Η ιστορία:
Άνοιξη, 1999; λίγο πριν τελειώσει η Γ' Λυκείου... Κάθε δεύτερη ημέρα κατέβαινα στο κέντρο για να παρακολουθήσω μαθήματα στο Φροντιστήριο για τις Πανελλήνιες. Είχα αγχωθεί πολύ εκείνη τη χρονιά και δεν ασχολιόμουν με τίποτα εκτός από φαί και διάβασμα, με αποτέλεσμα να έχω πάρει και αρκετά κιλά. Έβλεπα ότι το σώμα μου είχε αλλάξει, είχε στρογγυλέψει καθώς πλησίαζα πια τα 100 κιλά και, με ύψος 1.75, θα πρέπει να φαινόμουν τεράστιος. Ποτέ δεν ήμουν ιδιαίτερα αδύνατος. Ήμουν όμως γεροδεμένος και γερός. Η αλλαγή στην εξωτερική μου εμφάνιση δεν με είχε προβληματίσει. Προείχαν εξάλλου άλλα πράγματα εκείνη τη χρονιά.
Επέστρεφα από το Φροντιστήριό μου στο κέντρο της Αθήνας. Το μάθημα είχε τελειώσει αρκετά αργά (σχολούσα λίγο πριν τις έντεκα)και είχα καθυστερήσει μιλώντας με ένα καθηγητή που είχα ερωτευθεί, με αποτέλεσμα να περιμένω το επόμενο από το συνηθισμένο μου λεωφορείο. Πεινούσα, είχα καθυστερήσει πια περισσότερο από μισή ώρα και ο κόσμος στη στάση ήταν λιγοστός. Σκεφτόμουν τον φίλο του τον Κώστα: όμορφος, μελαχρινός, αθλητικός, μου άρεσε πολύ. Απορροφημένος καθώς ήμουν, δεν κοίταζα γύρω μου. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι κάποιος με παρακολουθούσε. Δεν είναι πολύ παράξενο πως κάποιες φορές, ασυναίσθητα σχεδόν, καταλαβαίνουμε ότι κάποιος μας παρακολουθεί; Λίγο πιο πέρα στεκόταν ένας άνδρας. Προσπαθώντας τώρα να τον φέρω στο νου μου θυμάμαι τα εξής: Γύρω στα 40, ξανθός, ανοιχτά μάτια, ψηλός, αθλητικός, φορούσε ένα παλιό τζιν και μπλε πουκάμισο. Θορυβήθηκα πολύ που με κοίταζε τόσο επίμονα. Καταλάβαινα για κάποιο λόγο ότι το ενδιαφέρον του ήταν ερωτικό, αλλά δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Ένιωθα πολύ αντιερωτικός.
Ήρθε το λεωφορείο μου και το πήρα. Ο τύπος ανέβηκε αμέσως πίσω μου. Στάθηκα στο κεντρικό παράθυρο του λεωφορείου, δίπλα από το μηχάνημα ακύρωσης των εισιτηρίων. Αυτός βρέθηκε δίπλα μου. Δεν τον κοίταξα ούτε μια φορά απευθείας, παρά μόνο με την άκρη του ματιού μου. Αυτός δεν έχανε ευκαιρία να με αγγίξει. Πότε με αφορμή κάποιο φρενάρισμα, πότε πιάνοντας μια άλλη χειρολαβή. Ήμασταν πια τόσο κοντά που οι υπόλοιποι επιβάτες θα θεωρούσαν ότι είμαστε παρέα. Τον νόμιζα για μετανάστη, έμοιαζε πολύ με Αλβανό, αλλά κάποια στιγμή έβγαλε και κοίταξε την αστυνομική του ταυτότητα. Παρατηρούσα τα χέρια του. Ήταν όλο φλέβες... Το σώμα του φαινόταν πολύ δεμένο, σχεδόν καλογυμνασμένο. Ένιωθα το άγγιγμά του σε κάθε φρενάρισμα και καύλωνα.
