Ο κυρ Γιώργος, έκλεισε το καφενείο και μετακόμισε στην Αθήνα. Ο Θανάσης εξαφανίστηκε από προσώπου γης και οι ευκαιρίες για πούτσο και ποδογλείψιμο ήταν ελάχιστες. Ήταν και η χρονιά των πανελληνίων και ήμουν αφοσιωμένος στο διάβασμα. Όμως τα δύσκολα είχαν περάσει. Το ξημέρωμα της επόμενης μέρας του Αυγούστου, θα έφευγα για εγκατάσταση στην Αθήνα, όπου είχα περάσει στο πανεπιστήμιο. Μόνος σε ένα σπίτι, σε μια πόλη με χιλιάδες πούτσους! Μμμ... δεν μπορούσα να περιμένω...
Έφυγα δυο ώρες νωρίτερα για το σταθμό και έφτασα στην Αθήνα μεσημεράκι. Το σπίτι που είχα νοικιάσει ήταν μικρό αλλά άνετο. Οι πρώτες μέρες πέρασαν γρήγορα με δουλειές και τα γνωστά διαδικαστικά. Μετά από καμιά εβδομάδα όμως, ήμουν έτοιμος και με πολύ ελεύθερο χρόνο, καθώς το πανεπιστήμιο δεν είχε αρχίσει ακόμα. Αποφάσισα να οργανωθώ. Το πρώτο πράγμα που έκανα, ήταν να πάρω το θείο τηλέφωνο. Μετά από δέκα αναπάντητες κλήσεις, το σήκωσε επιτέλους..!
- «Τι κάνεις πουτανίτσα; Άλλαξες πόλη και τρελαίνεσαι από καύλες;»
Ευγενέστατος όπως πάντα ο θείος. Η αγριοφωνάρα του, μου ξύπνησε υπέροχες αναμνήσεις. Μου είπε ότι την άλλη εβδομάδα θα ήταν Αθήνα και θα τα λέγαμε. Η επόμενη εβδομάδα πέρασε με εφιαλτικές καύλες. Ώσπου ένα πρωί, το τηλέφωνο χτύπησε.
- «Πουτανίτσα! Έλα αύριο το απόγευμα στο σπίτι μου. Ξεκουράσου καλά, γιατί σου έχω μια έκπληξη...»
Την άλλη μέρα λοιπόν, στις πέντε ακριβώς, χτυπούσα το θυροτηλέφωνο της πολυκατοικίας του θείου στο Αιγάλεω. Ανέβηκα και χτύπησα την πόρτα. Μου άνοιξε φορώντας ένα άσπρο μπουρνούζι και τις κλασσικές καφέ λαστιχένιες σαγιονάρες. Είχε αφήσει μούσι, που κάλυπτε το πρόσωπο του και του αγρίευε το πρόσωπο. Με άρπαξε κατευθείαν από τη ρώγα, και με οδήγησε σε ένα δωμάτιο.
- «Γδύσου και πέσε στα τέσσερα. Έρχομαι πούστη!», μου είπε και έκλεισε την πόρτα.
Ξεντύθηκα, μη μπορώντας να κρατηθώ απ’ την καύλα. Στο δωμάτιο υπήρχαν μόνο δυο καναπέδες σε σχήμα γάμα, και στο πάτωμα πεταμένα πέντε - έξι ζευγάρια σαγιονάρες και παπούτσια. Σε ένα απ’ αυτά, υπήρχε ένα ζευγάρι φορεμένες μαύρες κάλτσες. Έμεινα μόνο με το σλιπάκι, γονάτισα και άρχισα να τις μυρίζω και να τις γλείφω. Η μυρωδιά των ποδιών του θείου μου είχε λείψει. Εκείνη την ώρα, άνοιξε η πόρτα. Ο θείος μπήκε μέσα μαζί με δυο άντρες που φορούσαν μάσκες. Ο ένας 55άρης, μαυριδερός, κοντόχοντρος με σορτσάκι και πέδιλα. Ο άλλος 50άρης, ψηλός και ογκώδης, έτριβε ήδη την πούτσα του πάνω από το τζιν του.
