπε και άρχισε να μουγκρίζει ενώ με πήδαγε ακόμα πιο γρήγορα και άγρια.
Όταν έχυσε κι αυτός ανάλαβε να με γαμήσει ο ένας από τους φαντάρους. Ξάπλωσε ανάσκελα στο τραπέζι και με έβαλε να κάτσω στο καυλωμένο καυλί του. Κάθισα πάνω και άρχισα να χοροπηδάω ενώ αυτός μου έλεγε πόσο ωραίο κώλο για γαμήσι έχω. Οι άλλοι βγήκανε πάνω στο τραπέζι και μου τον έδιναν στο στόμα ενώ ο Άρης και ο μπάρμαν κάθονταν δίπλα και απλά απολάμβαναν το θέαμα πίνοντας το ποτό τους και καπνίζοντας, και δίνοντας οδηγίες στους άλλους πως να με ξεσκίσουν. Το γαμήσι κράτησε μέχρι το πρωί. Έφυγα από εκεί ξεσκισμένος και σίγουρα όσοι με είδαν να περπατώ θα κατάλαβαν ότι γαμήθηκα. Με τον Άρη τα φτιάξαμε και το μπαράκι έγινε το αγαπημένο μας στέκι.
(Copyright protected OW ref: 47311)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.