Κατέβηκα τρεις στάσεις πριν το σπίτι μου, στο ύψος του άλσους. Εκείνη τη στιγμή έκρινα μάλλον σωστό ότι δεν έπρεπε να δει που έμενα. Προτίμησα να κατεβώ στη στάση κοντά στο ψιλικαντζίδικο μιας οικογενειακής μας φίλης και γειτόνισσάς μας στην πολυκατοικία. Γύρισα πίσω μου. Είχε κατεβεί κι εκείνος. Το μαγαζάκι ήταν κλειστό. Ήταν πια δώδεκα περίπου η ώρα, αλλά η κυρία Σ. ποτέ δεν έκλεινε πριν τη 1-1:30. Δεν προβληματίστηκα. Συνέχισα να περπατώ νιώθοντάς τον πάντα πίσω μου. Ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί μπήκα μέσα στο άλσος. Πιστεύω ότι μου άρεσε, ότι τον ήθελα και ήθελα να τον απομονώσω για να μιλήσουμε. Αυτός ο άντρας είχε δείξει ενδιαφέρον σε μένα, σε μια φάση της ζωής μου που κανείς δεν έδειχνε να με βλέπει ερωτικά, λόγω των περιττών μου κιλών εκτιμούσα. Έχοντας διανύσει αρκετή απόσταση μέσα στο δάσος, νιώθοντας την καρδιά μου έτοιμη να σπάσει, κάθισα σε ένα παγκάκι. Αυτός ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Γύρισα και τον κοίταξα. Μου γέλασε.
- «Έκανες μεγάλη απόσταση», μου είπε. Δεν απάντησα.
- «Κάνει ψυχρούλα, έτσι;»
Στις περισσότερες από αυτές τις ερωτήσεις ή παρατηρήσεις του απαντούσα αδιάφορα ή έγνεφα καταφατικά. Με ρώτησε που γυρνούσα μόνος τέτοια ώρα. Του είπα ότι μόλις είχα σχολάσει από το μάθημά μου στο Φροντιστήριο, ότι είχα σχολείο το πρωί, ούτε κι εγώ ξέρω τι άλλο. Σε κάποια στιγμή με κοίταξε βαθιά στα μάτια και μου είπε:
- «Έχεις ένα υπέροχο βλέμμα. Είσαι πολύ όμορφος».
Σάστισα... Χάθηκα... Από δω και πέρα ό,τι κι αν έλεγε έλεγα ναι. Μου πρότεινε να περπατήσουμε λίγο για να ζεσταθούμε. Ακολούθησα. Ένιωθα την καρδιά μου να πάει να σπάσει. Ήθελα να βρεθώ ως δια μαγείας σπίτι μου κι όμως δεν μπορούσα να τρέξω. Σκεφτόμουν μόνο το όμορφο κορμί του γυμνό. Ήθελα να δω τον πούτσο του, να μπω μέσα του, να τον φιλήσω... Περπατώντας φτάσαμε σε ένα πολύ σκοτεινό σημείο του άλσους, πίσω από κάτι πολύ ψηλούς θάμνους. Με αγκάλιασε. Χάιδευε παντού το σώμα μου. Το χάδι του και το φιλί του ήταν χυδαίο, αγοραίο. Με ενοχλούσε, με εκνεύριζε. Έπιανα κι εγώ όσα πιο πολλά σημεία του κορμιού του μπορούσα. Μύριζε περίεργα, ανοίκεια. Έβγαλε το πουκάμισό του, ξεκούμπωσε το παντελόνι του και με έβαλε να του τραβάω μαλακία. Ο πούτσος του ήταν μεγάλος και υπέροχος. Μου έβγαλε την μπλούζα και τη φανέλα να έτριβε με μανία το σώμα μου: την κοιλιά, το στήθος, τις μασχάλες μου. Με γονάτισε και έβαλε τον πούτσο του στο στόμα μου. Δε μιλούσε.
- «Πρόσεχε τα δόντια» μου είπε μόνο δύο φορές.
Με ακούμπησε κάτω στο χώμα, πάνω στα ρούχα μου, και τράβηξε την φόρμα και το εσώρουχό μου. Άρχισε να με γλείφει παντού. Με φίλησε μια φορά στα χείλη. Αηδίασα. Μετά με γύρισε μπρούμυτα. Μπήκε μέσα μου. Χωρίς καπότα. Πρέπει να χρησιμοποίησε κάποιο λιπαντικό, ή κάτι υγρό, δεν ξέρω που το βρήκε, δεν είδα κάτι. Με γαμούσε και με χτυπούσε στον κώλο και στην πλάτη. Προσπαθούσα να αγγίξω το όμορφο σώμα του. Δεν μπορούσα, ήταν δύσκολο. Έχωνε το χέρι του στο στόμα μου και με χούφτωνε παντού. Ανάσαινε βαριά στο αφτί μου και ψιθύριζε λόγια που δε θυμάμαι πια. Πονούσα. Δεν ξέρω πόσην ώρα με πηδούσε. Ένιωθα τον κώλο μου και τα μπούτια μου υγρά και δεν καταλάβαινα γιατί. Έγινε πάντως ευκολότερο το να με πηδάει. Κάποια στιγμή έχυσε. Αθόρυβα, άκομψα, χωρίς να το καταλάβω. Σηκώθηκε. Μου είπε κάτι, δεν το άκουσα κι έφυγε με γρήγορο βήμα. Μέχρι να σηκώσω το βλέμμα από το χώμα είχε απομακρυνθεί αρκετά. Από ένα άνοιγμα στις φυλλωσιές των θάμνων, χαμηλά, μπόρεσα να διακρίνω τη σιλουέτα του να απομακρύνεται, να φτάνει στην είσοδο του πάρκου, να βγαίνει στο δρόμο, να χάνεται.