Προχώρησαν και οι τρεις και κάθισαν στον καναπέ. Ο ψηλός άρχισε να λύνει τα κορδόνια του, ενώ ο κοντός έβγαλε τα πέδιλα. Κόντευα να λιποθυμήσω. Μια έντονη ποδαρίλα απλώθηκε στο δωμάτιο, καθώς ο ψηλός έβγαλε τις κάλτσες του. Ο θείος με κοίταξε επίσημα και μου είπε:
- «Είπαμε εδώ με τα φιλαράκια, να σε καλωσορίσουμε στην Αθήνα».
Οι δυο άντρες, έβγαλαν ταυτόχρονα τις μάσκες τους. Μου ήρθε να ουρλιάξω από καύλα. Ο κοντός, ήταν ο κυρ Γιώργος ο καφετζής, ενώ ο άλλος, ο Σταύρος ο νταλικέρης που με ξέσκιζε με το Θανάση στη Χαλκιδική.
- «Μας ξέχασες χαμούρα;», είπε ο Σταύρος ειρωνικά. «Θα μας θυμηθείς όμως γρήγορα...»
- «Πλησίασε πούστη!», ςίπε ο θείος. «Αλλά κοίτα... έχω μέσα δυο Αλβανούς εργάτες που μαστορεύουν και τώρα ξεκουράζονται. Μην κάνεις φασαρία και ξυπνήσουν!»
Πλησίασα γονατιστός σαν σκυλάκι. Ο κυρ Γιώργος με έπιασε απ’ το μάγουλο.
- «Έβαλες κιλά βλέπω πουτανάκι! Έστρωσες μαγουλάκι...»
Ταυτόχρονα, πιάνοντας το πέδιλό του, μου έσκασε μια δυνατή πεδιλιά στο μάγουλο. Ούρλιαξα.
- «Σκάσε πουτάνα και καθάρισε τα πόδια μας!», είπε ο θείος.
Έπεσα με τα μούτρα στα πόδια τους και άρχισα να τσιμπουκώνω τα δάχτυλα. Τα πόδια του Σταύρου, βρωμούσαν απαίσια, αλλά τα γυάλισα από τη φτέρνα ως τα δάχτυλα. Ξεκίνησα να γλείφω τα σκονισμένα πόδια του κυρ Γιώργου, ενώ ο Θείος παραμέρισε το μπουρνούζι του και η υπέροχη ψωλάρα του εμφανίστηκε σε πλήρη στύση, γεμάτη φλέβες και προσπερματικά υγρά στο κεφάλι.
Άφησα τα πόδια του Γιώργου και άρχισα να τσιμπουκώνω το υπέροχο καυλί του θείου. Ο Γιώργος κατέβασε άμεσα το σορτσάκι του και κόλλησε την κοντόχοντρη ψωλή του στο μάγουλό μου. Άρχισα να τους παίρνω και τους δυο. Ο Σταύρος ήρθε από πίσω μου και μου κατέβασε το σορτσάκι μου. Τον άκουσα να βγάζει τη λουρίδα του από το παντελόνι.
- «Παλιοπουτάνα! Έχεις καιρό να τις φας εεε;»
Η λουρίδα προσγειώθηκε στην κωλάρα μου με δύναμη. Προσπάθησα να φωνάξω, αλλά η πούτσα του θείου με μπούκωνε. Ο Σταύρος άρχισε να με μαστιγώνει αργά σαδιστικά. Μου χάιδευε με το λουρί τα κωλομάγουλα και ξαφνικά με χτυπούσε με λύσσα. Η καύλα που αισθανόμουν ήταν απίστευτη. Ξαφνικά, ο Σταύρος σταμάτησε να με δέρνει και βγήκε από το δωμάτιο. Συνέχισα να τσιμπουκώνω τους άλλους δυο με μανία. Ο Σταύρος γύρισε γρήγορα πίσω, φέρνοντας ένα ποτήρι του φραπέ απ’ την κουζίνα. Κατέβασε το παντελόνι του και το μακρύ καυλί του πλησίασε το στόμα μου. Ο θείος του παραχώρησε τη θέση του και βγάζοντας τη σαγιονάρα άρχισε να με βαράει στον κώλο, στα μπούτια και στην πλάτη. Ένιωθα να καίγομαι ολόκληρος.
Ο κυρ Γιώργος τράβηξε την πούτσα του απ’ το στόμα μου και βογκώντας άγρια, έχυσε μέσα στο ποτήρι. Μούγκρισα απογοητευμένος. Τα ήθελα στο στόμα, αλλά οι γαμιάδες μου είχαν άλλα σχέδια. Συνέχισα να τσιμπουκώνω τη βρωμόπουτσα του Σταύρου. Η μυρωδιά της βαρβατίλας, της ποδαρίλας και του ιδρώτα των γαμιάδων μου με απογείωναν. Ο θείος σταμάτησε να με δέρνει, και πήρε θέση δίπλα στο Σταύρο. Ο νταλικέρης δεν άργησε να φτάσει στο απροχώρητο και έχυσε κι αυτός στο ποτήρι. Συνέχισα να γλείφω την ψωλή του θείου με μανία, ώσπου κι αυτός έχυσε στο ποτήρι το ψωλόχυμα του.
- «Έλα! Καθάρισε τις πούτσες μας χαμούρα!», είπε ο Γιώργος.
Όρμησα αμέσως και έγλειψα ότι είχε απομείνει από το πολύτιμο υγρό. Αλλά ήθελα κι άλλο. Έπιασα την πατούσα του Σταύρου και την έφερα στο στόμα μου, αλλά αυτός με μια κλωτσιά, με πέταξε στη μέση του δωματίου.
- «Εμείς κάνουμε κουμάντο παλιοπουτάνα!», γρύλλισε. «Θα φας κι άλλο, μην ανησυχείς… Όταν θα τελειώσουμε μαζί σου, θα εύχεσαι να μην είχαμε αρχίσει.... Δείξε μας τη σούφρα σου!»
Στήθηκα πάλι στα τέσσερα και τούρλωσα τον κώλο μου προς το μέρος τους καυλιάρικα. Η πούτσα του κυρ Γιώργου είχε μισοσηκωθεί και άρχισε να τη χαϊδεύει.
- «Ρε συ Θανάση!», είπε ο Σταύρος. «Πόσο καιρό έχει να γαμηθεί η πουτάνα; Σα μητρομάνα κάνει!»
- «Ρε μαλάκες! Ξέχασα τους άλλους ρε!», είπε ο Θανάσης. «Χρήστοοο! Ελάτε μέσα».
Η καύλα μου εκτοξεύτηκε. Η πόρτα άνοιξε, και δυο άντρες μπήκαν μέσα. Ο πρώτος, ο Χρήστος, 60άρης κοντός, ασπρομάλλης με καράφλα και κοιλίτσα, φορούσε τζιν σορτσάκι και φανέλα και τις γνωστές σαγιονάρες. Ο δεύτερος, ο Σπύρος, 25άρης αγριωπός με μουσάκι, τριχωτός, γυμνός από τη μέση και πάνω, φορούσε παντελόνι παραλλαγής και σαγιονάρες. Αυτό που με τρέλανε όμως, ήταν το τεράστιο εξόγκωμα στο παντελόνι του. Η πούτσα του πρέπει να ήταν τεράστια. Άρχισα να τρέμω από καύλα.
- «Χρήστο!», είπε ο θείος. «Έχουμε εδώ την ανιψούλα μου που χρειάζεται πολύ πούτσο για να στρώσει. Αλλά έχει να γαμηθεί πολύ καιρό και η σούφρα του στένεψε πολύ. Λέω λοιπόν, μήπως μας τον ανοίξει λίγο ο γιόκας σου... γιατί εμείς, γέροι άνθρωποι τώρα, μην κουραστούμε…»
Ο Χρήστος γέλασε ειρωνικά, πήρε μια καρέκλα και κάθισε μπροστά μου, ενώ ο Σπύρος -ο γιος του- κατέβασε με μιας το παντελόνι του. Το θέαμα ήταν απίστευτο. Πρέπει να ήταν πάνω από 20 πόντους και χοντρή σα μπουρί. Ήταν ήδη σε πλήρη στύση και το πουτσοκέφαλο του ήταν κατακόκκινο. Θα με ξέσκιζε... Γύρισα και κοίταξα το θείο Θανάση που χαμογελούσε.