Σηκώθηκα. Πήρα το κινητό μου και φώτισα τα μπούτια μου. Είδα ότι στο εσωτερικό των μηρών μου είχα λίγο αίμα και ίσως σπέρμα, έτσι εξηγούνταν το υγρό που ένιωθα. Κάθισα στα γόνατα μου για λίγη ώρα. Χαλάρωσα. Πονούσα πολύ. Μετά από λίγο ένιωσα το σπέρμα του να βγαίνει από τον κώλο μου και έπειτα την ανάγκη να «ανακουφιστώ». Το έκανα κι αυτό. Έτσουζε, αλλά ένιωσα καλύτερα. Κάποια στιγμή άκουσα ένα θόρυβο. Πετάχτηκα, ντύθηκα, μάζεψα τα πράγματά μου και άρχισα να τρέχω προς την αντίθετη έξοδο του άλσους. Συνέχισα να τρέχω πονώντας μέχρι που έφτασα σπίτι. Μπήκα στο ασανσέρ και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Ήμουν παντού λερωμένος από χώματα, βρώμικος και άθλιος. Μπήκα διακριτικά στο σπίτι. Δεν είδα κανέναν. Τα αδέρφια μου κοιμόντουσαν, αλλά οι γονείς μου άφαντοι. Κοίταξα το ρολόι στον πάγκο της κουζίνας. Ήταν 01:20. Έβαλα τα ρούχα μου σε μια σακούλα σκουπιδιών την οποία έκρυψα βαθιά σε ένα ντουλάπι του γραφείου μου στο υπνοδωμάτιό μου και μπήκα στη μπανιέρα. Το νερό ήταν κρύο, αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Πρέπει να έκλαψα και λίγο. Δεν ήξερα πως να νιώσω. Γύρισα στο δωμάτιό μου και κοιμήθηκα.
Την άλλη μέρα ήμουν άρρωστος, είχα πυρετό. Με ξύπνησε η μητέρα μου. Με περιποιήθηκε. Μου είπε ότι πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας στο Νοσοκομείο, όπου είχαν μεταφέρει με το αμάξι τη γειτόνισσα και φίλη τους ψιλικατζού, μετά από καρδιακό επεισόδιο. «Τι μαλακισμένη κι αυτή», σκέφτηκα. Έπειτα το μετάνιωσα. Εξάλλου, έφταιγα εγώ, όχι αυτή. Είχα πολλές ευκαιρίες να αποτρέψω αυτό που μου είχε συμβεί. Για δύο μέρες δεν πήγα σχολείο, ούτε φροντιστήριο. Δεν ήταν τόσο ο πυρετός που είχα, όσο η διάθεσή μου που με απέτρεψε. Πολλές φορές προσπάθησα να ξαναζήσω στο μυαλό μου το συμβάν μέσα σε αυτές τις ημέρες που πέρασα στο κρεβάτι. Να αντλήσω από αυτό κάποια ηδονή, να τραβήξω μαλακία. Δεν τα κατάφερα.
Ένα μήνα μετά έδωσα εξετάσεις. Πέρασα στο Πανεπιστήμιο και σπούδασα. Έφτιαξα το σώμα μου δαπανώντας ατελείωτες ώρες στο γυμναστήριο. Τα πρώτα έξι - επτά χρόνια της ενήλικης ζωής μου πηδούσα βίαια, σα ζώο, τον οποιονδήποτε. Έβγαινα κάθε βράδυ οπουδήποτε θα μπορούσα να τον βρω και πηδούσα όποιον μου έκανε κέφι. Δεν τον βρήκα πουθενά. Μετά γνώρισα το Μάκη. Έχουμε σχέση πέντε χρόνια τώρα. Με δίδαξε πως να του κάνω έρωτα. Νομίζω ότι για πρώτη φορά το απολαμβάνω τόσο. Από τότε δεν έχω ξαναγαμηθεί. Δε νομίζω ότι πρόκειται να το κάνω στο μέλλον.
Σημ.: Η παραπάνω ιστορία είναι προϊόν μυθοπλασίας.
(Copyright protected OW ref: 54660)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.