- «Όχι αυτό θείε! Σε παρακαλώ…»
Η λουριδιά στην πλάτη μου, με επανέφερε στην πραγματικότητα.
- «Σκασμός χαμούρα! Θα το φας και θα πεις κι ένα τραγούδι. Αλλά πρώτα, θα πιεις τις βιταμίνες σου…»
Πλησίασε με το ποτήρι, με τα χύσια στο χέρι, και μου το έδωσε. Αισθάνθηκα ταπεινωμένος και πραγματικά μια ξεφτιλισμένη πουτάνα.
- «Μην αφήσεις ούτε σταγόνα!», είπε ο Χρήστος.
Πήρα το μισογεμάτο ποτήρι με το ψωλόχυμα, και το έφερα στα χείλια μου. Η γεύση του με τρέλανε. Άρχισα να πίνω τα χύσια των τριών γαμιάδων μου. Τα ψωλοχύματα είχαν πήξει και δεν καταπίνονταν εύκολα. Η τελευταία γουλιά, ξέφυγε από το στόμα μου και έπεσε πάνω στη σαγιονάρα του Χρήστου που είχε καθίσει μπροστά μου.
- «Απ’ ότι έμαθα καριόλα, γουστάρεις και ποδαρίλα! Είπε. Γλείψ’ τα λοιπόν όλα, μη σου γαμήσω το κέρατο!»
Έσκυψα και άρχισα να γλείφω τα ψωλοχύματα από τη σαγιονάρα του Αλβανού. Τα πόδια του βρωμούσαν και ήταν γεμάτα κάλους. Πήρα στο στόμα το μεγάλο δάχτυλο με τα τελευταία χύσια, όταν ένιωσα έναν τεράστιο όγκο να πιέζει την κωλοτρυπίδα μου. Ο Σπύρος ετοιμαζόταν να με ξεσκίσει. Έφτυσε στα χέρια του και μου έχωσε κατευθείαν δυο δάχτυλα, ξεσκίζοντάς με χωρίς οίκτο. Έβαλε αμέσως και τρίτο... Τα δάχτυλα του ήταν τεράστια και ένιωθα τη σούφρα μου να ανοίγει. Έβγαλε τα δάχτυλα με μια απότομη κίνηση, και άκουσα τον χαρακτηριστικό ήχο από τη στρατιωτική του ζώνη να βγαίνει. Η ΑΤ άρχισε να μαστιγώνει αλύπητα τα κωλομέρια μου.
Άρχισα να ουρλιάζω και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να φάω μια γερή κλωτσιά στα μούτρα από το Χρήστο. Ο Σπύρος έφτυσε για τελευταία φορά τη σούφρα μου, και με μια κίνηση με σούβλισε κυριολεκτικά, βάζοντας μόνο τη μισή ψωλάρα του μέσα μου. Κόντεψα να λιποθυμήσω. Οι 3 γαμιάδες στον καναπέ χειροκρότησαν. Ο Σπύρος άρχισε να με ξεσκίζει με μανία, ενώ τα πόδια του κυρ Χρήστου στο στόμα μου, αντικαταστάθηκαν από τη μισομαραμένη πούτσα του. Πρέπει να είχε καμιά εβδομάδα να πλυθεί.
- «Φάτον ξεκωλιάρα τσούλα!!!», ούρλιαξε ο Αλβανός. «Φάε αλβανική πούτσα να χορτάσεις πουτάνα!»
Καιγόμουν ολόκληρος. Η ζωστήρα με μαστίγωνε παντού. Ο γαμιάς είχε χάσει τον έλεγχο. Κι όμως, σιγά - σιγά, άρχισα να το γουστάρω όλο και πιο πολύ. Μου άρεσε που με ξέσκιζε και οι άλλοι παρακολουθούσαν. Μπαινόβγαινε μέσα μου σαν εμβολο. Δεν άντεξε πολύ. Έβγαλε την πουτσάρα του απ’ τον κώλο μου και ήρθε μπροστά μου. Άφησα την πούτσα του γέρου και πήρα τον ψώλαρο του Σπύρου στο στόμα. Ταυτόχρονα, ένιωσα μια άγρια διείσδυση στην ξεσκισμένη μου σούφρα. Η πούτσα του κυρ Γιώργου με γαμούσε άγρια, ενώ οι άλλοι δυο είχαν έρθει δίπλα μου και έπαιζαν τις πούτσες τους. Ο Σπύρος δεν άντεχε άλλο. Έβγαλε την πούτσα του από το στόμα μου και άρχισε να με περιλούζει με τα χύσια του. Έχυνε απίστευτα πολύ. Ο μπαμπάς του άρχισε να με χύνει κι αυτός στα μούτρα, βογκώντας άγρια.
Έτρωγα ταυτόχρονα τα ψωλοχύματα πατέρα και γιου και με γαμούσε ο Γιώργος. Ο καφετζής δεν άντεξε πολύ, και εκτόξευσε τα χύσια του στην πλάτη μου.
- «Άιντε! Την ξεσκίσατε την πουτάνα ρεεε! Εμείς τι θα γαμήσουμε...;», φώναξε ο Σταύρος.
- «Ξεσκίστε με την πόρνη!!!», ούρλιαζα εκτός εαυτού.
Η πούτσα του Σταύρου, σφηνώθηκε στην κωλότρυπα μου και άρχισε να με ξεσκίζει, ενώ έπαιρνα την πούτσα του θείου στο στόμα μου. Το στόμα μου είχε ξεχειλώσει από τις πίπες. Ο νταλικέρης με γαμούσε κάνα πεντάλεπτο άγρια.
- «Έλα ρε Σταύρο να του τα δώσεις στο στόμα του πούστη!», είπε ο Θανάσης και αμέσως άλλαξαν θέσεις.
Ο θείος Θανάσης, με γέμισε με την ψωλή του. Ο πούστης ήξερε να γαμάει. Μου έσκιζε τα βυζάκια μου και μπαινόβγαινε μέσα μου ενώ έγλειφα την πούτσα του Σταύρου.
- «Φάε το γλειφιτζούρι σου πουτανάκι! Τι γυναικάρα είσαι εσύ...! Α ρε χαμούρα! Θα σε χύσω ρεε....! Έλα Θανάσσσ να τη χύσουμε μαζί την πούστρα».
Τα ψωλοχύματα του Σταύρου, πετάχτηκαν μέσα στο στόμα μου με δύναμη. Ταυτόχρονα, ένιωθα την πούτσα του θείου σε έκσταση. Με μια φοβερή κραυγή, έχυσε μέσα στην κωλάρα μου.
- «Πάρτα πουτάνα! Σε χύνω παλιοχαμούρη...!!!»
Τα χύσια άρχισαν να τρέχουν από παντού επάνω μου. Οι πέντε γαμιάδες μου έπεσαν στους καναπέδες αποκαμωμένοι. Δεν άντεχα άλλο. Σύρθηκα στα πόδια τους και άρχισα να γλείφω όποιο έβρισκα, ενώ έπαιζα δυνατά την ψωλή μου. Το πόδι του Σπύρου ήταν στο στόμα μου, ενώ οι άλλοι γελούσαν..
- «Παίξε το μουνάκι σου να χύσει γαμιόλα!!!», φώναξε ο Αλβανός.
Ο πατέρας του σηκώθηκε παίζοντας την ψωλή του και την έφερε στα μούτρα μου.
- «Πιες και λίγο Αλβανικό κάτουρο πουστάρα!», μου είπε και άρχισε να με κατουράει στα μούτρα.
Έγλειφα πόδια με χύσια και κάτουρα. Αυτό ήταν. Ο οργασμός μου ήταν τόσο δυνατός, που κόντεψα να λιποθυμήσω. Τα χύσια μου πετάχτηκαν παντού με δύναμη. Ξάπλωσα ανάσκελα στο πάτωμα και οι γαμιάδες μου ακούμπησαν τα πόδια τους επάνω μου για να ξεκουραστούν. Η διαμονή μου στην Αθήνα, ξεκινούσε με τις καλύτερες προϋποθέσεις…
(Copyright protected OW ref: 8365 "Erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.